Ελένη Κουρμαντζή
ΓΙΩΣΕΦ ΕΛΙΓΙΑ: Η κοινωνική διάσταση του έργου του
Σε αυτούς που
έζησαν τότε τα γεγονότα…
25 Μαρτίου
1944
ΑΘΗΝΑ
23 Μαρτίου
2009
Κύριε Πρόεδρε της
Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος,
Κύριε Πρόεδρε του
Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος,
Κύριε Πρόεδρε της
Ισραηλιτικής Κοινότητας Ιωαννίνων,
Σας ευχαριστώ που μου
δώσατε το βήμα αυτό απόψε, να τιμήσουμε όλοι μαζί τον
ελληνοεβραίο ποιητή και διανοούμενο Γιωσέφ Ελιγιά.
Ελένη Κουρμαντζή
Κυρίες και Κύριοι,
Ο Ιωσήφ Ηλία
Καπούλιας, ο γνωστός μας Γιωσέφ Ελιγιά, παιδί μιας φτωχής
μικροαστικής εβραϊκής οικογένειας γεννήθηκε στα Γιάννενα το
1901. Ο πατέρας του υπήρξε μικροπωλητής στο Μπεράτι της Αλβανίας
και μετά τον θάνατο αυτού το 1921, η μητέρα του Ελιγιά
αναγκάστηκε να δουλέψει ως οικιακή βοηθός σε σπίτια εβραίων και
χριστιανών.
Το παιδί αυτό
διακρίθηκε γρήγορα για τη δίψα του στη μάθηση και για την
οξύνοιά του, ενώ μεταξύ των δασκάλων του ήταν ο πολυμαθής Αβραάμ
Δαυίδ, ο οποίος τον μύησε στην εβραϊκή ιστορία και παράδοση.
Αυτό το παιδί θα το προστατέψει αργότερα οικονομικά ο πλούσιος
έμπορος Σαμπεθάι Καμπιλή.
Όταν ο Ελιγιά αρχίζει
να εμφανίζεται στα γράμματα, μοιάζει να έχει επηρεαστεί από τον
σιωνισμό. Ας σημειωθεί ότι στις αρχές του 19ου αιώνα,
μέσα στον παγκόσμιο εβραϊσμό, συναντούνται τρία ιδεολογικά
ρεύματα: ο σιωνισμός, με ηγέτες τους διανοούμενους Θεόδωρο
Χερτζλ και Μαξ Νορντάου, διακήρυττε
τη δημιουργία μιας εβραϊκής πατρίδας. Αντίθετα, ο αφομοιωτισμός
πρότεινε τη μόρφωση και την εξύψωση του πολιτισμού των απανταχού
εβραίων και παράλληλα την παραμονή τους στις κατά τόπους
πατρίδες τους. Τέλος, ο σοσιαλισμός πρόσταζε τον διαχωρισμό των
φτωχών εβραίων από τους πλούσιους και την υπέρβαση του
διλήμματος μεταξύ σιωνισμού και αντισημιτισμού, διαμέσου του
σοσιαλιστικού αγώνα.
Έτσι και ο Ελιγιά,
επηρεασμένος από το κίνημα του σιωνισμού, έγραψε το 1918 τα
ποιήματα «Για σε Σιών πατρίδα μου το αίμα μου θα χύσω» και «Οι
τρεις Ραββίνοι»· το τελευταίο μάλιστα, ένα λόγιο αλλά και
αλληγορικό ποίημα, αφορά τον κατεστραμμένο ναό του Θεού στον
λόφο Σιών της Ιερουσαλήμ.
Το 1919, ο Γιωσέφ
Ελιγιά αποφοιτά από την
Alliance
Israélite
Universelle. Σημειωτέον ότι οι
Σχολές της
Alliance, φιλογαλλικού
προσανατολισμού, που ιδρύονται απανταχού στην Ευρώπη, με έδρα το
Παρίσι, υπήρξαν προϊόν του αφομοιωτικού κινήματος και είχαν ως
σκοπό μια ανώτερη μόρφωση για τις απανταχού εβραϊκές κοινότητες,
και γενικότερα την ανύψωση του πνευματικού τους επιπέδου. Η
Σχολή της
Alliance
στα Γιάννενα ιδρύθηκε το 1904. Εδώ θα αναλάβει και ως διδάσκαλος
ο Ελιγιά το 1921.
