Γράφει ο Κωστής Καζαμιάκης :
Αρχιτέκτων.
Ιστορικός Αρχιτεκτονικής. Ιστορικός Τέχνης
Το όνομα μου ειν` Κανείς. Κανένα με φωνάζουν
Οδύσσεια, ραψωδία ι`.
Αναδημοσίευση από
efsyn.gr
Κείμενο, περίληψη, σχόλια.
Όσα φύλλα καὶ ἄνθεα.
Εγώ `μαι του Λαέρτη ο γιος ο βασιλιάς Δυσσέας.
Το άγαλμα του Οδυσσέα στο λιμάνι της
Ιθάκης
Αλκίνοε με ρώτησες ποιο είναι τ` όνομα μου και
ποιος
είναι ο τόπος μου, και εδώ πως έχω φτάσει.
Ο θεϊκός τραγουδιστής μας έψαλλε τραγούδια που στην
ψυχή μου μίλησαν και γιάτρεψαν τους πόνους και
τα βάσανα, που έχω εγώ περάσει στην πολυτάραχη
ζωή που με κρατά στα ξένα, μακριά από το σπίτι μου.
Όλοι οι καλεσμένοι σου, χάρηκαν τα τραγούδια,
χάρηκαν
και τα φαγητά, χάρηκαν και τον οίνο που τους κερνά
ο
κεραστής μες στα χρυσά ποτήρια.
Έφτασε η ώρα να σου πω να μάθεις τ' όνομά μου.
Το όνομα μου μάθε το και άκου το από μένα
Εγώ μια του Λαέρτη ο γιος ο βασιλιάς Δυσσέας,
η φήμη και η δόξα μου φτάνουνε στα ουράνια,
κι ο τόπος μου ο ένδοξος, η όμορφη Ιθάκη, τόπο
ποτέ γλυκύτερο δεν είδα εγώ στον κόσμο.
Ακούστε φίλοι μου καλοί όλα τα βάσανα μου
που μου προξένησε άδικα ο Δίας ο Κρονίδης.
Σαν απ` την Τροία φύγαμε οι άνεμοι μας πήγαν
στους Κίκονες, στην Ίσμαρο όπου το κάστρο πήρα,
πήρα και λάφυρα πολλά και όμορφες κοπέλλες.
Οι άντρες μου ξεδιάντροπα πέσαν στο φαγοπότι,
κανένας δεν με άκουγε που φώναζα να μπούμε στα
πλοία μας τα γρήγορα, κακό μη μας προλάβει.
Οι Κίκονες καλέσανε Κικόνους από γύρω που ήτανε
πάρα πολλοί και του πολέμου γνώστες, γενναίοι
ετοιμοπόλεμοι, πολύ αντρειωμένοι. Αμέτρητοι
φανήκανε, όσα, τα ανοιξιάτικα τα φύλλα και τα άνθη.
Αφού σε μας πλησίασαν παράταξαν τους άνδρες
πολύ κοντά στα πλοία μας και άρχισε η μάχη,
με χάλκινα ακόντια κτυπούσε ο εις τον άλλον.
Εμείς καλά κρατούσαμε κι ας είμαστε ολίγοι,
μέχρι που ο ήλιος έδυσε κα μπήκαμε στα πλοία.
Θρηνούσαμε για τους νεκρούς συντρόφους μας
στη μάχη, ώσπου ο Δίας σήκωσε μαύρη κακή αντάρα
και τα πανιά μας σκίστηκαν και σαν φτερά σκορπίσαν.
Ένα ακρογιάλι πιάσαμε τραβώντας τα κουπιά μας
και πέσαμε κατάκοποι στη γη ν` αναπαυθούμε.
Ακίνητοι απομείναμε δυο μέρες και δυο νύχτες.
Την Τρίτη μέρα το πρωί φύγαμε με τα πλοία. Πρίμα
μας πήγαινε ο καιρός ώσπου χάλασε πάλι κι εννιά μερόνυχτα σωστά,
παλεύαμε το κύμα και των ανέμων την οργή.
