Οδύσσεια, ραψωδία κ`.

Γράφει ο Κωστής Καζαμιάκης: Αρχιτέκτων. Ιστορικός Αρχιτεκτονικής. Ιστορικός Τέχνης.

Αφιερωμένο στο φίλο, σύγχρονο Οδυσσέα του διαδικτύου, Ναπολέοντα Ροντογιάννη.

   

Η μουσική του Γ. Βαρσαμάκη "ΑΙΟΛΟΣ-Ο ΔΙΑΧΕΙΡΤΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ" προστέθηκε από τον Ναπολέοντα Ροντογιάννη «ευχαριστούμε για την παραχώρηση»
Εάν δεν παίζει με το άνοιγμα της σελίδας, πατήστε το βελάκι για να ξεκινήσει!!!

   

Κείμενο, περίληψη, σχόλια.

Στην Αιολία φτάσαμε τη νήσο του Αιόλου που τείχη είχε χάλκινα στο φρύδι της θαλάσσης. Ήταν πλεούμενο νησί, σαν μέγιστο καράβι που τ` όριζε ο Αίολος ταμίας των ανέμων. Ο Αίολος ήταν θεός με δώδεκα κοπέλια, τα έξι ήταν θηλυκά και άλλα έξι αγόρια. Στην πόλη του την όμορφη, με τα λαμπρά παλάτια αυτός μας φιλοξένησε κοντά στον ένα μήνα. Του είπα για την άλωση της πόλης του Πριάμου, της Τροίας, που ήταν ξακουστή σ` όλη την οικουμένη, μέχρι που εμείς τη σβήσαμε από της γης το χάρτη. Έσφαξε βόδι εννιάχρονο και μέσα στο τομάρι έκλεισε τους αέρηδες κανείς να μη φυσάει.


Εικόνα 1: Ο Αίολος δίνει στον Οδυσσέα τον ασκό με τους ανέμους. Του Isaac Moilon.

 


Το άγαλμα του Οδυσσέα στην Ιθάκη

Τον Ζέφυρο μόνο άφησε το πλοίο μας να σπρώχνει και να το πάει σταθερά στην όμορφη Ιθάκη. Εννιά μερόνυχτα σωστά, χωρίς κουπί καθόλου, με του Ζεφύρου την πνοή, τα κύματα περνάμε. Τα κάτασπρα μας τα πανιά ο Ζέφυρος φουσκώνει και κάθε μέρα πιο κοντά μας φέρνει στην Ιθάκη. Ώσπου καπνούς να υψώνονται είδαμε στο νησί μας. Άφατη και ανείπωτη χαρά με συνεπήρε και έκλεισα τα μάτια μου λίγο να ξαποστάσω. Όλες τις μέρες κράταγα στα χέρια το τιμόνι να μη χαθεί η πορεία μου προς το γλυκό νησί μου. Η κούραση με τσάκισε και έκλεισα τα μάτια, λίγο για να ξεκουραστώ μια κι είδα την Ιθάκη. Την ώρα εκείνη οι άφρονες και πλεονέκτες άντρες, του Αίολου ανοίξανε τ` ασκί να δουν τι έχει. Μην έχει εκεί μαλάματα, χρυσάφι και ασήμι να πάρουνε το μερτικό που τους αναλογούσε.  Λίγο τα μάτια μου έκλεισα και το κακό μας βρήκε. Οι άνεμοι χυθήκανε με λύσσα στα πελάγη και τα τεράστια κύματα πάλευαν να μας φάνε. Σε λίγες μέρες φτάσαμε πάλι στην Αιολία και δίκαια ο Αίολος  μας είδε απορημένος. Αίολε ύψιστε θεέ φτάσαμε πίσω πάλι, ενώ στην νήσο Ιθάκη μας είχαμε πλησιάσει. Οι σύντροφοι με γέλασαν με γέλασε κι ο ύπνος σαν είδα την Ιθάκη μου να φαίνεται στο βάθος. Με πήρε μια τρελή χαρά που είδα την πατρίδα κι η κούραση με νίκησε κι ύπνος γλυκός με πήρε. Και τότε οι ανόητοι σύντροφοι με γελάσαν και το ασκί ανοίξανε να δουν τι έχει μέσα.

