Καθημερινή
ΠOΛITIΣMOΣ
Ημερομηνία δημοσίευσης: 19-05-09
Η
ποίηση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης
Μεταξύ
ορατού και αοράτου, σαν να εικονογραφείται ο στίχος του
Καρυωτάκη «Υπάρχω;» κι ύστερα «δεν υπάρχεις»
Του
Παντελή Mπουκάλα
Παντελής Mπουκάλας
ΣΚΕΨΕΙΣ. Αν υποθέσουμε πως η Ποίηση, που
έχει δώσει φωνή σε αναρίθμητους πιστούς της, έπαιρνε η ίδια
φωνή, ίσως να σιγοτραγουδούσε ένα θραύσμα από την «Πρέβεζα» του
Κώστα Καρυωτάκη, το «”Υπάρχω;” λες, κι ύστερα: ”δεν υπάρχεις”».
Μετά το ρήμα «υπάρχω» όμως δεν θα έβαζε ερωτηματικό όπως ο
ποιητής, δεν θα αναρωτιόταν δηλαδή. Θα απέφευγε τα σημεία στίξης
ή το πολύ να έθετε το θαυμαστικό της ενθουσιώδους κατάφασης
(περίπου όπως τραγουδιέται συνήθως ο στίχος), για να προχωρήσει
αμέσως έπειτα στην αναίρεση, στην άρνηση: «δεν υπάρχεις». Χωρίς
να έχω την παραμικρή πρόθεση να πέσω στην πατροπαράδοτη γκρίνια
που συνήθως αφορμάται από την αφοριστική διαπίστωση του
Χέλντερλιν, «Κι οι ποιητές τι χρειάζουνται σ’ ένα μικρόψυχο
καιρό», μια γκρίνια που μάλλον εύκολα γυρνάει σε ναρκισσισμό, θα
ήθελα να πω ότι η εντύπωσή μου είναι πως η ποίηση, όσον αφορά
την υποδοχή της από τα ΜΜΕ υπάρχει και δεν υπάρχει. Εκκρεμεί
ανάμεσα στο ον και το μη ον. Είναι ταυτόχρονα θεατή και αθέατη.
Δημοσιεύεται δηλαδή αλλά δεν διαβάζεται, ή δεν διαβάζεται και
δεν συζητείται όσο θα επιθυμούσαν οι δημιουργοί της. Εκτίθεται
δημοσίως αλλά δεν είναι πολλά τα μάτια που στρέφονται πάνω της,
κι όσα στρέφονται δεν μπαίνουν πάντοτε στον κόπο της δεύτερης
ανάγνωσης, ή και της τρίτης, δίχως τις οποίες η ποίηση μένει
αλειτούργητη.
Πρέπει πάντως να γίνει μια διάκριση ανάμεσα
στα μέσα της μαζικής ενημέρωσης και στα περιοδικά που, με άλλοτε
άλλο πάθος και πείσμα, υπηρετούν τη λογοτεχνία απευθυνόμενα
σχεδόν εξ ορισμού σε ολιγάριθμο ακροατήριο. Πρέπει επίσης να
διαφοροποιηθεί η δεξίωση της καθαυτό ποίησης από την υποδοχή της
κριτικής της, του σχολιασμού της, να δούμε δηλαδή πόσος χώρος
και πού δαπανάται (ή χαραμίζεται, κατά το ρήμα που θα ταίριαζε
στο ιδιόλεκτο των πραγματιστών) για να δημοσιευθούν στίχοι και
πόσος για να δημοσιευτούν κριτικά σχόλια ή παρουσιάσεις. Ατόφια
ποιήματα, όσο ξέρω, δημοσιεύονται μονάχα στην «Αυγή», στο
καθημερινό «Ποιητικό Ανθολόγιο» που εισήγαγε ο Άγγελος
Ελεφάντης, καθώς και στις κυριακάτικες «Αναγνώσεις» πάλι της
«Αυγής», υπό τον τίτλο «Ποιήματα που τώρα γράφονται». Χάρη στην
ανάπτυξη των βιβλιολογικών ενθέτων πάντως, τα οποία δυστυχώς από
μια στιγμή κι έπειτα μείωσαν τις σελίδες τους, ο χώρος που
διατίθεται για την κριτική της ποίησης είναι σαφώς μεγαλύτερος
από εκείνον που διετίθετο στις μάλλον μυθολογημένες προηγούμενες
δεκαετίες, παραμένει πάντως μικρότερος του χώρου που φιλοξενεί
κριτικές πεζογραφίας, ενός είδους που θεωρείται ανέκαθεν
λαϊκότερο. Ευτυχώς, για την υποδοχή της δουλειάς ποιητών που
έχουν ήδη εκδώσει συλλογές τους ή πρωτοεμφανιζόμενων, υπάρχουν
και αρκετά και καλά περιοδικά, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και
σε κάμποσες πόλεις της περιφέρειας, αλλά και στην Κύπρο. Όσοι
αναζητούσαμε στον καιρό της μετεφηβείας μας το περιοδικό που θα
υποδεχόταν ή θα ανεχόταν τα πρωτόλειά μας, με ψευδώνυμο ή με το
όνομά μας, ξέρουμε πόσο παραμυθητική παραμένει η μετά κόπων και
βασάνων έκδοση λογοτεχνικών περιοδικών.
