Από την Πίνδο στα δίκτυα της διεθνούς κατασκοπείας

Του Γιώργου Μ. Βραζιτούλη, Βερολίνο.

(Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Ηπειρωτικός Αγών» - 5 Ιουλίου 2016)      

Το κεφάλαιο του δωσιλογισμού κατά την διάρκεια της Κατοχής στη Ελλάδα αποτελεί ακόμη και σήμερα, ένα από τα ελλιπώς μελετημένα ιστορικά θέματα της νεότερης ιστορίας μας. Ειδικότερα στις τοπικές κοινωνίες ένα πέπλο σιωπής κάλυπτε μέχρι πρόσφατα διάφορες βιογραφίες, όταν συγγενικοί, κοινωνικοί ή και πολιτικοί δεσμοί δεν επέτρεπαν την ενασχόληση με αυτά τα ζητήματα. Μόλις τα τελευταία 20 χρόνια, με το άνοιγμα διαφόρων σημαντικών ιστορικών κρατικών αρχείων (ανατολικών και δυτικών χωρών) και με την βοήθεια της ψηφιοποίησης και των νέων δυνατοτήτων πρόσβασης μέσω του διαδικτύου, έχουν έρθει στην επιφάνεια άγνωστα μέχρι σήμερα στοιχεία από διάφορες ταραχώδεις περιόδους της σύγχρονης ιστορίας μας. 

Στο ηλεκτρονικό αρχείο της περιβόητης CIA των ΗΠΑ, βρήκα τυχαία μια σειρά ηλεκτρονικών ντοκουμέντων, από αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της υπηρεσίας αυτής, που περιγράφουν την ασύλληπτη πορεία ενός δωσίλογου στην κατοχική Ελλάδα, ο οποίος αργότερα εξελίχτηκε σε έναν σημαντικό πράκτορα διαφόρων μυστικών υπηρεσιών. Επειδή ο σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι ο στιγματισμός των πιθανών απογόνων ή άλλων συγγενικών προσώπων του εν λόγω ατόμου, παρά μόνον η ιστορική κατανόηση μιας δύσκολης και δραματικής εποχής για τη χώρα μας, θα αναφερθούν εδώ, για ευνόητους λόγους, μόνον τα αρχικά του ονόματός του. Πρόκειται λοιπόν για τον Γ.Μ., του οποίου η βιογραφία, όπως θα φανεί στη συνέχεια, είναι συνυφασμένη με το σκοτεινό κεφάλαιο του λεγόμενου «μειονοτικού δωσιλογισμού» στη χώρα μας και της μεταπολεμικής του εξέλιξης.

Τα προπολεμικά χρόνια

Ο Γ.Μ. γεννήθηκε το 1914 στο Δίστρατο (ή Μπριάζα) και η οικογένειά του ανήκε στους λεγόμενους «ρουμανίζοντες», σε εκείνη δηλαδή την αναλογικά μικρή μερίδα Βλάχων της Πίνδου, που για διάφορους λόγους (πολιτικούς, πολιτισμικούς ή ακόμη και ιδιοτέλειας και οπορτουνισμού) είχαν ρουμάνικη εθνική συνείδηση. Ο Γ.Μ. μαθήτευσε στο ρουμανικό δημοτικό σχολείο του χωριού του, στη συνέχεια στο αντίστοιχο ρουμανικό γυμνάσιο στα Γιάννενα και μετά στο ρουμανικό λύκειο των Γρεβενών. Ακολούθως μετέβη στην Ρουμανία, όπου σπούδασε στην παιδαγωγική ακαδημία της πόλης Κλουζ.

Στη συνέχεια, και ως ρουμάνος υπήκοος πλέον από το 1934, επέστρεψε στο Δίστρατο, για να διδάξει έως το 1937 στο δημοτικό σχολείο της ιδιαίτερης πατρίδας του, και την επόμενη χρονιά 1937/38 στο ρουμανικό σχολείο της Έδεσσας. Στο διάστημα αυτό, - όπως αναφέρεται σε σχετικό έγγραφο – επισκέφτηκε ξανά δυο φορές το Βουκουρέστι για να εκπαιδευτεί για έξι συνολικά μήνες σε θέματα πολιτικής και στρατιωτικής κατασκοπείας, στις κεντρικές υπηρεσίες της ρουμάνικης πρωτεύουσας.

