Οδύσσεια β`. Έτσι με ράβε- ξήλωνε πέρασαν τρία χρόνια

Γράφει ο Κωστής Καζαμιάκης

Αναδημοσίευση από efsyn.gr       

 

Το άγαλμα του Οδυσσέα στο λιμάνι της Ιθάκης
  

Φάνηκε η ροδοδάχτυλη Αυγή στερνό παιδί της νύχτας.

Ξύπνησε  ο Τηλέμαχος και τ` άρματα του βάζει

λάμψη του δίνει το σπαθί και σαν θεός φαντάζει.

Αμέσως τότε διαταγή δίνει στους λαλητάδες

πρωί- πρωί , και πριν να βγει ο ήλιος να φωνάξουν

σ` όλον τον κόσμο για ναρθεί  σε σύνοδο μεγάλη.

Πήγε κι αυτός στη σύνοδο, στο χέρι του κρατώντας

το χάλκινο κοντάρι του, σαν φωτεινή λαμπάδα.

Κοντά του είχε δυο σκυλιά πανέμορφα μεγάλα.

Η Αθηνά τον έρανε με πλέρια θεία χάρη.

Το πλήθος όλο θαυμασμό τον νέο καμαρώνει,

Στο θρόνο του πατέρα του καθόταν με καμάρι.

Πολλοί μιλήσανε εκεί με πρώτον τον Αιγύπτιο:

 «Ακούστε με Ιθακήσιοι, πρέπει να σας μιλήσω.
Ποτέ δεν είδα σύνοδο, ή σύναξη γερόντων, 
αφότου  έφυγε απ` εδώ ο θείος Οδυσσέας.
Ποιος τώρα εδώ μας μάζεψε, ποια είναι η ανάγκη;


 

Μας κάλεσε ο Τηλέμαχος ευλογημένος νάναι

κι ο Δίας όλα τ' αγαθά του κόσμου να του δώσει».

Χάρηκε ο Τηλέμαχος π` άκουσε αυτά τα λόγια.

Στάθηκε υπερήφανα στη μέση της συνόδου,

Κι ο κήρυκας Πεισίνορας σκήπτρο του δίνει αμέσως,

Ο νεαρός Τηλέμαχος πήρε το λόγο κι είπε:

«Φίλοι, δεν είναι μακριά ο κύρης μου Οδυσσέας,

που κυβερνούσε πατρικά, δίκαια την Ιθάκη.

Μνηστήρες άνανδροι πολλοί το βιος μας το σκορπάνε, 
και  όλη τη μέρα την περνούν στο σπίτι μας και τρώνε.
Τα βόδια σφάζουν και τ` αρνιά κι ολόπαχες κατσίκες,

και πίνουνε αχόρταγα το σμαραγδί κρασί μας.

Φτωχοί θα καταντήσουμε, δίχως στον ήλιο μοίρα.

Μονάχος μου θα πάλευα τη δύναμη αν είχα.
Μα τώρα αγιάτρευτοι καημοί με ζώνουν σαν τα φίδια»

Αυτά `πε ο Τηλέμαχος και πέταξε το σκήπτρο. 
Τότε όλοι  σωπάσανε, κανένας δεν τολμούσε,

του Τηλεμάχου αντίθετα να του γυρίσει λόγια.

Μονάχα ο Αντίνοος πήρε το λόγο κι είπε:

«Τηλέμαχε είπες πολλά, φάνηκες παλικάρι, 
 μας πρόσβαλες και επιζητάς να μας ντροπιάσεις όλους;
Άκου, οι Μνηστήρες δε σου φταιν, φταίει η δική σου μάνα, άλλη καμιά στις πονηριές γυναίκα δεν τη φτάνει.
Ο τρίτος χρόνος περπατά κι ο τέταρτος, θ` αρχίσει,

που η μάνα σου μας ξεγελά με χίλια δυο τερτίπια,


Σ` όλους εμάς απάντησε με τόσο ωραία λόγια:

« Μου λέτε πως ο άντρας μου είναι αποθαμένος

μα εγώ δεν είμαι έτοιμη γάμο να ξανακάνω,

όχι, προτού υφάνω εγώ το νεκρικό το ρούχο

για τον Λαέρτη πριν τον βρει του θάνατου η ώρα.