Είναι τα χρόνια αυτά,
κατά τα οποία αναδεικνύεται ως ποιητής, παράγοντας αξιόλογο
στίχο, ο οποίος κινείται μέσα σε ένα πνεύμα απαισιοδοξίας. Είναι
επίσης η εποχή της μικρασιατικής εκστρατείας και ο τοπικός
γιαννιώτικος πληθυσμός υποφέρει από κάθε είδους στερήσεις. Ο
ευαίσθητος Ελιγιά φαίνεται απρόθυμος να στρατευθεί.
Χαρακτηριστικά παραμένουν τα ποιήματα αυτής της περιόδου, όπως
το άτιτλο που αρχίζει με τον στίχο «Ένα παράπονο μέσα μου
πνιγερά τρεμοπάλλει», γραμμένο το 1921. Δίδουμε τους τελευταίους
τέσσερις στίχους αυτού του ποιήματος:
Κιτρινόφυλλα μέσα, τριγύρω μου, μου μηνούν το χειμώνα.
Και της ζωής το πικρόηχο ψαλμό που αργά ξεψυχάει
Και να μοίρα η σκληρή που με βήμα συρτό - σα χελώνα
Στα λημέρια του Χάρου με πάει.
Παραθέτουμε ακόμη
τέσσερις ενδιάμεσους στίχους ενός άλλου ποιήματος με τίτλο
Désespoir
(απελπισία), γραμμένο το 1922:
Σέρνω δειλά, τ’ ανήμπορο κορμί μου
Μακρυά από των θνητών τ’ άχαρο αχνάρι
Κι’ ανεμοδέρνονται φριχτά οι συλλογισμοί μου,
Και σβύνει αργά της Ζήσης το λυχνάρι.
Τα Γιάννενα αυτής της
εποχής, όπως σημειώσαμε, υποφέρουν από φτώχεια. Σε ένα έγγραφο
του Πανηπειρωτικού Εργατικού Κέντρου Ιωαννίνων, στις 9 Νοεμβρίου
1922, ζητείται από τις Αρχές η διανομή αλεύρου και σίτου, η
επάρκεια στην αγορά άρτου και ξυλανθράκων, η καταπολέμηση της
αισχροκέρδειας (βλ. μαυραγοριτισμού) και η λήψη μέτρων για την
αντιμετώπιση της απελπιστικής κατάστασης των κατοίκων της πόλης,
λόγω της ανεργίας από την οποία πλήττεται ο πληθυσμός. Και μέσα
σε αυτήν την κατάσταση, η οποία είναι απόρροια των μετά του Α΄
Παγκοσμίου Πολέμου συνθηκών και τη μικρασιατική εκστρατεία,
αρχίζει να αμβλύνεται η διάκριση μεταξύ ελλήνων χριστιανών,
εβραίων ή και μουσουλμάνων που είχαν παραμείνει τότε στα
Γιάννενα. Αυτό είναι και το κλίμα μέσα στο οποίο αναδεικνύεται
τη στιγμή αυτή ο διανοούμενος σοσιαλιστής Γιωσέφ Ελιγιά. Εδώ
παύει η λυρική του ποίηση, με τους τόνους πεσιμισμού της, για να
αναδειχθεί μια νέα ποιητική, πιο ρωμαλέα και πιο κοινωνική.
Κατ’ αρχάς, το κλίμα
της εποχής οδηγεί τον ποιητή να γράψει το εξαίρετο ποίημα
«Αντιμιλιταρισμός ή Μπότα». Παραθέτουμε τους πρώτους στίχους:
Η μαύρη Πολιτεία βουβή και σαν συλλογισμένη,
Την ευτυχία που διάβηκε λες μάταια να γυρεύει.
Κάποια μορφή, σα φάντασμα, μεσ’ στο χακί διαβαίνει,
Κάποι’ αστραπή φειδογλυστρά μεσ’ της καρδιάς τα ερέβη.
Και στις πλατείες τις βουβές και στα βουβά καντούνια,
Ντραν, ντραν, κροτούνε τα σπιρούνια...