Για να επιστρέψουμε στις εφημερίδες, πρέπει
να συνεκτιμήσουμε τον χώρο που αφιερώνεται σε συνεντεύξεις
ποιητών, με την αφορμή συνήθως κάποιας βράβευσης. Και αφού τον
συγκρίνουμε με τον χώρο που παρέχεται σε συνεντεύξεις
πεζογράφων, να σκεφτούμε κατόπιν αν όλες αυτές οι συνεντεύξεις
έχουν ουσιώδη σχέση με τη λειτουργία της ποίησης ή απλώς
υπακούουν στους όρους του παιγνίου της δημοσιότητας και
συμβάλλουν απλώς στην αύξηση της κατά ποιητικήν κεφαλήν
αναγνωρισιμότητας.
Τηλεοπτική σιγή...
Στην τηλεόραση, για να περάσουμε στα
εύκολα, τα πράγματα είναι απλά και φυσιολογικά. Η ποίηση δεν
υπάρχει. Δεν υπάρχει καν, ως γεγονός άξιο αναφοράς, ο θάνατος
ποιητών, και μάλιστα αυτών που και με τους αυστηρότερους όρους
θα τους κατατάσσαμε στους μείζονες. Ο θάνατος του Μίλτου
Σαχτούρη, λ.χ., που καταγράφτηκε στην πρώτη σελίδα δύο μόνο
αθηναϊκών εφημερίδων, δεν συγκίνησε καθόλου τους ιδιωτικούς
διαύλους, και το ίδιο συνέβη λίγο αργότερα με τον θάνατο του
Μανόλη Αναγνωστάκη. Από την πλευρά της, η κρατική τηλεόραση είχε
εκμεταλλευτεί και στις δύο περιπτώσεις την περιουσία του
«Παρασκηνίου», που κατάντησε να λειτουργεί σαν άλλοθι αδρανείας,
φρόντισε όμως να πετσοκόψει τις δηλώσεις της Κικής Δημουλά και
του Δημήτρη Ραυτόπουλου για τον Αναγνωστάκη, για λόγους
οικονομίας χρόνου υποτίθεται, ενός χρόνου ωστόσο που προσφέρεται
αφειδώς σε προγράμματα υψηλής πνευματικότητας, όπως η
Γιουροβίζιον. Για να μείνω στα κρατικά κανάλια, οι βιβλιολογικές
εκπομπές τους καθώς και οι ερευνητικές που αφιερώνονται σε
λογοτέχνες, προγραμματικά εκτοπισμένες στη μεταμεσονύκτια ζώνη
όπως είναι, αδυνατούν, όσο κι αν το προσπαθούν ή το επιθυμούν,
να διασπάσουν τον κυρίαρχο τηλεοπτικό λόγο. Και μάλλον το ίδιο
συμβαίνει με τις ραδιοφωνικές εκπομπές λογοτεχνικού
περιεχομένου.
Από την πλευρά της, η ιδιωτική τηλεόραση,
εμπορική εκ συστάσεως, περιποιεί τιμή εκ του αντιστρόφου στην
ποίηση: από σεβασμό προς τη λογοτεχνία, δεν τη θεωρεί
καταναλωτικό και αγοραίο είδος, γι’ αυτό και δεν μπαίνει στον
κόπο να ασχοληθεί μαζί της. Αλλωστε, καταστρατηγώντας και αυτές
τις συμβατικές της υποχρεώσεις που άλλα ορίζουν, ο χρόνος που
αφιερώνει στον τομέα «Τέχνες/Πολιτισμός» κυμαίνεται από το
τεράστιο 0,1% έως το τεραστιότατο (μετά συγχωρήσεως) 1,5%. Για
να ασχοληθεί με τέτοια αντιεμπορικά ζητήματα η ιδιωτική
τηλεόραση, το MEGA λ.χ., θα πρέπει κάποιος ποιητής να εμφανιστεί
αυτοβιογραφούμενος στo Μέγαρο Μουσικής. Ας θυμηθούμε ωστόσο ότι
τον πρώτο καιρό της ιδιωτικής τηλεόρασης, το πρόγραμμα του
Αντένα έκλεινε γύρω στη μία-μιάμιση μετά τα μεσάνυχτα με μια
κοπελιά που απήγγελλε στίχους. Αυτός ο ποιητικός αποχαιρετισμός,
το καλωσόρισμα του υπνοδότη Μορφέα με ποιήματα των απογόνων του
μυθικού ποιητή και τραγουδιστή Ορφέα, δεν κράτησε πολύ. Πάλι
καλά που δεν είχε περάσει τότε σε κανενός πρωτοπόρου το μυαλό η
ιδέα μιας ποιητικής Πετρούλας πριν από τη μετεωρολογίζουσα
Πετρούλα.
