Ομήρου Οδύσσεια. Ραψωδία
μ`.
Από την Σκύλλα στη
Χάρυβδη.
ἔνθεν γὰρ Σκύλλη, ἑτέρωθι
δὲ δῖα Χάρυβδις, μ`,236.
Κωστής Καζαμιάκης.
Αρχιτέκτων. Ιστορικός Αρχιτεκτονικής. Ιστορικός Τέχνης.
Στο φίλο γλύπτη
Κυριάκο Ρόκο. Οι γλυπτές μορφές του ζουν τη δική τους Οδύσσεια
προκειμένου να διασχίσουν την πέτρινη ύλη και να βρουν την καλλιτεχνική
τους εντελέχεια στην Ιθάκη τους.
Η μουσική του Γ. Βαρσαμάκη "Αγγελιοφόρος" προστέθηκε από τον Ναπολέοντα Ροντογιάννη
«ευχαριστούμε για την παραχώρηση»
Εάν δεν παίζει με το άνοιγμα της σελίδας, πατήστε το βελάκι για να ξεκινήσει!!!
Κείμενο, περίληψη, σχόλια.
Πάλι το δρόμο πήραμε με το
γοργό καράβι και πίσω μας αφήσαμε τ` Ωκεανού το ρέμα. Πριν ξημερώσει
φτάσαμε εις το νησί της Αίας,
την τέφρα του Ελπήνορα να θάψουμε στο χώμα, αφού πυρά θα κάνουμε
να κάψουμε το σώμα. Την πανοπλία βάλαμε κι αυτή μέσα στο μνήμα κι απάνω
στήσαμε ορθό, όπως ταιριάζει, Σήμα, το ίδιο του το μακριό, το ξύλινο
κουπί του. Αυτά του υποσχέθηκα σαν είδα την ψυχή του, μ` αυτήν πρώτα
ομίλησα σαν έφτασα στον Άδη.
Ερυθρόμορφη πελίκη, 440 π.Χ. Ο Οδυσσέας καθιστός
με το σπαθί στο χέρι και τα θυσιασμένα ζώα στα πόδια του βρίσκεται στην
είσοδο του Άδη από τον οποίο έρχεται πρώτα να του μιλήσει η ψυχή του
Ελπήνορα ζητώντας ταφή του σώματος του.. Πίσω από τον Οδυσσέα ο ψυχοπομπός
Ερμής.
Ήρθε η Κίρκη στην ακτή
μαζί με τα κορίτσια που πρόθυμα φροντίζουνε για ότι τους ζητάει. Πολλά
μας φέρανε ψωμιά, και κρέατα περίσσια και κόκκινό- μαυρο κρασί που την
καρδιά ευφραίνει. Όλη τη μέρα στην ακτή περάσαμε ωραία, την πείνα και
την κούραση γιατρέψαμε ομάδι. Ο ήλιος σαν βασίλεψε και ήλθε το σκοτάδι
οι άντρες μου κοιμήθηκαν στης θάλασσας την άκρη, κοντά με το καράβι μας,
το καλοδουλεμένο. Η Κίρκη θέλησε μετά, που οι άντρες κοιμηθήκαν, να
μάθει όσα γίνανε σαν φτάσαμε στον Άδη και μίλησα με τις ψυχές. Εγώ της
είπα όλα αυτά που γίνανε στον Άδη, χωρίς να κρύψω τίποτα απ` όλα τα
συμβάντα. Εκείνη τότε άρχισε να με κατατοπίζει για το ταξίδι που αύριο
πρωί-πρωί αρχίζει. – Πρώτα, στο δρόμο σου θα βρεις τις ξακουστές
Σειρήνες που μάγια κάνουν
στους θνητούς κοντά τους όταν φτάσουν. Με τα γλυκά τραγούδια μαυλίζουν
τους ανθρώπους και πια από
`κει δεν ξεκολλούν μέχρι τον θάνατο τους. Εσύ θα πεις στους ναύτες σου
σφικτά να σε προσδέσουν στο μεσιανό κατάρτι σου, κίνηση να μην έχεις.
Γιάννης Γαίτης, 1980, Εθνική Πινακοθήκη. Ο
Οδυσσέας δεμένος στο κατάρτι, οι κωπηλάτες και ο κυβερνήτης με φραγμένα
αυτιά και οι Σειρήνες.