Το 1938 ο Γ.Μ. προήχθη σε επιθεωρητή των ρουμανικών σχολείων στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και παρέμεινε μέχρι την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα. Από τη θέση αυτή και μέχρι το 1942 δρούσε παράλληλα ως πολιτικός σύμβουλος του ρουμανικού υπουργείου των εξωτερικών με αντικείμενο την πληροφόρηση της ρουμανικής κυβέρνησης για όλες τις κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης ενάντια στις δραστηριότητες της ρουμανικής πολιτικής για τους Βλάχους στην ελληνική επικράτεια. Την δραστηριότητα αυτή - όπως αναφέρεται σε ένα από τα έγγραφα - την είχε αναλάβει μετά από ιδιαίτερες συστάσεις ενός «Μακεδονικού Κομιτάτου» στο Βουκουρέστι, στο οποίο μάλιστα υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά του μέλη.

Αν και περί αυτού δεν υπάρχουν περισσότερα στοιχεία μέσα στα ντοκουμέντα, πιθανόν πρόκειται εδώ για μια οργάνωση νεολαίων Βλάχων των Βαλκανίων που ζούσαν τότε στη Ρουμανία. Η οργάνωση αυτή ήταν ενταγμένη στην λεγόμενη «Σιδηρά Φρουρά» (Garda de Fier), δηλαδή στο φασιστικό κόμμα των «Λεγεωνάριων» του Κορνέλιου Ζέλεα Κοντρεάνου. Επικεφαλής αυτού του βλάχικου «Κομιτάτου» ήταν ένα από τα επιφανέστερα στελέχη του κόμματος, με καταγωγή από το Σέλι της Βέροιας, στενός συνεργάτης και έμπιστος του Κοντρεάνου και αργότερα, το 1940, γενικός γραμματέας για ένα διάστημα στο ρουμάνικο υπουργείο οικονομικών.

Η δράση στην Κατοχή

Με την άφιξη των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο του 1941 το «Κομιτάτο» ανέθεσε στον Γ.Μ. να συνεργαστεί στενά με τις κατοχικές δυνάμεις. Εκείνος κατόρθωσε πράγματι στα τέλη του 1942 να αποκτήσει επαφές με τους Γερμανούς και τον επόμενο χρόνο δημιούργησε με την υποστήριξη τους μια ένοπλη ομάδα Βλάχων, που σκοπό είχε την καταπολέμηση της αντίστασης του ΕΛΑΣ. Στα μέσα του 1943 η ομάδα αυτή προσχώρησε και τέθηκε κάτω από τις διαταγές της περιβόητης γερμανικής «Μεραρχίας Βρανδεμβούργο» (Brandenburg Division), μιας επίλεκτης μονάδας του γερμανικού στρατού, ειδικά εκπαιδευμένης στον ανορθόδοξο πόλεμο και στις δολιοφθορές στα μετόπισθεν του εχθρού. Την ύπαρξη αυτής της ένοπλης εθελοντικής ομάδας Βλάχων συνεργατών της Βέρμαχτ αναφέρει και ο Σταύρος Παπαγιάννης στο γνωστό βιβλίο του «Τα παιδιά της λύκαινας», και περισσότερα για τη δράση της, σε ένα σχετικό άρθρο του στην Καθημερινή (30.10.2005). Σύμφωνα με τον Παπαγιάννη η δύναμη της ομάδας αυτής ανέρχονταν σε 75 άτομα και τα περισσότερα μέλη της κατάγονταν από την Βέροια.

Όπως μαρτυρεί μια δήλωση του Γ.Μ., που βρίσκεται καταγεγραμμένη στα έγγραφα της CIA, το βλάχικο «Μακεδονικό Κομιτάτο» φέρεται να έχει διασπαστεί στη διάρκεια της Κατοχής σε μια φιλογερμανική και μια παράνομη κομμουνιστική πτέρυγα. Ο ίδιος ισχυρίστηκε επίσης, ότι είχε καταφέρει να διεισδύσει στις γραμμές της τελευταίας και πληροφορούσε τους Γερμανούς για τις δραστηριότητές της.  

Ο Γ.Μ. είχε αποκτήσει μέσα από τη δράση του αυτή  πολλές επαφές με Βλάχους σε διάφορες περιοχές της Βαλκανικής, δημιουργώντας έτσι ένα πυκνό δίκτυο γνωριμιών. Ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον παρουσιάζει μια αναφορά του μέσα στα ψηφιοποιημένα ντοκουμέντα της CIA, σύμφωνα με την οποία, στη διάρκεια της Κατοχής ο ίδιος ήταν πεπεισμένος, ότι τόσο ο τότε ηγέτης της Ρουμανίας Αντονέσκου, όσο και οι Γερμανοί αλλά και οι Βρετανοί, ήταν για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, ενάντιοι στα «συμφέροντα των Βλάχων». Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, ο Γ.Μ. παρέμεινε στη χώρα για μερικούς μήνες ακόμη μέχρι το 1945.