Παραμένει αυτό το
ποίημα, πέρα από το αντιμιλιταριστικό του ύφος, ένα πρότυπο
αλληγορικών πολιτικών εννοιών, αλλά και ενδεικτικό για την κρίση
που επικρατεί
στα Γιάννενα. Και ως επακόλουθο,
δημιουργείται στην πόλη αυτή ένας σοσιαλιστικός πυρήνας, ο
οποίος περιστρέφεται γύρω από το Εργατικό Κέντρο Ιωαννίνων, με
πρωτοπόρα τη συντεχνία των τσαγκαράδων: Οι τσαγκαράδες μάλιστα
εκδίδουν τη (δυσεύρετη σήμερα) εφημερίδα
Άνθρωπος, που
κυκλοφόρησε το 1922. Επίσης, το 1924 θα κυκλοφορήσει μια άλλη
σοσιαλιστική εφημερίδα, ο
Νέος Αγών, προϊόν και αυτή του ίδιου σοσιαλιστικού πυρήνα, και δη
των απόμαχων της μικρασιατικής εκστρατείας, οι οποίοι έχουν
ιδρύσει την αριστερίζουσα «Πανηπειρωτική Ένωση Παλαιών
Πολεμιστών».
Ακριβώς αυτή τη στιγμή
εμφανίζεται εδώ ο Γιωσέφ Ελιγιά, διδάσκαλος τότε της
Alliance, ο οποίος προσχωρεί
στο κίνημα του σοσιαλιστικού αυτού πυρήνα και συμμετέχει ενεργά
στις εκδηλώσεις του. Το 1924, το κίνημα αυτό είχε την τόλμη να
τελέσει στη Μητρόπολη Ιωαννίνων, μοναδική περίπτωση στα χρονικά
της εποχής, μνημόσυνο για τον θάνατο της Ρόζας Λούξεμπουργκ και
του Καρλ Λήμπκνεχτ!
Στην εφημερίδα
Νέος Αγών ο Ελιγιά,
τακτικός συνεργάτης αυτής, δημοσιεύει πάντοτε στην πρώτη σελίδα
και ένα ποίημα. Ιδού ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά ποιήματα, με
τον τίτλο «Εργάτης», από το οποίο παραθέτουμε στίχους:
Γλυκοχαράζει η αυγή, τη γλυκοχαιρετίζεις
και ξεκινάς πικρέ αδερφέ για τον τραχύν αγώνα,
με ροζιασμένα μπράτσα, ωϊμέ, και πληγιασμένο γόνα,
μεσ’ στης δουλειάς την κόλαση της ζωής τάνθια μαδίζεις.
Η νειότη πλάι στο γκρεμό σέρνεται της αβύσσου
και ξεκινούν τα γηρατειά στον κάμπο απ’ τα ασφοδέλεια,
κι ενώ κροτούν του άρχοντα στην Πολιτεία τα γέλοια,
σκλάβε πονώ τον πόνον σου, βυζαίνω απ’ την οργή σου.
