ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΩΣ Η «ΕΚΠΛΗΞΗ» ΠΟΥ ΕΠΙΦΥΛΑΣΣΕΙ
Η ΠΑΝΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΟΥΣ
της Νάντιας Βαλαβάνη
Δημοσιεύτηκε την Κυριακή, 18.11.2018 στην Ειδική Έκδοση της
εφημερίδας
Documento
«Τα
αιρετικά Νο 5» με τίτλο «Εδώ Πολυτεχνείο»
20+4 μαρτυρίες & (αντι)θέσεις πρωταγωνιστών για την εξέγερση του
Νοέμβρη 1973
Όταν
ξέσπασαν τα γεγονότα ήμουν πρωτοετής. Τότε δίναμε Εισαγωγικές τον
Σεπτέμβρη και οι σχολές άνοιγαν το Νοέμβρη. Θυμάμαι τι σοκ δοκίμασα όταν
στις 12 Σεπτεμβρίου 1973, πηγαίνοντας για να δώσω Έκθεση, διάβασα στους
κεντρικούς τίτλους των εφημερίδων για το πραξικόπημα στη Χιλή και τη
δολοφονία του Αλιέντε.
1973: Πριν το Πολυτεχνείο
Νάντια Βαλαβάνη
Είχα
τελειώσει το γυμνάσιο το 1972 και βρέθηκα να δίνω Εισαγωγικές για πρώτη
φορά ένα χρόνο αργότερα με «εντολή» ΚΝΕ: Αρχές Ιανουαρίου 1973 είχα
γυρίσει από την Αγγλία μετά από ένα εξάμηνο, παρατώντας τις σπουδές μου
με στόχο να οργανωθώ στην Ελλάδα – έχοντας όμως γευτεί προηγουμένως στο
Λονδίνο μια πολιτιστική έκρηξη και δυο τεράστιες διαδηλώσεις, ενάντια
στον πόλεμο του Βιετνάμ και για τερματισμό της διοικητικής κράτησης
χωρίς κατηγορίες (Internment)
στη Βόρεια Ιρλανδία. Τέλος Γενάρη η Τασία Σταματοπούλου, φοιτήτρια της
Παντείου, μου πρότεινε να γίνω μέλος της Αντι-ΕΦΕΕ. Τους επόμενους μήνες
έγινα μέλος του ΠΑΜ Νέων και την ΚΝΕ.
Είχα
επιστρέψει εγκαίρως: Η περίοδος αυτή ήταν ένα μεγάλο σχολειό παράνομης,
αλλά και ανοιχτής μαζικής πάλης σε εξαιρετικά συμπυκνωμένο
πολιτικό-αγωνιστικό χρόνο. Συμμετείχα κατευθείαν στις παράνομες
διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας, που διαλύονταν με συλλήψεις, και
σχεδόν σε κάθε συνέλευση στα σκαλάκια της Νομικής και στο προαύλιο του
Πολυτεχνείου. Δήλωσα «σπουδάστρια στις Σχολές Σταυράκου» για να γίνω
μέλος της Φοιτητικής Ένωσης Κρητών, όπου προέδρευε η Ιωάννα Καρυστιάνη
συντονίζοντας όλο το δίκτυο των Τοπικών Σπουδαστικών Συλλόγων,
πραγματική «πασιονάρια» του
«στρατηγείου» κατάστρωσης των σχεδίων για το μαζικό αντιδικτατορικό
φοιτητικό κίνημα (ρόλο που έπαιζαν αυτοί οι Σύλλογοι). Ωστόσο, για ν’
αποχωρήσεις απ’ οποιοδήποτε
τέτοιο γεγονός έπρεπε να γλυτώσεις απ’ το ξύλο και τις συλλήψεις
παρακρατικών κι ασφαλιτών που καραδοκούσαν στο δρόμο. Όταν στρατεύτηκαν
οι «συνδικαλιστές», βρέθηκα ως δήθεν φοιτήτρια Νομικής και μέλος της
Επιτροπής Αγώνα να μαζεύω από τα δικηγορικά γραφεία με την ψυχή στο
στόμα υπογραφές για την επιστροφή τους. Συμμετείχα στις δυο καταλήψεις
της Νομικής και όταν η αστυνομία μπούκαρε στη δεύτερη, εγκλωβίστηκα
ανάμεσα στη μεγάλη ομάδα κοριτσιών στην ταράτσα: Προκειμένου να φτάσουμε
στο κεφαλόσκαλο, μας ανάγκασαν να τρέξουμε σκυφτές ανάμεσα σε δυο σειρές
αστυνομικών που βάραγαν με κλομπ. Με τη βοήθεια ενός άγνωστου φοιτητή
της Ιατρικής βρέθηκα με σπασμένο κεφάλι στο «Ρυθμιστικό», όπου η
μοναδική ερώτηση του γιατρού πριν τα ράμματα
ήταν: «Σιδερένιο ή ξύλινο κλομπ;». Ολόγυρα οι ασφαλίτες
συλλάμβαναν τραυματίες σε κατάσταση αμόκ, καθώς είχαν μεταφερθεί
συνάδελφοι τους τραυματισμένοι από οικοδόμους στην Ομόνοια.