Η εποχή του Ψυχρού Πολέμου

Το τέλος του πολέμου βρήκε τον Γ.Μ. αιχμάλωτο στην περιοχή Κλάγκενφουρτ-Βίλαχ  της Αυστρίας. Όταν πληροφορήθηκε ότι η οργάνωση International Refugee Organization (IRO) του ΟΗΕ, που μεριμνούσε για τους απανταχού πρόσφυγες του πολέμου, σκόπευε να τον στείλει πίσω στην Ελλάδα, τότε δραπέτευσε και πήγε στο Γκρατς της Αυστρίας.

Στην Ελβετία έκανε τις πρώτες του επαφές για ένταξη στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες όμως από οικονομικής πλευράς δεν τον ικανοποίησαν αρκετά, γι αυτό και το 1947 στράφηκε προς τις αντίστοιχες γερμανικές και συγκεκριμένα την «Οργάνωση Γκέλεν». Η οργάνωση αυτή  ήταν μια υπηρεσία πληροφοριών που ιδρύθηκε από τους Αμερικανούς τον Ιούνιο του 1946 στην τότε αμερικανική Ζώνη Κατοχής στη Γερμανία και αποτέλεσε προπομπό της μετέπειτα Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Πληροφοριών (BND). Πήρε το όνομά της από τον επικεφαλής της Ράινχαρτ Γκέλεν, πρώην υποστράτηγο της Βέρμαχτ, που λίγο πριν τη λήξη του πολέμου προσχώρησε στις αμερικανικές δυνάμεις. Ο Γκέλεν είχε φροντίσει να στελεχώσει τη νέα υπηρεσία με πολλούς πρώην αξιωματικούς των SS, της Γκεστάπο ή της υπηρεσίας αντικατασκοπείας της Βέρμαχτ, πράγμα που δεν ενόχλησε καθόλου εκείνη την εποχή τους Αμερικανούς, μια και χρειάζονταν τις ειδικές γνώσεις και ικανότητές τους για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού εχθρού.

Ο Γ.Μ. πρότεινε αρχικά στους Γερμανούς να αναλάβει την δημιουργία ενός δικτύου κατασκοπείας στην Ελλάδα, εκείνοι όμως δεν έδειξαν ενδιαφέρον και του αντιπρότειναν μια αντίστοιχη επιχείρηση στη Ρουμανία και συγκεκριμένα την δημιουργία ενός κατασκοπευτικού δικτύου πληροφοριοδοτών στα σύνορα με την Ουκρανία. Για τον λόγο αυτό στο διάστημα 1947/48 ο Γ.Μ. έκανε διάφορα παράνομα ταξίδια στην Ρουμανία. H επιχείρηση αυτή, μαζί με άλλες τρεις παράλληλες μυστικές επιχειρήσεις εκείνο το διάστημα, βρίσκονταν υπό την επίβλεψη μιας αμφιλεγόμενης μορφής της διεθνούς κατασκοπείας εκείνης της εποχής, του γερμανού  Όττο φον Μπόλσβινγκ.

Ο Όττο φον Μπόλσβινγκ (1909 – 1982) υπήρξε ένα από τα πιο  σκοτεινά  πρόσωπα την εποχή του Εθνικοσοσιαλισμού και του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Με αριστοκρατική καταγωγή, από τα πρώτα οργανωμένα μέλη του γερμανικού ναζιστικού κόμματος NSDAP, υπασπιστής του Άϊχμαν στις επιχειρήσεις εξόντωσης των  Εβραίων της Ευρώπης, και στο διάστημα 1940/41 εκπρόσωπος της κομματικής μυστικής υπηρεσίας ασφαλείας SD του NSDAP στο Βουκουρέστι. Εκεί δημιούργησε ισχυρούς δεσμούς με πολλά στελέχη της «Σιδηράς Φρουράς», την οποία και υποστήριξε ενεργώντας αυτοβούλως στη προσπάθεια ανατροπής του Αντονέσκου.  Μετά την αποτυχία του εγχειρήματος και την άγρια καταδίωξή τους, τον Ιανουάριο του 1941 βοήθησε πολλά μέλη της «Φρουράς» να βρουν άσυλο μαζί με τον νέο αρχηγό τους Χόρια Σίμα στο Τρίτο Ράιχ. Λίγο πριν την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα είχε κατεβεί σε μυστική αποστολή στη Θεσσαλονίκη και για να αναχωρήσει ξανά έναν μόλις μήνα μετά την εγκατάστασή τους.  Ήδη πριν τη λήξη του πολέμου οι Αμερικανοί στρατολόγησαν τον Μπόλσβινγκ στις γραμμές τους, για να τον μεταθέσουν αργότερα, το 1949, στην «Οργάνωση Γκέλεν», η οποία βρίσκονταν τότε υπό τον έλεγχό τους.

