Γράφει Κωστής Καζαμιάκης.
Αρχιτέκτων. Ιστορικός Αρχιτεκτονικής. Ιστορικός Τέχνης.
Οδύσσεια. Ραψωδία ν`.
"Εμένα βρήκε ο τόπος μου κι όχι εγώ τον τόπο"
Αφιερωμένο στο
φίλο γλύπτη Γιώργο Χουλιαρά, τ. καθηγητή Γλυπτικής και Αντιπρύτανη στην
Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
Ο Γιώργος Χουλιαράς δίπλα σ` ένα γλυπτό
του.
Η μουσική του Νίκου Χουλιαρά «Ο Νοτιάς Στην Ξενιτιά» προστέθηκε από τον Ναπολέοντα Ροντογιάννη
«ευχαριστούμε για την παραχώρηση»
Εάν δεν παίζει με το άνοιγμα της σελίδας, πατήστε το βελάκι για να ξεκινήσει!!!
Κείμενο, περίληψη, σχόλια.
Σαν
μαγεμένοι ακούγανε τα λόγια του Οδυσσέα και τότε ο Αλκίνοος ο βασιλιάς
του είπε. «Μια κι έφτασες και πάτησες το χάλκινο κατώφλι, εδώ σ` αυτό το
μέγαρο, ω! θεϊκέ Οδυσσέα, μάθε πως έφτασε η στιγμή που χρόνια
περιμένεις, πίσω να πας στο σπίτι σου στην ξακουστή Ιθάκη». Και σεις που
βρίσκεται εδώ και με κρασί γλεντάτε και όλοι με αγαλλίαση ακούτε τα
τραγούδια που λέει ο περίφημος Δημόδοκος ο θείος, ακούστε και εμένανε το
βασιλιά Αλκίνοο, που θέλω κάτι να σας πω για τον σπουδαίο ξένο, που
έφερε η Αθηνά στα μέρη τα δικά μας. Σ` ένα μπαούλο σκαλιστό, μεγάλο και
ωραίο, όλα τα δώρα βρίσκονται του θεϊκού Οδυσσέα, που όλοι του
προσφέραμε: Ρούχα, υφαντά πολύχρωμα, ομορφοκεντημένα, χρυσά, μαλάματα
πολλά, πολλά και τ` ασημένια, και άλλα πολλά χαρίσματα για τον τρανό τον
ξένο που βρέθηκε στον τόπο μας, στην χώρα των Φαιάκων. Τώρα ο καθένας
από σας, ακόμα κάποιο δώρο, στον ξένο μας τον ήρωα της Τροίας να
προσφέρει. Μεγάλο τρίποδα μαζί με λέβητα να δώσει, ο κάθε ένας από εσάς,
στο διαλεχτό μας ξένο.
Το άγαλμα του Οδυσσέα στην Ιθάκη
Την
άλλη μέρα το πρωί πήγαν τα δώρα όλα στο πλοίο που ετοίμαζαν να φύγει για
Ιθάκη. Με τάξη και με προσοχή και περισσή φροντίδα στο πλοίο
τακτοποίησαν τα δώρα του Οδυσσέα και μάλιστα επέβλεπε ο βασιλιάς
Αλκίνοος, όλα να γίνουν τέλεια, και τ` ακριβά τα δώρα να φτάσουν με
ασφάλεια στην ποθητή Ιθάκη. Με τάξη και με προσοχή τα βάλαν στο καράβι,
με τη φροντίδα του άρχοντα του βασιλιά Αλκίνοου. Μέλημα του Αλκίνοου όλα
να είναι εντάξει, ώστε όλοι οι ναυτικοί που βρίσκονται στο πλοίο άνετα ο
καθένας τους να κάνει τη δουλειά
του. Τυχαία δεν λογιάζανε τα πλοία των Φαιάκων, πως ήτανε πιο
γρήγορα και ασφαλή απ’ τ’ άλλα. Αφού τα πάντα φρόντισαν στο όμορφο
καράβι κάλεσε ο Αλκίνοος όλους να ξεφαντώσουν με φαγητά και με κρασιά
και του αοιδού τραγούδια. Να αποχαιρετίσουνε τον τιμημένο ξένο, τον ήρωα