Τη δέκατη ημέρα στους Λωτοφάγους φτάσαμε που
τρέφονται με άνθη. Δέσαμε τα καράβια μας και
βγήκαμε
στη γη τους, νερό αμέσως βρήκαμε και στρώσαμε να
φάμε
εκεί δίπλα στα πλοία μας. Έστειλα τρεις συντρόφους
μου
να πάνε για να μάθουν ποιοι κατοικούν εδώ και
ποιους θεούς πιστεύουν. Οι Λωτοφάγοι ειρηνικά δέχτηκαν τους συντρόφους,
και τους προσφέρανε λωτούς να φάνε και οι τρεις τους. Αφού τα φρούτα
έφαγαν, με τη μελένια γεύση,
εκεί να μείνουν θέλησαν ξεχνώντας την πατρίδα.
Με βία τους οδήγησα στα πλοία και δεμένους τους
κράτησα,
μη φύγουνε να παν στους Λωτοφάγους ζητώντας το
γλυκό καρπό. Κλαίγανε εκείνοι γοερά ζητώντας να επιστρέψουν, κι εμείς
τραβώντας τα κουπιά, φύγαμε από τη χώρα με τους μαυλιστικούς καρπούς που
σαν τους τρως ξεχνιέσαι.
Φτάσαμε με τα πλοία μας στην χώρα των Κυκλώπων
που νόμους δεν γνωρίζουνε ούτε τη γη οργώνουν,
δέντρα ποτέ δεν φύτεψαν, ούτε σταροκριθάρια, γιατί
από μόνα βγαίνουνε από της γης τα σπλάχνα. Από του Δία τις βροχές
φυτρώνουνε τ` αμπέλια που κάνουν άγριο κρασί.
Δεν έχουνε στην χώρα τους οι Κύκλωπες καράβια,
Ούτε καραβομαραγκούς καλά σκαριά να φτιάξουν.
Ο κάθε ένας Κύκλωπας έχει δικό του κράτος που `ναι
μια ανήλιαγη σπηλιά που ζει με τη γυναίκα και όλα τα παιδόπουλα.
Κοντά τους είναι ένα νησί μ` αμέτρητα κατσίκια που
πήγαμε κι
αράξαμε τα δώδεκα μας πλοία σε όρμο μ` ήσυχα νερά.
Γεμίσαμε τα πλοία μας με τροφαντά κατσίκια. Όλη τη
μέρα τρώγαμε ώσπου να πέσει ο ήλιος, άφθονο κρέας και κρασί γλυκό απ`
τους Κικόνους, σαν πήραμε το κάστρο τους.
Από το όμορφο νησί με τα πολλά τα γίδια και τα
τρεχούμενα νερά βλέπαμε εκεί κοντά μας των Κύκλωπων, την άγρια γη.
Την άλλη μέρα το πρωί σύναξα τους συντρόφους να
δούμε τι θα κάνουμε και τι βουλή κρατάμε. Ακούγαμε από τη γη των
άγνωστων Κυκλώπων φωνές δικές τους άγριες, βελάσματα προβάτων, αιγών και
άλλων ζωντανών που έφερνε ο αέρας.
Εγώ με το καράβι μου κι όλο το πλήρωμα μου θα πάω
να δω τι γίνεται στη χώρα των Κυκλώπων. Εσείς εδώ να μείνετε,
μέχρι εγώ να μάθω τον τόπο και τους κάτοικους.
Φύγαμε απ` το νησάκι μας, με πλώρη για τον τόπο,
που οι Κύκλωπες ορίζανε. Πολύ κοντά σαν φτάσαμε είδαμε μέγα σπήλαιο
κοντά- κοντά στη θάλασσα με δάφνες σκεπασμένο.
Άντρας μεγάλος σαν βουνό, πελώριος, καθόταν και
τα κοπάδια κοίταζε που βόσκανε στον κάμπο.
Θαύμα της φύσης έμοιαζε, τόσο πελώριος ήταν.
Αφήσαμε το πλοίο μας σ` ένα κρυφό κολπίσκο
κι απ` όλο μου το πλήρωμα διάλεξα δώδεκα άντρες,
που ήτανε ατρόμητοι, γενναίοι, θαρραλέοι κι όλους
τους
άλλους άφησα το πλοίο να φυλάνε.
Πήρα μαζί μου διάφορα, δώρα για τους Πελώριους, κι
ένα
μεγάλο ασκί κρασί γλυκό να τους προσφέρω.