Και στα αυτιά των ναυτικών
σ` όλα κερί να βάλεις, ποτέ να μην ακούσουνε το όμορφο τραγούδι, που
τους ανθρώπους ξεγελά και τις καρδιές
μαγεύει, και τραγουδούν οι θεϊκές οι μαγικές Σειρήνες. Ακόμα πες
στους σύντροφους, όταν εσύ τους γνέφεις, να έλθουν να σε λύσουνε, να
τρέξεις στις Σειρήνες, αυτοί ακόμα πιο πολύ να σφίξουν τα δεσμά σου.
Όταν απ` τις μαυλιστικές
Σειρήνες θα γλυτώσεις πάλι εμπόδια θα βρεις και απειλές μεγάλες. Στο
δρόμο το θαλασσινό πρέπει να
προσπεράσεις βράχια αιχμηρά κρεμάμενα που πάνω τους βροντάνε με δύναμη
και με ορμή κύματα του πελάγους. Βρόντος πολύς ακούγεται και βρυχηθμός
μεγάλος καθώς στα βράχια πέφτουνε τα κύματα και σκάνε. Αφρούς γεμίζει ο
ντουνιάς απ` την ορμή που έχουν τα κύματα τα μέγιστα της θείας
Αμφιτρίτης. Εκεί οι πέτρες κρέμονται και σαν λεπίδια κόβουν, Πλαγκτές
τις λένε οι θεοί που όλα τα γνωρίζουν. Πουλιά απ` εκεί δεν προσπερνούν
ούτε καράβι πλέει γιατί τα
βραχοκύματα ότι περνά το πνίγουν. Πέρασε μόνο η Αργώ το ξακουσμένο πλοίο
του καπετάνιου Ιάσονα που η Ήρα βοηθούσε. Θα δεις δυο βράχους σα βουνά,
ο ένας την κορφή του την έχει μες στα σύννεφα ψηλά εις τα ουράνια. Μαύρη
σπηλιά ανοίγεται στου βράχου μες στη μέση και μέσα της ένα φριχτό
παραμονεύει τέρας, θεριό αποτροπαϊκό που κι οι θεοί τρομάζουν. Είναι η
Σκύλλα η φοβερή που ξεγελά τον κόσμο, γιατί αλυχτά πολύ σιγά, σαν να
`ναι κουταβάκι. Έχει ποδάρια δώδεκα κι έξι λαιμούς φιδίσιους
που έξι άγριες κεφαλές έχουν στις κορυφές τους.
Κρατάει το μισό κορμί στα
βάθη του σπηλαίου και με τους μακριούς λαιμούς, ότι περνά τ` αρπάζει,
δελφίνια και σκυλόψαρα κι άλλα θαλάσσια
κήτη. Κι αν τύχει πλοίο να περνά, πάντα αρπάζει κάποιους στα
δόντια της τα κοφτερά, στα έξι της κεφάλια. Ανίκητη τη θεωρούν θεοί,
θνητοί τη Σκύλλα, που μέρα- νύχτα βρίσκεται στη σκοτεινή σπηλιά της.
Κοντά στη Σκύλλα βρίσκεται ο δεύτερος ο βράχος. Τόση είν` η απόσταση
ανάμεσα στους βράχους όση
ειναί και η διαδρομή που κάνει ένα βέλος, από τα χέρια έμπειρου και
δυνατού τοξότη. Στο δεύτερο τον σκόπελο, το βράχο τον πελώριο, συκιά
φυτρώνει άγρια που τρέφεται μ` αρμύρα και κάτω- κάτω στα ριζά του
φοβερού του βράχου η Χάρυβδη αναρουφά της θάλασσας το κύμα.
Ερυθρόμορφος Κρατήρας ~ 440 π.Χ. Λούβρο.
Οδυσσεύς και η Σκύλλα.
Άκουσε Οδυσσέα μου και
βάλτο στο μυαλό σου
ρουφήχτρα
Ούτε ο μέγας Ποσειδών
των θαλασσών ο άρχων δεν παίζει με την Χάρυβδη την τρομερή
ρουφήχτρα. Καλύτερα απ` τη Χάρυβδη αλάργα κινηθείτε και πιο κοντά στην
τρομερή τη Σκύλλα να βρεθείτε γιατί σιμά στη Χάρυβδη δεν έχετε ελπίδα.