των Αχαιών, τον θεϊκό Οδυσσέα. Ολημερίς διασκέδαζαν και όλοι αγαλλιάζαν
με φαγητά και με κρασιά και με γλυκά τραγούδια που έψαλλε ο Δημόδοκος
που οι θεοί εμπνέουν. Ο Οδυσσέας μοναχά
δεν έβλεπε την ώρα να δύσει ο ήλιος, και αυτός ν` αρχίσει το
ταξίδι για την Ιθάκη, το νησί που τόσο πια ποθούσε. Σε όλους μίλησε σοφά
και με ευχαριστίες στο βασιλιά Αλκίνοο και την καλή Αρήτη στον αοιδό
Δημόδοκο και σ` όλους τους πολίτες που κυβερνά ο Αλκίνοος στην χώρα των
Φαιάκων. Ακόμα δώρα πιο πολλά, τρόφιμα, ρούχα κι άλλα στείλανε στο
πλεούμενο σαν πήγε κι ο Οδυσσέας. Στης πρύμνης το κατάστρωμα στρώσανε τ'
Οδυσσέα πολλές κουβέρτες μαλακές ύπνο καλό να έχει. Το πλοίο ελευθέρωσαν
απ’ τα δεσίματα του, οι κωπηλάτες κάθισαν στους πάγκους τους απάνω και
τα κουπιά τους πιάσανε στα δυνατά τους χέρια. Ο Οδυσσέας ξάπλωσε στης
πρύμνης τα στρωσίδια κι ύπνος γλυκός χυνότανε στα κουρασμένα μάτια,
ύπνος ασάλευτος, βαθύς που του θανάτου μοιάζει.
Όπως ορμάνε τέσσερα, σε άμαξα ζεμένα, άλογα ασυγκράτητα, αρσενικά,
βαρβάτα, που σαν να μην πατούν στη γη, και στον αέρα πάνε, έτσι και το
γοργό σκαρί διασχίζει τα πελάγη, σα να πετά στη θάλασσα την
πολυκυματούσα. Το πιο γοργό πετούμενο, το ορμητικό γεράκι, δεν φτάνει
στην ταχύτητα το θεϊκό καράβι.
Έτσι γοργά αρμένιζε στης θάλασσας
το κύμα, το καλοτάξιδο σκαρί του ισόθεου Οδυσσέα. Τώρα κοιμόταν ήσυχος
τα πάθη του ξεχνώντας, στης πρύμνης το κατάστρωμα σε μαλακά στρωσίδια.
Σαν φάνηκε στον ουρανό ολόλαμπρος πλανήτης, η νύχτα άρχισε με φως να
ροδοκοκκινίζει, έφτασε η
νυχτογέννητη η θεϊκή Αυγούλα, την ώρα αυτή την ζηλευτή που το γοργό
καράβι, στο ποθητό μας το νησί έφτασε το λιμάνι. Μέχρι τη μέση κάθισε
στην άμμο το καράβι, τόσο γερά τραβούσανε κουπί οι κωπηλάτες. Και στη
στεριά πηδήξανε οι ναύτες κι
έξω ‘φέραν, μαζί με τα στρωσίδια του, τον μέγα Οδυσσέα που
βουλιαγμένος ήτανε μες στο βαθύ τον ύπνο σαν να τον βρήκε λήθαργος
και ήτανε σε νάρκη. Στην άμμο τον ακούμπησαν τον ύπνο να
χορτάσει.
Έπειτα πήγαν κι
έφεραν τα δώρα των Φαιάκων που η Αθηνά τους φώτισε μ’ αυτά να τον
φορτώσουν, και έτσι να τιμήσουνε τον πολυτιμημένο, τον άντρα τον
πολύτροπο, τον θεϊκό Οδυσσέα. Γύρω στη ρίζα μιας ελιάς σωρό τα βάλανε
όλα, καθόλου να μη φαίνονται αυτά από τη στράτα και πριν ξυπνήσει ο
Οδυσσεύς πάνε και του τα κλέψουν. Αμέσως μπήκαν όλοι τους οι ναυτικοί
στο πλοίο πίσω να επιστρέψουνε στη χώρα των Φαιάκων.