-Τσακίσου, φύγε υβριστή από το πλωτό νησί μου  ανεύθυνε, αδιάντροπε. Των αθανάτων την οργή προκάλεσες, ντροπή σου. Αδιάκοπα αρμενίζαμε νύχτες και μέρες έξι και την εβδόμη φτάσαμε στη γη των Λαιστρυγόνων. Στη χώρα αυτή βοσκοί πολλοί δουλεύουν νύχτα- μέρα, οι δρόμοι οι νυχτερινοί είναι κοντά στη μέρα. Οι καπετάνιοι βάλανε τα πλοία στο λιμάνι, τέλεια το φτιάξαν οι θεοί με βράχους γύρω- γύρω. Εκεί δέσαν τα πλοία μας το ένα δίπλα στ` άλλο. Έντεκα πλοία δέσανε, αλλ` όχι το δικό μου, που είπα και το έδεσαν έξω, σε ένα βράχο. Ανέβηκα σε έναν ψηλό λόφο να αγναντέψω. Είδα δάση απάτητα και άνθρωπο κανένα, στο βάθος είδα ένα καπνό ψηλά να ανεβαίνει. Τρείς συντρόφους έστειλα να πάνε και να μάθουν ποιοι κατοικούν αυτή τη γη και ποιοι την κυβερνάνε. Τον δρόμο ακολουθήσανε εκείνοι, που τ' αμάξια τα ξύλα απ` τα ψηλά βουνά στα σπίτια κουβαλάνε. Μια κόρη που έπαιρνε νερό από πηγή ρωτήσαν, κι εκείνη τους υπέδειξε που είναι το παλάτι, του Αντιφάτη, του άνακτα των άγριων Λαιστρηγόνων. Πήγανε και αντίκρισαν  πελώρια γυναίκα που αμέσως ειδοποίησε τον άντρα της να έλθει που βρίσκονταν στην Αγορά. Ο Αντιφάτης έφτασε κι αμέσως άρπαξε έναν, απ` τους συντρόφους μου εκεί, και μια χαψιά τον κάνει.

 


Εικόνα  2: Ο βασιλιάς των Λαιστρυγόνων Αντιφάτης πριν κομματιάσει για να φάει ένα σύντροφο του Οδυσσέα. Δεξιά η γυναίκα του. John Flaxman, 1810.

 

Φώναξε τότε δυνατά ο μέγας Αντιφάτης κι από παντού κετέφθασαν χιλιάδες Λαιστρηγόνες. Διαταγή τους έδωσε ο άγριος βασιλιάς τους, τώρα, να πάνε στο γιαλό τους ξένους να σκοτώσουν. Κι εκείνοι βράχους σήκωσαν και πέταξαν στα πλοία και όλα τα τσακίσανε και γίνανε κομμάτια. Σπάσανε τα καράβια μας, σκότωσαν τους συντρόφους, σαν ψάρια τους καμάκωσαν και τους εφάγανε όλους.

 


Εικόνα 3: Οι ανθρωποφάγοι Λαιστρυγόνες βουλιάζουν πετώντας βράχους τα πλοία του Οδυσσέα και σκοτώνουν τους συντρόφους. Το πρωτότυπο σε τοιχογραφία στο Βατικανό.

 