Περάστε γρήγορα απ` εκεί κι αν χάσεις κάποιους άντρες, δεν θα χαθείτε
ολότελα, στη δίνη της ρουφήχτρας, της Χάρυβδης, που αναρουφά ότι βρεθεί
μπροστά της. Αυτά μου είπε η θεά η μάγισσα η Κίρκη για όλα τα εμπόδια
που θα `χω στο ταξίδι. Πες μου θεά, αρχόντισσα, ρώτησα εγώ την Κίρκη,
αυτό το ανήμερο θεριό μπορώ να το νικήσω, το τερατόμορφο θεριό που
Σκύλλα την καλούνε; - Ποτέ, ποτέ αστόχαστε μην το επιχειρήσεις γιατί
`ναι ανίκητο θεριό, κανείς δεν την νικάει, την Σκύλλα την αθάνατη που
`χει κεφάλια έξι. Όσο μπορείτε γρήγορα τραβήξτε τα κουπιά σας, μα πάλι
θα προλάβει αυτή ν` αρπάξει έξι άντρες, όσα και τα κεφάλια της. Επίκληση
να κάνετε την Κραταιή φωνάξτε, τη μάνα που τη γέννησε, για να την
εμποδίσει, έξι ακόμα άντρες σου ν` αρπάξει στα σαγόνια.
Αφού περάσεις
όλα αυτά τα πάθη Οδυσσέα θα πλησιάσεις το νησί που λένε Θρινακία
όπου βοσκάνε αμέριμνα
τα ζωντανά του Ήλιου. Βόσκουν εκεί βόδια πολλά κι αρνιά παχιά του Ήλιου,
εφτά κοπάδια πρόβατα κι εφτά κοπάδια βόδια, κι από πενήντα ζωντανά κάθε
κοπάδι έχει. Αυτά ούτε πληθαίνουνε ούτε και λιγοστεύουν. Δυο Νύμφες
ωραιοπλέξουδες, Φαέθουσα, Λαμπέτη, κόρες της θείας Νέαιρας και του
αφέντη Ήλιου. Αυτές οι δύο κοπελιές φροντίζουνε τα ζώα που είναι όλα
ιερά κι ανήκουνε στον Ήλιο. Τα ζώα μην πειράξετε, γιατί η τιμωρία, θα
είναι τόσο δυνατή, που Ιθάκη δεν θα δείτε. Όλη τη νύχτα μου `λεγε η
μάγισσα η Κίρκη για το ταξίδεμα αυτό στην ποθητή Ιθάκη.
Και σαν γλυκά
εφώτισε την πλάση η Αυγούλα, στο πλοίο μπήκαμε όλοι μας με πρίμο αεράκι,
που έστειλε η ευπλόκαμη η μάγισσα η Κίρκη. Τα είπα στους συντρόφους μου,
όσα η Κίρκη μου `πε. Πρέπει κι αυτοί να μάθουνε όσα δεινά θα βρούμε, σε
όλο το ταξίδι μας, για τη γλυκιά πατρίδα. Φτάσαμε όλοι στο νησί που
κατοικούν Σειρήνες, κι όπως μου τα `πε γίνανε τα πράγματα η Κίρκη. Κερί
σε όλους έβαλα και έφραξα τ` αυτιά τους, να μην ακούνε τίποτα μέχρι
μακριά να πάμε. Ζήτησα και με δέσανε στο μεσιανό κατάρτι να μη μπορώ να
κουνηθώ αν χάσω το μυαλό μου. Στα ξαφνικά σταμάτησε ο αέρας να φυσάει,
ασάλευτα φαινότανε τα πάντα μες στη φύση, η θάλασσα έγινε γυαλί χωρίς
καμιά ρυτίδα. Και εκεί που όλα ησύχασαν, άρχισαν το τραγούδι, γλυκό
μαυλιστικό πολύ, με λόγια που πλανεύουν τον κάθε άτυχο θνητό, που τύχει
και περάσει απ` των Σειρήνων το νησί. Έλα Οδυσσέα ξακουστέ, καμάρι της
πατρίδας , δέσε το ωραίο πλοίο σου, κι έλα να μας ακούσεις. Κανείς δεν
πέρασε απ` εδώ, από κανένα πλοίο, που αμέσως δεν κατέβηκε ν` ακούσει τα
τραγούδια, με μελωδίες όμορφες και με ωραία λόγια. Γλύκα και αγαλλίαση
και ηδονή μεγάλη νιώθουνε όσοι ακούσουνε όσα τους τραγουδούμε. Έπειτα
φεύγουν με χαρά και με περίσσιες γνώσεις.