Στο μέγα σπήλαιο φτάσαμε και μπήκαμε όλοι μέσα,
με δίχως φόβο στην καρδιά αφού έλειπε ο γίγας,
πρόσεχε τα κοπάδια του που βόσκανε τριγύρω.
Το σπήλαιο του Κύκλωπα πολλά είχε ζώα μέσα,
μικρά, μεσοκαιρίτικα και άλλα πιο μεγάλα, με τάξη
ήταν χωριστά σε μάντρες χωρισμένα. Πολλά τυριά υπήρχανε παντού σ` όλο το
σπήλιο καθώς και τ` απαραίτητα σύνεργα
αυτής της τέχνης που οι κτηνοτρόφοι ξέρουνε τέλεια
να την κάνουν. Τη λένε τυροκομική και τα τυριά προσφέρει.
Πρόβατα, γίδια και βοσκή, άρμεγμα για το γάλα και
τα
τυριά ορίζανε το βίο των γιγάντων, που ζούσανε στα
σπήλαια.
Οι σύντροφοι μου τρόμαξαν σ` αυτό το άγριο σπήλιο,
και
πρότειναν να πάρουμε όσα τυριά μπορούμε κι ευθύς να
επιστρέψουμε στο πλοίο τ` αραγμένο. Να πάρουμε και πρόβατα, γίδια όσα
μπορούμε, το πλοίο να γεμίσουμε.
Μαζί τους δεν συμφώνησα, δεν ήθελα να φύγω, προτού
να μάθω και να δω τους γίγαντες Κυκλώπους που σαν
βουνά
φαινότανε. Ποιοι ήταν, τι σκεφτότανε και ποιες
βουλές κρατούσαν, γιατί ζούσανε μόνοι τους, σε ποιους θεούς πιστεύουν;
Θυσία κάναμε εμείς εκεί στο μέγα σπήλαιο κι έπειτα
φάγαμε ψητό απ` τη θυσία κρέας, και τα τυριά
γευτήκαμε
μαζί με το κρασί μας.
Αργά ήλθε ο Κύκλωπας, γίγαντας και πελώριος ξύλα
στην πλάτη κουβαλά για τη φωτιά που καίει. Τάισε πρώτα τη φωτιά με ξύλα
ξεραμένα, κι έπειτα κάθισε βαρύς στο άνοιγμα του σπήλιου. Καθώς περνούν
τα ζωντανά, να μπουν στη στρούγκα μέσα, αυτός με τέχνη τ` άρμεγε με τάξη
ένα-ένα.
Το άρμεγμα σαν τέλειωσε, μ` ένα τεράστιο βράχο
έκλεισε
την είσοδο του μαύρου μέγα σπήλιου. Μέσα
κλειστήκαμε κι εμείς όπως τα ζωντανά του.
Κάποια στιγμή μας πρόσεξε και ρώτησε αμέσως. Ποιοι
είστε και τι θέλετε, πως φτάσατε στη γη μου;
Οι δρόμοι οι θαλασσινοί μας έφεραν στη γη σας, από
την Τροία ερχόμαστε και στην Ιθάκη πάμε.
Θερμά σε ικετεύουμε να μας φιλοξενήσεις που είναι
πράγμα ιερό , βουλή του Ξένιου Δία.
Άκου ανθρωπάκο ασήμαντε εγώ δε λογαριάζω του Δία
σου τις εντολές, ούτε θεούς φοβάμαι.
Αμέσως όμως να μου πεις που έχεις το καράβι που
μέχρι εδώ σας έφερε.
Πλοίο δεν έχω Κύκλωπα, το τσάκισε ο Δίας, είπα και
τον ξεγέλασα.
Ο Κύκλωπας αγρίεψε κι άρπαξε δυο συντρόφους. Κάτω
στη γη τους βρόντηξε, τους έκανε κομμάτια κι έπειτα τους έφαγε σαν άγριο
θηρίο.
Το βράδυ εκείνο μείναμε με τρόμο μες στο άντρο,
αδύνατο ήτανε για μας να τρέξουμε στο πλοίο γιατί ο βράχος έκλεινε την
πόρτα του σπηλαίου και μοναχά ένας γίγαντας μπορούσε να τον σύρει.
