Γιάννης Μότσιος:
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΡΩΣΙΚΑ:
«Τραγούδια και χοροί τού θανάτου»,
Φωνητικός Κύκλος.
Μουσική Μ. Μούσοργκσκι (1839-1881), ποίηση Α. Α.
Γκολενίστσεφ-Κουτούζοφ (1848-1913)
-
Νανούρισμα, 1875.
-
Σερενάτα.
-
‘Τρεπάκ’: Χαρούμενος
Λαϊκός Χορός.
-
Ο στρατηλάτης
***************************************************************
Νανούρισμα, 1875
Στενάζει το μωρό … Το κερί
Στα στερνά του τρεμοσβήνει θαμπά.
Όλη νύχτα κουνώντας την κούνια,
Η μανούλα δεν έκλεισε μάτι.
Με της αυγής το σκάσιμο, με προσοχή περίσσια,
Την πόρτα χτύπησε ο καρδιόπονος θάνατος!
Η μάνα ανατρίχιασε, τον κοίταξε ανήσυχα…
«Φτάνει πια να τρομάζεις, καλή μου φίλη!
Το χλομό πρωινό στο παραθύρι προβάλλει…
Κλαίγοντας, νοσταλγώντας κι αγαπώντας;
Κουράστηκες, αποκοιμήσου λιγουλάκι,
Στο πόδι σου εγώ θα σταθώ.
Το παιδί να καλμάρεις δεν τα κατάφερες.
Με πιότερη γλύκα θα το τραγουδήσω εγώ.»
«Σώπα! Το μωρό μου χτυπιέται και δέρνεται,
Κι εσύ να βασανίζεις την ψυχή μου!»
«Μα ναι, μαζί μου πιο γρήγορα θα ηρεμήσει.
Νάνι, νάνι, το παιδί να κάνει!»
Τα μάγουλά του χλομιάζουν, λιγοστεύει
Η ανάσα του…». «Σώπα, σε ικετεύω!»
«Καλό το σημάδι, θα σωπάσουν τα πάθη,
Νάνι, νάνι, το παιδί να κάνει!»
«Τα μάγουλά του χλομιάζουν, λιγοστεύει
Η ανάσα του…». «Σώπα, σε ικετεύω!»
«Καλό το σημάδι, θα σωπάσουν τα πάθη,
Νάνι, νάνι, το παιδί να κάνει!»
«Χάσου, καταραμένε! Με το χάδι σου
Τη χαρά μου θα διώξεις».
«Όχι, τον ήρεμο ύπνο στο μωρό σου θα δώσω.
Νάνι, νάνι, το παιδί να κάνει!»
«Λυπήσου με, σταμάτα το τραγούδι σου για λίγο,
Φοβερό το δικό σου τραγούδι!»
«Το βλέπεις κι εσύ, πως με το δικό μου,
το ήρεμο τραγούδι, κοιμήθηκε το παιδί.
Νάνι, νάνι, το παιδί να κάνει!»
25, 26 Δεκ. 2020, βράδυ και 11:19΄
******************************************************
Σερενάτα
Γιάννης Μότσιος
Τρυφή μαγική, νύχτα γαλάζια,
Της άνοιξης τρεμάμενα σούρουπα .
Ακούει, σκύβοντας το κεφάλι της, αυτή που νοσεί,
Τον ψίθυρο της ηρεμίας νύχτα καιρό.
Ο ύπνος δεν κλείνει τα μάτια της τα λαμπρά,
Η ζωή σε ηδονές την καλεί, μα πίσ’
Απ’ το παράθυρο στη μεσονύκτια σιωπή
Ο θάνατος μια σερενάτα τραγουδεί:
«Σε ζόφο σκλαβιάς φοβερής και στενάχωρης
Τα νιάτα σου μαραίνονται﮲
Ιππότης άγνωστος, δύναμης θαυμαστής
Εγώ θα σ’ απελευθερώσω.
Σηκώσου και δες τον εαυτό σου:
με ομορφιά
Διαυγή το πρόσωπό σου λάμπει,
Τα μάγουλά σου κόκκινα, με κατσαρή πλεξούδα
Η κορμοστασιά σου, ωσάν με νέφος στριφτή.
Ματιών προσηλωμένων γαλάζια αίγλη,
Πιο φωτεινά απ’ ουρανό κι από φωτιά﮲
Με πύρωμα απογευματινό ρέπ’ η πνοή σου…
Με μάγια μ’ έχεις δεμένο. Η ακοή σου
ξελογιάστηκε με τη δική μου σερενάτα,
Ιππότη ο ψίθυρός σου καλεί,
Ήρθ’ ο ιππότης για το στερνό του έπαθλο:
Η ώρα της αγαλλίασής σου έφτασε.
Τρυφερή η κορμοστασιά σου, μεθυστικό το ρίγος…
Ω, και τώρα θα σε πνίξω στη δυνατή μου
αγκαλιά: ερωτικό το ψέλλισμα
Άκου!... σώπα!... Είσαι δικιά μου πια!»