Γνωρίζουμε όσα γίνονται σ` όλα της γης τα πλάτη και ξέρουμε τι
έγινε στην άλωση της Τροίας. Ελάτε, μη διστάζετε, όλα να σας τα πούμε.
Έλα Οδυσσέα σίμωσε με όλους σου τους άντρες. Πόθος βαρύς με πλάκωσε, να
πάω εκεί κοντά τους, τα όμορφα τραγούδια τους ήθελα να χορτάσω, που
ηδονή μου στάλαζαν στο κουρασμένο σώμα. Όμως όσο κι αν ήθελα, κι έγνεφα
στους συντρόφους, να έλθουν να με λύσουνε, αυτοί δεν με ακούγαν και
μάλιστα σηκώθηκαν και τα δεσμά μου αυξήσαν. Περάσαμε τον κίνδυνο που
κρύβαν οι Σειρήνες και
βγάλανε όλοι το κερί που έκλεινε τ` αυτιά τους. Ήλθανε και με λύσανε και
μένα απ` τα δεσμά μου.
Όμηρος
Μετά τρομάξαμε πολύ από το μέγα κύμα, γδούπο
ακούγαμε βαρύ, καθώς το κύμα πέφτει, πάνω σε βράχια κρεμαστά κι αφρούς
γεμίζει ο τόπος. Τους άντρες μου εμψύχωσα γιατί τόσο τρομάξαν που πέσανε
απ` τα χέρια τους τα ξύλινα κουπιά τους. Συντρόφοι για σκεφτείτε το,
περάσαμε λαχτάρες, πιο δυνατές και απ` αυτές που τώρα μας πλακώνουν.
Θυμάστε καταφέραμε, μ` ένα στρατήγημα μου, σώοι να βγούμε απ` τη σπηλιά
του μέγα Πολυφήμου. Έτσι και τώρα ακούστε με
και πάλι θα σωθούμε. Τραβάτε δυνατά κουπί κι ο άξιος τιμονιέρης
θα βρει την πλεύση τη σωστή και όλοι θα σωθούμε. ‘Όμως γραφτό δεν ήτανε
οι συμφορές να λείψουν και να μπροστά μας φάνηκαν η Χάρυβδη κι η Σκύλλα
τα δυό ανήμερα θεριά με την φρικώδη όψη, που με ανθρώπους τρέφονται,
δελφίνια κι άλλα κήτη. Οι σύντροφοι χλομιάσανε με όλα όσα είδαν, με όλα
όσα νιώσανε, με όλα όσα ακούγαν. Απ` την πολλή τρομάρα τους χάσανε τη
φωνή τους και έντρομοι με κοίταζαν κάποια να δώσω λύση. Άρπαξε η Σκύλλα
στο λεπτό έξι απ` τους συντρόφους ένα σε κάθε στόμα της, στα κοφτερά της
δόντια. Έξι συντρόφους άρπαξε, όσες κι οι κεφαλές της, σωσμό δεν είχαν
πια αυτοί οι δύσμοιροι μου άντρες. Σπαραχτικά κουνούσανε τα χέρια και τα
πόδια και τ` όνομα μου φώναζαν να βρώ μια κάποια λύση. Μα, ωχ καρδιά
πολύπαθη, τίποτα δεν μπορούσα εγώ να πράξω, να σωθούν οι έρημοι
συντρόφοι. Η Σκύλλα τ` άγριο
θεριό με τα πολλά κεφάλια όλους τους κατασπάραξε και μου σκισε τα
σπλάχνα γιατί ποτέ δεν είχα δει κάτι πιο φρικαλέο. Φύγαμε απ` τη
Χάρυβδη, τη Σκύλλα και τα βράχια αυτά τα ουρανοκρέμαστα που σαν λεπίδια
κόβουν. Τη νήσο πλησιάσαμε του άρχοντα Ηλίου που `ναι γεμάτη ζωντανά που