Ο Οδυσσέας τυφλώνει τον Κύκλωπα
Αναπαράσταση σε αγγείο
Την άλλη μέρα το πρωί που χάραξε η αυγούλα ο
Κύκλωπας σηκώθηκε , τάισε την εστία με ξύλα και με κούτσουρα κι ήπιε
καρδάρες γάλα. Τις προβατίνες άρμεξε, άρμεξε και τις γίδες.
Έπειτα ο αχόρταγος έφαγε πρωινό του, δύο ακόμα
άντρες μου, μαζί με φρέσκο γάλα.
Στιγμή δεν εσταμάτησα τρόπους να σχεδιάζω πως από
κει να φύγουμε πριν όλους να μας φάει.
Και τότε πρόσεξα εκεί ένα ψηλό κατάρτι που `χε
μαζέψει ο γίγαντας απ` το ακροθαλλάσι.
Κόψαμε μία άκρη του, ένα γερό παλούκι, και μύτη του
σκαλίσαμε σαν ακοντίου κόψη. Το έχωσα μες στη φωτιά να κάψει να πυρώσει.
Το βράδυ σαν επέστρεψε ο γίγας στη σπηλιά του
άρμεξε πάλι κι έπειτα έκλεισε με το βράχο τον θεόρατο, τη μπούκα της
σπηλιάς του. Ανθρωποφάγος άθλιος μου πήρε δυό συντρόφους να φάει για το
βραδινό το ματωμένο γεύμα.
Τότε του πήγα το κρασί και το ήπιε μονορούφι,
ζήτησε κι άλλο,
του έδωσα, ήθελα να μεθύσει να πέσει και να
κοιμηθεί για να τον παλουκώσω στο μάτι το πελώριο, που έβλεπε τα πάντα.
Ακόμα μια τον κέρασα κι έπινε μονορούφι και κει
στην παραζάλη του ρώτησε πως με λένε: Κανένας ονομάζομαι, όλοι με λεν
Κανένα, η μάνα κι ο πατέρας μου και όλοι μου οι φίλοι.
Κανένα, είπε ο Κύκλωπας το δώρο μου για σένα είναι
να φαγωθείς στερνός εσύ απ` τους συντρόφους.
Πολύ βαριά κοιμήθηκε, βρήκα την ευκαιρία και το
παλούκι του `μπηξα πολύ βαθιά στο μάτι. Το γύριζα, το έστριβα τη σάρκα
του τρυπούσα όπως στο καραβόξυλο χώνεται το τρυπάνι.
Ο ανθρωποφάγος γίγαντας σαν το θεριό μουγκρίζει κι
αντιλαλούσε η σπηλιά και τρέμανε οι βράχοι.
Ακούσαν τα μουγκρίσματα οι Κύκλωπες οι άλλοι και
τον ρωτούσαν ο καθείς από τη σπιτοσπηλιά του. Πολύφημε τι έπαθες μέσα
στη μαύρη νύχτα κι ουρλιάζεις τόσο δυνατά
και μας χαλάς τον ύπνο.
Αδέρφια μ` έφαγε ο Κανείς με τέχνασμα μεγάλο, με
μέθυσε με κοίμισε και μου `βγαλε το μάτι.
Πολύφημε αδέρφι μας για σκέψου τι μας είπες, μας
λες σε τύφλωσε ο Κανείς μες στη βαθιά τη νύχτα; Αφού Κανείς δε σ` έβλαψε
στην φοβερή σπηλιά σου, δεήσου στον πατέρα σου τον Σείστη Ποσειδώνα, οι
πόνοι σου να γιατρευτούν.
Ο Κύκλωπας Πολύφημος μούγκριζε από πόνους και
κίνησε ψαχουλευτά στην είσοδο να φτάσει. Το βράχο σπρώχνει δυνατά και τη
μπασιά ανοίγει. Με χέρια στάθηκε ανοικτά κανείς να μην ξεφύγει,
ελέγχοντας την έξοδο.
Σκέφτηκα τότε τέχνασμα να βγούμε από τη στρούγκα.