Στα Γιάννενα όμως,
παράλληλα, έντονη παραμένει και η πνευματική δράση των
διανοούμενων αυτής της πόλης. Ιδρύεται εδώ ο προοδευτικός
«Εκπαιδευτικός Όμιλος Ιωαννίνων», παράρτημα αυτού των Αθηνών, με
στόχο την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας και τη
διερεύνηση τρεχόντων φιλολογικών και παιδευτικών ζητημάτων. Σε
μια συνεδρίαση αυτού του Ομίλου προσκαλείται και ο Ελιγιά, ο
οποίος, σε ένα κατάμεστο ακροατήριο, στη μεγάλη αίθουσα της
Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων, δίδει τη διάλεξή του με θέμα «Περί
Μεταβιβλικής Ποιήσεως». Η διάλεξη αυτή, τον Δεκέμβριο του 1924,
αφιερωμένη στον δάσκαλό του Αβραάμ Δαυίδ, περιστρέφεται γύρω από
το ιστορικό γίγνεσθαι, την Τέχνη, τον ιουδαϊσμό και τον
χριστιανισμό, την εβραϊκή παράδοση, φθάνοντας ακόμη και στους
φιλόσοφους ποιητές της μεσαιωνικής Ισπανίας, και όλα τούτα, υπό
το πρίσμα της μαρξιστικής θεώρησης. Η διάλεξή του σχολιάστηκε
θετικά από όλους τους διανοούμενος αρθρογράφους των εφημερίδων
των Ιωαννίνων. Σημειωτέον ότι στα Γιάννενα τη δεκαετία του 1920,
εκδίδονται οι εφημερίδες
Ήπειρος και Ελευθερία των λόγιων Γ. Χατζή - Πελλερέν και Χρήστου Χρηστοβασίλη
αντίστοιχα, ο Κήρυξ
του Δ. Πανίδη, η
Ηπειρωτική Ηχώ του Ευθύμιου Τζιάλλα, καθώς και άλλες
μικρότερης εμβέλειας εφημερίδες. Όλες τούτες οι εφημερίδες,
ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, έπλεξαν το εγκώμιο στον
διανοούμενο Γιωσέφ Ελιγιά, και χαρακτηριστικό είναι το κριτικό
σχόλιο του Γ. Χατζή - Πελλερέν στην εφημερίδα του, αναφέροντας
ότι: «Ο κύριος Ιωσήφ Καπούλιας είναι εγκρατής της εβραϊκής
φιλολογίας… και συγχρόνως ποιητής με πολύ ισχυράν έμπνευσιν και
αισθητικήν μόρφωσιν… επιπλέον δε γνώστης όσον ολίγοι της
νεοελληνικής φιλολογίας και των μυστικών του ρυθμού και της
αρμονίας της γλώσσης…».
Δίδουμε εδώ μια
περίληψη της διάλεξης αυτής, όπως τούτη δημοσιεύτηκε στις
γιαννιώτικες εφημερίδες (10-20 Δεκεμβρίου 1924):
Το ανθρώπινο πνεύμα στρέφεται στην ιστορία είτε γιατί
αυτή δίδει μαθήματα για την αποφυγή των περασμένων αμαρτημάτων,
είτε γιατί η ίδια η φύση του ανθρώπου τον ωθεί να στρέφεται προς
τα πίσω· ως μοχλός αυτής της στροφής χρησιμεύει και η βιβλική
ποίηση. Αυτή η ποίηση, για να ξαναβρεί τη φρεσκάδα της, πρέπει
να απαλλαγεί από τις θεωρήσεις διάφορων θεολογιών, όπως της
εβραϊκής και της χριστιανικής, που της έδωσαν μεταφυσική
οντότητα· κατ’ αυτό τον τρόπο, σπουδαία παραμένει η εβραϊκή
φιλολογική παραγωγή της μεσαιωνικής αραβικής Ισπανίας, με
χαρακτηριστικά παραδείγματα τους Γεουδά Αλεβή και Σολομών Ιμπν
Γκεβερούλ.
Άξιο προσοχής είναι
αυτό που ο ίδιος ο Ελιγιά σημειώνει για τη θέση του ποιητή μέσα
στην ίδια την ποίηση της ευρύτερης, ή μάλλον διευρυμένης,
ιδεολογίας:
«…δεν είναι απαραίτητο ο μαρξιστής να θεωρεί την Τέχνη ως πιστό
αντίγραφο της επαναστατικής ιδεολογίας, αλλά να μπορεί να κρίνει
θετικά, διαμέσου του αισθητικού ματεριαλισμού, και άλλες μορφές
τέχνης, όπως τις «Σιωνίδες» του Αλεβή ή και τον «Ύμνο προς την
Ελευθερία» του Σολωμού· απαιτεί όμως από άλλους ποιητές, όπως
για παράδειγμα από τον Παλαμά, να δίδουν περισσότερη προσοχή στα
νεότερα κοινωνικά ρεύματα».