Αυτό ήταν
και το πρόβλημα μου: Αν ήσουν φοιτητής χωρίς φάκελο και σε έπιαναν σε
οποιοδήποτε τέτοιο γεγονός, μπορούσες να πείσεις ότι είσαι πολιτικά
«άσχετος» και να τη γλυτώσεις - στη χειρότερη περίπτωση,
μ’ ένα χέρι
«προειδοποιητικό» ξύλο. Αν
δεν ήσουν φοιτητής, όμως, ήταν σαν να είχες στο μέτωπο σου γραμμένη τη
λέξη «οργανωμένος». Έτσι η καθοδήγηση μου έβαλε
καθήκον να μπω σε σχολή – και το καλοκαίρι βρεθήκαμε να
διαβάζουμε μαζί, χωρίς φροντιστήρια,
εγώ και ο δεύτερος απ’ την τριμελή μας οργάνωση της ΚΝΕ, ο
Αρκάδης Μανουσάκης, που είχε μόλις τελειώσει το γυμνάσιο. Ο Αρκάδης
πέρασε στο Φυσικό Αθηνών κι εγώ στο Οικονομικό Τμήμα της ΑΣΟΕΕ. Την ίδια
περίοδο κάναμε δουλειά για το ΟΧΙ στο Δημοψήφισμα, στην οποία διέπρεψε ο
τρίτος του πυρήνα μας: Ο Στέλιος Ορφανός, επίσης Ηρακλειώτης κι ένα
χρόνο μεγαλύτερος, δευτεροετής στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών ΕΜΠ, μαζί
με τον φοιτητή της Γεωπονικής Κώστα Καμπιτάκη έκαναν τέτοια φασαρία έξω
απ’ το εκλογικό τμήμα, ώστε
να χρειαστεί να τους φυγαδεύσει απ’
την ΕΣΑ ολόκληρο το χωριό περνώντας τους σπίτι-σπίτι, ενώ το
βράδυ οι Βούτες αναδείχθηκαν στο μοναδικό(;) χωριό στην Ελλάδα που
έβγαλε επίσημα ΟΧΙ!
Ένα συλλογικά και ατομικά «βιωμένο» Πολυτεχνείο
Χωρίς τα
προηγούμενα – και την άρση του στρατιωτικού νόμου στην προσπάθεια της
χούντας «να φορέσει πολιτικά» – δε θα υπήρχε Πολυτεχνείο. Χωρίς το
Πολυτεχνείο, δύσκολα θα τινάζονταν στον αέρα τα σχέδια «πολιτικοποίησης»
της χούντας, που προχωρούσαν με συνέργεια μεγάλου μέρους του
«παραδοσιακού» πολιτικού κόσμου, αλλά και του παράνομου ΚΚΕες, που
ακολουθούσε
Realpolitik
«προσαρμογής». Χωρίς Πολυτεχνείο, οι εξελίξεις θα ήταν πιθανότατα
ανάλογες με τη Χιλή: Η «υπό επίβλεψη πορεία προς τη δημοκρατία» μέσω
«πολιτικοποίησης» της χούντας του Πινοσέτ είχε ως αποτέλεσμα να
κυριαρχεί σήμερα η λήθη. Η πλειοψηφία των νεώτερων ανθρώπων δεν έχουν
ιδέα για την εποποιία της λαϊκομετωπικής
Unidad
Popular
και το αιματοβαμμένο πραξικόπημα για την ανατροπή της. Στην Ελλάδα,
αντίθετα, παρ’ όλα τα
προβλήματα μας κι ενώ μας χωρίζει απ’
το Πολυτεχνείο η ίδια χρονική απόσταση με το στρατιωτικοφασιστικό
πραξικόπημα στη Χιλή, χτυπάει ακόμα το ρολόι μιας μνήμης
συλλογικής: Τα μικρά παιδιά
μαθαίνουν κάτι ουσιαστικό για τη χούντα, το ρόλο των Αμερικάνων και την
αξία του αγώνα, της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης. Χάρη στο
γιορτασμό του Πολυτεχνείου μέσα στα σχολεία και στον μοναδικό στα
παγκόσμια χρονικά «θεσμό» μιας - αδιάλειπτα επί 43 χρόνια και σε κάθε
πόλη - διαδήλωσης μνήμης μιας λαϊκής εξέγερσης, που στην Αθήνα καταλήγει
στην Αμερικάνικη Πρεσβεία.
Όπως
είναι γνωστό, στις μαζικές συνελεύσεις σχολών Τετάρτη βράδυ οι δυο
μεγαλύτερες παράνομες οργανώσεις, ΚΝΕ/Αντι-ΕΦΕΕ και «Ρήγας»,
υποστηρίξαμε την ίδια «γραμμή», από άλλη σκοπιά ο καθένας: Να μη
μείνουμε, γιατί θα εξελιχθεί σε μετωπική σύγκρουση, για την οποία λαός
και κίνημα δεν έχουν ακόμα
πιθανότητες νίκης. Όλες οι άλλες φοιτητικές αντιδικτατορικές οργανώσεις
και προπαντός το «αυθόρμητο» κίνημα ήθελαν κατάληψη. Η αλήθεια
είναι ότι δώσαμε με κρύα καρδιά μια χαμένη μάχη: Υπήρχε ήδη η αίσθηση
ότι τα γεγονότα ξεπερνούσαν όχι μόνο το κεντρικό αίτημα πάλης όλης αυτής
της περιόδου για ελεύθερες φοιτητικές εκλογές, αλλά και το δικό μας
μέτρο ανάλυσης της κατάστασης και των διαθέσεων του κόσμου. Αυτό
μετέφερα και στον καθοδηγητή μου Αντώνη Οικονόμου, που τον συνάντησα
πολύ ανήσυχο την επόμενη μέρα, Πέμπτη πρωί, στο μοναδικό δίωρο που
έλειψα απ’ το Πολυτεχνείο.
Απ’ τον Αντώνη, που τον ήξερα με
ψευδώνυμο, έμαθα ότι θα με συναντήσει στο προαύλιο «κάποιος γνωστός μου»
για να μας εφοδιάσει με
προκηρύξεις της Αντι-ΕΦΕΕ και της ΚΝΕ. Και μου ζήτησε κάτι που ακόμα
τώρα με συγκινεί όταν το θυμάμαι, ν’
αγοράσω μερικές κονσέρβες γάλα και κρέας για την Καρυστιάνη και
άλλους, που είχαν απολυθεί πρόσφατα απ’ την ΕΣΑ. Σωστή, αλλά παντελώς
ανεφάρμοστη αποδείχτηκε και η κατεύθυνση για «συγκροτημένη απαγκίστρωση
με διαδηλώσεις» το απόγευμα της Πέμπτης. Από τη στιγμή που είχε κριθεί
το θέμα της παραμονής, ο μόνος τρόπος για να «νικήσει» το Πολυτεχνείο
ήταν να οργανωθεί η κατάληψη ως «συλλογικός οργανωτής και καθοδηγητής»,
με κρίσιμο το ρόλο του ραδιοσταθμού - και να «κρατήσει» μέχρι το πικρό
τέλος. Σε αυτή την κατεύθυνση τα δώσαμε όλα.