Ο Ποσειδών που κυβερνά θάλασσες και πελάγη χολώθηκε που
οι Φαίακες βοήθησαν να φτάσει, στην ποθητή πατρίδα του, ο θεϊκός
Οδυσσέας. Ο Ποσειδών μίλησε με σεβασμό στον Δία:
– Δία πατέρα, οι θεοί πια δεν θα με τιμάνε, αφού οι
θνητοί οι Φαίακες πήραν τον Οδυσσέα και στην Ιθάκη φτάσανε, χωρίς να
εξοφλήσω, την ύβρη που διέπραξε, τυφλώνοντας τον γιό μου, τον Κύκλωπα
Πολύφημο. Ήθελα Δία αδελφέ, μυριάδες να περάσει, ακόμα πάθη τρομερά, στο
σπίτι του πριν φτάσει. Βουλή δική σου ήτανε, ω! Δία αδελφέ μου, να
φτάσει στην Ιθάκη του στο τέλος ο Οδυσσέας, αλλά ποτέ δεν πρόλαβα, όλες
τις τιμωρίες, για το κακό που μου έκανε, εγώ
να ξεπληρώσω. Και να που τώρα ευτυχής ύπνο βαθύ κοιμάται απάνω
στα στρωσίδια του στο χώμα της Ιθάκης. Δώρα του δώσανε πολλά μεγάλα και
σπουδαία, χαλκό, μαζί και τρίποδες και λέβητες μεγάλους, ενδυμασίες και
πανιά τέλεια υφασμένα, ακόμα τον φορτώσαμε μαλάματα, χρυσάφια, ασήμια
και αμέτρητα σπουδαία ακόμα δώρα,
όσα ποτέ δε θα 'παιρνε λάφυρα από την Τροία. Σ’ όλα τον βοηθήσανε
οι Φαίακες που εμένα, προστάτη λογαριάζουνε, κι εγώ γι` αυτούς φροντίζω
για να `ναι πρώτοι ναυτικοί σ` όλη την οικουμένη. Όμως αυτοί ασέβησαν
και πρέπει να πληρώσουν. Ο Δίας του απάντησε ο συννεφοσυνάχτης:
«Ω! Ποσειδώνα αδελφέ, μεγάλε κοσμοσείστη, όλοι οι θεοί σε
σέβονται και σε τιμούν περίσσια, εσένα μέγιστε θεέ που τα πελάγη
ορίζεις, κάποιοι θνητοί σ` αψήφησαν και ασεβείς εγίναν.
Έχεις κάθε δικαίωμα ποινές να τους μοιράσεις και έτσι να
εκδικηθείς για τη μεγάλη ύβρη, που οι θνητοί διέπραξαν, για σένα
Ποσειδώνα. Όπως το θέλεις κάνε το κι ως το ποθεί η καρδιά σου».
«Δία εσένα σέβομαι, και τον θυμό σου τρέμω, και τώρα
θέλω τ' όμορφο καράβι των Φαιάκων
στο ανταριασμένο
πέλαγο εγώ να το συντρίψω
και γύρω με ψηλό βουνό την πόλη τους να κλείσω».
«Έτσι, αδερφέ, εγώ θαρρώ καλύτερα πως είναι:
Την ώρα που όλος ο λαός θα βλέπει από την πόλη με τα κουπιά του να
‘ρχεται το θαυμαστό καράβι εσύ μια μεταμόρφωση μεγάλη να του κάνεις, κι
από καράβι ξύλινο, πέτρινο θα το κάμεις, βράχος να γίνει στη στιγμή που
πλοίο να θυμίζει εκεί σιμά με τη στεριά. Όλοι να βλέπουν έπειτα κι ο
νους τους να σαστίζει Κι αφού το θέλεις
με βουνό την πόλη τους τριγύρω, κλείσε και περιτείχισε».