Σύμφωνα με την
εφημερίδα Νέος Αγών
που εκδιδόταν από τον σοσιαλιστικό πυρήνα των Ιωαννίνων, και
τυπωνόταν μάλιστα στα πιεστήρια της εφημερίδας
Ήπειρος του Γ. Χατζή -
Πελλερέν (πατέρα του γνωστού μας Δημήτρη Χατζή), στις 21
Δεκεμβρίου του 1924, συλλαμβάνονται, κατά τον τότε ισχύοντα
στρατιωτικό νόμο, τα περισσότερα μέλη του πυρήνα αυτού. Λίγες
μέρες αργότερα και ο Γιωσέφ Ελιγιά οδηγείται στις φυλακές. Στην
απομόνωση εκεί γράφει το ποίημα «Πίσω απ’ τα κάγκελα»,
τιτλοφορούμενο και ως «De
Profundis» (Εκ Βαθέων).
Διαβάζουμε τα
τελευταία τετράστιχα:
Βαρειά βαρειά στη σάρκα μου κροτούν τα σίδερά σου
Σκλαβιά πικρή, σκλαβιά αιματοβυζάστρα.
Και λαχταράω για λύτρωμα, για τον πλατύν αγέρα
Μα, ωιμέ, τριπλά της φυλακής τα κάστρα.
Μαύρε Σατράπη, άγριε φονιά, δε με νικάς, ωστόσο,
Και ταπεινά η ψυχή μου δε λυγίζει.
Δε ζητιανεύω λευτεριά, δε ζητιανεύω χάρι
Στην πόρτα, ω Κάιν, το κρίμα σου σταλάζει!
Στο πλαίσιο της κοινωνικής και πολιτικής του ιδεολογίας και
τοποθέτησης, ο Ελιγιά προβαίνει σε μια έντονη κριτική στους
πλούσιους και τους ιθύνοντες της εβραϊκής κοινότητας, γράφοντας
το ποίημα «Οι Φαρισαίοι». Σε μαρτυρία μάλιστα που καταθέτει ο
γιατρός, μετέπειτα Δήμαρχος Ιωαννίνων, Πέτρος Αποστολίδης,
διαβάζουμε:
«Ένα άλλο δικό του… άρχιζε:
“Φαρισαίοι, σκυφτοί προσευχηθείτε,
το βιός σας είναι καλά σιγουρεμένο…”.
-Πώς το εμπνεύστηκες αυτό, μωρέ Γιωσέφ, τον ρωτώ.
-Από τη Συναγωγή. Βλέπεις εκεί όλους αυτούς τους Μπατήσιδες,
τους Καμπελήδες, τους Μαρκάδους και τους άλλους σπεκουλάντες,
που ολημερίς κατακλέβουν τον κόσμο στο παζάρι, να κάθονται εδώ
σκυφτοί και τάχα συντριμμένοι και με μια πετσέτα στο λαιμό και
στο κεφάλι να κουνιούνται μπρος και πίσω στο ρυθμό των ύμνων».
Δίδουμε τα δύο πρώτα
τετράστιχα και το τελευταίο του ποιήματος « Οι Φαρισαίοι», στο
οποίο ο Ελιγιά θέτει ως υπότιτλο τη ρήση «Σάββατο Σαββατών», που
είναι η ημέρα της εξιλέωσης, δηλαδή της μεγάλης μετάνοιας
για την εβραϊκή θρησκεία.
Στο παραπάνω ποίημα επίσης, τίθενται ως
motto
τα λόγια του
Ιησού «Ουαί, Ουαί Υμίν,
Γραμματείς και Φαρισαίοι Υποκριταί». Διαβάζουμε:
Ω Φαρισαίοι κυρτοί, προσευχηθήτε!
Μέσ’ στα λευκά σεντόνια τυλιγμέμοι,
Βουίξετε χλωμοί, ταπεινωμένοι,
Στον Κύριο Σεβαώτ που σας ακούει .