Η ποίηση στο μετρό
Ίσως φανεί παράδοξο αλλά την εντύπωση πως η
ποίηση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης κινείται μεταξύ ορατού και
αοράτου, με την πατροπαράδοτη εξιδανίκευσή της και την ενίοτε
ειδωλολατρική αντιμετώπισή της να μη μεταφράζεται σε διαρκή
παρακολούθησή της, τη σχημάτισα παρακολουθώντας τη μοίρα της
ποίησης στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Από τη συγκοινωνία λοιπόν
στην επικοινωνία, από τα ΜΜΜ στα ΜΜΕ. Δεν έχω εικόνα για το πώς
αντιμετώπιζαν προ ετών οι επιβάτες τους καδραρισμένους στίχους
που τοποθετούνταν στα λεωφορεία, έχω πάντως μια ιδέα για το πώς
αντιμετωπίζει το βιαστικό πλήθος τους στίχους που τοποθετούνται
στους σταθμούς του μετρό, σε κάδρα ή σε ηλεκτρονικές πινακίδες.
Τώρα, ας πούμε, με αφορμή το έτος που του είχε αφιερωθεί,
εκτίθενται στίχοι του Γιάννη Ρίτσου. Σχεδόν κατασκοπεύοντας,
είδα ότι πολύ λίγοι δίνουν σημασία στους στίχους κι αυτοί
κρυφοκοιτάζοντας, σαν να ντρέπονται μην τους δούνε να «χαζεύουν
στιχάκια» και τους συναριθμήσουν στα «ψώνια». Ίσως αυτό μας
υποδεικνύει με τον εναργέστερο και ίσως τον αποκαρδιωτικότερο
τρόπο ότι η ποίηση είναι οριστικά ιδιωτική υπόθεση, όπως άρχισε
άλλωστε να γίνεται αφότου έπαψε να είναι ακροαματική διαδικασία,
όπως ήταν σε μακρινούς καιρούς, όταν απαγγελλόταν με τη συνοδεία
λύρας ή άλλου οργάνου.
Για να σταθoύμε στον Ρίτσο, ας θυμηθούμε
κάποια λόγια του: «Η προσπάθειά μου», έλεγε, «είναι να ξαναβρεί
η ποίηση τον αληθινό της χώρο και τον αληθινό προορισμό της -
χώρο πλατύ, κοινό πλατύ κι όχι κλειστού δωματίου, όχι χώρο
μοναξιάς. [...] Ποτέ δεν ξεχνάω το θεατή και τον ακροατή ούτε
και στην ποίησή μου ακόμη), μα θέλω να ξανακάνω την ποίηση να
”βλέπεται” και ν’ ακούγεται”, κι όχι μονάχα να διαβάζεται». Την
επιθυμία του αυτή ο Ρίτσος δεν την πλήρωσε και λίγο λογοτεχνικά,
αν θυμηθούμε τα επικαιρικά ή υμνολογικά ποιήματά του που κι ο
ίδιος τα έψεξε, έστω και σε επιστολές ή στίχους του που είδαν το
φως της δημοσιότητας μετά το θάνατό του. Σίγουρα πάντως, χάρη
και στη μελοποίησή της από σπουδαίους συνθέτες, η ποίησή του,
όπως και άλλων μεγάλων ποιητών μας, ακούστηκε πολύ, ιδιαίτερα
στα χρόνια της αντίστασης και της μεταπολίτευσης, αν και πιστεύω
ότι άλλη ποίηση προσλαμβάνει κανείς διά της ακοής και άλλη διά
της προσηλωμένης οράσεως. Η ποίηση αυτή ακούγεται ακόμα,
λιγότερο βέβαια και όχι για λόγους πολιτικούς πια. Αλλά δεν
«βλέπεται», όπως θα συμφωνούσε ίσως και ο Ρίτσος παρατηρώντας
όσα συντελούνται στους σταθμούς του μετρό.
* Εισήγηση στο συνέδριο με θέμα
«Η ποίηση
σήμερα», αφιερωμένο στη μνήμη του Τάσου Λειβαδίτη, που
διοργάνωσαν το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και το Μορφωτικό Ίδρυμα
της ΕΣΗΕΑ (8-9 Μαΐου 2009).