Σαν είδαν πως το πέτρωσε το πλοίο ο Ποσειδώνας, οι
Φαίακες φοβήθηκαν, κι ο βασιλιάς Αλκίνοος τα λόγια του πατέρα του
θυμήθηκε που του ‘πε πως κάποτε θα οργιστεί ο Σείστης Ποσειδώνας και θα
πετρώσει πλοίο τους την ώρα που θα φτάνει στο όμορφο λιμάνι. Ακόμα ο
Αλκίνοος θυμήθηκε πως του ‘πε πως η ωραία πόλη τους θα κλείσει γύρω γύρω
μ’ ένα πανύψηλο βουνό σαν φυλακή να μοιάζει. Ο Αλκίνοος διέταξε θυσία να
προσφέρουν δώδεκα ταύρους διαλεχτούς να σφάξουνε αμέσως στου Ποσειδώνα
το βωμό μήπως και τους χαρίσει την τρισχειρότερη ποινή, βουνό να μην
υψώσει τριγύρω από την πόλη τους την ομορφοκτισμένη.
Ο Οδυσσέας ξύπνησε σαν χόρτασε τον ύπνο, τον τόπο δεν
τον γνώρισε, έλειπε τόσα χρόνια. Η Αθηνά εσκίασε τον τόπο με ομίχλη,
πυκνή, βαριά και σκοτεινή κανένας μην γνωρίσει τον Οδυσσέα πριν αυτός
τελειώσει τους Μνηστήρες. Γιατί γνωρίζει η Αθηνά πως πρώτα οι Μνηστήρες
πρέπει ν` αντιμετωπισθούν κι ύστερα όλα τ` άλλα. Τα κλάματα τον πιάσανε
τον θεϊκό Οδυσσέα που δεν γνωρίζει πότε πια θα φτάσει στην Ιθάκη. Η
Αθηνά πλησίασε σαν νέο βοσκαρούδι, όπως μεταμορφώθηκε μην την
αναγνωρίσουν. Φίλε, του λέει ο Οδυσσεύς, πρώτα εσένα βλέπω, στην ξένη
χώρα που πατώ κανένα δεν γνωρίζω. Μίλα μου νεαρέ βοσκέ ποια ειν’ η χώρα
τούτη και ποιοι πολίτες κατοικούν και ποιους θεούς πιστεύουν;
Όμηρος
Ιθάκη ξένε λέγεται η χώρα αυτή η σπουδαία που ‘ναι στον
κόσμο ξακουστή ακόμα και στην Τροία. Εδώ ξένε που βρίσκεσαι έχει πολλά
κοπάδια, πηγές αστείρευτες πολλές και δέντρα εχεί περίσσια, στάρι, κρασί
και ότι θες θα βρεις σ` αυτόν τον τόπο που είναι ενά μικρό νησί δίχως
μεγάλους δρόμους. Ο Οδυσσέας χάρηκε, όσο δε γίνεται άλλο, που ο ποθητός
ο τόπος του τον βρήκε εκείνος πρώτος. Εμένα βρήκε ο τόπος μου και όχι
εγώ τον τόπο, ο ύπνος φταίει ο βαρύς, φταίει η ομίχλη μήπως ή μήπως όλα
άλλαξαν. Είκοσι χρόνια λείπω, μα ο τόπος μου με γνώρισε και αυτός με
βρήκε πρώτος. Ο Οδυσσέας θέλησε πάλι να ξεγλιστρήσει, μια ιστορία
ψεύτικη λέγοντας στον τσομπάνο, που ήτανε η Αθηνά η φρόνιμη Παλλάδα.