Κόψαμε αμέσως τα σκοινιά που δένανε το πλοίο μου, το όμορφο, με τη γαλάζια πλώρη. Πρόσταξα τους συντρόφους μου γρήγορα να τραβήξουν τα δυνατά μας τα κουπιά, να φύγουμε του Χάρου. Έτσι απομακρυνθήκαμε από τους ανθρωποφάγους και τα πανιά ανοίξαμε με δάκρυα στα μάτια για όλους τους αγαπητούς συντρόφους που χαθήκαν. Οι δρόμοι οι θαλασσινοί σ` ένα νησί μας φέραν που όριζε μια μάγισσα η Κίρκη η πανώρια. Κόρη του Ήλιου ήτανε και μιας Ωκεανίδας, που Πέρση την καλούσανε. Αγνάντεψα και ξέκρινα άσπρο καπνό να βγαίνει από παλάτι όμορφο μέσα στα θεία δάση. Ένα ελάφι σκότωσα με το ακόντιο μου και γύρισα στ` ακρόγιαλο  που ήταν οι συντρόφοι, πολύ κοντά στο πλοίο μας. Όλη τη μέρα τρώγαμε το νόστιμο ελάφι και πίναμε καλό κρασί γλυκόπιοτο μοσχάτο. Το βράδυ κοιμηθήκαμε στης θάλασσας την άκρη, κοντά στο γαλαζόπλωρο πανέμορφο σκαρί μας. Την άλλη μέρα το πρωί,  σε σύνοδο, τους είπα, όσα είχα δει χτες το πρωί και όσα είχα μάθει, γι` αυτό το άγνωστο νησί που πάνω του πατάμε. Δύο ομάδες έκανα, η κάθε μία είχε εικοσιδύο  σύντροφους. Στην μιαν ομάδα αρχηγός ήμουν εγώ, στην άλλη, ο Ευρύλοχος, και ρίξαμε τον κλήρο και βγήκε ο Ευρύλοχος να πάει με τους δικούς του, να μάθει όσα γίνεται, γι` αυτόν τον ξένο τόπο. Πήγαν και βρήκανε τρανό μαρμάρινο παλάτι που έξω είχε φύλακες λύκους και λεοντάρια που όμως ήταν ήμερα με μαγικά βοτάνια. Μέσα εις το ανάκτορο η Κίρκη η πλανεύτρα ύφαινε θεϊκό υφαντό που μόνο θεές υφαίνουν. Μεγάλο, πλούσιο πανί και λεπτοκαμωμένο. Ακούσανε να τραγουδά και σάστισε ο νους τους από την τόση ομορφιά που είχε το τραγούδι. Την πόρτα της χτυπήσανε και όλοι μπήκαν μέσα εκτός απ`  τον Ευρύλοχο που ένιωσε παγίδα. Γλυκά τους υποδέχθηκε, τους είπε να καθίσουν κι αμέσως γεύμα ετοίμασε τους ξένους να κεράσει. Αλεύρι, μέλι και τυρί και ένα κρασί ρουμπίνι τους πρόσφερε και έπειτα βοτάνια μαγεμένα τους ρίχνει μέσα στο φαί που όποιος γευτεί ξεχνάει. Χάνει τη μνήμη του εντελώς τίποτα δεν θυμάται. Με ένα μαγικό ραβδί τους σύντροφους αγγίζει κι όλοι γουρούνια γίνανε και στο μαντρί τους κλείνει. Γύρισε ο Ευρύλοχος με τρόμο στο καράβι και είπε όσα ήξερε για τη φρικτή γυναίκα, και πως γουρούνια έκανε τους άμοιρους συντρόφους. Αμέσως πήρα το σπαθί και το βαρύ κοντάρι γιατί στη βία με σπρωχνε ανίκητη ανάγκη. Καθώς στης Κίρκης πήγαινα τα όμορφα παλάτια στο δρόμο με σταμάτησε ο Ερμής ο Αργειφόντης και για την Κίρκη θέλησε να με ενημερώσει, τα δόλια της σχέδια εγώ να αποφύγω. Που τρέχεις δύστυχε να πας στης Κίρκης τα παλάτια που τους συντρόφους έκανε χοίρους μέσα στη μάντρα. Οι άμοιροι συντρόφοι σου άνθρωποι πια δεν είναι μόνο μυαλό ανθρώπινο ακόμα κουβαλάνε. Ο φτεροπόδαρος Ερμής ο μέγας ψυχολάτης μου έδωσε ένα φυτό, βοτάνι μαγεμένο, φάρμακο για τα μαγικά, της Κίρκης τα ματζούνια. Αν βγάλει το ραβδάκι της για να σε κάνει χοίρο το ξίφος σου το κοφτερό τράβα και όρμησε της. Αν και θεά, θα φοβηθεί και γλύκες θα σου κάνει και θα ζητήσει επίμονα να πάτε στο κρεβάτι. Εσύ θα πρέπει ν` αρνηθείς τον δόλιο έρωτα της και θα ζητήσεις άμεσα να δώσει στους συντρόφους πάλι ανθρώπινη μορφή. Και ζήτα της ακόμη, φιλοξενία ιερή, αυτή να σας προσφέρει, που είναι έθιμο παλιό του Ξένιου του Δία. Ακόμα να σου ορκιστεί, όρκο να δώσει μέγα, άλλο κακό να μη σκεφτεί εκείνη να σας κάνει. Να μη σου πάρει σαν γδυθείς δύναμη και αντρεία. Αυτά μου είπε ο Ερμής κι` αμέσως ξεριζώνει ένα φυτό από τη γη που είχε μαύρη ρίζα, και στην κορφή ολόασπρο λουλούδι σαν το γάλα. Οι άνθρωποι που ναι θνητοί τέτοια φυτά αποφεύγουν, όχι όμως κι οι θεοί που όλα τα γνωρίζουν. Μώλυ λένε το φάρμακο, θαυματουργό βοτάνι, που μου δώσε ο θεός Ερμής με τα φτερά στα πόδια. Σαν μου δώσε το γιατρικό πέταξε να γυρίσει ψηλά στου Ολύμπου τις κορφές, στα Ολύμπια παλάτια, εκεί που ζούνε οι θεοί του κόσμου οι κυβερνήτες. Εγώ αμέσως κίνησα να πάω να βρω την Κίρκη με θάρρος και με δύναμη που μου δινε η γνώση, και του Ερμή οι συμβουλές. Γλυκά με υποδέχθηκε στις λαμπερές της θύρες και θρόνο μου προσέφερε ξεκούραστα να είμαι έφεραν κι υποπόδιο τα πόδια μου ν` απλώσω. Η ίδια μου ετοίμασε δείπνο να μου προσφέρει και έριξε μες στο φαγί τα δυνατά της μάγια.