Κριούς διαλέγω δυνατούς πολύ καλοθρεμμένους και
στην κοιλιά τους έδεσα τον κάθε σύντροφο μου. Περνούσαν έτσι εύκολα του
Κύκλωπα το μπλόκο γιατί αυτός ακούμπαγε στη
ράχη κάθε ζώο, και ήταν σίγουρος πολύ πως μόνο ζώα
βγαίνουν. Εγώ γραπώθηκα σφικτά στο πιο τρανό κριάρι και στη μεγάλη του
κοιλιά κρεμόμουν γαντζωμένος.
Όλα τα ζώα βγήκανε να πάνε να βοσκήσουν και ο
μεγάλος ο κριός έμεινε τελευταίος ενώ μπροστάρης ήτανε σε όλες τις
εξόδους.
Εγώ απ` αυτόν κρεμόμουνα και έμεινα τελευταίος,
πρώτα να βγουν οι σύντροφοι κι εγώ ας μείνω πίσω.
Αυτό τον παραξένεψε τον Κύκλωπα τον γίγα και στο
κριάρι μίλησε. Εσύ καλό κριάρι μου πάντα δε βγαίνεις πρώτο; Μα σήμερα τι
έπαθες και είσαι τελευταίο;
Φαίνεται να με συμπονάς που έχασα το φως μου αφού ο
Κανείς με τύφλωσε την ώρα που κοιμόμουν. Με πότισε γλυκό κρασί κι έχασα
το μυαλό μου. Να `χες φωνή κριάρι μου να πεις που `ναι κρυμμένος αυτός ο
άθλιος Κανείς που μου `βγαλε το μάτι. Στα χέρια θα τον έπιανα κομμάτια
να τον κάνω. Στη ράχη το χάιδεψε και τ` άφησε να φύγει, κι εγώ από κάτω
κρεμαστός βρήκα τη λευτεριά μου, όπως και συντρόφοι μου. Λυθήκαμε απ`
τους κριούς και πάμε για το πλοίο αφού ξεκόψαμε αρνιά πολλά, και
τροφαντά κατσίκια, μαζί μας να τα πάρουμε.
Φτάσαμε πολύ γρήγορα στους άλλους τους συντρόφους
κι όλοι μαζί μπαρκάραμε στα γρήγορα μας πλοία γεμάτα με τα λάφυρα, ζώα,
τυριά και άλλα.
Λίγο σαν αλαργέψαμε φώναξα στον Πελώριο:
Ανθρωποφάγε άθλιε, σου στέρησα το φως σου, και σου `βγαλα το μάτι σου
που το `χες μοναχό του.
Αυτός από τη λύσσα του ξεκόλλησε ένα βράχο και κατά
μας τον πέταξε και έπεσε κοντά μας. Μεγάλο κύμα σήκωσε στα βράχια μας
πηγαίνει μα εμείς με δύναμη πολλή πάλι του ξεγλιστράμε. Με κόπο
καταφέραμε να απομακρυνθούμε και εγώ με δυνατή φωνή φώναξα στον Πελώριο.
Ε! Κύκλωπα Πολύφημε βάρβαρε ανθρωποφάγε εκείνος που
σε τύφλωσε δεν ήταν ο Κανένας, εγώ `μαι που σου στέρησα παντοτινά το φως
σου. Εγώ Δυσσέας λέγομαι κι ο κύρης μου Λαέρτης και την καλή πατρίδα μου
Ιθάκη την καλούνε.
Ο Κύκλωπας δεήθηκε στον Σείστη Ποσειδώνα που ήταν ο
πατέρας του, κι όριζε όλους τους σεισμούς και όλα τα πελάγη.
Πατέρα ανίκητε θεέ ποτέ να μην ξεχάσεις αυτόνε που
με τύφλωσε με τέχνασμα μεγάλο. Ποτέ μη φτάσει φρόντισε, πατέρα,στην
Ιθάκη.
Δεύτερο βράχο πέταξε με δύναμη μεγάλη που πάλι μας
πλησίασε πολύ κοντά στην πρύμνη.
Στο νησάκι πήγαμε με τα χιλιάδες ζώα. Θυσία το
κριάρι μου, το μέγα λάφυρο μου, στον παντεπόπτη Δία μας, πρόσφερα στ`
ακρογιάλι. Ο Δίας δε με πρόσεξε γιατί είχε το μυαλό του στον εδικό μας
τον χαμό.
Άφθονο κρέας και κρασί εκεί στο περιγιάλι, φάγαμε
κι ευφρανθήκαμε και πέσαμε για ύπνο.