Μη με κακολογήσουνε του τόπου οι γυναίκες,  

πως ο Λαέρτης θάφτηκε σαν πάμπτωχος να ήταν.»

Μέρα το σάβανο ύφανε, το ξήλωνε το βράδυ,

κι έτσι με ράβε- ξήλωνε περάσαν τρία χρόνια.

Καθόλου δε φοβήθηκε ο γιος του Οδυσσέα

και τους Μνηστήρες πρόσταξε στα σπίτια τους να πάνε.

Είχε αποθέσει στους θεούς όλες του τις ελπίδες

Και να, σημάδι- οιωνός από τον μέγα Δία

Δυο αετοί πελώριοι φάνηκαν στα ουράνια,

πλησίασαν τη σύναξη κι αλληλοσπαραχτήκαν.

Ο αετός είναι πουλί που προστατεύει ο Δίας.

Αμέσως βάλθηκαν πολλοί συμπέρασμα να βγάλουν,

άλλοι το βλέπανε καλά κι άλλοι με μέγα φόβο.

Ήταν για τον Τηλέμαχο οι αετοί ελπίδα.

Όμως δεν θορυβήθηκαν οι ασεβείς μνηστήρες.

Σκέφτηκε ο Τηλέμαχος συμβιβασμό να κάνει:


Όμηρος

«Ευρύμαχε, κι όλοι εσείς επίμονοι Μνηστήρες,
 δώστε μου γοργοτάξιδο καράβι να σαλπάρω,

δώστε και ναύτες είκοσι να πάμε και να ρθούμε,

να πάμε Πύλο κι έπειτα στη Σπάρτη τη σπουδαία,

να μάθω για τον κύρη μου τον μέγα Οδυσσέα.

Να μάθω οι άνθρωποι τι λεν, τι βούλεται ο Δίας;

 Αν ο πατέρας κάπου ζει τότε θα περιμένω

κι αν μάθω πως απέθανε κάπου σε ξένα μέρη,

αμέσως στην Ιθάκη του, που τόσο αγαπούσε,

μνημείο ωραίο ταφικό θα έλθω για να κτίσω.

Πλήθος θυσίες νεκρικές εγώ θα του προσφέρω.

Τότε, χωρίς ελπίδα πια για το σοφό πατέρα

τη μάνα θα παντρέψω εγώ μ` όποιον θελήσει εκείνη.

Ήρθε η ώρα του σοφού Μέντορα να μιλήσει

Έμπιστο και σαν αδελφό τον είχε ο Δυσσέας.

Φίλτατοι Ιθακήσιοι ακούστε με και μένα

«σαν τον Δυσσέα άρχοντας άλλος κανείς δεν ήταν,

κυβέρνησε την Χώρα του σαν τρυφερός πατέρας,

κι όταν για Τροία έφυγε μπιστεύτηκε εμένα

να πράξω όπως έπραξα για όλες τις ανάγκες.

Μνηστήρες μην ελπίζετε σε ατιμωρησία,

κι εσύ λαέ της χώρας μας πρόγκιξε τους Μνηστήρες»

Έφυγε ο Τηλέμαχος και πήγε στ` ακρογιάλι

Με σεβασμό δεήθηκε στην Αθηνά Παλλάδα,

«Ω! συ αθάνατη θεά, που χτες στο σπίτι μου ήρθες
και μου 'πες στον  γιαλό να ρθω να βρω ένα καράβι,

να ταξιδέψω, να βιαστώ να μάθω για τον κύρη.

Όμως όλο εμπόδια μου φέρνουν οι Μνηστήρες»

Αμέσως τότε η Αθηνά μπροστά του φανερώθη

με τη μορφή του Μέντορα και σε φωνή και σώμα.