 


Εικόνα 4:Η Κίρκη προσφέρει στον Οδυσσέα το μαγικό φίλτρο. John William Waterhouse,1891. Στον καθρέπτη ο Οδυσσέας έτοιμος να τραβήξει το σπαθί του.

 

Τα μάγια δε με πιάσανε γιατί είχα φάει Μώλυ, το φάρμακο που μου `δωσε ο Ερμής ο ψυχολάτης. Με χτύπησε με το ραβδί, το μαγικό ραβδάκι και μου πε με φωνή σκληρή: Άντε να πας στους άλλους, στη χοιρομάντρα θα τους βρεις, να κάνετε παρέα. Τράβηξα τότε το σπαθί τάχα να την κτυπήσω κι αυτή πολύ φοβήθηκε, σπαραχτικά μου λέει: Ποιος είσαι, πούθε έρχεσαι, ποιοι είναι η δικοί σου; Είσαι θεός, γιατί θνητός τα μάγια δεν αντέχει. Όλοι οι θνητοί που φάγανε αυτά που τους προσφέρω, όλοι γουρούνια γίνανε και μπήκανε στη στρούγκα. Η μεταμόρφωση αυτή εσένα δεν σ` αγγίζει. Αλλά για στάσου μια στιγμή είσαι ο Οδυσσέας, ο μέγας, ο πολύτροπος, ο πορθητής της Τροίας; Μου είχε πει ο θεός Ερμής που τα γνωρίζει όλα, πως θα περάσεις απ` αυτά τα μέρη τα δικά μου. Βάλε το κοφτερό σπαθί μέσα στη θήκη πάλι, και έλα στο κρεβάτι μου έρωτα να χορτάσεις.

-Πως τέτοιο πράγμα μου ζητάς εσύ πλανεύτρα Κίρκη που χοίρους τους συντρόφους μου έχεις στη στάνη μέσα; Όρκο να δώσεις θεϊκό πως θα μεταμορφώσεις τους άμοιρους συντρόφους μου, άντρες να γίνουν πάλι. Αφού βαριά ορκίστηκε πήγαμε στο κρεβάτι παρέα να πλαγιάσουμε. Τέσσερις καλλονές ξανθές των ποταμών νεράιδες, και των δασών, και των πηγών, νύμφες με θεία χάρη την Κίρκη βοηθούσανε σ` όλες τις εργασίες. Η μία τα καθίσματα, η δεύτερη τραπέζι, η τρίτη φέρνει το κρασί κι η τέταρτη κοπέλα, νερό μου φέρνει να πλυθώ, το μπάνιο μου να πάρω. Με έλουσε η κοπελιά και μ` άλειψε με λάδι που μύριζε υπέροχα. Μετά το μπάνιο, μου έφυγε όλη η κούραση μου, και ένιωσα ανάλαφρος και φρέσκος σαν παιδάκι. Μου έδωσαν και φόρεσα χιτώνα και χλαμύδα με ύφασμα υπέροχο από τεχνίτρα υφάντρα. Λαχταριστά εδέσματα υπήρχαν στο τραπέζι αλλά εγώ δεν έβαζα μπουκιά μέσα στο στόμα. Τα παλληκάρια μου εγώ δεν βγάζω απ` το μυαλό μου, που μες τη στάνη βρίσκονται γουρούνια καμωμένοι. Η Κίρκη δε σταμάτησε να με παρακαλάει και να μου λέει συνεχώς κρασί να πιω, να φάω. Μου είπε όσα μου έταξε δεν θα τα λησμονήσει. Ω! Κίρκη θεά μάγισσα πες μου κάτι να μάθω: Ποιος άντρας με φιλότιμο σ` όλον τον κόσμο τούτο θα έτρωγε και θα έπινε και θα γλεντοκοπούσε αν οι πιστοί του σύντροφοι ζούσαν μια τραγωδία; Εσύ τους μεταμόρφωσες, τους έκανες γουρούνια που παλληκάρια όμορφα ήταν και δοξασμένα. Κλειστό είναι το στόμα μου κλειστή και η καρδιά μου, όσο οι πιστοί μου σύντροφοι  δεν τρώνε εδώ μαζί μας. Η Κίρκη το κατάλαβε πως πέρα δεν τα βγάζει με άνθρωπο πολύτροπο όπως ο Οδυσσέας. Πήγε στη χοιρόμαντρα της, κι έβγαλε τους συντρόφους, που ίδια σαν εννιάχρονα ομοίαζαν γουρούνια. Τον κάθε ένα άλειψε με άλλο φάρμακο της, κι όλοι άνθρωποι έγιναν και ήτανε πιο νέοι, πιο όμορφοι και δυνατοί από τα πριν φαινόταν.