βόσκουν δίχως φόβο που φέρνει ανθρώπων μάχαιρα ή σαρκοφάγα ζώα. Θυμήθηκα
τις συμβουλές του Μάντη Τειρεσία και όσα μου `πε η θεά η μάγισσα η Κίρκη
για το κατάφωτο νησί του παντεπόπτη Ήλιου. Είπα εις τους συντρόφους μου,
να φύγουμε μακριά του, γιατί θα κινδυνέψουμε, όπως μου είπε η Κίρκη και
ο Θηβαίος ο σοφός ο μάντης Τειρεσίας. Οι σύντροφοι ανταριάστηκαν κι όλοι
μαζί μου είπαν με πρώτο τον Ευρύλοχο που πάντα αντιμιλούσε:
«Απάνθρωπε και άπονε,
αδίστακτε Οδυσσέα, το πείσμα σου ατέλειωτο, και σίδερο η καρδιά σου, δεν
ξέρεις από κούραση, πείνα εσύ δε νιώθεις, ούτε η δίψα σε νικά, ούτε η
στενοχώρια. Έξι συντρόφους χάσαμε πριν λίγο απ` τη Σκύλλα, ανάγκη έχουμε
όλοι μας να δέσουμε το πλοίο και στο νησί ν` αράξουμε, να φάμε και να
πιούμε, την κούραση να διώξουμε, και πριν να κοιμηθούμε, τους φίλους μας
να κλάψουμε, που έφαγε η Σκύλλα. Κι αφού χαράξει η αυγή και η καινούργια
μέρα τ` άσπρα πανιά ν` ανοίξουμε
να πάρουμε το δρόμο για την Ιθάκη τη γλυκιά, με τα κουπιά στα
χέρια». Αυτά ειπέ ο Ευρύλοχος και εγώ του απαντάω: «Ευρύλοχε τα λόγια
σου σε πίεση με βάζουν. Ας σταματήσουμε λοιπόν, και το πρωί κινάμε, όρκο
μεγάλο δώστε μου πως ζώα δεν θα φάτε, βόδια, αρνιά μη σφάξετε, την πείνα
ξεγελάστε με όλα που μας έδωσε τα φαγητά η Κίρκη». Όλοι μου ορκιστήκανε
σε όσα τους ζητούσα κι έτσι το πλοίο δέσαμε και στο γιαλό πηδάμε.
Εκεί στην άμμο στρώσαμε και φάγαμε παρέα κι αφού την πείνα διώξαμε
αρχίσαμε το θρήνο για τους καλούς συντρόφους μας που σπάραξε η Σκύλλα. Η
νύχτα έφτασε γοργά και τ` άστρα τρεμοπαίζαν κι όλοι για ύπνο πέσαμε εκεί
στο ακρογιάλι. Σφοδρός αέρας, ισχυρός έπιασε μες στη νύχτα και
μέσα σε βαθιά σπηλιά σύραμε το καράβι πάνω σε ήρεμα νερά. Εκεί
συγκάλεσα βουλή και μίλησα στους φίλους: Αγαπημένοι φίλοι μου όσο ο
καιρός χαλάει απόπλου δεν θα κάνουμε απ` το νησί του Ήλιου. Τον όρκο που
μου δώσατε πάντα να τον θυμάστε, όσο καιρό κι αν μείνουμε και όσο κι αν
πεινάμε. Στο πλοίο έχουμε τροφές εμείς να πορευτούμε μέχρι να στρώσει ο
καιρός στο πλοίο μας να μπούμε, να πάμε στην πατρίδα μας, την ποθητή
Ιθάκη. Όμως δεν έπαψε ο
Νοτιάς και πέρασε ένας μήνας που ανήμποροι βρισκόμαστε να λύσουμε τους
κάβους και τα πανιά ν` ανοίξουμε στους πελαγίσιους δρόμους.