Την άλλη μέρα το πρωί σαλπάραμε θλιμμένοι και
κλάματα μας πιάσανε για όλους τους χαμένους.
Περίληψη ραψωδίας ι`.
Η προηγούμενη ραψωδία θ` τελειώνει με τις επίμονες
ερωτήσεις του βασιλιά Αλκίνοου: Ποια είναι η χώρα σου, ποιες οι
περιπλανήσεις σου, πως έφτασες εδώ, ποιο είναι τ` όνομα σου.
Ο Οδυσσέας απαντά και αποκαλύπτει την ταυτότητα
του. Έτσι αρχίζει η παρούσα ι` ραψωδία.
Αφηγείται τις περιπλανήσεις του και όλα τα βάσανα
που πέρασε πριν φτάσει στην χώρα των Φαιάκων. Από την Τροία οι άνεμοι
έφεραν τα πλοία του Οδυσσέα στους Κίκονες που ήταν σύμμαχοι των Τρώων
στον Τρωικό πόλεμο. Ο Οδυσσέας με τους άντρες του άλωσε το κάστρο των
Κικόνων, κατέστρεψε και λεηλάτησε την πόλη τους.
Οι σύντροφοί του δεν άκουσαν τον Οδυσσέα να φύγουν
αμέσως από τη γη των Κικόνων και εκείνοι πρόλαβαν και κάλεσαν ενισχύσεις
πάρα πολλούς άλλους Κίκονες.
Η αντεπίθεση των Κικόνων ήταν βίαιη και ο Οδυσσέας
έφυγε με τα πλοία του κακήν κακώς με μεγάλες απώλειες. Σφοδροί άνεμοι
τους παρέσυραν στη γη των Λωτοφάγων. Τρεις άντρες του έφαγαν λωτούς, που
τους έδωσαν οι Λωτοφάγοι, και ξέχασαν τα πάντα ακόμα και την πατρίδα
τους. Το μόνο που ήθελαν ήταν να μείνουν εκεί και να τρώνε τον καρπό του
Λωτού που είχε μοναδική νοστιμιά. Ο Οδυσσέας τους πήρε με βία και έτσι
μπήκαν όλοι στα γρήγορα πλοία τους και άνοιξαν πανιά.
Ο επόμενος σταθμός ήταν η χώρα των Κυκλώπων με τους
πελώριους γίγαντες. Ο κάθε γίγαντας ζούσε στη δική του τεράστια σπηλιά
και δεν είχαν σχέσεις μεταξύ τους. Ο κάθε Κύκλωπας είχε τεράστια κοπάδια
αμνοεριφίων που ήταν και ο βοσκός τους. Ο Οδυσσέας αψηφώντας τον κίνδυνο
θέλησε να μάθει όσο μπορεί περισσότερα γι` αυτούς τους γίγαντες. Με
λίγους συντρόφους του χώθηκε στη σπηλιά του Πολύφημου.
Φωτιά έκαιγε στην τεράστια εστία ενώ σε πολλές
μάντρες ο Πολύφημος είχε κλείσει ζώα. Αλλού τα μικρά, αλλού τα νεαρά
ζώα, αλλού τα μεγαλύτερα. Πολλά σύνεργα της τυροκομικής υπήρχαν στη
σπηλιά καθώς και πλήθος τυριών σε διάφορες φάσεις ωρίμανσης. Ο Κύκλωπας
ήταν ένας πολύ έμπειρος τυροκόμος αλλά και ένας αδίστακτος ανθρωποφάγος
Έτσι ο Οδυσσέας έχασε έξι πολύτιμους συντρόφους σε τρία γεύματα του
πελώριου γίγαντα. Ο Κύκλωπας ζητά να μάθει το όνομα του Οδυσσέα κι αυτός
, σαν έτοιμος από καιρό, του απαντά: Κανένας λέγομαι, όλοι με λεν
Κανένα.
Ο πολυμήχανος Οδυσσέας με στρατηγήματα και
τεχνάσματα παρέσυρε τον Πολύφημο σε ανεξέλεγκτο μεθύσι και κατάφερε μ`
ένα τεράστιο πυρωμένο παλούκι να τον τυφλώσει. Εκείνος και οι
εναπομείναντες σύντροφοι του βγήκαν από τη σπηλιά κρυμμένοι κάτω από τις
κοιλιές μεγάλων κριαριών.