Με λίγα λόγια, γρήγορα του έδωσε κουράγιο,

Τηλέμαχε  είσαι παιδί του έξυπνου Δυσσέα

Ούτε δειλός, ουτ` άβουλος ούτε παραπονιάρης.

Το αίμα του πατέρα σου έχεις στις φλέβες μέσα.

Τα περισσότερα παιδιά δεν μοιάζουν στους γονείς τους,

λίγα είναι καλύτερα,  τα πιο πολλά δεν είναι.

Εσύ νομίζω κουβαλάς τις χάρες του πατέρα,

γι` αυτό τα λόγια ξέχασε των άμυαλων Μνηστήρων.

Εγώ καράβι γρήγορο για σένα θ` αρματώσω,

να κάνεις το ταξίδι σου να μάθεις για τον κύρη.

Τώρα  στο σπίτι πήγαινε κι άρχισε να μαζεύεις

όλα τα χρειαζούμενα φαγώσιμα και άλλα

 πρόσταξε  το καράβι σου αμέσως να φορτώσουν.

κρασί τα οξυπύθμενα αγγεία να γεμίσουν, κι αλεύρι

μέσα σε σακιά, που 'ναι τροφή τ` ανθρώπου.

Εγώ στην πόλη θα διαβώ εθελοντές να φέρω.

Τηλέμαχε μη νοιάζεσαι για το πλεούμενο σου,

το πιο καλό απ` τα καλά θα φέρω για να φύγεις.

 Έφυγε ο Τηλέμαχος και πήγε στο παλάτι
και βρήκε εκεί τους ασεβείς Μνηστήρες μαζεμένους,
γίδες να γδέρνουν στην αυλή, να ετοιμάζουν χοίρους. 

Ο Αντίνοος πλησίασε με γέλιο κι ειρωνεία.
Αφού το χέρι του 'σφιξε, του μίλησε και είπε:
«Τηλέμαχε ατρόμητε και πρώτο παλικάρι,
όσα ζητήσεις όλοι εμείς θα σου τα φέρουμε όλα,

πλεούμενο και ναυτικούς, γρήγορα για να φτάσεις
στην Πύλο, για τον ακριβό πατέρα σου να μάθεις».
Ο συνετός Τηλέμαχος τ απάντησε και είπε·
«Αντίνοε, δε γίνεται με σας τους συκοφάντες 
να ξεφαντώνω, να γλεντώ κι ανέμελα να πίνω.

Το βιος μου σπαταλήσατε όλα αυτά τα χρόνια.

Φτάνει. Μέσα στα στήθια μου ξεχείλισε η καρδιά μου.

Κρύος ιδρώτας έκοψε τους άμυαλους Μνηστήρες

και ένας νέος απ` αυτούς το λόγο πήρε κι είπε· 
«Σίγουρα  ο Τηλέμαχος σφαγή μας ετοιμάζει,

που βρήκε τόση θέληση για δύσκολο ταξίδι;

Οι  ξένοι που θα φέρει εδώ, όλους θα μας ξεκάνουν,

ή δηλητήρια για μας θα φέρει απ` την Εφύρα.

Ακόμα ένας μίλησε, νέος κι αυτός Μνηστήρας
«Ποιος ξέρει εκεί που θα γυρνά με το καλό καράβι,

σαν το Δυσσέα μη χαθεί κι αυτός μακριά στα ξένα.

Και τότε όλο τους το βιος εμείς θα μοιραστούμε,

το σπίτι θα τ` αφήσουμε προίκα της Πηνελόπης.

Κατέβηκε ο Τηλέμαχος, στις αποθήκες πήγε,

Μεγάλες, ψηλοτάβανες, με τα καλά του κόσμου.

Χρυσάφι, λάδι και κρασί, χαλκός, κασέλες ρούχα.

Είχε πιθάρια στη σειρά στους τοίχους συναγμένα.

Με δύο πόρτες δίφυλλες ασφάλιζε ο χώρος,

Και μία επιστάτρια φύλακα μέρα-νύχτα.