Τ’ αρνιά κι οι λύκοι αθώα συναπαντιούνται
Στο ίδιο μαντρί την άγια τούτη μέρα·
Μα τι, πλάι στο κατώφλι σας κι αν αύριο,
Το σφαχτάρι θα γλυκοσπαρταρά;…
… … … … … … … … … … … … … … … …
…Κάτω απ’ τα πόδια σας, σαν κάποιος θρόνος
Να ‘ραΐζει… Τι
χλωμιάσατε, ω γενναίοι;
Τι τρέμετε; Καλάστε βυθισμένοι,
Ω Φαρισαίοι κυρτοί, στην Προσευχή!…
Ο Γιωσέφ Ελιγιά φεύγει
από τα Γιάννενα στις αρχές του 1925, και πηγαίνει στους φίλους
του γιαννιωτοεβραίους στο Αργυρόκαστρο. Ας σημειωθεί ότι μερικοί
από τους συντρόφους του στον σοσιαλιστικό πυρήνα των Ιωαννίνων
καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ήταν τότε η δικτατορία του Παγκάλου
και ίσχυε ο στρατιωτικός νόμος. Η ποινή των συντρόφων αυτών
μετατράπηκε με αθωωτικό βούλευμα, αλλά τρεις από αυτούς πήραν
τον δρόμο της εξορίας προς Ανάφη… Ο Ελιγιά, μετά από μια μικρή
παραμονή του στο Αργυρόκαστρο, φεύγει από τα Γιάννενα,
νοιώθοντας «ξένος» εκεί, και έρχεται στην Αθήνα, στις αρχές του
1925, διωγμένος ουσιαστικά από τη γενέθλεια πόλη του,
κυνηγημένος από τον «μωσαϊκό και τον ρωμέικο νόμο»…
Χαρακτηριστικό της τότε ψυχικής κατάστασής του είναι και το
υπαρξιακό, σχεδόν νιτσεϊκό ποίημα, με τον τίτλο «Στον εαυτό
μου», το οποίο έγραψε εδώ το 1926:
Σαύρα, πανάθλιο σερπετό, που στα χαλίκια σέρνεις
Του ξεπεσμένου εγώ σου την ορφάνια.
Σα νυχτοπούλι στου γκρεμνού τα βάθη σιγογέρνεις
Και κλαις για τη χαμένη περηφάνεια…
Λυγίζοντας, χορεύοντας, ψηλά απ’ το κοντάρι
Για το σιχαμερό του όχλου το χατήρι
Παράτησαν τα χέρια σου της Πίστης το δισκάρι
Και της αλήθειας τ’ άγιο το ποτήρι.
Στην Αθήνα ο Ελιγιά συνεργάζεται με τη
Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια του
Πυρσού, για την οποία συντάσσει έως τον θάνατό του διακόσια
τρία λήμματα ιστορικού, φιλοσοφικού, φιλολογικού και λοιπού
εβραϊκού περιεχομένου. Θα έρθει μάλιστα σε στενή σχέση με τους
διανοούμενους των Αθηνών. Εδώ επίσης συνεχίζει τις μεταφράσεις
θεολογικών και λογοτεχνικών κειμένων, και κορυφαία παραγωγή του
θα είναι η μετάφραση του «Άσματος Ασμάτων (Chir
Ahchirim)», το οποίο
πρωτοπαρουσιάζει στην
Εγκυκλοπαίδεια στις 9 Οκτωβρίου 1927. Στο
Φιλολογικό Παράρτημα
της Εγκυκλοπαίδειας,
καθώς και σε διάφορα άλλα περιοδικά της εποχής, ο Ελιγιά
δημοσιεύει παράλληλα διάφορα ποιήματά του.
Τελευταίος σταθμός της
βιωματικής πορείας του Ελιγιά θα είναι το Κιλκίς. Εδώ έρχεται το
1930, με τον διορισμό του ως διδάσκαλος της Γαλλικής στο
Γυμνάσιο, ενώ αναμένει πρόσκληση για τη θέση Εβραιολογίας στο
Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Στο Κιλκίς ζει έντονες ψυχικές
καταστάσεις, όπως αυτές αποτυπώνονται χαρακτηριστικά και στο
ποίημά του «Κιλκίς», το αφιερωμένο «Στη
μακάρια σκιά του Ποιητή της “Πρέβεζας”», δηλαδή του Κώστα
Καρυωτάκη.
Διαβάζουμε τα δύο
πρώτα εξάστιχα:
Αχ πόσο οδυνηρό κι’ απαίσιο
Σ’ ένα στενό, τραγικό πλαίσιο
Η ζωή σου να λιμνάζη οκνή…
Η Ανία το θρήνο ν’ αρχινάει.