Πήρε πάλι την όψη της η Αθηνά η κόρη, και τρυφερά τον άγγιξε, σαν χάδι
του φαινόταν. Είσαι σοφός, πανέξυπνος και πρώτος στα τσαλίμια, να σε
γελάσει δεν μπορεί κανείς σ’ αυτόν τον κόσμο. Στα λόγια είσαι ανίκητος,
έχεις βουνό το πείσμα, κι η θέλησή σου θεϊκή. Εμένα δε με γνώρισες που
άλλαξα την όψη και βοσκαρούδι έγινα σε τάξη να σε βάλω. -Δύσκολα σεβαστή
θεά θνητός να σε γνωρίσει που τόσο επιδέξια εσύ αλλάζεις όψη. Πολύ μου
στάθηκες θεά στον πόλεμο της Τροίας, ύστερα όμως μ’ άφησες στα βάσανα να
πλέω. Ώσπου ξανά με στήριξες και μου ‘σωσες
τη ζήση, στους Φαίακες σαν έφτασα και τώρα στην Ιθάκη.
Ποσειδώνας
-Με τον τρανό, ανίκητο, τον Σείστη Ποσειδώνα σωστό δεν
ήτανε εγώ να χολωθώ μαζί του, στην τόση στενοχώρια του, που τύφλωσες τον
γιο του τον Κύκλωπα Πολύφημο, που τόσο αγαπούσε. Για να πεισθείς πως
βρίσκεσαι στην ποθητή σου Ιθάκη, έλα κοντά μου για να δεις το θαυμαστό
λιμάνι του Φόρκυνα του ξακουστού του γέρου της θαλάσσης. Για δες ακόμα
την ελιά με τα στενά τα φύλλα που ‘χει κοντά της τη σπηλιά που κατοικούν
νεράιδες.
Το χώμα της πατρίδας του φιλούσε ο Οδυσσέας κι
υψώνοντας τα χέρια του μιλούσε στις νεράιδες: Νύμφες μου, Ναϊάδες μου,
σεβάσμιες θεές μου, κόρες του Δία του τρανού, θερμά ευχαριστώ σας που
πάλι μ’ αξιώσατε να ‘ρθω να προσκυνήσω.
Η Αθηνά συμβούλεψε τον λαμπερό Οδυσσέα όλα του τα
χαρίσματα, τα πλούσια τα δώρα, που οι Φαίακες του έδωσαν, να πάει να τα
κρύψει εκεί στα βάθη της σπηλιάς των όμορφων Ναϊάδων. Αφού τα δώρα
έκρυψαν σ’ ασφαλισμένο μέρος, στη ρίζα τότε της ελιάς καθίσανε οι δυο
τους, για τους Μνηστήρες μελετούν τι θα ‘πρεπε να πράξουν. Σκέψου
Οδυσσέα μου καλέ τους ασεβείς
Μνηστήρες που χρόνια τώρα σπαταλούν το βιος σου και τ’ αρπάζουν,
και την πιστή γυναίκα σου δική τους τη λογιάζουν. Κοντά σου θα ‘μαι
πάντοτε, στιγμή δε θα με χάσεις, μέχρι να βρεις το δίκιο σου, ω θεϊκέ
Οδυσσέα. Αυτά του είπε η Αθηνά κι αμέσως του αλλάζει την όμορφή του τη
θωριά, ακόμα και τα μάτια, και τα ωραία του μαλλιά και το στιλπνό του
δέρμα. Όλα αυτά τα άλλαξε, κι ο λαμπερός Οδυσσέας έγινε γέρος θλιβερός
με ρούχα σαν κουρέλια. Κανείς απ’ όσους θα σε δουν δε θα σ’ αναγνωρίσει,
πως είσαι εσύ ο άρχοντας, ο βασιλιάς Οδυσσέας. Όλοι θα σε λογιάζουνε ένα
ζητιάνο γέρο. Πρώτιστα τον
χοιροβοσκό θα πας να ανταμώσεις, θα μάθεις απ’ αυτόν πολλά, γιατί πολλά
γνωρίζει και είναι ακόμα έμπιστος σε σένα Οδυσσέα. Εγώ στη Σπάρτη θα
διαβώ να βρω εκεί τον γιο σου, τον συνετό Τηλέμαχο, να τον κατατοπίσω
για όλα όσα γίνανε και όλα που θα γίνουν.