Μπαίνουν στα πλοία και όταν απομακρύνονται λίγο, ο
Οδυσσέας κραυγάζει στον Κύκλωπα: Οδυσσέα με λένε, αυτός που σε τύφλωσε
λέγεται Οδυσσέας. Η ραψωδία ι` αρχίζει και τελειώνει με τη δήλωση της
ταυτότητας του ήρωα.
Σχόλια.
-Είμαι ο Οδυσσέας, του Λαέρτη γιος.
Ο Οδυσσέας απαντά στο βασιλιά των Φαιάκων, Αλκίνοο
και του λέει το όνομα του, το όνομα του πατέρα του και επίσης του μιλά
για την αγαπημένη του Ιθάκη με τα παρακάτω λόγια:
εἴμ' Ὀδυσεὺς Λαερτιάδης, ὃς πᾶσι δόλοισιν
ἀνθρώποισι μέλω, καί μευ κλέος οὐρανὸν ἵκει.ι 20
ναιετάω δ' Ἰθάκην εὐδείελον· ἐν δ' ὄρος αὐτῇ,
Νήριτον εἰνοσίφυλλον, ἀριπρεπές· ἀμφὶ δὲ νῆσοι
πολλαὶ ναιετάουσι μάλα σχεδὸν ἀλλήλῃσι,
Δουλίχιόν τε Σάμη τε καὶ ὑλήεσσα Ζάκυνθος.
αὐτὴ δὲ χθαμαλὴ πανυπερτάτη εἰν ἁλὶ κεῖται
πρὸς ζόφον, αἱ δέ τ' ἄνευθε πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε,
τρηχεῖ', ἀλλ' ἀγαθὴ κουροτρόφος· οὔ τι ἐγώ γε
ἧς γαίης δύναμαι γλυκερώτερον ἄλλο ἰδέσθαι.
Ομήρου Οδύσσεια, ι` 19-28.
Εγώ είμαι του Λαέρτη ο γιος Δυσσέας, που όλοι λένε
τις τέχνες μου, κι η δόξα μου ως τα ουράνια φτάνει,
και κατοικώ στο ξέφαντο, το φημισμένο Θιάκι, ( Ιθάκη)
πόχει το Νήριτο βουνό, ψηλό και δεντρωμένο,
κι ολόγυρα πολλά νησιά, το 'να κοντά με τ' άλλο,
τη δασωμένη Ζάκυνθο, τη Σάμη, το Δουλίχι.
Πιο κάτω απ' όλα, χαμηλό το Θιάκι, στου πελάγου
τα δυτικά, κι ηλιόβγαλμα κοιτάζουν όλα τ' άλλα.
Βραχότοπος, μα ξακουστή, παλικαριών γεννήτρα,
Δεν είδα απ' την πατρίδα μου γλυκύτερο στον κόσμο.
Ομήρου Οδύσσεια, ι` 19-28, μετάφραση Ζήσιμος
Σιδέρης.
-Τόσοι πολλοί μαζεύτηκαν. Όσα τα φύλλα και τα
λουλούδια της Άνοιξης. ὅσα φύλλα καὶ ἄνθεα.
Η υπέροχη παρομοίωση του Ομήρου για το πλήθος των
στρατιωτών. Ήταν ,λέει, τόσο πολλοί όσα τα φύλλα και τα άνθη της
Άνοιξης.
θέλεις πεζοί θες μ' άλογα, σαν το καλούσε η ανάγκη.
Κι ήρθανε τόσοι την αυγή, όσα άνθια κι όσα φύλλα
ανθοβολούν την άνοιξη. Ομήρου Οδύσσεια, ι` 49-51, μετάφραση Ζήσιμος
Σιδέρης.
-Θαύμα πελώριον. ι`, 190.
Θαύμα πελώριον αποκαλεί ο Όμηρος τον Κύκλωπα
Πολύφημο.