 


Εικόνα 5: Η Κίρκη επαναφέρει τους συντρόφους του Οδυσσέα στην ανθρώπινη μορφή τους. Giovanni Battista Trotti, Φρέσκο. 1610.

 


Όμηρος

Μ` αγκάλιασαν και κλαίγανε όλοι απ` τη χαρά τους που άνθρωποι ξανάγιναν. Κλαίγανε τόσο γοερά που το παλάτι ηχούσε από τους δυνατούς λυγμούς. Η Κίρκη η σκληρή θεά, του Ήλιου η θυγατέρα, ένιωσε μια συγκίνηση να μπαίνει στην καρδιά της, μ` αυτούς τους γοερούς λυγμούς των φίλων και συντρόφων. Στον Οδυσσέα μίλησε με ανθρωπιά περίσσια: Άντε Οδυσσέα στο γιαλό το πλοίο σου να κρύψεις και φέρε τους υπόλοιπους συντρόφους στο παλάτι. Οι άντρες σαν με είδανε πολύ συγκινηθήκαν γιατί φοβήθηκαν πολύ με όσα κάνει η Κίρκη. Σε κλάματα ξεσπάσανε και χάρηκαν σαν είπα πως οι καλοί οι  φίλοι μας άνθρωποι ήταν πάλι. Κρύψαμε σε υπήνεμο, κρυφό μικρό ορμίσκο, το όμορφο καράβι μας με τη γαλάζια πλώρη. Αμέσως ξεκινήσαμε στην Κίρκη για να πάμε. Ο σκεπτικός Ευρύλοχος δεν πείστηκε να έλθει, γιατί φοβότανε πολύ, τα σχέδια της Κίρκης. Στο τέλος ήλθε και αυτός στης Κίρκης το παλάτι γιατί περίσσια σκιάχτηκε που μ` είδε θυμωμένο. Φτάσαμε όλοι μας μαζί στης Κίρκης το παλάτι και βρήκαμε τους φίλους μας μ` όμορφα νέα ρούχα να τρώνε και να πίνουνε και να γλεντοκοπάνε. Καθίσαμε για φαγητό στο πλούσιο τραπέζι και ξέγνοιαστοι γιορτάσαμε όλοι μαζί παρέα. Ένα χρόνο ολόκληρο καθίσαμε στην Κίρκη τρώγοντας κρέατα ψητά και πίνοντας κρασάκι. Η νοσταλγία η δυνατή μας έτρωγε τα σπλάχνα και όλοι μας ποθούσαμε την όμορφη Ιθάκη. Στην Κίρκη είπα καθαρά πως έφτασε η ώρα στο πλοίο να γυρίσουμε να πάμε στην πατρίδα. Δεν είχε αντίρρηση καμιά να πάμε στην Ιθάκη όμως εκείνη σαν θεά γνωρίζει ένα πράγμα: Πριν φτάσω στην Ιθάκη μου που τόσο λαχταράω πρέπει στον Άδη να βρεθώ, χρησμό για να μου δώσει, ο μάντης ο αλάνθαστος, ο μέγας Τειρεσίας. Αυτός ο μάντης ο τυφλός με τον καλό χρησμό του, το δρόμο για το γυρισμό στο σπίτι θα μου δείξει. Την άλλη μέρα το πρωί φώναξα στους συντρόφους να ετοιμαστούν να φύγουμε απ` το νησί της Κίρκης. Ο αγαθός Ελπήνορας πετάχτηκε απ` τον ύπνο και ζαλισμένος έπεσε από το πάνω δώμα και εκεί στον τόπο έμεινε. Πήγαμε οι υπόλοιποι στο αμμουδερό ακρογιάλι που είχαμε το πλοίο μας δεμένο σ` ένα βράχο. Η Κίρκη έφερε για μας ένα γερό κριάρι και προβατίνα ολόμαυρη.

