Γιώργος Δουατζής

Ποιήματα (1971-2021)

Δεν μου αρέσει η επιστροφή στο παρελθόν, ακόμα και για ευτυχισμένες στιγμές που έχω ζήσει.

Αναδημοσίευση από diastixo.gr       

Όταν καλούμαι να μιλήσω για ένα βιβλίο που εικονίζει την εκδοτική, όχι συγγραφική, πορεία μου μισού αιώνα, δεν μπορώ να αποφύγω την ανάμνηση της περιήγησης μέσω –συχνά τραυματικών– αναδρομών στο παρελθόν. Η συγκέντρωση όλων των ποιημάτων που έχω εκδώσει στο διάστημα 1971-2021 ήταν μια δύσκολη ψυχοσωματικά εμπειρία. Δεν μου αρέσει η επιστροφή στο παρελθόν, ακόμα και για ευτυχισμένες στιγμές που έχω ζήσει. Μόνον διδακτικά βρίσκω χρήσιμες τις αναδρομές σε επίπεδο αυτοκριτικής. Δεν θέλω να βυθίζομαι στο τέλμα των αναπολήσεων και της νοσταλγίας, κυρίως για όσα δεν έκανα. Αυτή η επιστροφή μού θυμίζει παραιτημένους γέροντες, που, λες κι η ζωή τους σταματά πριν τον θάνατό τους, στρέφονται διψασμένοι σε γεγονότα του παρελθόντος, με την αυταπάτη ότι επιμηκύνουν μια επί της ουσίας ανύπαρκτη πια ζωή.

Παρά ταύτα, η επιστροφή στα ποιητικά πεπραγμένα μου ήταν ένα καρποφόρο ταξίδι, αφού μου έδωσε ό,τι κι η ίδια η ζωή. Χαρές, λύπες, εξάρσεις, απογοητεύσεις, αλλά, τελικώς, δύναμη να συνεχίσω να ζω το παρόν προσβλέποντας σ’ ένα ευοίωνο μέλλον. Φαίνεται πως η έμφυτη αισιοδοξία μου με βοήθησε να τα βγάλω πέρα και σ’ αυτό το εγχείρημα.

Το ταξίδι της δημιουργίας αυτού του τόμου με τα Ποιήματα 1971-2021 ήταν δύσκολο, γιατί παρότι δεν θυμάμαι «απέξω» ούτε έναν στίχο μου, ανατρέχοντας στα γραπτά μου θυμάμαι πότε, πού τα έγραψα, σε ποια ψυχολογική κατάσταση βρισκόμουν. Έτσι, έζησα μια ανασύνθεση γεγονότων και καταστάσεων καταγραμμένων από τους στίχους μου, όχι εξωραϊσμένων όπως συνήθως κάνουμε ανακατασκευάζοντας τις αναμνήσεις. Αναγνώρισα σ’ αυτή τη διαδρομή ότι στην ποιητική ματιά μου υπήρχε πάντοτε ένας πυρήνας που παρέμεινε ίδιος επί δεκαετίες, σε σχέση με το πώς βλέπω τον εαυτό μου μέσα στον κόσμο, τον κόσμο μέσα από τον εαυτό μου, πώς προσλαμβάνω την ανάγκη για μοιρασιά και φροντίδα για τον διπλανό, ποια τα συστατικά αυτού του καλύτερου κόσμου που ονειρευόμουν και ονειρεύομαι ακόμα, στο πλαίσιο ενός νέου ανθρωπισμού.

Αυτή η συλλογή με οδήγησε, ως ήταν φυσικό, σε μια έξαρση γόνιμης αυτοκριτικής για τους χειρισμούς που έκανα μέσα στις ώρες της απόλυτης μόνωσης που απαιτεί η γραφή. Ξαναείδα τη βάσανο για τις επιλογές λέξεων, φράσεων, νοημάτων και το στήσιμό τους σε έναν όσο το δυνατόν καλύτερο αισθητικά και εννοιολογικά χορό. Χορό, που κρατάει δεκαετίες τώρα την ανήσυχη φύση μου ζωντανή. Η βάσανος αυτή έχει να κάνει με τη δευτερογενή επεξεργασία του ποιήματος, όχι με την πρωτογενή, αυτήν της γέννησής του.

Παρά τις πολλές μου προσπάθειες, δεν κατάφερα ποτέ να ανακαλύψω, να καταγράψω, τι ακριβώς συμβαίνει τις στιγμές της γέννησης του ποιήματος. Πολλές φορές αναρωτήθηκα ποιος μου κινεί το χέρι, πώς είναι δυνατόν να χάνεται ο τόπος κι ο χρόνος την ώρα της γέννας κάθε ποιήματος. Όπως πολύ συχνά δεν αναγνωρίζω το πόνημά μου και βεβαιώνομαι ότι έγραψα εγώ το ποίημα, επειδή το βλέπω στον υπολογιστή μου ή με τον γραφικό μου χαρακτήρα στο χαρτί. Κι αναρωτιέμαι: Τόση έλλειψη συνείδησης την ώρα της γέννας πια;

Καταληκτικά, η συγκομιδή των πενήντα χρόνων της ποιητικής –όχι πεζογραφικής– εκδοτικής παρουσίας μου ήταν μια διαδικασία παραγωγική και δεν μετάνιωσα που ακολούθησα τις προτροπές δικών μου ανθρώπων για την έκδοσή της. Πώς χώρεσαν πενήντα ολόκληρα χρόνια μέσα σε πεντακόσιες πενήντα σελίδες;

 

 
      αριθμός επισκεπτών