Όμως τελειώσαν οι τροφές και ο ερυθρός ο οίνος κι οι σύντροφοι
αρχίσανε ψάρεμα και κυνήγι. Δεήθηκα εις τους θεούς που κατοικούν στα
ουράνια μια λύση να μου δώσουνε τι πρέπει εγώ να πράξω, κι εκείνοι μου
χαρίσανε ύπνο γλυκό να πάρω. Την ώρα που κοιμόμουνα ένας απ` τους
συντρόφους, ο πονηρός Ευρύλοχος, δασκάλεψε τους άλλους, και πρόθυμα
δεχτήκανε, να σφάξουνε γελάδια, απ` το κοπάδι το ιερό του παντεπόπτη
Ήλιου. Τους είπε σαν γυρίσουνε πίσω εις την Ιθάκη ευθύς θα κτίσουνε ναό
του φωτοδότη Ήλιου κι έτσι θα σβήσουν την οργή για τα σφαγμένα ζώα. Τους
είπε ο Ευρύλοχος: Σύντροφοι να θυμάστε πως είναι κάθε θάνατος φριχτός
και αβυσσαλέος όμως υπάρχει
θάνατος χειρότερος απ` όλους κι αυτός είναι ο θάνατος που φέρνει η μαύρη
πείνα. Ελάτε εδώ να πιάσουμε τα τροφαντά γελάδια την πείνα να χορτάσουμε
που καίει τα σωθικά μας κι ας κάνουμε μια προσευχή στον Ήλιο που μας
βλέπει. Έτσι τα ζώα σφάχτηκαν τα ιερά του Ήλιου και η νεράιδα Λαμπετώ
στον Ήλιο τα μηνάει, τα βέβηλα που έκαναν, οι φίλοι του Οδυσσέα. Ο Ήλιος
συγκλονίστηκε και με θυμό στο Δία ζητά, παραδειγματική να έχουνε, μεγάλη
τιμωρία όλοι αυτοί οι ασεβείς που σφάξανε τα ζώα. Πατέρα Δία σεβαστέ την
ύβρη να πληρώσεις, με τιμωρία ύψιστη, και αν αυτό δε γίνει, εγώ θα φύγω
από τη γη και τον απάνω κόσμο.
Στον κάτω κόσμο θα διαβώ, στου Άδη το βασίλειο, εκεί που ζούνε οι
ψυχές μες στο βαθύ σκοτάδι να φέρω εκεί το φέγγος μου κι όλη τη ζεστασιά
μου. Ήλιε μου κοσμογυριστή, του απαντά ο Δίας, εσύ μη νοιάζεσαι γι`
αυτό, εγώ θα τους πληρώσω με τιμωρία φοβερή την ύβρη θα ξεπλύνω. Με
κεραυνό μου πύρινο εγώ θα τους συντρίψω, καθώς θα αρμενίζουνε στη μέση
του πελάγους. Για έξι μέρες τρώγανε του Ήλιου τα μοσχάρια. Καθώς
ξεπρόβαλλε η αυγή την έβδομη ημέρα ο Δίας έπαψε μεμιάς το δυνατό αέρα.
Στο πλοίο ανεβήκαμε, στο πέλαγο να βγούμε, και τα λευκά μας τα πανιά,
καλά μας ταξιδεύαν, με τις
πνοές του άνεμου. Σαν
ανοιχτήκαμε πολύ, στη μέση του πελάγους, θάλασσα μόνο βλέπαμε και τον
ουράνιο θόλο, καμιά στεριά δε βλέπαμε στο γρήγορο ταξίδι. Φάνηκε μαύρο
σύννεφο σα νάτανε καράβι βαμμένο σκούρο σκοτεινό στ` ορίζοντα τα βάθη
και ερχόταν απειλητικά προς το δικό μας πλοίο. Ο ουρανός σκοτείνιασε και
ξέσπασε η μπόρα. Σε λίγο φτάνει ο Ζέφυρος φριχτά λυσσομανώντας και
τσάκισε σε μια στιγμή του καραβιού τα ξάρτια. Όλα τα πήρε ο άνεμος,
έσπασε το κατάρτι και στο κεφάλι έπεσε τ` άμοιρου τιμονιέρη που έπεσε
σαν βουτηχτής χωρίς ψυχή στο κύμα. Πάνω στο πλοίο έριξε πύρινο
αστροπελέκι και όλα διαλυθήκανε και γίνανε κομμάτια. Μονάχα εγώ
διασώθηκα και πάνω σε δυο
ξύλα, που πρόχειρα τα έδεσα, άρχισα το ταξίδι. Η μοίρα μου η ανίκητη
πίσω με πάει πάλι, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη να ξανασυναντήσω. Τα ξύλα
αναρούφηξε η Χάρυβδη με λύσσα και ίσα εγώ που πρόλαβα να πιάσω ενά
κλωνάρι απ` ένα άγριο δεντρό που ρίζωνε στο βράχο. Σα νυχτερίδα πιάστηκα
και αεροπατούσα. Σαν έβγαλε απ` τα σπλάχνα της η Χάρυβδη τα ξύλα, πήδηξα
μες στη θάλασσα κι ανέβηκα επάνω, τα χέρια κάνοντας κουπιά να φύγω του
κινδύνου. Ο Δίας με λυπήθηκε, δε μ` έριξε στη Σκύλλα και με τα ξύλα
πάλευα στο πέλαγο να πλέω. Εννιά μέρες βουλόπλεα απάνω στα δυο ξύλα,
ώσπου τη δέκατη νυχτιά φτάνω στην Ωγυγία με των θεών την ανοχή και τις
πνοές τ`ανέμου.