 

Περίληψη ραψωδίας κ`.

Η ραψωδία κ` ξεκινά με το νησί των Ανέμων του θεού Αίολου. Ο Οδυσσέας και οι άνδρες του φιλοξενήθηκαν με τον πατροπαράδοτο τρόπο στο νησί του Αιόλου ο οποίος τους έκανε ένα πολύ χρήσιμο δώρο. Έκλεισε όλους τους ανέμους σ` ένα ασκί και άφησε ελεύθερο μόνο τον Ζέφυρο να φουσκώνει τα πανιά και να τους οδηγήσει με ασφάλεια στην Ιθάκη. Η απληστία και η περιέργεια των συντρόφων που νόμισαν ότι ο Αίολος του είχε δώσει μαλάματα, χρυσάφι και ασήμι και άλλους θησαυρούς, τους οδήγησε στο καταστροφικό άνοιγμα του ασκού του Αιόλου. Οι άνεμοι ξεχύθηκαν κι έφεραν τα πάνω- κάτω, ενώ είχαν πλησιάσει τόσο κοντά στην Ιθάκη. Οι άγριοι αέρηδες  τους οδήγησαν πάλι στο νησί του Αιόλου. Ο θεός των Ανέμων τους έδιωξε κακήν κακώς  θεωρώντας τους υβριστές αφού δεν ήταν άξιοι του δώρου που τους είχε δώσει αυτός, ένας θεός. Ο επόμενος σταθμός τους ήταν η χώρα των Γιγάντων, ανθρωποφάγων Λαιστρυγόνων. Οι πρωτόγονοι και αφιλόξενοι Λαιστρυγόνες κατέστρεψαν όλα τα πλοία του στόλου του Οδυσσέα εκτός από το δικό του που το είχε δέσει κάπου κρυφά. Οι περισσότεροι άνδρες του Οδυσσέα είχαν φρικτό τέλος στα χέρια και στα δόντια των ανθρωποφάγων Λαιστρυγόνων. Έπειτα έφθασαν  στην Αία, στο νησί της μάγισσας Κίρκης που μεταμόρφωσε τους συντρόφους του σε χοίρους. Ο Οδυσσέας, με την βοήθεια και τις συμβουλές  του Ερμή αδρανοποίησε  τα μαγικά φάρμακα και βότανα  της θεάς που θα τον μεταμόρφωναν σε χοίρο. Η Κίρκη του ζητά να γίνει ερωτικός της σύντροφος και ο Οδυσσέας δέχεται βάζοντας όρους που γίνονται δεκτοί από την πλανεύτρα Κίρκη. Η θεά ξανακάνει ανθρώπους τους άντρες του Οδυσσέα. Φιλοξενούνται όλοι στο νησί της Κίρκης ένα ολόκληρο χρόνο και μη μπορώντας να αντιμετωπίσουν την δυνατή νοσταλγία της πατρίδας ο Οδυσσέας ζητά από την Κίρκη να τους βοηθήσει να φύγουν. Τους υπόσχεται να τους συνδράμει να φύγουν όμως σαν μάγισσα θεά ανακοινώνει στον Οδυσσέα ότι πρέπει πρώτα να επισκεφθεί τον Άδη και να συναντήσει τον τυφλό Μάντη Τειρεσία ο ,οποίος θα του αποκαλύψει με ποιο τρόπο και από ποιους θαλασσινούς δρόμους θα επιστρέψει στην Ιθάκη.

 

Σχόλια.

Οδύσσεια, ραψωδία κ`.

-Το πλωτό νησί του Αιόλου με τα χάλκινα τείχη.

