Ποιήματα: Ανέκδοτα (1877;-1923)
[Dunya
Guzeli]
Το κάτοπτρον δεν μ' απατά, είν' αληθής η
θέα,
δεν είναι άλλη ως εμέ επί της γης ωραία.
Οι οφθαλμοί μου στίλβοντας αδάμαντας
ομοιάζουν,
του κοραλίου την χροιάν τα χείλη μου
πλησιάζουν,
δύο σειραί μαργαριτών το στώμα μου
στολίζουν.
Το σώμα μου είν' εύχαρι, το πόδι μου
φημίζουν,
χείρες, λαιμός κατάλευκοι, κόμη μεταξωτή...
πλην, φευ, τι οφελεί;
Εντός αυτού του μισητού κλεισμένη χαρεμίου,
ποίος το κάλλος μου ορά επί της υφηλίου;
Μόνον αντίζηλοι εχθραί φαρμακευμένον βλέμμα
με ρίπτουν, ή απαίσιοι ευνούχοι, και το
αίμα
παγώνει εις τας φλέβας μου ότ' έρχεται
κοντά μου
ο απεχθής μου σύζυγος. Προφήτα, δέσποτά
μου,
σύγγνωθι την καρδίαν μου αλγούσ' αν εκφωνή,
Ας ήμην Χριστιανή!
Αν εγεννόμην Χριστιανή θα ήμην ελευθέρα
εις πάντας να δεικνύομαι και νύκτωρ κ' εν
ημέρα·
και άνδρες μετά θαυμασμού, γυναίκες μετά
φθόνου
θα ομολόγουν, βλέποντες το κάλλος μου, εκ
συμφώνου, -
Ότι η φύσις ως εμέ άλλην δεν θα παράξει.
Οσάκις θα διέβαινα εν ανοικτή αμάξη
θα επληρούντο της Σταμπούλ με πλήθος αι
οδοί
ίνα καθείς με ιδή.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης