Κωστής Καζαμιάκης. Αρχιτέκτων. Ιστορικός Αρχιτεκτονικής. Ιστορικός Τέχνης.

Καλυψώ: Έχω ευαίσθητη καρδιά και όχι σιδερένια. ε`191.

Αφιερωμένο στο φίλο γλύπτη Θόδωρο Παπαγιάννη  τ. Καθηγητή της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών.

  

Οδύσσεια. Ραψωδία ε`. Κείμενο, περίληψη, σχόλια.

 Του Τιθωνού την αγκαλιά, η Αυγή, πρωί-πρωί αφήνει,

το φως να φέρει στους θνητούς, μα και στους αθανάτους.

Σύνοδο είχαν οι θεοί, με αρχηγό τον Δία που έχει

κράτος μέγιστο σ` όλα της Γης τα πλάτη.

Όλοι παρόντες ήτανε εκτός του Ποσειδώνα,

που καλεσμένος βρέθηκε στη γη των Αιθιόπων.

Άνοιξε τη συζήτηση η Αθηνά η Παλλάδα, του Δία

η κόρη, σεβαστή από θεούς κι ανθρώπους.

*********************


Εικόνα 1: Θεά Αθηνά. Λούβρο.

«Πατέρα Δία και θεοί γιατί τον Οδυσσέα

τον ήρωα, ξεχάσαμε σ` ένα νησί κλεισμένο.

Είναι καλό οι άδικοι του κόσμου οι βασιλιάδες

να μένουν ατιμώρητοι για τις κακές τους πράξεις,

κι ο Οδυσσέας ο καλός πρόμαχος της Ελλάδας

τα μύρια πάθη να περνά μακριά απ` την Ιθάκη;

Η Καλυψώ του στέρησε του γυρισμού τη μέρα

και στο νησί της τον κρατά μ` ερωτικά τερτίπια.

Οι συμφορές δεν σταματούν εδώ του Οδυσσέα,

τον γιο του τον Τηλέμαχο προσμένουν οι Μνηστήρες

σ` ένα καρτέρι φονικό στη Σάμη της Ιθάκης.

Πατέρα Δία και θεοί αθάνατοι αιώνιοι,

γιατί, θέση δεν παίρνουμε, σε τέτοιες αδικίες;».

Αχ! Αθηνά μου, κόρη μου, ακριβοθυγατέρα,

τι λόγια ειν` αυτά που λες, για μας τους αθανάτους;

Άκου λοιπόν, προστάτεψε εσύ απ` τους Μνηστήρες,

τον ευσεβή Τηλέμαχο. Για τ` άλλα θα φροντίσω.

Τον φτερωτό θεό Ερμή στην Καλυψώ θα στείλω,

τον Οδυσσέα να της πει ελεύθερο ν` αφήσει.

Κι έτσι χωρίς συντρόφους πια, στους Φαίακες να πλεύσει.

Οι Φαίακες οι ευσεβείς, τιμές θα του χαρίσουν,

καράβι, ρούχα και χαλκό, χρυσάφι θα του δώσουν

και στην αγαπημένη του Ιθάκη θα γυρίσει.

Πέταξε ανάλαφρα ο Ερμής με τις πνοές τα` ανέμου,

και στο νησί της Καλυψώς έφτασε έξω χρόνου.

Άκουσε τότε ο Ερμής γλυκό, μαυλιστηκό τραγούδι,

που έβγαινε από σπήλαιο θεόκτιστο μεγάλο.

Η Καλυψώ  σε αργαλειό  ύφαινε τραγουδώντας.

Ο κτύπος της σαΐτας της ταίριαζε στο τραγούδι.

Χρυσή ήταν η σαΐτα της όπως και μαλλιά της.

Μες στην εστία έκαιγαν τριζοβολώντας ξύλα,

κι ο κόσμος μοσχομύριζε από τις μυρωδιές τους.

Μια θαλερή κληματαριά σταφύλια φορτωμένη,

υπήρχε έξω απ` τη σπηλιά της όμορφης της Νύμφης.

Εκεί κοντά τετράκρουνη πηγή κελαηδούσε

κι έβγαζε γάργαρο νερό που `ναι η χαρά τ` ανθρώπου.

Όλα τα θαύμασε ο Ερμής κι ύστερα μπήκε μέσα.

Η Καλυψώ αναγνώρισε τον μέγα Ερμή αμέσως,

αφού όλοι οι αθάνατοι ξέρουν ο εις τον άλλο.

Εκεί τον πολυμήχανο Δυσσέα δεν τον βρήκε,

στο ακρογιάλι ήτανε και σκέψεις είχε μαύρες.

Ούτε καράβι είχε πια, ούτε πιστούς συντρόφους.

Μονάχος, καταμόναχος στης Καλυψώς τα χέρια.

Η Καλυψώ ετοίμασε νέκταρ και αμβροσία,

που είναι για θεούς τροφή και όχι για ανθρώπους.

Ήπιε και έφαγε ο Ερμής και χάρηκε η καρδιά του.

  


Εικόνα 2:George  Hitchcock, Καλυψώ ~1906.

 

 

«Ο Δίας μ ` έστειλε εδώ μήνυμα να σου φέρω

γι` αυτόν, που εδώ τον έφεραν  κύματα του πελάγου.

Βουλή του Δία είναι, εσύ, να τον ελευθερώσεις.».

Όλο το αίμα πάγωσε της Καλυψώς αμέσως,

θύμωσε, ανταριάστηκε κι άρχισε να φωνάζει:

«Σκληροί θεοί, ζηλόφθονοι, πιο πάνω σεις απ' όλους,

μ` άνδρα θνητό δεν θέλετε εσείς θεά να σμίξει.

Ωρίων κι Ιασίονας χάσανε τη ζωή τους γιατί πλαγιάσαν

με θεές. Και τώρα τον Δυσσέα, βουλή σας, να τον πάρετε,

να φύγει από μένα, που τη ζωή του έσωσα,

όταν πλανιόταν μόνος στης θάλασσας τα κύματα.

 Απόμεινε έτσι μοναχός γιατί ο Ποσειδώνας,

τσάκισε το καράβι του και μόνο αυτός εσώθη.

ΟΙ σύντροφοι του χάθηκαν στης θάλασσας τα βάθη,

κι ο Οδυσσέας ναυαγός έφτασε στο νησί μου.

Τώρα ο Δίας βούλεται τον άντρα να μου πάρει,

και όλοι το γνωρίζουνε, πως η βουλή του νόμος.

Ας πάει στην πατρίδα του, στην οικογένεια του,

όμως συντρόφους και σκαρί δεν έχω να του δώσω.»


Εικόνα 3: Ερμής του Πραξιτέλη. Μουσείον Ολυμπίας.

 

Ο Ερμής που πάει τις βουλές του Δία όπου πρέπει,

την Καλυψώ ηρέμησε με λόγια μετρημένα:

Κόντρα στον Δία να μην πας, κάνε ότι σε προστάζει,

τον Οδυσσέα άφησε ελεύθερο να φύγει.

Η Καλυψώ υπάκουσε, βρήκε τον Οδυσσέα

στο ακρογιάλι να κοιτά την θάλασσα με πόνο,

 με δάκρυα στα μάτια του, για την κακοτυχιά του.

Η Καλυψώ του μίλησε και του `πε να αρχίσει

καράβι γοργοτάξιδο αυτός να ναυπηγήσει.

Υπόσχεση του έδωσε ότι θα του προσφέρει

όλα όσα χρειάζεται γι` ένα καλό ταξίδι.

Ρούχα, εργαλεία, τρόφιμα και ότι άλλο θέλει,

και του αέρα τις πνοές αυτή θα κανονίσει.

Ο Οδυσσεύς δεν πίστεψε της Καλυψώς τα λόγια

κι ευθύς αυτός της ζήτησε όρκο βαρύ να πάρει,

πως πράγματι δεν μελετά  κακό άλλο να του κάνει.

Έχω ευαίσθητη καρδιά, δεν έχω σιδερένια, απάντησε η Καλυψώ, και ο Οδυσσέας πίστεψε όσα του είχε τάξει.

Γύρισαν πίσω στη σπηλιά και το κρασί χαρήκαν.

Χαρήκανε το φαγητό και του έρωτα τη γλύκα.

Ο Έρωτας σκεφτήκανε είναι ο πιο ωραίος, απ` τους

αθάνατους θεούς και όλους τους ανθρώπους.

Πρωί πρωί με την αυγή άρχισε ο Οδυσσέας

κορμούς να κόβει και κλαδιά και όσα χρειαζόταν,

σκαρί να κτίσει και μ` αυτό να φύγει για Ιθάκη.

Πανιά του δίνει η Καλυψώ για όλα τα κατάρτια

που ταξιδεύουν όμορφα ένα καλό καράβι.

Τέσσερις μέρες πέρασαν για να φτιαχτεί το πλοίο,

που με λοστούς το πόντισε μόνος ο Οδυσσέας.

Την Καλυψώ χαιρέτησε κι αρχίζει το ταξίδι

στη θάλασσα που κυβερνά ο Ποσειδών Κρονίδης.

Άνοιξε όλα τα πανιά στον ούριο αγέρα

που  του `δωσε η Καλυψώ για το καλό ταξίδι.

Κάθισε στο τιμόνι του, με τέχνη κυβερνούσε,

με τις Πλειάδες οδηγό και τον λαμπρό Βοώτη.

Την Άρκτο, τον Ωρίωνα θαύμαζε στα ουράνια.

Ύπνος δεν τον πλησίαζε στην τέτοια ευτυχία,

που στην Ιθάκη πήγαινε στον τόπο που ποθούσε.

 Η Καλυψώ του έδειξε στον ουρανό τ` αστέρι,

που θα `χει στο ταξίδι του, στ' αριστερό του χέρι.

Μέρες σωστές δέκα επτά τις θάλασσες οργώνει,

και  τη δεκάτη όγδοη στο βάθος του πελάγου,

φάνηκε η πράσινη στεριά της χώρας των Φαιάκων.

Ο Ποσειδώνας θύμωσε για το συγχωροχάρτι

που `δώσαν όλοι οι θεοί στον βασιλιά Δυσσέα

αυτόν που τον Πολύφημο το γιο του έχει τυφλώσει.

Πήρανε την απόφαση όλοι οι θεοί τ` Ολύμπου,

όταν εκείνος έλειπε στη γη των Αιθιόπων.

Αυτό τον θύμωσε πολύ και με την τρίαινα του

τα πέλαγα ανατάραξε και μπόρες ξεσηκώνει.

Ο Ζέφυρος με το Βοριά, ο Εύρος και ο Νότος

τον Ποσειδώνα υπακούν και άγρια φυσάνε.

Τον Οδυσσέα πέταξαν μακριά απ` το καράβι,

αλλά ο μέγας μαχητής σ` αυτό ξαναγυρίζει.

Θνητός εγώ κι αυτός θεός, ο μέγας Ποσειδώνας,

να με βουλιάξει βάλθηκε στης θάλασσας τα βάθη.

Η Λευκοθέα, η τρανή θαλασσινή θεότης,

τον άντρα τον περήφανο θέλησε να γλυτώσει,

απ` την αντάρα που  έστειλε  εκεί ο Ποσειδώνας.

«Πέτα τα ρούχα τα βαριά και κολυμπώντας φτάσε

σε γη καλή, φιλόξενη, στη χώρα των Φαιάκων.»

Είπε και του `δωσε η θεά το μαγικό μαντήλι.

Νέα μεγάλη ταραχή στη θάλασσα γεννιέται

και όλα διαλυθήκανε, σκαρί, πανιά, κατάρτια.

Ο Οδυσσέας κάθισε απάνω σ` ένα ξύλο, και

πέταξε τα ρούχα του, της Καλυψώς υφάδια.

 Πέφτοντας μες στη θάλασσα μόνο με το μαντήλι,

της Λευκοθέας, κολυμπά με δύναμη και θάρρος.

Από 'να βράχο πιάστηκε με τα γερά του χέρια,

χωρίς λαλιά, χωρίς πνοή με τη μισή του ζήση.

Σαν πήρε ανάσα κι η καρδιά στεριώθηκε στο στήθος,

έλυσε από πάνω του τ` αθάνατο μαντήλι,

κι η Λευκοθέα η θεά τ` άρπαξε από το κύμα.

Ο Οδυσσέας χώθηκε στα φύλλα για κουβέρτες.