Αττική
ερυθρόμορφη πελίκη.470 π.Χ.
Cambridge,
The
Fitzwilliam
Museum.
Οδυσσέας και Εύμαιος.
Περίληψη. Ραψωδίας ν’.
Ο
Οδυσσέας συναρπάζει με τις αφηγήσεις του τον βασιλιά Αλκίνοο, τη
βασίλισσα Αρήτη, τη Ναυσικά, τα άλλα παιδιά του βασιλικού ζεύγους, τον
Δημόδοκο καθώς και πολλούς Φαίακες που παρευρίσκονται. Οι περιπέτειες
που αναφέρεται έχουν τεράστιο ενδιαφέρον και όλοι παρακολουθούν αμίλητοι
στην αίθουσα του θρόνου, κοντά στην εστία και στα μοναδικής αξίας
καλλιτεχνικά αντικείμενα αλλά και υψηλής αρχιτεκτονικής δομής και
διακόσμησης, όπως ο κυάνιος θριγκός, παραστάδες, επίκρανα, υπερπολυτελής
πλακόστρωση κλπ. Όταν σταματά ο ξένος να ομιλεί
κανείς δεν αμφιβάλλει ότι
πρόκειται για τον πλέον προβεβλημένο ήρωα της Τροίας τον πολύτροπο
Οδυσσέα.
Οι Φαίακες τον
κατευοδώνουν με πάρα πολλά και πλούσια δώρα και τον φέρνουν με το πλοίο
τους στην Ιθάκη. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο Οδυσσέας εξουθενωμένος
κοιμάται βαθιά. Έτσι τον απιθώνουν με τα στρωσίδια του, χωρίς να
ξυπνήσει, στη γη της Ιθάκης. Οι Φαίακες ακουμπούν όλα τα δώρα και τα
χαρίσματα που του πρόσφεραν γύρω από τη ρίζα μιας ελιάς και παίρνουν το
δρόμο του γυρισμού. Ο Οδυσσέας ξυπνά, από τον βαθύ ύπνο, και σαστισμένος
δεν αναγνωρίζει τον τόπο που βρίσκεται. Ρωτά ένα νεαρό τσομπάνο για να
μάθει που βρίσκεται και ο τσομπανάκος, που είναι η Αθηνά μεταμορφωμένη,
του λέει ότι βρίσκεται στην αγαπημένη του πατρίδα την Ιθάκη.
Ο
Ποσειδών γεμάτος οργή ζητά να εκδικηθεί τους Φαίακες που διέπραξαν ύβρη
απέναντι του. Ο Ποσειδών είναι θεός
προστάτης της γης των Φαιάκων, και ύψιστος αρωγός στην περίφημη
ναυτοσύνη τους. Κατά την επιστροφή των Φαιάκων, ο οργισμένος Ποσειδών
μεταμορφώνει το πλοίο σε βράχο. Θέλει ακόμα να τους «κλείσει» την πόλη
με απροσπέλαστα ψηλά βουνά. Η Αθηνά αφού υποδέχεται τον Οδυσσέα
στην Ιθάκη ξεκινά να τον καθοδηγεί. Του προτείνει να μην πάει στο
παλάτι ούτε να αποκαλύψει σε κανέναν την ταυτότητά του. Τον συμβουλεύει
να πάει πρώτα να βρει τον Εύμαιο,
τον χοιροβοσκό, και να
μάθει απ` αυτόν, που γνωρίζει πολλά, τι έγινε στο διάστημα της
εικοσαετούς απουσίας του. Η Αθηνά
μεταμορφώνει τον Οδυσσέα σε
κουρελή γέρο ζητιάνο ώστε να μην αναγνωρίζεται από κανέναν.
Σχόλια.
-Το
χάλκινο κατώφλι.
Το κατώφλι εδώ δεν είναι ξύλινο, ούτε λίθινο αλλά
χάλκινο. Το μεταλλικό κατώφλι συμβολίζει τον πλούτο, τη δύναμη και την
ισχύ του ιδιοκτήτη καθώς και το απαραβίαστο των θυρών.