************************************************************
‘Τρεπάκ’: Τρελός Λαϊκός Χορός
Γιάννης Μότσιος
Δάση και κάμποι, τα πάντα ερημιά.
Ο χιονοστρόβιλος και κλαίει κι αναστενάζει﮲
Νιώθεις, ότι στης νύχτας το ζόφο,
Ο Άκαρδος, κάποιον χώνει στη γη.
Δες, κι είν’ έτσι ακριβώς!
Στο σκοτάδι τον γέρο χωριάτη
Ο θάνατος τον αγκαλιάζει και τον χαϊδεύει﮲
Με το μπεκρή χορεύουν οι δυο τρελό χορό,
Στ’ αυτί του σιγοτραγουδάει τραγούδι:
«Οχ, αγροίκε, μίζερε γέρε, τά ’τσουξες πάλι
Για τα καλά, και σέρνεσαι σε δρόμο σκοτεινό﮲
Χιονοστρόβιλος, άκαρδος, σηκώθηκε και σε χορεύει,
Από κάμπο σε δάσος πυκνό σ’ έχωσε στην τύχη.
Από καημό, από θλίψη κι απ’ ανάγκη δαρμένος,
Ξαπλώσου, βολέψου και κοιμήσου, καλέ!
Περιστεράκι μου, με χιόνι θα σε ζεστάνω,
Και γύρω σου παιχνίδι τρανό θα σκαρφιστώ.
Χτύπα το στρώμα, χιονοστρόβιλε - κύκνε!
Άντε, κι αρχίνα το τραγούδι, καιρέ!
Παραμύθι να του λες που όλη νύχτα να κρατήσει,
Κι ο μέθυσος γερά να κοιμηθεί μ’ αυτό.
Οχ, εσείς, δάση και νέφη κι ουρανοί,
Σκότος, αεράκι και χιόνι που πετάς,
Δεθείτε σπάργανο καλό, χιονάτο πουπουλένιο,
Μ’ αυτό το γέρο μου τον καημένο να σκεπάσω.
Κοιμήσου, φίλε μου, γεροντάκι τυχερό,
Το καλοκαίρι μπήκε, με άνθη και καρπό!
Στον κάμπο ήλιος γελάει, τα δρεπάνια χορεύουν﮲
Κυλάει το τραγούδι, τα περιστέρια πετούν …»
*****************************************************
ο στρατηλάτης
Βροντάει η μάχη, αστράφτει η αρματωσιά,
Τ’ αχόρταγα κανόνια ουρλιάζουν,
Τα συντάγματα τρέχουν, τα άτια καλπάζουν
Και τα ποτάμια κόκκινα κυλούν.
Το μεσημέρι καίει, οι άνθρωποι χτυπιούνται﮲
Χαμήλωσε ο ήλιος, η μάχη πιο σκληρή,
Η δύση χλομιάζει – κι οι εχθροί χτυπιούνται
όλο και πιο λυσσασμένα, με έχθρα πολλή.
Κι έπεσε νύχτα στο πεδίο της μάχης.
Τα αποσπάσματα χάθηκαν στο σκοτάδι…
Ηρέμησαν τα πάντα, και στην ομίχλη της νύχτας
Στόνοι ανέβαιναν στα ουράνια ψηλά.
Και τότε, στου φεγγαριού λάμποντας το φως,
Στο άτι το πολεμικό καβάλα,
Τα κόκκαλα τυλίγοντας με φως,
Πρόβαλε ο θάνατος﮲
και στη σιωπή,
Τους θρήνους και τις προσευχές εισακούοντας,
Πλημμυρισμένος με περήφανα εφόδια
Στρατηλάτης σωστός, το πεδίο της μάχης
Επιθεώρησε με γνώση και με ξόδια.
Στο λόφο ανεβαίνοντας, κοίταξε γύρω του,
Στάθηκε, χαμογέλασε…
Και πάνω στα πεδία των μαχών
Ήχησε μοιραία η φωνή της φωνής:
«Η μάχη τέλειωσε! Των πάντων εγώ νικητής!
Μπροστά μου όλοι σας, μαχητές, συμφιλιωθήκατε!
Η ζωή σάς έβαλε να τσακωθείτε κι εγώ σας φίλιωσα!
Όλοι σας σηκωθείτε για επιθεώρηση, νεκροί!
Μ’ επίσημο βήμα μπροστά μου περάστε,
Το στράτευμά μου θέλω να μετρήσω﮲
Μέσα στη γη τα κόκαλά σας ν’ απιθώσετε
Και με ύπνο γλυκό απ’ τη ζωή θ’ αναπαυτείτε!
Αθέατα τα χρόνια με άλλα χρόνια θα περνούν,
Οι άνθρωποι τη μνήμη τους για σάς θα χάσουν.
Μα εγώ θα σας θυμούμαι για πάντα και πάνω σας,
Μεσάνυχτα τρικούβερτο το γλέντι μου θα στήνω.
Και στο γερό χορό, τη μαύρη γη με πόδι θα χτυπώ,
Τον ίσκιο των νεκρών στον αιώνα να μην τον αφήσετε,
Ποτέ μην ξαναβγείτε από τη μαύρη γη!.»