Αυτό το μακρινό νησί η
Καλυψώ ορίζει, θεά, πλανεύτρα, όμορφη που σαν θνητή φαντάζει. Με έγνοια
και με έρωτα με κράτησε κοντά της, αλλά σας τα `πα όλα αυτά και δε μ`
αρέσει διόλου τα ίδια εγώ τα πράγματα δύο φορές να λέω.
Περίληψη ραψωδίας
μ`.
Σειρῆνες, Σκύλλα, Χάρυβδη, Ιερά ζώα
Ἡλίου.
Επιστρέφοντας από τον Κάτω
Κόσμο ο Οδυσσέας σταματά στο νησί της Κίρκης, για να θάψει τον Ελπήνορα,
όπως είχε υποσχεθεί στην ψυχή του, που πρώτη- πρώτη συνάντησε στον Άδη.
Εμφανίζεται η θεά μάγισσα Κίρκη που του δίνει συμβουλές για ν’
αντιμετωπίσει τα εμπόδια που θα βρει στον δρόμο του. Επίσης του
προσφέρει τροφές, κρασί κα όλα
τα απαραίτητα για ένα μακρινό ταξίδι. Το πλοίο περνά από το νησί
των Σειρήνων και, ακολουθώντας τις οδηγίες της Κίρκης, ο Οδυσσέας
βουλώνει με κερί τ’ αυτιά των συντρόφων. Αυτοί με τη σειρά τους, τον
δένουν σφιχτά στο κατάρτι ώστε να μπορεί να
ακούει το μαυλιστικό τραγούδι τους χωρίς να υποστεί το τραγικό
τέλος όσων πλησίασαν τις πλανεύτρες Σειρήνες. Ύστερα πέρασαν από το
στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης, όπου τα έξι κεφάλια της Σκύλλας,
άρπαξαν έξι συντρόφους του Οδυσσέα. Τέλος έφτασαν στο νησί του Ήλιου. Ο
Οδυσσέας επανέλαβε στους συντρόφους την προειδοποίηση του Τειρεσία και
της Κίρκης να μην πειράξουν τα ιερά ζώα του Ήλιου που φροντίζουν δύο
Νύμφες, κόρες του Ήλιου. Δεν μπορούν να φύγουν από το νησί για ένα
ολόκληρο μήνα γιατί οι
άνεμοι ήταν πολύ ισχυροί και
ενάντιοι. Οι προμήθειες τελείωσαν και οι άντρες άρχισαν να πεινούν.
Τελικά έσφαξαν κι έφαγαν μερικές ιερές αγελάδες, την ώρα που ο Οδυσσέας
κοιμόταν. Ο Ήλιος παραπονέθηκε στον Δία απειλώντας ότι θα πάψει να
φωτίζει τους ζωντανούς και θα κατέβει στον Άδη να φωτίζει τον σκοτεινό
κάτω κόσμο και τις ψυχές των πεθαμένων.
Ο Δίας, όταν έφυγαν από το νησί, σήκωσε θύελλα τρομερή και
χτύπησε με κεραυνό το πλοίο και το διέλυσε. Όλοι οι σύντροφοι του
Οδυσσέα σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν και ο Οδυσσέας
πάνω σε δύο ξύλα που έδεσε όπως όπως, αφού πέρασε τη Χάρυβδη,
έφτασε ύστερα από εννιά μέρες, εξαντλημένος, στην Ωγυγία, στο
νησί της θεάς Καλυψώς.
Σχόλια.
-σῖτον καὶ κρέα πολλὰ καὶ
αἴθοπα οἶνον ἐρυθρόν. μ, 19.
Σταρένια νόστιμα ψωμιά,
κρεατικά περίσσια και οίνον
μαυροκόκκινο.
. αἴθοπα οἶνον ἐρυθρόν
που αποδίδω ως οίνον
μαυροκόκκινο. Έχει να κάνει και με τη σωστή ωρίμανση των κρασοστάφυλων
που «χόρτασαν» ήλιο αφού αιθίοψ είναι και ο ηλιοκαμμένος.