Και, σβούρα, να στροφογυρνάει
Στον ίδιον άξονα η ψυχή…
Του ρεμβασμού τα γαλάζια ίχνη
Στην ένδοξη ψυχρή πολίχνη
Να σβύνουν σα μουντός καπνός
Πουρνό – βραδύ, στην πονεμένη
Ψυχή, βραχνάς να σου βαραίνει
Ο μολυβένιος ουρανός.
Τη φιγούρα του Ελιγιά
θυμούνται με συμπάθεια ακόμη και μέχρι πρόσφατα οι παλιοί του
μαθητές από το Κιλκίς, οι οποίοι δήλωναν ότι «από τον Ελιγιά
μάθαμε ποίηση».
Στον επίλογο της
σημερινής μας ομιλίας, ας ξαναδούμε τον Γιωσέφ Ελιγιά πάλι στα
Γιάννενα, και το κοινωνικό του πρόσωπο, όπως αυτό μας δίδεται
στο φιλοσοφημένο ποίημα με τον τίτλο το «Τορά μας», «Χαρισμένο
σε κάποιους Σκλάβους του Γκέττο».
Διαβάζουμε το πρώτο
και το τελευταίο τετράστιχο:
Μερονυχτίς στην άκαρπη μελέτη βυθισμένοι.
Με τη χλωμή σας τη θωριά που η φτώχια όλο μαραίνει,
Στ’ αραχνιασμένα σας «Ταλμούδ» τα παλαϊκά σκυφτοί.
Κι’ η σκλαβωμένη σας ψυχή με πόθο αναζητεί
Να βρει τι γράφει το Τορά
μας.
… … … … … … … … … … … … … …… … … … … … … …
Ώ αδέρφι που σε μάγεψε το αρχαίο σου «μεγαλείο».
Της ζωής να ξεφυλλίσουμε το ζωντανό βιβλίο
Έλα - εκεί μέσα θένα βρης πυρογραμμένο κάτι
-Με του Δυνάστη το ραβδί, με τα δεσμά του Εργάτη-
φρικτό, που δεν εγράφτηκε απ’ το
Τορά μας.
Το ποίημα το «Τορά
μας» του Γιωσέφ Ελιγιά παραφράζεται ως οι «πλάκες του Μωυσή» από
τον Δημήτρη Χατζή στο διήγημά του
Σαμπεθάι Καμπιλή, του
Τέλους της μικρής μας πόλης, προσπαθώντας ο συγγραφέας να
διεισδύσει στην ψυχολογία της προπολεμικής Ισραηλιτικής
Κοινότητας Ιωαννίνων, δίδοντας συνάμα και την ψυχογραφία αυτής.
Γράφει χαρακτηριστικά:
«Οι πλάκες του Μωυσή
κρατούσανε πάντα την παλιά τους γραφή. Κι η οβρέικη φτωχολογιά
τις κουβαλούσε στην πλάτη της, λιμασμένη, καταφρονεμένη, απ’
αυτές καρτερώντας τη σωτηρία. Όπου κάποτε, πάνε τώρα τριάντα
χρόνια, ακούστηκε και στην μικρή πολιτεία η φωνή ενός καινούριου
προφήτη. Δεν υπάρχει, έλεγε αυτός, κανένας άλλος τρόπος για τους
οβραίους να γλυτώσουν, να σταματήσει η χαμένη τυράννια τους κι’
η ντροπή τους , παρά να τις σπάσουνε μια και καλή τις πλάκες του
Μωυσή. Οι φτωχοί με τους φτωχούς κι’ οι αρχόντοι με τους
αρχόντους, όπως ήτανε κι όλας αυτοί, και πρώτος - πρώτος ο
Σαμπεθάι Καμπιλής. Αυτός τους φοβερίζει τους οβραίους πλειότερο
απ’ όλους τους χριστιανούς. Κι η σωτηρία που τους τάζει, είναι
οι αλυσίδες που τους δένουν».
Προφήτης ο Γιωσέφ
Ελιγιά με το «Τορά μας», αλλά μεθύστερος προφήτης και ο Δημήτρης
Χατζής, ο οποίος, με πρόφαση λογοτεχνική, προβαίνει σε μια
απόδοση της προσωπικότητας του Γιωσέφ Ελιγιά αλλά ταυτόχρονα και
της ψυχολογίας της Ισραηλιτικής Κοινότητας των Ιωαννίνων,
προπολεμικά.
