ποιήματα της

"Άννας Δερέκα"







Η Αρραβωνιαστικιά του ποταμού

 

Με φόντο τα

Ερειπωμένα σπίτια στο Μαυρονόρος

Που φωσφορίζανε σιγανά κάτω από

Τα δροσερά άστρα

 

Θα σε πάω σ’ ένα μέρος Ακριβό, μου είχε πει πολλή ώρα πριν περάσουμε το εκκλησάκι του δρόμου με τους Αγίους.

Ήτανε νύχτα κι ούτε που πρόσεξα – μα οι Άγιοι κάθονταν στα σκοτεινά!

Είχε φέρει μαζί του κεράσματα, κουραμπιέδες και πορτοκάλια!

-που τάχε κρύψει;

Μούδωσε κι ένα χαρτί στο δρόμο κάτι σαν ποίημα

«Χτυπάν νερά / τρυπάν την πέτρα». Για ένα ποτάμι έλεγε θαρρώ. Κύτταγα έξω όμως, την αύρα ερημιάς στις οξυές κι αφηρημένα το φύλαξα στην τσέπη μου.

Που να τα φανταζόμουν τότε όλα!

 

Άναψε το καντήλι στους Αγίους

Και φύγαμε.

Δεν θυμάμαι αν έκλεισε

Την θρυμματισμένη πόρτα

Πίσω μας!

Πριν λίγο όμως

Με είπε αρραβωνιαστικιά

Του ποταμού

Κρέμασε γύρω

Απ’ τα μαλλιά μου

Σαν άσπρα ρόδα

Τους μίσχους της ανάσας του

Με κείνα τα πανάρχαια χέρια,

που πήραν

Το χέρι μου μέσ’ το σκοτάδι,

-όχι δεν ήταν σκοτάδι,

Νύχτα ήταν

που μάτωνε

σαν πατητήρι μαύρου κρασιού.

Και μ’ οδηγούσε το χέρι του

διασχίζοντας την σιωπή

γινόταν πέτρα, πέτρες πολλές

να πατήσω

-μη και γλιστρήσω!

Κι εγώ τότε

νερό ήμουν και κυλούσα πάνω στις πέτρες

-κυλώ αέναα

 

Είσαι αρραβωνιαστικιά

του ποταμού

μου είπε και κρατώντας μου το χέρι

Χτυπήσαμε όλες τις πόρτες

-αν και δεν ήταν κλειδωμένες

κι είχαν επάνω κάτι σημάδια μυστικά

σαν αιχμαλωτισμένες αγριαπιδιές

βαθιά χωμένες

μέσα στην σάρκα του ξύλου

-εσύ τις αναγνώριζες

που ήξερες ένα – ένα

τα δέντρα του βουνού

μου άφηνες για λίγο το χέρι

και σαν να πόναγαν τις ακουμπούσες

και άνοιγαν!

όλοι με γνώριζαν

όλοι λέγανε

«είναι η αρραβωνιαστικιά

του ποταμού, φέρτην στο τραπέζι»

Κι έμπαινα εγώ

βράδυ και νύχτα και μέρα των αστεριών

σ’ όλα τα σπίτια

και συ δεν μου άφηνες το χέρι,

-εγώ δεν στ’ άφηνα!

Και καθόμασταν στο τραπέζι

κι όλοι μας κέρναγαν

Μια κούπα

ψωμί κρασί φωτιά μαζί.

Τότε εγώ έγερνα λίγο

Ονειρευόμουν, ξάπλωνα πάνω

Στη φτερούγα του πουλιού,

-που να ξέρω τι πουλί ήταν!

Πώς να το ξεχωρίσω μεσ’ τη νύχτα!

και συ που θάξερες

βιαζόσουνα και φεύγαμε

και μόλις που προλάβαινα

να υπερασπιστώ την βιασύνη σου

ν’ αφήσω ένα ποίημα

στο τραπέζι.

Τι σ’ έπιασε ξαφνικά

και ξάπλωσες στη γη;

Εγώ νόμισα, έπεσες

κι έπεσα κι εγώ!

Η φωτιά της κούπας

σου είχε κάψει

το όμορφο πουκάμισο

και είδα τον σπαραγμό

Των σπλάχνων σου

Είναι οι σπασμοί του κρασιού

είπες εσύ

και μ’ έσφιγγες επάνω σου

-Πως μ’ έσφιγγες επάνω σου!

σα να τράβαγες τα θυρόφυλλα του ανέμου

να προστατευτείς

Και πως με κύτταγες!

σαν λεύτερο όνειρο

που θα χανόταν!

Τότε, τα στήθια μου

σαν κομμένα διαμάντια

σε μάτωσαν!

Σηκώθηκες

Φαίνεται θα φύσηξε

Το αεράκι

-εγώ δεν τ’ άκουσα,

αλλά για κάποιες στιγμές

έχασες την ισορροπία σου

τον τρόπο που βάδιζες πριν

έτρεξα να σου πιάσω το χέρι

να ενθαρρύνω σιγά τον εαυτό μου

και άγγιξα

κερήθρα μέλι και ερημιά.

«Είσαι η αρραβωνιαστικιά

του ποταμού»

είπες

«κι εγώ υποκλίνομαι

στη χάρη και τη δύναμή του»

Άναψες το καντήλι στους Αγίους

και φύγαμε.

 

ΑΝΝΑ ΔΕΡΕΚΑ

    

 
      αριθμός επισκεπτών