Πρυμνεύς, Πρωρεύς, Ποντεύς, Ναυτεύς
Γράφει ο Κωστής
Καζαμιάκης
Οδύσσεια, ραψωδία θ`. Κείμενο, περίληψη, σχόλια.
Αναδημοσίευση από
efsyn.gr
Κείμενο.
Σαν ήλθε η ροδοδάκτυλη Αυγή, στερνό παιδί της
νύχτας,
κίνησε ο Αλκίνοος μαζί κι ο Οδυσσέας στη Αγορά να
φτάσουνε. Σε θρόνους κάθισαν κοντά ομορφοσκαλισμένους.
Η Αθηνά πήγε παντού στη χώρα του Αλκινόου και στους
πολίτες έλεγε στην Αγορά να πάνε, που θα μιλήσει ο βασιλιάς.
«Εμπρός, λαέ και αρχηγοί, άρχοντες των Φαιάκων,
στην Αγορά, να μάθετε γι' αυτόν τον ξένο που ήρθε,
τι θέλει, τι ζητά από σας και ποια Ανάγκη έχει.»
Αυτά τους είπε η Αθηνά κι όλοι να μάθουν θέλουν
και γέμισαν την Αγορά να δούνε και ν` ακούσουν.
Ο ξένος έμοιαζε θεός ή βασιλιάς μεγάλος με τη
φροντίδα της θεάς. Με σεβασμό τον έβλεπαν όλοι που τον κοιτούσαν.
Αφού όλοι μαζευτήκανε τους μίλησε ο Αλκίνοος.
«Ακούστε όλοι οι αρχηγοί, άρχοντες των Φαιάκων,
Το
άγαλμα του Οδυσσέα στο λιμάνι της Ιθάκης
Ο ξένος δίπλα μου, αυτός που σαν θεός φαντάζει,
ήλθε σ` εμένα ναυαγός και μου ζητά βοήθεια,
θέλει να του συνδράμουμε στο σπίτι του να πάει.
Ένα καράβι ας ρίξουμε στη θάλασσα καινούργιο,
γρήγορο σαν τη σκέψη μας και τα πουλιά τ` αγέρα.
Πενήντα δύο ναυτικοί άριστοι των Φαιάκων
θα αρμενίσουν όπου πει ο φίλος μας ο ξένος.
Αρχίστε να ετοιμάζετε όλα τα αναγκαία για το
ταξίδι σας αυτό , τίποτα να μην λείψει. Κοπιάστε
όλοι έπειτα στο όμορφο παλάτι, τον ξένο να
τιμήσουμε
με πλούσιο τραπέζι, κρασί, τραγούδι και χορό και
όσα πρέπει ακόμα όπως ορίζει η τάξη μας για τη φιλοξενία.
Τον θεοδίδακτο αοιδό Δημόδοκο καλέστε, που χάρη
έχει απ` τους θεούς τραγούδια να συνθέτει.
Τ` ανάκτορο του Αλκίνοου γέμισε από κόσμο,
μέσα και σ` όλες τις αυλές, πολλοί ήταν μαζεμένοι.
Δώδεκα σφάξανε αρνιά, δυο βόδια κι οχτώ χοίρους
κι αφού τα ψήσανε καλά στρώσανε το τραπέζι.
Αφού στο τέλος χόρτασαν να τρώνε και να πίνουν,
πήρε ο τυφλός τραγουδιστής στα χέρια την κιθάρα
η Μούσα του `δωσε έμπνευση τραγούδι να αρχίσει.
Κι άρχισε ο Δημόδοκος να ψάλλει για την Τροία και
τους μεγάλους ήρωες, όπως τον Οδυσσέα και τον ακατανίκητο,
στις μάχες Αχιλλέα.
Τα κλάματα τον έπιασαν τον βασιλιά Οδυσσέα
που άκουσε να τραγουδά ο αοιδός για εκείνον.
Κανένας δεν κατάλαβε το κλάμα του Οδυσσέα,
μονάχα ο Αλκίνοος που δίπλα του καθόταν.