πλωτῇ ἐνὶ νήσῳ· πᾶσαν δέ τέ μιν πέρι τεῖχος
χάλκεον ἄῤῥηκτον
, λισσὴ δ' ἀναδέδρομε πέτρη. Οδύσσεια, κ`, 3,4.

Ο Όμηρος μας λέει ότι το νησί του Αιόλου ήταν πλωτό και είχε χάλκινα άπαρτα τείχη εδρασμένα στο όριο ξηράς και θάλασσας πάνω σε απότομα και γλιστερά βράχια. Άρα επρόκειτο για ένα νησί που δεν ήταν δυνατό να αλωθεί από εχθρούς αφού εκτός από τα απροσέγγιστα βραχώδη φυσικά τείχη διέθετε και ψηλά χάλκινα. Επίσης η δυνατότητα του να επιπλέει και να κινείται εξασφάλιζε την τέλεια θωράκιση του νησιού έναντι οποιουδήποτε κινδύνου. Το νησί αυτό ταξίδευε παντού εκεί που κανένα άλλο πλοίο δεν μπορούσε να φτάσε. Μέσα στο νησί ο Αίολος κρατούσε και διεύθυνε όλους τους ανέμους.

-Φιλοξενία.

 μῆνα δὲ πάντα φίλει, κ` 14.

μήνα σωστό μας φιλοξένισε.( ο Αίολος).

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν θεοποιήσει την Φιλοξενία και την θεωρούσαν μεγάλη αρετή. Οι θεοί προστάτες της Φιλοξενίας ήταν πρωτίστως ο Ξένιος Δίας, η Ξενία Αθηνά καθώς και οι γιοι του Διός , οι Διόσκουροι Κάστωρ και Πολυδεύκης. Η Αφιλοξενία ήταν ύβρις και αμάρτημα. Το δωμάτιο του φιλοξενούμενου ήταν ο «ξενών» και υπήρχε «τυπικό» για την Φιλοξενία που το συναντάμε συχνά στον Όμηρο.

 

-Οι ανθρώπινες αδυναμίες ενός ήρωα.

ἐννῆμαρ μὲν ὁμῶς πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ,
τῇ δεκάτῃ δ' ἤδη ἀνεφαίνετο πατρὶς ἄρουρα,
καὶ δὴ πυρπολέοντας ἐλεύσσομεν ἐγγὺς ἐόντας.
ἔνθ' ἐμὲ μὲν γλυκὺς ὕπνος ἐπέλλαβε κεκμηῶτα·
αἰεὶ γὰρ πόδα νηὸς ἐνώμων, οὐδέ τῳ ἄλλῳ
δῶχ' ἑτάρων, ἵνα θᾶσσον ἱκοίμεθα πατρίδα γαῖαν· Οδύσσεια, κ`, 28-33.

Εννιά μέρες ταξιδεύαμε χωρίς σταματημό νύχτα και μέρα και  η πατρίδα φάνηκε τη δέκατη ημέρα. Βλέπαμε φωτιές να καίνε στο νησί. Είχαμε φτάσει πολύ κοντά στην ποθητή Ιθάκη.. Τότε παραδόθηκα σ` ένα γλυκό ύπνο, ήμουν τόσο κουρασμένος γιατί  σ` όλο αυτό το ταξίδι κρατούσα τη λαγουδέρα και οδηγούσα το πλοίο προς την Ιθάκη. Κανέναν από τους συντρόφους δεν άφησα στο τιμόνεμα. Ήθελα  να φτάσουμε όσο πιο γρήγορα στην Ιθάκη.

Ο Οδυσσέας επιτέλους βλέπει την Ιθάκη  και χαίρεται τόσο πολύ που παραδίδεται για λίγο στον ύπνο. Οι σύντροφοι του βρίσκουν την ευκαιρία να ανοίξουν τον ασκό του Αιόλου και το κακό γίνεται. Οι ξέφρενοι άνεμοι τους απομακρύνουν γρήγορα από την πατρίδα.

Όνειρο και επιθυμία του Οδυσσέα ήταν να δει την Ιθάκη από το πέλαγος και να διακρίνει τους καπνούς να ανεβαίνουν στον ουρανό. ( Στην αρχή της α`ραψωδίας αναφέρει ο Όμηρος:αὐτὰρ Ὀδυσσεύς, ἱέμενος καὶ καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι
ἧς γαίης, θανέειν ἱμείρεται. οὐδέ νυ σοί περ, Οδύσσεια, α` 57-59. Ο Οδυσσέας τον καπνό να δει να ανεβαίνει στην όμορφη Ιθάκη του,  και δεν το νοιάζει ύστερα ο θάνατος να έλθει.).