Ως
«γνωστός μου», παραδίδοντας μου μια σακούλα γεμάτη πακέτα προκηρύξεων,
εμφανίστηκε ο Θανάσης Σκαμνάκης, δημοσιογράφος στα «ΝΕΑ», «ύποπτος» για
οργανωμένος. Μέχρι τη στιγμή όμως που τον βρήκα να με περιμένει έξω απ’
τις Φυλακές Κορυδαλλού κατά την αποφυλάκιση μου μετά την
κατάρρευση της χούντας, έχοντας ο ίδιος μόλις βγει μέσα από πολύμηνη
παρανομία, δεν είχα την παραμικρή υποψία ότι ήταν μέλος του Γραφείου
Σπουδάζουσας και καθοδηγητής του καθοδηγητή μου! Οι προκηρύξεις
αποτέλεσαν πολιτικά ένα πρόβλημα: Παρόλο που πέρασα το μεγαλύτερο μέρος
τους στον Αρκάδη και στον Στέλιο για να τις μοιράσουν παραπέρα στο
20μελές κλιμάκιο της Αντι-ΕΦΕΕ που «κρατούσαμε», αυτές που είχα κρατήσει
η ίδια έμειναν να «καίνε» τις τσέπες μου μέχρι τις πρώτες
μεταμεσονύχτιες ώρες της Παρασκευής: Εκτυπωμένες πριν την κατάληψη, το
βασικό τους σύνθημα ήταν «Ελεύθερες φοιτητικές εκλογές» σ’
ένα πολιτικό τοπίο που έβαζε ζητήματα για την τύχη της χώρας, για
δημοκρατία κι ανεξαρτησία, ΝΑΤΟ κι Αμερικάνους. Τις ξεφορτώθηκα τελικά
στο περιστύλιο της Σχολής Καλών Τεχνών όταν τα τανκς ζώσανε το
Πολυτεχνείο προκειμένου να
μην τις βρουν πάνω μου.
Σε
διάφορες συλλογικές εκδόσεις, ντοκιμαντέρ και τηλεοπτικές συζητήσεις έχω
αναφερθεί στη μια ή την άλλη πτυχή της θαυμαστής οργάνωσης της
κοινωνικής ζωής μέσα μέχρι τη συνταγμένη έξοδο μας από το Πολυτεχνείο,
όπως και γι’ αυτό που βίωσα
ως ένα συμβάν ανεπανάληπτο: Το μαζικό ηρωισμό στη διπλή αλυσίδα των
μικρών μαθητών, που επί ένα δίωρο το απόγευμα της Παρασκευής κρατούσαν
ανοιχτό ένα διάδρομο από το ιατρείο μέχρι την κεντρική πόρτα για να
μεταφέρει η ομάδα της περιφρούρησης τους χτυπημένους από τους ελεύθερους
σκοπευτές στους γύρω απ’ το Πολυτεχνείο δρόμους – τραγουδώντας
αδιάλειπτα! Έχω αναφερθεί επίσης στην αίσθηση μας ως έγκλειστων μέσα στα
χημικά και τις φωτιές στο προαύλιο την ώρα που οι νέοι εργαζόμενοι
κατέβαιναν από τις συνοικίες στο κέντρο μετατρέποντας μια φοιτητική σε
λαϊκή εξέγερση.
Να μιλάς δημόσια, αλλά να μην εκλέγεσαι
Υπάρχει
ωστόσο μια απ’ τις πιο
οδυνηρές εμπειρίες της ζωής μου, για την οποία δεν έχω γράψει ποτέ: Όταν
στη συνέλευση της ΑΣΟΕΕ μες στο Πολυτεχνείο, με πάνω από 1.000 φοιτητές
παρόντες, με πρότειναν ως ένα απ’ τα δυο μέλη για τη ΣΕ του Πολυτεχνείου
που εξέλεγε κάθε σχολή (ο άλλος ήταν
ο Στέλιος Παππάς του
«Ρήγα», πρόσφατα αποφυλακισμένος) - κι εγώ αρνήθηκα.
Αυτό
δύσκολα γίνεται κατανοητό σήμερα. Ωστόσο, η μικροσκοπική οργάνωση της
ΚΝΕ, που ήμουν Γραμματέας, και το κλιμάκιο της Αντι-ΕΦΕΕ που κρατούσαμε,
οικοδομημένα από την άνοιξη 1973, ήταν μια οργάνωση «εφεδρική». Αυτό
σήμαινε ότι δεν κάλυπτε κάποια συγκεκριμένη σχολή, συνοικία ή κλάδο,
αλλά ασχολούνταν με τα γενικά καθήκοντα σε όποιους χώρους είχαν πρόσβαση
τα μέλη της (μαζικό κίνημα, προκηρύξεις, στρατολογία, οικονομική
δουλειά, σπίτια για παρανόμους κλπ) περιμένοντας ν’
αντικαταστήσει κάποια οργάνωση «χτυπημένη» απ΄ την Ασφάλεια.
Μόλις το Σεπτέμβρη, μας ζητήθηκε να οικοδομήσουμε ξανά την ΚΝΕ στους
Τοπικούς Φοιτητικούς Συλλόγους χωρίς κανένα από τα προηγούμενα μέλη της,
καθώς όλα τα «μαζικά στελέχη» της είχαν πιαστεί ή ήταν στην παρανομία
και δεν ήταν σίγουρο ποιοι ακόμα είχαν γίνει γνωστοί από τους
υπόλοιπους. Η κατεύθυνση για όλους μας παρέμεινε:
Συμμετέχουμε στο μαζικό κίνημα χωρίς να βγαίνουμε μπροστά,
χωρίς να παίρνουμε το λόγο. Όταν το Νοέμβριο όμως μπήκα στην
ΑΣΟΕΕ, οι οδηγίες προσωπικά για μένα άλλαξαν: Η τότε ΑΣΟΕΕ ήταν σχολή
κυρίως εργαζομένων, με αποτέλεσμα όσοι στρατολογούνταν να στέλνονται
εκτός και η Σχολή να είναι η μοναδική χωρίς οργάνωση στην Αθήνα. Στο
εξής, θα έπρεπε να μιλώ στις συνελεύσεις -χωρίς ωστόσο να εκλέγομαι σε
οποιοδήποτε όργανο.
Το έκανα
για πρώτη φορά στη συνέλευση της ΑΣΟΕΕ ελάχιστες μέρες πριν το
Πολυτεχνείο. Με την πρώτη δημόσιαεμφάνιση, ωστόσο, τιναζόταν στον αέρα η
«περιφρούρηση». Επιπλέον, όπως είχα ήδη διαπιστώσει με κατάπληξη, όποιος
μιλούσε δημόσια – και ήταν πολύ λίγοι αυτοί -, εκλεγόταν. Στην πρώτη
συνέλευση της ΑΣΟΕΕ είχα μιλήσει για τα πάντα, όταν όμως προς έκπληξη
μου με πρότειναν στα 5-6 μέλη της Επιτροπής Αγώνα της Σχολής,
αρνήθηκα με τη δικαιολογία ότι είμαι πρωτοετής και δεν ξέρω ακόμα
τα προβλήματα… Αυτή η «ακροβατική» οδηγία ερχόταν, ταυτόχρονα, κόντρα σε
όλη τη λογική της Σπουδάζουσας, που σε κάθε οργάνωση «κρατούσε» χωριστά
τα «μαζικά στελέχη» από τους υπόλοιπους, τους «περιφρουρημένους». Στη
συνέλευση της ΑΣΟΕΕ στο Πολυτεχνείο, πολύ μαζικότερη απ’
αυτή της Σχολής,
αιφνιδιάστηκα: Δεν περίμενα με τίποτα να με προτείνουν ως μία από τους