Ο ουσιαστικός ηγέτης
αυτής της Κοινότητας, ο μεγαλέμπορος Σαμπεθάι Καμπιλή, με την
προσήλωσή του στα καθιερωμένα της παράδοσης των αιώνων,
εκπροσωπεί έναν αντίθετο κόσμο από αυτόν του Γιωσέφ Ελιγιά. Η
επικράτηση του κόσμου του Καμπιλή στον κόσμο του Ελιγιά, δεν
αφήνει περιθώρια για την αποφυγή του «πεπρωμένου». Μέσα στην
αφελή ιδεολογία του κόσμου του Καμπιλή, ο οποίος τελικά πείθεται
ότι οι γερμανικές κατοχικές δυνάμεις μπορούν να εξαγοραστούν
ώστε να αποφευχθεί η εκτόπιση της εβραϊκής κοινότητας, θα
εφαρμοστεί επακριβώς το σχέδιο της «τελικής» λύσης. Και αυτό το
σχέδιο, παρά την προτροπή του ποιητή μέσα από το ποίημά του το
«Τορά μας» για ένα «γοργοξετύλιγμα ζωής», δηλαδή για μια άμεση
πρόβλεψη των επίκαιρων εξελίξεων της τότε κοινωνίας:
-Μα, ώ τυφλωμένε απ’ την παλιά, ξεθωριασμένη πίστη,
Στου χρόνου το περπάτημα δεν τόνοιωσες; - εσβύσθη
Η αρχαία λυχνεία. Καινούργιο φως στη στράτα μας μπροστά!
Και το γοργοξετύλιγμα της Ζωής πια δε ζητά
Να βρει τί γράφει το Τορά
μας.
Δυστυχώς, λίγοι από
την Κοινότητα πίστεψαν αυτόν τον καινούριο προφήτη, τον Γιωσέφ
Ελιγιά, που άφησε την τελευταία του πνοή στο Νοσοκομείο του
Ευαγγελισμού, χτυπημένος από τύφο, στις 29 Ιουλίου του 1931.
Ήταν τότε μόλις 30 ετών…
Η φιλόξενη γη της
Αθήνας σκέπασε τον ποιητή με το χώμα της…
*
Κυρίες και Κύριοι,
Σήμερα είναι 23
Μαρτίου 2009. Δεν μπορούμε όμως αυτή την ημέρα να μην τη
συνδέσουμε με την τραγική μέρα της 25ης Μαρτίου του
1944. Δηλαδή, τη μέρα αυτή κατά την οποία συντελέστηκε το
«τέλος» της εβραϊκής κοινότητας της πόλης των Ιωαννίνων.
Στις 25 Μαρτίου του
1944, μέρα Σαμπάθ, μέρα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, μέσα στο
κλίμα τρομοκρατίας και φόβου που επικρατούσε τότε στα Γιάννενα,
η χιλιόχρονη, ίσως και πλέον, Ισραηλιτική Κοινότητα Ιωαννίνων,
συγκεντρωνόταν βίαια μέσα στο Κάστρο και στην πλατεία Μαβίλη:
1725 άτομα, από μωρά παιδιά μέχρι υπερήλικες, από έγκυες
γυναίκες μέχρι ασθενείς γέρους, δηλαδή όλα τα μέλη της
Κοινότητας, φορτώθηκαν σε 97 γερμανικά άσκεπα φορτηγά για να
μεταφερθούν, μέσα στον χιονισμένο και παγωμένο Μάρτη, στα
στρατόπεδα εξόντωσης… Και για να εξαφανιστούν εκεί με τον πλέον
απάνθρωπο και αποτρόπαιο τρόπο… μη μπορώντας ποτέ να απαντήσουν,
ούτε αυτοί, ούτε οι επόμενες γενιές, ούτε εμείς, στο Γιατί·
γιατί, ό,τι ο νους δεν μπορεί να συλλάβει, δεν μπορεί και να
ερμηνεύσει…
«Η μικρή μας πόλη με πιασμένη την ανάσα άκουσε τον σπαραγμό και τον θρήνο
που υψώθηκε απ’ τα οβραίικα»…
Σας ευχαριστώ.