 

-Τα μαγικά βότανα.

κακὰ φάρμακ' ἔδωκεν.Οδύσσεια, κ`, 213.

 ἀνέμισγε δὲ σίτῳ
φάρμακα λύγρ', ἵνα πάγχυ λαθοίατο πατρίδος αἴης. κ`, 235-236.

Φάρμακα είναι η λέξη του Ομήρου για τα μαγικά βότανα που χρησιμοποιούσε η Κίρκη για τους δόλιους σκοπούς της.

-Το μαγικό ραβδί και η μεταμόρφωση των ανδρών σε χοίρους.

ἔπειτα
ῥάβδῳ πεπληγυῖα κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ.
οἱ δὲ συῶν μὲν ἔχον κεφαλὰς φωνήν τε τρίχας τε
καὶ δέμας, αὐτὰρ νοῦς ἦν ἔμπεδος ὡς τὸ πάρος περ. κ` 237-240.

Κι άξαφνα, σαν ήπιανε οι συντρόφοι, 
μ' ένα ραβδί τους χτύπησε και μες στη χοιρομάντρα
τους έκλεισε. Κι είχαν φωνή και τρίχες και κεφάλι
και σώμα χοίρων, μα γερός σαν πρώτα ο νους τους ήταν. κ`, 237-240. Μετάφραση Ζήσιμου Σιδέρη.

Στο ταξίδι της επιστροφής ο Οδυσσέας  συναντά πολλές παράξενες περιπέτειες. Στο νησί της Αίας, ο Οδυσσέας και οι άντρες του συναντούν τη θεά, μάγισσα, Κίρκη. Η πανέμορφη Κίρκη παρασύρει όλους τους άντρες σε δείπνο. Το φαγητό περιέχει τα «κακά φάρμακα» όπως λέει ο Όμηρος. Μετά μ` ένα μαγικό ραβδί τους μεταμορφώνει σε γουρούνια. Ο Οδυσσέας πανέξυπνος, αλλά και με τη βοήθεια του Ερμή, που του έδωσε το θαυματουργό βοτάνι Μώλυ δεν μαγεύεται με τα «κακά φάρμακα» της Κίρκης. Είναι αυτό μια  φανταστική ιστορία; ή υπάρχει βαθύτερο νόημα σχετικά με τον εξευτελισμό των ανδρών που ενδίδουν σε ταπεινές παρορμήσεις; Ο Όμηρος ήταν μέγιστος ποιητής για να μην κάνει σαφές το νόημά του. Η «μεταμόρφωση» των ανδρών σε χοίρους είναι η πλέον γνωστή, με εκείνη του Κάφκα, στην ιστορία της λογοτεχνίας.

 

-Η κούραση φεύγει με ένα καλό μπανιάρισμα.

Έφερνε η τέταρτη( βοηθός της Κίρκης) νερό, και κάτω από λεβέτι
μες στο λουτρό μ' οδήγησε και μου 'λουσε τους ώμους
και το κεφάλι, παίρνοντας νερό συγκεριασμένο
απ' το μεγάλο τρίποδο, κι έτσι την κούραση όλη, 
μου σήκωσε
απ' τα μέλη μου, την καρδιοβασανίστρα.
Σα μ' έλουσε και μ' έτριψε με μυρωδάτο λάδι,
μου φόρεσε πεντάμορφη χλαμύδα και χιτώνα, κ`, 360-365, Μετάφραση Ζήσιμου Σιδέρη.

-Ποιος μπορεί να φάει όταν έχει μεγάλη στενοχώρια;

Ω! Κίρκη θεά μάγισσα πες μου κάτι να μάθω: Ποιος άντρας με φιλότιμο σ` όλον τον κόσμο τούτο θα έτρωγε και θα έπινε και θα γλεντοκοπούσε αν οι πιστοί του σύντροφοι ζούσαν μια τραγωδία; Εσύ τους μεταμόρφωσες, τους έκανες γουρούνια που παλληκάρια όμορφα ήταν και δοξασμένα. Κλειστό είναι το στόμα μου κλειστή και η καρδιά μου όσο οι πιστοί μου σύντροφοι  δεν τρώνε εδώ μαζί μας. Οδύσσεια, κ` 383- 388. Ελεύθερη απόδοση.

 

      αριθμός επισκεπτών