Ο Αλκίνοος τότε μίλησε σε όλους εκεί μέσα:
«Ακούστε με όλοι οι αρχηγοί, προύχοντες των
Φαιάκων,
χαρήκαμε όλοι φαγητό, καλό κρασί, τραγούδι,
τώρα πρέπει να δείξουμε στον εκλεκτό μας ξένο
τα ξακουστά αθλήματα κι όλους μας τους αγώνες
για να θαυμάσει και αυτός όλους τους αθλητές μας,
που `ναι πολύ καλύτεροι από τους αντιπάλους,
στο άλμα και στο τρέξιμο, στην πάλη και στο δίσκο.»
Μπροστά βαδίζει ο βασιλιάς και πίσω όλοι οι άλλοι
Και φτάσανε στην Αγορά που γέμισε από κόσμο.
Όλοι οι μεγάλοι αθλητές της χώρας των Φαιάκων
ήταν εκεί να μετρηθούν για τη χαρά του αγώνα
ο Ελατρεύς και ο Ναυτεύς, ο Ωκύαλος, ο Ακρόνας,
ο Ερετμεύς και ο Πρυμνεύς, ο Αγχίαλος, ο Θόας,
Αμφίλαος, Αναβησίνοος, Ποντεύς, Πλωρεύς, και
ο όμορφος και δυνατός σπουδαίος Ναυβουλίδης
κι ο σκληρός Ευρύαλος που έμοιαζε στον Άρη.
Ήταν εκεί ν` αγωνιστούν οι γιοι του Αλκινόου
ο Λαοδάμας κι ο θεϊκός Κλειτόνας με τον Άλιο.
Οι τρεις αυτοί ξεκίνησαν να παραβγούν στο δρόμο,
που πρώτευσε με διαφορά ο γρήγορος Κλειτόνας.
Όλα τα αγωνίσματα τελέστηκαν με τάξη, η πάλη,
και τα άλματα κι ο δίσκος και οι δρόμοι.
Του Αλκίνοου του βασιλιά ο γιος ο Λαοδάμας
κάλεσε τον πολύτροπο Οδυσσέα στους αγώνες
«Έλα ξένε δοκίμασε και διώξε απ' την καρδιά σου
τις έννοιες. Το ταξίδι σου δεν πρόκειται ν` αργήσει
το πλοίο είν` στη θάλασσα κι είναι έτοιμοι κι οι
ναύτες».
«Δεν έχω νου για αθλήματα γενναίε Λαοδάμα
Το μόνο εγώ που σκέφτομαι είναι η γλυκιά πατρίδα.».
Μίλησε κι ο Ευρύαλος κι είπε πικρές κουβέντες
για τον φιλοξενούμενο που αρνείται τον αγώνα.
Ο Οδυσσέας θύμωσε και πέταξε το δίσκο πολύ-
πολύ μακρύτερα απ` όλους που ` χαν ρίξει.
Με εντολή του βασιλιά άρχισε το τραγούδι ο αοιδός
Δημόδοκος. Και οι χοροί αρχίσανε τον ξένο να
τιμήσουν.
Οι νεαροί χορεύανε με δύναμη και χάρη, σαν τα
πουλιά
πετούσανε, τη γη δεν την πατούσαν. Κι ο Οδυσσέας
θαύμαζε,
την άρτια τεχνική τους και την αξιοσύνη τους και το
συντονισμό τους. Και ο τυφλός τραγουδιστής τους είπε
το τραγούδι, που ο Ήφαιστος εγκλώβισε σε δίχτυ που
`χε φτιάξει, τον Άρη και την Κύπριδα την όμορφη Αφροδίτη,
την ώρα που απολάμβαναν του πάθους τους τη γλύκα.
Και με το δίχτυ του αυτό ο Ήφαιστος, τους πήγε στα
ουράνια,
τους έφτασε στον Όλυμπο, στα Ολύμπια παλάτια, και
στους θεούς τους έδειξε. Όλοι οι θεοί γελάσανε, όλοι ξεκαρδιστήκαν μ`
αυτό που αντικρίσανε. Δύο αθάνατοι θεοί πιασμένοι μες` στο δίχτυ. Το
γλέντι συνεχίστηκε με κέφι και τραγούδια,
χορούς, παιχνίδια και κρασί και νόστιμους μεζέδες.