 Κι η σπλαχνική η Αθηνά ύπνο τον περιλούζει.

Τα βλέφαρα του έκλεισε λίγο να ξαποστάσει.

 

Περίληψη ραψωδίας ε`

 


 Το άγαμα του Οδυσσέα στην Ιθάκη

Στα ανάκτορα του Ολύμπου οι θεοί έχουν σύνοδο που ζήτησε η Αθηνά. Τα θέματα που θα συζητηθούν αφορούν στην αιχμαλωσία του Οδυσσέα στο νησί της Καλυψώς και στην ασφυκτική κατάσταση που έχουν δημιουργήσει οι Μνηστήρες της Πηνελόπης στην Ιθάκη. Δεν είναι τυχαίο που η Αθηνά επιμένει γι` αυτήν την συνέλευση των θεών. Ο Ποσειδών απουσιάζει στη χώρα των Αιθιόπων. Ο θεός των θαλασσών και των σεισμών, Ποσειδώνας, έχει μεγάλο μένος για τον Οδυσσέα γιατί τύφλωσε τον γιο του Πολύφημο. Η τιμωρία στην πράξη αυτή είναι η «μη επιστροφή» του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Ευκαιρία λοιπόν, τώρα που απουσιάζει ο Ποσειδών να πάρουν μια ευνοϊκή απόφαση για τον Οδυσσέα. Η απόφαση ανακοινώνεται από τον Δία και είναι οριστική. Η Καλυψώ θα αφήσει ελεύθερο τον Οδυσσέα που θα κάνει ένα μεγάλο ταξίδι για να φτάσει στο νησί των Φαιάκων. Οι Φαίακες θα τον βοηθήσουν να επιστρέψει στην Ιθάκη.

Ο Δίας λέει στον Ερμή να πάει στο μακρινό νησί της Καλυψώς και να της γνωστοποιήσει τη βουλή των θεών και του Δία: Να αφήσει ελεύθερο τον Οδυσσέα. Η Καλυψώ κατηγορεί με πάθος τους θεούς ότι ζηλεύουν τις θεές που ερωτεύονται θνητούς και το χειρότερο, σκοτώνουν αυτούς τους θνητούς όπως τον Ιασίονα το γιο του Μίνωα και τον Ωρίωνα τον κυνηγό. Η Καλυψώ φοβούμενη την οργή του Δία συμβιβάζεται και μάλιστα βοηθά τον Οδυσσέα με κάθε τρόπο για να μπορέσει να φύγει. Το βράδυ, της μέρας που επισκέφθηκε το νησί της Καλυψώς ο Ερμής, ο Οδυσσέας με την Καλυψώ απολαμβάνουν ένα θεϊκό γεύμα και περνούν ερωτικά την τελευταία τους βραδιά.

Τέσσερις μέρες χρειάστηκε ο Οδυσσέας για να κατασκευάσει το πλεούμενο του και την πέμπτη μέρα αφήνει οριστικά το νησί της Καλυψώς.

Η Καλυψώ του δίνει εφόδια και οδηγίες καθώς και ούριους άνεμους για το ταξίδι. Μετά από δεκαεφτά μέρες, αχνοφαίνονται στον ορίζοντα οι ακτές της γης των Φαιάκων. Όμως ο Ποσειδώνας επιστρέφοντας από την χώρα των Αιθιόπων, βλέπει τον Οδυσσέα να ταξιδεύει με ευνοϊκούς καιρούς και οργισμένος αναταράσσει τα νερά, με την Τρίαινα, δημιουργώντας μεγάλη θαλασσοταραχή. Το πλεούμενο διαλύεται και ο Οδυσσέας παλεύει με τα κύματα καβάλα σ` ένα ξύλο. Η ωραία θαλασσινή  θεά Λευκοθέα τον συμπονά και του χαρίζει ένα μαγικό μαντίλι που το φορά ενώ πετά τα βαριά  ρούχα, που του είχε δώσει η Καλυψώ, και πηδά στη θάλασσα. Η Αθηνά επεμβαίνει και μαλακώνει τα άγρια κύματα. Ο Οδυσσέας με την συμπαράσταση της Αθηνάς καταφέρνει να προσεγγίσει κολυμπώντας την ακτή της  χώρας των Φαιάκων και να φτάσει στις εκβολές ενός ποταμού. Προσεύχεται στον ποταμό να τον σώσει και ο ποταμός αποδέχεται την ικεσία του. Ο Οδυσσέας, γυμνός και καραβο-τσακισμένος, βγαίνει στη στεριά και καταφεύγει σ’ ένα σύδεντρο, όπου κοιμάται βαθιά, κρυμμένος στους θάμνους και σκεπασμένος με φύλλα.