Σαν μαγεμένοι ακούγανε τα λόγια του Οδυσσέα και
τότε ο Αλκίνοος ο βασιλιάς του είπε. «Μια κι έφτασες και πάτησες το
χάλκινο κατώφλι, εδώ σ` αυτό το μέγαρο, ω! θεϊκέ Οδυσσέα, μάθε πως
έφτασε η στιγμή που χρόνια περιμένεις, πίσω να πας στο σπίτι σου στην
ξακουστή Ιθάκη» ν`, 1-6.
-Δώρα, η κορύφωση της φιλοξενίας.
- Ο ίδιος ο βασιλιάς Αλκίνοος επιβλέπει και
φροντίζει την τάξη στο πλοίο.
Ίδιος του μπήκε ο αντρόκαρδος ο Αλκίνος στο
καράβι,
και μέσα τα καλόθεσε στους πάγκους αποκάτου,
να μη σκοντάβουν σαν τραβάν κουπί τα παλληκάρια.
Κι εκείνοι πήγαν να χαρούν του Αλκίνου το
γιορτάσι. ν`,20-23.
Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη.
Την
άλλη μέρα το πρωί πήγαν τα δώρα όλα στο πλοίο που ετοίμαζαν να φύγει για
Ιθάκη. Με τάξη και με προσοχή και περισσή φροντίδα στο πλοίο ακουμπήσανε
τα δώρα του Οδυσσέα και μάλιστα επέβλεπε ο βασιλιάς Αλκίνοος, όλα να
γίνουν τέλεια και τ’ ακριβά τα δώρα να φτάσουν με ασφάλεια στην ποθητή
Ιθάκη. ν`,18-20
-Τα
άλογα, το πλοίο και το γεράκι.
Η
σύγκριση των περίφημων πλεούμενων των Φαιάκων με τέθριππο και γεράκι.
Όπως ορμάνε τέσσερα, σε άμαξα ζεμένα, άλογα ασυγκράτητα, αρσενικά,
βαρβάτα, και σαν να μην πατούν στη γη, και στον αέρα πάνε, έτσι και το
γοργό σκαρί διασχίζει τα πελάγη, σα να πετά στη θάλασσα την
πολυκυματούσα. Το πιο γοργό πετούμενο, το ορμητικό γεράκι, δεν φτάνει
στην ταχύτητα το θεϊκό καράβι. Ραψωδία ν`, 81-87, ελεύθερη απόδοση.
-Το
λαμπρό άστρο που αγγέλλει την Αυγή.
Αυγερινός: Ο πλανήτης Αφροδίτη όταν
παρατηρείται το πρωί, πριν την αυγή και την ανατολή του
Ηλίου. Ακολούθως το «σβήνει» ο ήλιος και το ξαναβλέπουμε το σούρουπο σαν
αποσπερίτη.
εὖτ' ἀστὴρ ὑπερέσχε φαάντατος, ὅς τε μάλιστα
ἔρχεται ἀγγέλλων φάος Ἠοῦς ἠριγενείης, 93-94.
-Για πρώτη φορά χαλαρώνει ο Οδυσσέας και βυθίζεται σε βαθύ ύπνο.
Μέχρι τη μέση κάθισε στην
άμμο το καράβι, τόσο γερά τραβούσανε κουπί οι κωπηλάτες. Και στη στεριά
πηδήξανε οι ναύτες κι
έξω `φέραν, μαζί με τα στρωσίδια του, τον μέγα Οδυσσέα που βουλιαγμένος
ήτανε μες στο βαθύ τον ύπνο σαν να τον βρήκε λήθαργος
και ήτανε σε νάρκη. Στην άμμο τον ακούμπησαν τον ύπνο να
χορτάσει. ν`,114-119.
Ο Οδυσσέας και τις δύο φορές που πλησίασε στην Ιθάκη
νικήθηκε από τον ύπνο. Ένα μοναδικής αξίας λογοτεχνικό εύρημα του Ομήρου
για να εξυπηρετηθεί η πλοκή αλλά και η ποιητική του κειμένου.