Καλότροπα της ζήτησε ο νέος να γεμίσει

οξυπυθμένους αμφορείς απ` το καλό κρασί τους

αυτό που χρόνια φύλαγαν  να πιει ο Οδυσσέας.

Δώδεκα ζήτησε αμφορείς, είκοσι μέτρα αλεύρι,

κι όλα να τα `χει έτοιμα για να τα πάρει ο ίδιος.

Βρήκε το πλοίο η Αθηνά μάζεψε και τους ναύτες

και όλα ήταν έτοιμα για το καλό ταξίδι.

Ο ήλιος σαν βασίλεψε κι οι δρόμοι σκοτεινιάσαν,

ποντίσανε στη θάλασσα το φτερωτό καράβι.

Τ` άρμενα τοποθέτησαν και όλα όσα πρέπει

νάναι καράβι γρήγορο και ασφαλές συνάμα.

Το πλήρωμα η Αθηνά με θάρρος πλημυρίζει.

Απ` το λιμάνι έφυγε σαν αστραπή η Παλλάδα

Και γύρισε στο όμορφο παλάτι του Οδυσσέα,

Όλοι οι Μνηστήρες έτρωγαν, πίναν και τραγουδούσαν,

Μα η Αθηνά τους έβαλε ύπνο γλυκό στα μάτια

Και ένας- ένας έφευγε στο σπίτι του να πάει.

Αφού όλα ήταν έτοιμα και καλοκαμωμένα,

μπήκε στο πλοίο η Αθηνά και κάθισε στην πρύμνη.

Πήγε και ο Τηλέμαχος και στάθηκε κοντά της.

Οι ναύτες λύσανε ευθύς του καραβιού τους κάβους,

και  έπειτα καθίσανε με τα κουπιά στα χέρια.

Η Αθηνά κανόνισε  Ζέφυρος  να φυσήξει

το κύμα να κελαηδεί με τις πνοές τ` ανέμου.

αμέσως έστησαν ορθό πανύψηλο  κατάρτι

και ανεβάσαν τα πανιά που πήραν να φουσκώνουν

με τον αέρα να ηχούν, το κύμα να οργώνουν.

Όμορφα  ταξιδεύανε με τα λευκά πανιά τους,

τα κύματα τα πορφυρά όλο και προσπερνούσαν.

Γεμίσανε τις κούπες τους κρασί μέχρι απάνω,

Κι ευχαριστήσαν με χοές όλους τους αθανάτους

με πρώτη και καλύτερη την Αθηνά Παλλάδα.

Όλη τη νύχτα αρμένιζαν στης θάλασσας τους δρόμους.

Ραψωδία β΄

Τίτλοι:

-Με την αυγή τη ροδοδάχτυλη.

-Ιθακησίων αγορά.

-Τηλεμάχου Αποδημία.

-Έτσι με ράβε- ξήλωνε πέρασαν τρία χρόνια.

-ἀκραῆ  ζέφυρον, κελάδοντ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον.

Περίληψη ραψωδίας β`.

Ο Τηλέμαχος συγκαλεί  σε ανοικτή γενική συνέλευση τους πολίτες της Ιθάκης. Στη συγκέντρωση αυτή (Ιθακησίων αγορά), μιλά για την ασφυκτική κατάσταση που έχουν οδηγήσει την χώρα οι μνηστήρες.  Απαιτεί να φύγουν και τους θυμίζει ότι τα έργα τους συνιστούν ύβρη και θα τιμωρηθούν από τους θεούς. Ο Αντίνοος που είναι ο πιο γνωστός μνηστήρας κατηγορεί την Πηνελόπη ότι αποφεύγει τον γάμο με τεχνάσματα: Αποφάσισε  να ξαναπαντρευτεί όταν τελειώσει το υφαντό σάβανο του πεθερού της Λαέρτη. Κάθε βράδυ όμως ξηλώνει ότι ύφανε την ημέρα. Ράβε, ξήλωνε, ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει.