 

Σχόλια.

-Δίκαιοι και άδικοι ηγέτες.

Η Αθηνά ψέγει τους θεούς που αφήνουν τον Οδυσσέα τόσα χρόνια να βασανίζεται μακριά από την αγαπημένη του Ιθάκη.

  Αυτός ο ήρωας έπραξε τα σωστά και τα δίκαια για την πατρίδα, τους συντρόφους του, τους υπηκόους του, και τίμησε τους θεούς προσφέροντας τόσες θυσίες. Γιατί  να έχει τέτοιες φριχτές τιμωρίες; Την ίδια στιγμή που οι άδικοι ηγέτες μένουν ατιμώρητοι. Οδύσσεια, ραψωδία ε`, 7-12.

 

-Η φύση στο νησί της Καλυψώς.

Η αγάπη του ποιητή για τη φύση είναι φανερή. Δέντρα, λουλούδια, πουλιά, νερά, μυρωδιές συντάσσονται σε όμορφες εικόνες.  Εὐώδης κυπάρισσος, μας λέει στη γλώσσα του, ο Όμηρος για το μυρωδάτο κυπαρίσσι. Όταν έφτασε ο Ερμής εκεί, τα θαύμασε όλα γύρω του. Οδύσσεια, ραψωδία ε`, 63-76.

 

-Η κακή μοίρα των θνητών που τους ερωτεύθηκαν θεές.

Η Καλυψώ θυμωμένη και έξαλλη με την απόφαση των θεών ν` αφήσει ελεύθερο τον Οδυσσέα λέει στον μαντατοφόρο Ερμή για τους άδικους θεούς που σκότωσαν δυο πανέμορφους θνητούς επειδή τους ερωτεύθηκαν με πάθος δυο θεές. Μιλά για τον Ιασίονα και τον Ωρίωνα που τους είχαν ερωτευθεί η Δήμητρα και η Ιώς. Η Δήμητρα  η καλοπλέξουδη νικήθηκε απ΄ τον πόθο.

Οδύσσεια, ραψωδία ε`, 120-128.

 

-Το πάθος μιας ερωτευμένης θεάς.

 Ο έρωτας της θεάς Καλυψώς για τον Οδυσσέα, δεν είχε όρια, ούτε ανθρώπινα ούτε θεϊκά. Τον ήθελε τόσο πολύ που του έταξε Αθανασία και να  μη γεράσει ποτέ. «ἀθάνατον καὶ ἀγήραον ἤματα πάντα».

Οδύσσεια, ραψωδία ε`, 135-136.

 

-νόστον ὀδυρομένῳ.

Η πρώτη εμφάνιση του Οδυσσέα γίνεται στον στίχο 153 της ε` ραψωδίας. Στις προηγούμενες 4 ραψωδίες υπήρχε συχνή αναφορά στο όνομα του αλλά δεν είχε εμφανιστεί ο ίδιος.

 

-Όρκοι αιώνιοι.

Ο Οδυσσέας δεν πιστεύει την Καλυψώ ότι θα τον απελευθερώσει και ότι δεν θα του προξενήσει άλλο κακό. Της ζητά να του δώσει ένα βαρύ όρκο. «μέγιστος όρκος δεινότατος»

Η Καλυψώ ορκίζεται στα νερά της Στύγας, στον ατέλειωτο Ουρανό και στη Γη. Ο Ουρανός και η Γη είναι το πρώτο ζευγάρι της  αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, οι απόλυτα σεβαστοί αρχετυπικοί θεοί. Ουρανός, Γη, Κάτω Κόσμος (Στύγα) τα τρία μέρη που συνθέτουν τον κόσμο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.