-Ο Οδυσσέας ρωτά την Κίρκη
αν μπορεί να πολεμήσει τη Σκύλλα.
Πες μου θεά, αρχόντισσα,
ρώτησα εγώ την Κίρκη, αυτό το ανήμερο θεριό μπορώ να το νικήσω, το
τερατόμορφο θεριό που Σκύλλα την καλούνε;
- Ποτέ, ποτέ, αστόχαστε μην το
επιχειρήσεις γιατί `ναι ανίκητο θεριό, κανείς δεν την νικάει, την Σκύλλα
την αθάνατη που `χει κεφάλια έξι. μ`, 113-120. Ελεύθερη απόδοση.
Ο Οδυσσέας παρ` όλα
επιχείρησε να πολεμήσει τη Σκύλλα. Να νικήσει το «αδύνατο» όπως το
συνήθιζε.
-Κούραση, πείνα, δίψα δεν
σταματούν τον Οδυσσέα.
Οι σύντροφοι ανταριάστηκαν
κι όλοι μαζί μου είπαν με πρώτο τον Ευρύλοχο που πάντα αντιμιλούσε:
Απάνθρωπε και άπονε, αδίστακτε Οδυσσέα, το πείσμα σου ατέλειωτο,
και σίδερο η καρδιά σου, δεν ξέρεις από κούραση, πείνα εσύ δε νιώθεις,
ούτε η δίψα σε νικά, ούτε η στενοχώρια. Έξι συντρόφους χάσαμε
από τη μαύρη Σκύλλα, ανάγκη έχουμε όλοι μας να δέσουμε το πλοίο
και στο νησί ν` αράξουμε, να φάμε και να πιούμε, την κούραση να
διώξουμε, και πριν να κοιμηθούμε, τους φίλους μας να κλάψουμε, που έφαγε
η Σκύλλα. μ`,279 κ.ε. Ελεύθερη απόδοση.
Ας θυμηθούμε τι γράφει ο
Νίκος Καζαντζάκης στη δική του Οδύσσεια, Σ, 1270 κ.ε.
Κατέχω εγώ στον κόσμο ένα
κορμί με δυό μακριές χερούκλες,
αν τον πεινάσει για ψωμί,
δειπνάει, ξαναδειπνάει το χώμα.
Αν τον διψάσει για γλυκό
νερό, την άγρια αρμύρα πίνει,
κι αν λαχταρίσει προς το
σούρουπο να δροσοκουβεντιάσει,
σα δυο γειτόνοι αυτός κι ο
Χάροντας με γέλια αποσπερίζουν:
«Καλώς το γείτονα το
Χάροντα το μέγα κοπαδάρη,
του ψόφου ορέ και
λασποκέφαλα τ` ανθρωποπρόβατα σου!-
έλα να κάτσουμε οι
λυκάρχοντες απόψε να τα πούμε.»
-Ο φριχτότερος θάνατος
είναι αυτός της πείνας.
πάντες μὲν στυγεροὶ
θάνατοι δειλοῖσι βροτοῖσι,
λιμῷ δ' οἴκτιστον θανέειν
καὶ πότμον ἐπισπεῖν. μ`, 341-342.
Σύντροφοι να θυμάστε πως
είναι κάθε θάνατος φριχτός και αβυσσαλέος,
όμως υπάρχει θάνατος χειρότερος απ` όλους, κι αυτός είναι ο
θάνατος που φέρνει η μαύρη πείνα. Ελεύθερη απόδοση.
-Ο Ήλιος απειλεί τους
θεούς να μη φωτίζει πια τους θνητούς μα τους αποθαμένους.
εἰ δέ μοι οὐ τείσουσι βοῶν
ἐπιεικέ' ἀμοιβήν,
δύσομαι εἰς Ἀΐδαο καὶ ἐν
νεκύεσσι φαείνω.» μ`, 382-383
Πατέρα Δία σεβαστέ την
ύβρη να πληρώσεις, με τιμωρία ύψιστη, και αν αυτό δε γίνει, εγώ θα φύγω
από τη γη και τον απάνω κόσμο.
Στον κάτω κόσμο θα διαβώ, στου Άδη το βασίλειο, εκεί που ζούνε οι
ψυχές μες στο βαθύ σκοτάδι να φέρω εκεί το φέγγος μου κι όλη τη ζεστασιά
μου. Ελεύθερη απόδοση.