δυο, καθώς στη συνέλευση συμμετείχαν μεγαλύτεροι φοιτητές καταδικασμένοι
για κινητοποιήσεις της Σχολής και αρκετοί πρόσφατα αποφυλακισμένοι. Εγώ
ήμουν φοιτήτρια δεκαπέντε ημερών και παντελώς άγνωστη. Ωστόσο, αφού
είχαμε κονταροκτυπηθεί διάφοροι με πολύ πάθος για την πολιτική διέξοδο,
με πρότειναν –
και χρειάστηκε πάλι ν’
αρνηθώ. Δε θυμάμαι τι ακριβώς δικαιολογία βρήκα, με καίει ακόμα
τώρα όμως η θύμηση της ντροπής μου: Ήθελα ν’
ανοίξει η γη να με καταπιεί. Ήταν σαν ν’ «άδειαζα» ό,τι είχα
προηγουμένως υποστηρίξει. Πώς να μη σκεφτούν πως όλα αυτά δεν ήταν παρά
λόγια, όταν την στιγμή της κρίσιμης
«δέσμευσης» τραβούσα το κεφάλι απ’ τον τορβά;
Το
περίεργο είναι ότι μεταγενέστερα κυριάρχησε η εντύπωση ότι υπήρξα μέλος
της ΣΕ του Πολυτεχνείου. Μέχρι σήμερα ακόμα σε μαθητικές εκδηλώσεις με
προσφωνούν έτσι - κι εγώ αναγκάζομαι να διαψεύδω και να επιχειρώ να
εξηγήσω τ’ ανεξήγητα…
«Η
Γενιά του Πολυτεχνείου. Αυτή η εθνική, ηθική φρίκη»
Σε λίγους
αγωνιστές στη σύγχρονη ιστορία έχουν αποδοθεί τα εύσημα που συγκέντρωσε
η «γενιά του Πολυτεχνείου» (που δεν αποτέλεσε «γενιά», 100.000 ήταν οι
άνθρωποι που βγήκαν στους δρόμους πανελλαδικά το βράδυ της Παρασκευής).
Και λίγοι, μετά την εξάντληση του αφηγήματος περί «κατσαπλιάδων» και
«κομμουνιστοσυμμοριτών» του ανώμαλου μετεμφυλιοπολεμικού καθεστώτος,
δέχτηκαν τέτοιας έντασης επιθέσεις.
Μέχρι
τέλος του 20ου αιώνα ο πανελλαδικός γιορτασμός με εμβληματική
την πορεία στην Πρεσβεία στην Αθήνα, βρισκόταν στο στόχαστρο ενός
μετώπου εστέτ της διανόησης, που «αισθητικοποιώντας» την πολιτική πάλη
απεύθυνε τις γνωστές περιφρονητικές αποστροφές για «τσίκνες» και
«πανηγυράκια». Η πορεία ωστόσο απόδειξε διαχρονικά ότι όποτε συνδέεται
αποτελεσματικά με τα τρέχοντα κεντρικότερα ζητήματα πάλης, γίνεται και
πάλι ποτάμι.
Δεκαετίες
μετά η «Χρυσή Αυγή» ανέλαβε ν’
αναβιώσει τους ισχυρισμούς παλιότερων νοσταλγών της χούντας περί
«παραμυθιού για νεκρούς στο Πολυτεχνείο». Είχε βεβαίως προηγηθεί η
έκθεση του ΕΚΚΕ που ταυτοποιεί όλους τους γνωστούς νεκρούς - για όποιον
μπαίνει στον κόπο να την αναζητήσει στο διαδίκτυο.
