Ο ποιητής

Γιώργος Δουατζής

 

Από τα Ένθετα στο «Μη φεύγετε κύριε Ευχέτη»

 

Κάθε πρωί τον φυλάκιζαν

Εκείνος έφτιαχνε σκάλες πανύψηλες με στίχους

Ως τον ουρανό πανύψηλες

Και κάθε σούρουπο τον έβρισκαν ανάμεσά τους

να μοιράζει φωτοστέφανα στους αδύναμους.

 

 

Ήρθε ο καιρός, η ώρα, η στιγμή

να βγούμε πάλι και ξανά στους δρόμους.

Να υψώσουμε τις γροθιές σε κίνηση διεκδίκησης,

χωρίς να ξεχάσουμε ποτέ τα ερωτικά μας τραγούδια.

Άλλωστε για να υπάρχουν αυτά πολεμήσαμε.

Κι αυτοί θα σου πουν ότι δεν έχεις καταλάβει,

γι αυτό ζητάς το μερτικό σου.

Όμως δεν κατάλαβαν,

ότι ακριβώς αυτή η μικρή παρανόηση

οδηγούσε πάντα στις μεγαλύτερες επαναστάσεις.

Τώρα, εγώ μιλάω με τους νεκρούς μου.

Έχουν από τις ωραιότερες φωνές

και μου αρέσουν όχι γιατί πέθαναν βέβαια,

άλλωστε όλοι πεθαίνουν,

αλλά γιατί έζησαν, χωρίς να καταλάβει κανείς ότι υπήρξαν

κι ας στήριξαν μεγάλες επαναστάσεις.

Οι νεκροί μου λοιπόν, μήνυσαν πως είναι λάθος,

να μπούμε στους τέσσερις τοίχους μας,

γιατί τα παγκόσμια τρωκτικά προτιμούν άδειες λεωφόρους.

Κι έπειτα,

πού θα υψωθούν αυτές οι σφιγμένες γροθιές της διεκδίκησης,

που σμίλεψαν την ανθρωπιά στα πρόσωπά μας;

  

  

  

◄πίσω στο Γ. Δουατζή

  

 
      αριθμός επισκεπτών