 Ο Τηλέμαχος δέχεται  να  ξαναπαντρευτεί η μητέρα του με τον όρο να του διαθέσουν ένα καράβι να  ταξιδέψει να μάθει για τον πατέρα του και την τύχη του. Σ` αυτό το σημείο της Οδύσσειας εμφανίζεται οιωνός στον ουρανό της Ιθάκης. Δύο αετοί αλληλοσπαράσσονται.  Ο μάντης Αλιθέρσης ερμηνεύει την εμφάνιση των αετών ως ένδειξη για τη σύντομη επιστροφή του Οδυσσέα και την τιμωρία των ασεβών μνηστήρων. Ο Λεώκριτος ομολογεί ότι ακόμα κι αν επιστρέψει ο Οδυσσέας αυτοί έχουν σχέδιο για να τον δολοφονήσουν. Η συνέλευση διακόπτεται.

Ο Τηλέμαχος κατεβαίνει στην ακρογιαλιά και παρακαλεί την Αθηνά να του συμπαρασταθεί. Η Αθηνά εμφανίζεται με τη μορφή του Μέντορα, τον καθησυχάζει, του δίνει οδηγίες και προσφέρεται να του συμπαρασταθεί. Ο Τηλέμαχος γυρίζει στο παλάτι και, παρά τις ειρωνείες των μνηστήρων, αρχίζει τις ετοιμασίες. Η Ευρύκλεια, η παραμάνα του, ανησυχεί, τελικά όμως ορκίζεται να μην πει τίποτα στη μητέρα του. Η Αθηνά/Μέντορας βρίσκει καράβι και ναύτες, κοιμίζει τους μνηστήρες και ανακοινώνει στον Τηλέμαχο πως όλα είναι έτοιμα. Το ταξίδι ξεκινά και συνεχίζεται όλη τη νύχτα με τον ευνοϊκό άνεμο που στέλνει η θεά.

Σχόλια.

-Η ραψωδία αρχίζει με τον στίχο: Φάνηκε η ροδοδάχτυλη Αυγή στερνό παιδί της νύχτας.

Στο αρχαίο κείμενο ο Όμηρος γράφει: Ἦμος δ' ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, β,1.

Παραθέτω μερικές μεταφράσεις αυτού του στίχου.

Έφεξ` η ροδοδάχτυλη η γι αυγή, της νύχτας κόρη, μτφρ Γεωργίου Ψυχουντάκη.

Έφεξ΄ η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα, μτφρ Αργύρη Εφταλιώτη.

Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, μτφρ Ιάκωβου Πολυλά.

Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη, μτφρ Καζαντζάκη- Κακριδή.

Σαν ήρθε η ροδοδάχτυλη νυχτοθρεμμένη Αυγούλα, μτφρ Ζήσιμου Σιδέρη.

Η ποιητική αυτή αναφορά στην ροδοδάκτυλο Ηώ είναι ένας ύμνος για τα λίγα λεπτά που φεύγει η νύχτα και χαράζει η μέρα. Ο ουρανός στην ανατολή γεμίζει χρυσά, κόκκινα, βερτζί και πορφυρά χρώματα. Μια χρωματική  πανδαισία. Το θαύμα στην ανατολή όταν το φως γεννιέται. Ηώς ροδοδάκτυλη: ένα θαύμα της φύσης που περιγράφει τόσο αισθαντικά ένας τυφλός ποιητής.

- πίνουσί τε αἴθοπα οἶνον, β 57. ..πίνουνε  φλογερό κρασί..

Μία από τις πολλές αναφορές στο κρασί που εκτιμούσαν τόσο πολύ ώστε το ταύτισαν μ` ένα θεό. Τον θεό του κρασιού Διόνυσο.

-Ο Μέντωρ της Οδύσσειας ήταν πιστός φίλος του Οδυσσέα. Στον Μέντορα εμπιστεύθηκε ο Οδυσσέας όλες τις υποθέσεις της Ιθάκης αλλά και τη φροντίδα και την εποπτεία της οικογένειας του, όταν εκείνος έφυγε για την Τροία.