Ζήτησε ο Ευρύαλος συγγνώμη του Οδυσσέα που άπρεπα
του μίλησε για τη δισκοβολία. Έκανα λάθος ξένε μου για όλα όσα είπα. Σου
κάνω δώρο το σπαθί πάντα να με θυμάσαι.
Δώρα προσφέρανε πολλά όλοι στον Οδυσσέα κι οι
άρχοντες
κι οι προεστοί και ο βασιλιάς Αλκίνοος. Ρούχα και
όπλα
και χρυσά αγγεία κι άλλα τόσα να τον
ευχαριστήσουνε,
όπως ορίζει η τάξη, που πρώτος καθιέρωσε ο Ξένιος ο
Δίας.
Μετά που πήρε τα πολλά τα δώρα ο Οδυσσέας του
πρόσφεραν ζεστό λουτρό και λάδια για το σώμα.
Στράφηκε στον Δημόδοκο ο Οδυσσέας κι είπε:
«Απ' όλους εσένα εγώ τιμώ, Δημόδοκε, στον κόσμο,
γιατί είσαί θεόπνευστος και θεοδιδαγμένος από τη
Μούσα
τη θεά, του Διός τη θυγατέρα. Ο Απόλλωνας σε
προίκισε με χάρισμα μεγάλο να παίζεις και να τραγουδάς όσο κανένας
άλλος. Χάρη μεγάλη σου ζητώ τυφλέ τραγουδιστή μας,
άσμα απόψε να μας πεις για το μεγάλο κόλπο που
κάνανε οι Αχαιοί στην Τροία να εισβάλουν, με ένα ξύλινο άλογο τον
Δούρειο τον Ίππο.
Ο ξακουστός τραγουδιστής τους είπε για την Τροία,
τους Τρώες και τους Έλληνες και όλα όσα εγίναν, μέχρι να φτάσουνε να
μπουν στην ξακουσμένη πόλη, και να την κυριεύσουνε. Ο Οδυσσέας άκουγε με
δάκρυα στα μάτια,
όσο ο τυφλός Δημόδοκος για κείνον τραγουδούσε.
Ο βασιλιάς Αλκίνοος που δίπλα του καθόταν, τον είδε
και τον άκουσε βαθιά ν` αναστενάζει κι αμέσως δίνει
διαταγή να πάψουν τα τραγούδια.
Τον Οδυσσέα ρώτησε ποιο είναι τ` όνομα του, πως τον
φωνάζαν οι γονιοί, η γυναίκα, τα παιδιά του, οι γείτονες, οι φίλοι του.
Ξένε το όνομα να πεις, να μάθουμε ποιος είσαι, γιατί έτσι, χωρίς όνομα
κανένας δεν νογάται.
Καλέ μας ξένε να μας πεις για τη δική σου χώρα,
εκεί που θα σε στείλουμε με τα πλεούμενα μας.
Πες μας ακόμα γιατί κλαις στο άκουσμα της Τροίας;
Περίληψη ραψωδίας θ`.
Όμηρος
Πρωί- πρωί, όπως είχε πει από την προηγουμένη, ο
βασιλιάς Αλκίνοος, ο λαός και οι άρχοντες των Φαιάκων συγκεντρώθηκαν
στην Αγορά. Ο Αλκίνοος μιλά για τον ξένο και λέει ποια ανάγκη τον έφερε
στη γη των Φαιάκων. Συμφωνούν όλοι να τον βοηθήσουν να πάει στην πατρίδα
του, όπου και να είναι αυτή. Ο βασιλιάς προστάζει να ετοιμαστεί ένα νέο
πλοίο, γρήγορο και καλοτάξιδο για το ταξίδι του ξένου. Επιλέγουν και
πενήντα δύο ναυτικούς νεαρής ηλικίας αλλά έμπειρους και δυνατούς για το
ταξίδι. Ο Αλκίνοος καλεί όλους που είναι στην Αγορά να πάνε στο παλάτι
για φαγητό, κρασί και διασκέδαση όπως ορίζουν τα έθιμα για την υποδοχή
και φιλοξενία του άγνωστου άνδρα. Ζητά να ειδοποιήσουν τον τυφλό αοιδό
Δημόδοκο για να τραγουδήσει και να παίξει την φόρμιγγα.