Στις διάφορες μυστικές επιχειρήσεις στα Βαλκάνια ο Μπόλσβινγκ στηρίζονταν πάντα στις υπηρεσίες των Ρουμάνων ή  Βλάχων φίλων του από την άλλοτε κραταιά «Σιδηρά Φρουρά». Η ιδιότητα του (πρώην) μέλους στην ρουμάνικη φασιστική οργάνωση αποτελούσε εκείνη την εποχή ένα είδος κλειδιού που άνοιγε πολλές πόρτες για καριέρα στις μυστικές υπηρεσίες των Αμερικανών και των Γερμανών.

Ο πολύπλευρος πράκτορας

Σύμφωνα με τα ντοκουμέντα της CIA o Γ.Μ. φέρεται να εργάστηκε κατά διαστήματα για διαφορετικούς «εργοδότες» (αμερικάνους, γερμανούς, αυστριακούς) και να χρησιμοποιούσε διάφορα συνωμοτικά ή πλαστά ονόματα, όπως «Στανέσκου», «Άνταμ», «Ματέσκου» ή «Γκόλντμαν».  Σε ένα υπηρεσιακό έγγραφο χαρακτηρίζεται ως «ένας από τους καλύτερους πράκτορες στη νοτιοανατολική Ευρώπη» ή σε άλλο σημείο ως ένας «απόλυτα έμπιστος ρουμάνος εθνικιστής».

Την άνοιξη του 1955 ο Γ.Μ. ήρθε σε επαφή με την πρεσβεία της Ρουμανίας στην Βιέννη. Αφορμή γι αυτό αποτέλεσαν διάφορες πληροφορίες που είχε, ότι η ρουμάνικη κυβέρνηση σκόπευε να πληρώσει αναδρομικά τους μισθούς των πρώην δασκάλων των ρουμανικών σχολείων στην Ελλάδα, με απόκρυφο όμως σκοπό την δημιουργία ενός δικτύου πληροφοριοδοτών. Με πρόφαση την αντίθεσή του στο εγχείρημα αυτό, ότι δηλαδή θα είχε ως συνέπεια νέες διώξεις από τις ελληνικές αρχές εναντίον των Βλάχων στην Ελλάδα, ο Γ.Μ. ήρθε σε μυστικές διαπραγματεύσεις με την πρεσβεία. Οι εκπρόσωποι της ρουμάνικης κυβέρνησης δεν δίστασαν να ζητήσουν τη συνεργασία του σε ζητήματα της «ρουμάνικης μειονότητας» στην Ελλάδα, και τον κάλεσαν για περισσότερες διαβουλεύσεις στο Βουκουρέστι. Οι διαπραγματεύσεις τελικά δεν τελεσφόρησαν, μια και ο Γ.Μ. αποσκοπούσε περισσότερο σε έναν ρόλο διπλού πράκτορα, ελπίζοντας στην παράλληλη υποστήριξη των Γερμανών, οι οποίοι όμως δεν έδειξαν το ανάλογο ενδιαφέρον.

Ένα χρόνο περίπου αργότερα ο Γ.Μ. φέρεται να ζητούσε σχεδόν απελπισμένα από τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες άδεια μετοίκησής του από την Αυστρία στην Γερμανία, επικαλούμενους σοβαρούς φόβους για τη ζωή του, ενώ ταυτόχρονα επιθυμούσε να εγκαταλείψει οριστικά την πρακτορική του σταδιοδρομία. Ένα από τα ντοκουμέντα του έτους 1958 τον δείχνει ακόμη ως πράκτορα των αυστριακών στρατιωτικών υπηρεσιών αντικατασκοπείας. Το τελευταίο έγγραφο του αρχείου της CIA με αναφορά στο όνομά του έχει χρονολογία 1960 και από εκεί και μετά χάνονται τα ίχνη του.

Το τέλος του Γ.Μ. δεν είναι γνωστό. Άλλες πληροφορίες τον φέρουν να βρίσκεται σήμερα θαμμένος κάπου στην Αυστρία κι άλλες στην Ρουμανία. Ποια να ήταν άραγε τα προσωπικά και πολιτικά του κίνητρα στην περιπετειώδη ζωή του; Δεν θα το μάθουμε μάλλον ποτέ, μια και όπως έχει πει ο Γκαίτε: «Ο άνθρωπος είναι ένα σκοτεινό όν. Δεν ξέρει ούτε από πού προέρχεται ούτε προς τα πού οδεύει, ξέρει λίγα για τον κόσμο και ελάχιστα για τον εαυτό του».

  

Νεαροί Βλάχοι από την Πίνδο χαιρετούν φασιστικά στην μεγαλειώδη κηδεία δυο μελών της
«Σιδηράς Φρουράς» που έπεσαν στον ισπανικό Εμφύλιο. Βουκουρέστι, Φεβρουάριος 1937.
(Πηγή: Εθνικά Αρχεία Ρουμανίας)


 

 

      αριθμός επισκεπτών