Πριν και
κατά τη διάρκεια της μνημονιακής εποχής «έπαιξε» το παραμύθι περί
«ανταλλαξιμότητας των αγώνων» της γενιάς με πολιτικές καριέρες. Από την
προηγούμενη δεκαετία «παίζει» η «γενιά στην εξουσία» ως συνώνυμο της
«λαμογιάς». Λες και 100.000 άνθρωποι ταυτίζονται με μερικές δεκάδες
ονόματα σε πελατειακούς μηχανισμούς και
pay-roll
της ολιγαρχίας. Όσοι είδαν τα «Κορίτσια της βροχής» της Αλίντας
Δημητρίου με 50 ενδεικτικές «πρωταγωνίστριες» από
τα μπουντρούμια βασανιστηρίων της Ασφάλειας, οι περισσότερες με
πολύχρονες φυλακίσεις – ο «σκληρός πυρήνας» της «γενιάς» - θα
διαπίστωσαν ότι ελάχιστα ονόματα τους λένε κάτι…
Στο
απώτερο μνημονιακό παρελθόν ο τότε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ
επίχαιρε για τον «ενταφιασμό των ψευδοαξιών του Πολυτεχνείου» (Βορίδης,
«Βήμα», 17.2.2013). Ενώ ο Αντιπρόεδρος της τότε κυβέρνησης Βενιζέλος,
γενικεύοντας την κυρίαρχη αντίληψη περί της πολιτικής πάλης ως
«φαίνεσθαι», μιλούσε στη Βουλή για αγώνες-«θέατρο» και για κείνους που
«φαντασιώνονται ότι η πύλη του Πολυτεχνείου είναι ίδια με τα κάγκελα της
ΕΡΤ».
Όλα τα
ρέστα «παίχτηκαν» ωστόσο από τον Ιούλιο 2015, όταν η πλειοψηφία μιας
κυβέρνησης με αρκετά μέλη της «γενιάς» στη σύνθεση και στήριξη της, που
είχε εκλεγεί για ν’
αποδεσμεύσει τη χώρα από τα μνημόνια, μετέτρεπε ένα συγκλονιστικό (και
συνταγματικά δεσμευτικό) Όχι σε Τρίτο Μνημόνιο σε Ναι, ενώ η διάδοχος
της υπέγραφε την «έξοδο» από το μνημονιακό σε ένα «μεταμνημονιακό
μνημονιακό» καθεστώς μέχρι το 2060... Εγκαθιδρύοντας ένα νέο, μνημονιακό
δικομματισμό με το ίδιο θατσερικό επιχείρημα, ιστορικά «σημαία» της πιο
βίαιης νεοφιλελεύθερης ισοπέδωσης της ζωής των εργαζόμενων ανθρώπων:
There
Is
No
Alternative
– Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος).
Σε αυτές
τις συνθήκες «ξεχνιούνται» τα πάντα – ο καπιταλισμός και η ελληνική
ολιγαρχία, η νεοφιλελεύθερη μνημονιακή καταλήστευση ανθρώπων και
δημόσιου πλούτου, η Τρόικα
και η ΕΕ: Η «γενιά» δαιμονοποιείται ως κύρια δύναμη καταστροφής της
Ελλάδας, πρακτικά αλλά και από ηθική άποψη. Με τα λόγια της
διεισδυτικής, συστημικής Λυσιάνθης: «Η γενιά του Πολυτεχνείου είχε την
ευκαιρία ν’ αλλάξει την Ελλάδα. Δεν την άλλαξε… Ο ιστορικός του
μέλλοντος θα την προσεγγίσει με αποστροφή. Για τα ιδανικά που ξέχασε,
προσπέρασε, καπηλεύτηκε. Η Γενιά του Πολυτεχνείου… Η μοιραία για το
εθνικό μέλλον γενιά. Αυτή η εθνική, ηθική φρίκη.» («Υστερόγραφο»,
17.11.2017)
Στις σημερινές περιστάσεις, όταν μετά το συλλογικό σοκ
του Ιούλη 2015 η πλειοψηφία της εργαζόμενης κοινωνίας εμφανίζεται να
έχει χάσει ό,τι είχε κερδίσει ως μαζική κοινωνική συνείδηση τα αμέσως
προηγούμενα χρόνια, βιώνοντας και
πάλι μια συλλογική τραγωδία ως ατομική, αξίζει ο αναστοχασμός πάνω σε
μια απ’ τις πολλές όψεις του
Πολυτεχνείου: Ως η έκπληξη που επιφυλάσσει η πανουργία της ιστορίας
στους απαισιόδοξους.
45 χρόνια μετά 17 Νοέμβρη 2018