Μετά το πλούσιο τραπέζι που παρέθεσε ο Αλκίνοος
προς τιμήν του ξένου ο Δημόδοκος με την φόρμιγγα του τραγουδά για μια
φιλονικία ανάμεσα στον Οδυσσέα και στον Αχιλλέα στην Τροία.
Ο Οδυσσέας συγκινείται πολύ όταν ακούει το όνομα
του και κυρίως εντυπωσιάζεται γιατί ο κόσμος γνωρίζει λεπτομέρειες για
τη ζωή του. Ο βασιλιάς των Φαιάκων Αλκίνοος διαπιστώνει τη μεγάλη
συγκίνηση του ξένου και αποφασίζει να γίνουν αθλητικοί αγώνες με τους
νέους των Φαιάκων που ήταν σπουδαίοι και φημισμένοι αθλητές. Ο Αλκίνοος
ελπίζει με τους αγώνες να διασκεδάσει ο φιλοξενούμενος του. Γίνονται
πολλά αθλήματα με συμμετοχή πολλών αθλητών. Ο ποιητής μας αναφέρει τα
ονόματα των αθλητών καθώς και το αγώνισμα τους.
Ο Λαοδάμας, ένας από τους γιούς του Αλκίνοου, καλεί
τον Οδυσσέα να λάβει μέρος στους αγώνες. Ο Οδυσσέας αρνείται ευγενικά
και τότε ο Ευρύαλος τον ειρωνεύεται και αμφισβητεί την αρχοντική του
παρουσία λέγοντας προκλητικά λόγια.
Ο Οδυσσέας θυμωμένος παίρνει το μεγαλύτερο και
βαρύτερο δίσκο και τον πετάει μακρύτερα απ’ όλους τους προηγούμενους
δισκοβόλους. Απευθύνεται στους έκπληκτους Φαίακες και τους αποκαλύπτει
πως ήταν πρώτος απ’ όλους στον πόλεμο της Τροίας. Ο Αλκίνοος τονίζει για
μια ακόμα φορά τις αρετές του λαού του στη ναυσιπλοΐα και στην
καλοπέραση αφού οι Φαίακες είναι ένας ξέγνοιαστος και πλούσιος λαός με
μια ζωή γεμάτη απολαύσεις. Η ένταση υποχωρεί κι αρχίζει το τραγούδι και
οι χοροί. Ο τυφλός αοιδός Δημόδοκος αφηγείται το περιστατικό όπου ο
Ήφαιστος, σύζυγος της Αφροδίτης τη συλλαμβάνει επ` αυτοφώρω να κάνει
έρωτα με τον Άρη, τον πανέμορφο θεό του πολέμου.
Ο Ήφαιστος, που είναι ο πρώτος εφευρέτης, τους
ακινητοποιεί την ώρα της ερωτικής πράξης μέσα σε χρυσό αόρατο δίκτυ και
τους πάει στον Όλυμπο, να δουν οι θεοί και να κρίνουν την πράξη αυτή της
Αφροδίτης και του Άρη. ΟΙ θεοί, αντί να κρίνουν, ξεκαρδίζονται στα γέλια
με το περίεργο θέαμα.
Ο Αλκίνοος στη συνέχεια προτείνει στους Φαίακες,
σύμφωνα με τους κανόνες της φιλοξενίας, να προσφέρουν δώρα στον ξένο. Το
ίδιο θα κάνει και ο ίδιος. Μάλιστα ο Ευρύαλος, που είχε προσβάλλει τον
Οδυσσέα, μαζί με τη συγγνώμη του προσφέρει το τρομερό του ξίφος στον
Οδυσσέα. Η ραψωδία τελειώνει με μεγάλο γλέντι όπου ο Οδυσσέας ζητά από
τον τυφλό τραγουδιστή να τραγουδήσει το στρατήγημα των Αχαιών να
εκπορθήσουν την Τροία μα τον Δούρειο Ίππο, το ξύλινο άλογο που σκέφτηκε
ο ίδιος ο Οδυσσέας.
Για δεύτερη φορά ακούει τον τραγουδιστή να υμνεί τα
κατορθώματά του στην Τροία και ξεσπά σε λυγμούς.