γὰρ θαῦμ' ἐτέτυκτο πελώριον, οὐδὲ ἐῴκειι
ἀνδρί γε σιτοφάγῳ, ἀλλὰ ῥίῳ ὑλήεντι
ὑψηλῶν ὀρέων,
τι θαύμα ήταν θεόρατον, ουδέ των σιτοφάγων
όμοιαζε ανδρών, αλλ' όμοιαζεν ως κορυφή λογγώδης,
που υψώνεται ολομόναχη στην μέση απ' άλλα όρη. Μετάφραση Ιάκωβου Πολυλά,
ι` 190-192.
-Νόον έγνω.
ἀλλ' ἐγὼ οὐ πιθόμην, ι`.228.
Δεν με έπεισαν οι σύντροφοι μου να φύγουμε άρον
–άρον από τη γη των Κυκλώπων. Ήθελα να μάθω λεπτομέρειες γι` αυτούς τους
Πελώριους, τα ήθη, τα έθιμα, τους θεούς που πιστεύουν, να δω τις
ασχολίες τους..
Να γιατί ο ελληνικός πολιτισμός γιγαντώθηκε: Γνώση
και μάθηση όλων των πολιτισμών και αφομοίωση τους.
Ο Όμηρος τονίζει το θέμα, της γνώσης των ξένων
πολιτισμών. Το θεωρεί τόσο σημαντικό, που στους πρώτους στίχους της
Οδύσσειας μας το αναφέρει σαν στοιχείο της ταυτότητας του Οδυσσέα.
.. πολλῶν δ’ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,
Οδύσσεια,α`,3.
-Η ασέβεια των Κυκλώπων απέναντι στους θεούς.
Ο Οδυσσέας ικετεύει τον Πολύφημο να τους
φιλοξενήσει επικαλούμενος τις αρχές και το έθιμο της φιλοξενίας. Λέει
ότι ο θεός που προστατεύει και επιβάλλει την φιλοξενία είναι ο Ξένιος
Δίας.
Η απάντηση του Πολύφημου πάγωσε τον Οδυσσέα:
«Τα 'χεις χαμένα σύντροφε ή θα 'ρχεσαι απ' αλάργα
ενώ μου λες να φοβηθώ θεούς και να πιστέψω.
Δεν τον ψηφούν οι Κύκλωπες τον ασπιδάτο Δία,
μήτε θεούς, γιατί είμαστε πολύ πιο ανώτεροί των;.
Μήτε απ' του Δία φόβο εγώ θα σε πονέσω εσένα,
καθώς και τους συντρόφους σου, αν δεν το θέλω ο ίδιος. Μετάφραση Ζήσιμου
Σιδέρη, ι` 273-278.
-Πολύφημε πιστεύεις ή όχι στον Δία;
Ο πρωτόγονος, βάρβαρος, ασεβής ανθρωποφάγος
Κύκλωπας Πολύφημος, αργότερα, αναφέρεται στον Δία που φροντίζει για τις
κληματαριές απ` όπου κάνουν το κρασί τους.
Πολύφημος προς τον Οδυσσέα:
Βγάζει η πολύκαρπή μας γη κρασί και στους Κυκλώπους
ιαπό μεγαλοστάφυλα, καθώς τα βρέξει ο Δίας,
όμως από νεχτάρι αυτό κι απ' αμβροσία βγήκε». Μετάφραση Ζήσιμου Σιδέρη,
ι` 357-359.
-Κανένας ονομάζομαι.
Η άμεση απάντηση του ετοιμόλογου Οδυσσέα στην
ερώτηση του Πολύφημου: Ποιο είναι το όνομα σου ξένε;
Οὖτις ἐμοί γ' ὄνομα· Οὖτιν δέ με κικλήσκουσι
μήτηρ ἠδὲ πατὴρ ἠδ' ἄλλοι πάντες ἑταῖροι.» ι` 366-367.
Κανένας ονομάζομαι κι όλοι με λεν Κανένα,
κι η μάνα κι ο πατέρας μου και όλοι οι γνωστοί μου.
ι, 366-367.
1*.Αρχιτέκτων. Ιστορικός Αρχιτεκτονικής. Ιστορικός
Τέχνης.
2*. Αφιερωμένο στο φίλο και γείτονα Ρένο
Χαραλαμπίδη που απαγγέλλει θεϊκά τις ραψωδίες του Ομήρου. Ο Ρένος είναι
ο Οδυσσέας μιας Αθήνας που δεν υπάρχει πια.