Η Στύγα ήταν, ένας από τους μεγάλους ποταμούς του κάτω κόσμου. Τα νερά του είχαν τη θεϊκή δύναμη να διαλύουν και να εξαφανίζουν ότι έπεφτε μέσα τους.

Ο βαρύς όρκος τελειώνει με τη φράση της ερωτευμένης Καλυψώς: Η καρδιά μου, ειν` ευαίσθητη, δεν είναι σιδερένια. «θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι σιδήρεος, ἀλλ' ἐλεήμων.»

Οδύσσεια, ραψωδία ε`, 184-191.

 

Ο καραβομαραγκός Οδυσσέας.

Ο Οδυσσέας σαν πραγματικός ναυπηγός επιλέγει την κατάλληλη ξυλεία για  όλα τα μέρη του πλεούμενου του, προκειμένου να ταξιδέψει με ασφάλεια. Υπάρχει αναλυτική περιγραφή από τον Όμηρο στους στίχους 240 και 253-261.

Ακολουθούν οι προμήθειες που του εξασφάλισε η Καλυψώ για το ταξίδι και τέλος οδηγός ουράνιος με τ` άστρα και του αστερισμούς για σωστή πλεύση.

ε240από καιρούς στεγνά, κατάξερα, να πλέγουν απαλάφρου.

ε252Στήνει παγίδια, με στραβόξυλα πολλά στεριώνοντάς τα,

και με μακριές σανίδες πάτωσε στο τέλος την κουβέρτα.

Και το κατάρτι μέσα εστήριξε με ταιριασμένη αντένα,

και το τιμόνι του μαστόρεψε, να κυβερνάει το σκάφος,

και με κλωνάρια ετιάς περίφραξε τρογύρα την πλωτή του,

να τον φυλάν από τα κύματα, και σώριασε και φύλλα.

Κι η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, λινό του κουβαλούσε

για τα πανιά· κι αυτός περίτεχνα μαστόρεψε και τούτα·

ξάρτια κι απλές και σκότες έδεσε τελεύοντας, και τότε

με τα φαλάγγια στ΄ άγια κύματα την έσπρωξε να πέσει.

Είχαν περάσει μέρες τέσσερεις, σα βρέθη τελειωμένος·

στις πέντε η Καλυψώ τον άφηνε πια απ΄ το νησί να φύγει,

με ρούχα ευωδιαστά απ΄ το χέρι της ντυμένο και λουσμένο.

Δυο ασκιά πιο πρώτα του κουβάλησε· μαύρο κρασί είχε το ΄να,

το άλλο νερό — το μεγαλύτερο — κι ακόμα το δισάκι με τις θροφές,

και μέσα νόστιμα προσφάγια του ΄χε βάλει· τέλος αγέρα πρίμο,

απείραγο, γλυκόπνογο του στέλνει. Τότε ο Οδυσσέας ο θείος,

χαρούμενος από τον πρίμο αγέρα,

σηκώνει τα πανιά, και κάθισε, με τέχνη το τιμόνι

να κυβερνά, κι ουδέ που βάραινε τα βλέφαρα του ο γύπνος,

την Πούλια, το Βουκόλο ως κοίταζε, που αργεί να βασιλέψει,

και το Χορό τον εφταπάρθενο, που τόνε λεν κι Αμάξι,

κι αυτού γυρνάει παραμονεύοντας το Αλετροπόδι πάντα,

και μόνο αυτός λουτρό δε χαίρεται στον Ωκεανό ποτέ του·

τι η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, του το ΄χε πει,

το Αμάξι να το ΄χει, ως αρμενίζει, αδιάκοπα στο χέρι το ζερβί του.

Διάβηκαν δεκαεφτά μερόνυχτα που αρμένιζε ο Οδυσσέας·

στις δεκοχτώ τα βαθιογίσκιωτα βουνά πρόβαλαν τέλος,

απ΄ τη μεριά που εκείνος βρίσκουνταν, της χώρας των Φαιάκων,

ε295Μαζί νοτιάς, λεβάντες χίμιξαν κι ανήμερος πονέντης,

μαζί βοριάς αιθερογέννητος, τρανό κυλώντας κύμα·

Μετάφραση Καζαντζάκη –Κακριδή.

 

      αριθμός επισκεπτών