Ο Αλκίνοος διακόπτει τον τραγουδιστή και ρωτά
επιμόνως τον ξένο: Ποιο είναι τα` όνομα σου, ποια είναι η πατρίδα σου,
που πήγες, που ταξίδεψες και τι έζησες πριν φτάσεις στη γη των Φαιάκων.
Γιατί συγκινείσαι και ξεσπάς στα κλάματα, όταν
ακούς για την άλωση της περίφημης Τροίας;
Σχόλια.
-Η ναυτική παράδοση των Φαιάκων.
Ο βασιλιάς Αλκίνοος προστάζει να ετοιμάσουν ένα
νέο, γρήγορο και καλοτάξιδο σκαρί για να πάει τον Οδυσσέα στην πατρίδα
του. Επιλέγονται και πενήντα δύο νέοι, δυνατοί αλλά και έμπειροι ναύτες
..χώρισαν πενήντα δυο λεβέντες
και πήγανε στου αστέρευτου πελάγου τ' ακρογιάλι.
Σαν ήρθανε στην αμμουδιά και στο γοργό καράβι,
ρίξανε στα βαθιά νερά το μαύρο τρεχαντήρι
και το κατάρτι στήσανε και τα πανιά σηκώνουν,
και στα κουπιά περάσανε πετσένιους τροπωτήρες,
όλα με τάξη κι άνοιξαν τ' άσπρα πανιά του απάνω
και στ' ανοιχτά τ' αράξανε, το κύμα εκεί που
σκάζει. Μετάφραση Ζήσιμου Σιδέρη, θ`, 48-55.
-Αθλητικοί αγώνες των Φαιάκων.
Ο βασιλιάς Αλκίνοος καμαρώνει για το υψηλό αθλητικό
επίπεδο των Φαιάκων και οργανώνει αγώνες προς τιμήν του φιλοξενούμενου
Οδυσσέα. Αναφέρει αθλήματα και αθλητές.
ὅσσον περιγινόμεθ' ἄλλων
πύξ τε παλαιμοσύνῃ τε καὶ ἅλμασιν ἠδὲ πόδεσσιν.
«πόσο εμείς τους άλλους ξεπερνούμε στο πάλεμα, στο
πήδημα, στο τρέξιμο, στους γρόθους.». Μετάφραση Ζήσιμου Σιδέρη, θ`,
102-103.
-Το σατιρικό τραγούδι για την επ` αυτοφώρω σύλληψη του Άρη με την
Αφροδίτη:
Ο τυφλός αοιδός Δημόδοκος αφηγείται το περιστατικό
όπου ο Ήφαιστος, σύζυγος της Αφροδίτης, τη συλλαμβάνει επ` αυτοφώρω να
κάνει έρωτα με τον Άρη, τον πανέμορφο θεό του πολέμου. Ο Ήφαιστος, που
είναι ο πρώτος εφευρέτης, τους ακινητοποιεί την ώρα της ερωτικής πράξης
μέσα σε χρυσό αόρατο δίκτυ και τους πάει στον Όλυμπο, να δουν οι θεοί
και να κρίνουν την πράξη αυτή της Αφροδίτης και του Άρη. ΟΙ θεοί, αντί
να κρίνουν, ξεκαρδίζονται στα γέλια με το περίεργο θέαμα.
Ο Δημόδοκος δε διστάζει να σατιρίσει τους ίδιους
τους θεούς του Ολύμπου με αφορμή το ερωτικό περιστατικό ανάμεσα στην
Αφροδίτη και τον Άρη. Το θέαμα των δύο θεών εγκλωβισμένων στο αόρατο
δίχτυ του Ηφαίστου προκάλεσε ακράτητα γέλια στους θεούς του Ολύμπου.
ἄσβεστος δ᾽ ἄρ᾽ ἐνῶρτο γέλως μακάρεσσι θεοῖσι, θ`,
326.
1*. Κωστής Καζαμιάκης :
Αρχιτέκτων. Ιστορικός Αρχιτεκτονικής. Ιστορικός
Τέχνης.
2*. Στον Κωνσταντίνο Παπουλάκο.