Τη μορφή του Μέντορα έπαιρνε η θεά Αθηνά, όπως τότε που συνόδευσε τον Τηλέμαχο στην Πύλο και στη Σπάρτη προκειμένου να μάθει για την τύχη του πατέρα του. Ο σοφός Μέντωρ είχε ένθεη γνώση και σοφία γι` αυτό ο Όμηρος τον ταύτισε με την Αθηνά, θεά της γνώσης και της σοφίας.

Ο Γάλλος συγγραφέας Φρανσουά Φρνελον, στο έργο του Les Aventures de Telemaque, Οι περιπέτειες του Τηλέμαχου, παρουσιάζει τον Μέντορα-Αθηνά να συμβουλεύει  το νεαρό Τηλέμαχο τι να πράξει σχετικά με την αναζήτηση του Οδυσσέα, τι να πράξει σχετικά με την ασφυκτική κατάσταση που έχουν δημιουργήσει οι ασεβείς Μνηστήρες της Πηνελόπης. Ο Μέντωρ- Αθηνά δομεί τις σκέψεις του Τηλέμαχου και τον φωτίζει με θεία σκέψη. Τον συνοδεύει  στο ταξίδι του, του δίνει λύσεις και κατευθύνσεις με θείο, φιλικό και πατρικό τρόπο και τον φέρνει στο τέλος κοντά στον πατέρα του, τον Οδυσσέα. Η λέξη «μέντορας» πρώτα στα γαλλικά και μετά σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, και ως  αντιδάνειο  στα νέα ελληνικά, σημαίνει  τον σύμβουλο και φίλο που δρα ως πνευματικός οδηγός και καθοδηγητής. Στα αγγλικά βρίσκουμε λέξεις που έχουν τη ρίζα τους στον Μέντορα όπως: mentoring, mentorship και άλλες.

-Στους τελευταίους στίχους η μεγάλη λογοτεχνία είναι παρούσα με τις εικόνες και τα χρώματα της θάλασσας, των κυμάτων, του πλοίου που ταξιδεύει πάνω στα κύματα.. Εδώ βρίσκουμε και ένα οδηγό ιστιοπλοΐας με τον άνεμο Ζέφυρο, που προκαλεί η Αθηνά, να σπρώχνει το πλεούμενο πάνω στα κύματα της θάλασσας. Ο ποιητής μας μιλά για ιστούς, ιστία, ξάρτια, κάβους, κουπιά, ακόμα και για το χρώμα των πανιών..

-Η Οδύσσεια του Ομήρου είναι η Βίβλος της λογοτεχνίας. Μια συναρπαστική ιστορία. Το ποίημα-έπος με τους 12.110 στίχους, είναι ένα από τα πιο διαβασμένα κείμενα, με «ζώσα» επίδραση στην ποίηση, στη λογοτεχνία, στην τέχνη, στη φιλοσοφία, στους πολιτικούς, κοινωνικούς θεσμούς.

Στο κείμενο της β` ραψωδίας  κύρια συνιστώσα είναι το αρχαίο κείμενο του Ομήρου και δευτερεύουσες συνιστώσες όλες οι γνωστές μεταφράσεις ( Πολυλά, Εφταλιώτη, Σιδέρη, Καζαντζάκη-Κακριδή, Μαρωνίτη, Ψυχουντάκη..). Στην «ανάπλαση» της β` ραψωδίας κράτησα τη ροή και το ύφος του αρχαίου κειμένου το οποίο συγκροτείται από 434 στίχους. Οι στίχοι που παρουσιάζω εδώ δεν ξεπερνούν τους 180.

 

1*. Αρχιτέκτων. Ιστορικός Αρχιτεκτονικής. Ιστορικός Τέχνης

**Αφιερωμένο στον πολύτροπο και καλότροπο ταξιδευτή Τάσο Τσακίρογλου

 

      αριθμός επισκεπτών