Γράφει ο Κωστής Καζαμιάκης:
"Ήλθα στη γη την πατρική μετά είκοσι χρόνια"
ἤλυθον εἰκοστῷ ἔτεϊ ἐς πατρίδα γαῖαν.
Οδύσσεια. Ραψωδία π`.
Περίληψη.
Ο Τηλέμαχος φτάνει στο σπιτάκι του Εύμαιου πρωί-
πρωί. Ο πιστός χοιροβοσκός χαίρεται πολύ που επέστρεψε σώος ο Τηλέμαχος
από την Πύλο αφού με την καθοδήγηση της θεάς Αθηνάς απέφυγε το θανάσιμο
θαλασσινό καρτέρι των Μνηστήρων. Ο Τηλέμαχος μαθαίνει από τον Εύμαιο όσα
εκείνος γνωρίζει για τον γέρο ζητιάνο που φιλοξενεί στο μαντρί του.
Αυτός ο κουρελής ηλικιωμένος δεν είναι άλλος από τον Οδυσσέα όπως τον
έχει μεταμορφώσει η Αθηνά. Ο Εύμαιος φεύγει για να πληροφορήσει την
Πηνελόπη για την επιστροφή του Τηλέμαχου και η Αθηνά ξαναδίνει στον
Οδυσσέα την πραγματική του μορφή. Ο Τηλέμαχος αναγνωρίζει τον πατέρα του
και αφού περνά ώρα πολλή με αγκαλιές και κλάματα χαράς αρχίζουν να
καταστρώνουν σχέδια για την εξόντωση των Μνηστήρων. Αυτοί όμως
ετοιμάζουν δικά τους σχέδια για τον θάνατο του Τηλέμαχου που απέφυγε την
ενέδρα τους στα θαλασσινά στενά καθώς επέστρεφε από την Πύλο. Η Πηνελόπη
μαθαίνει τις πανουργίες των Μνηστήρων και τους ψέγει. Ο Ευρύμαχος την
καθησυχάζει με δολερές και ψεύτικες υποσχέσεις. Ο Εύμαιος επιστρέφει το
βράδυ στο ντάμι του και βρίσκει τον Τηλέμαχο και τον κουρελή γέρο στο
τραπέζι να τρώνε και να πίνουν. Η Αθηνά μεταμόρφωσε με το χρυσό της
ραβδάκι της, λίγο πριν εμφανιστεί ο Εύμαιος, τον Οδυσσέα πάλι σε
γέροντα, κουρελή ζητιάνο. Μετά το φαγητό πέφτουν για ύπνο.
Σχόλια.
Τρυφερή προσφώνηση.
Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος, π`,23. «Γλυκό μου φως,
Τηλέμαχε.».
Ο Εύμαιος χαίρεται πολύ που βλέπει τον Τηλέμαχο να
φτάνει σώος και ασφαλής στην Ιθάκη από την Πύλο αφού ξεγλίστρησε από την
θανάσιμη θαλασσινή παγίδα των Μνηστήρων. Και αναφωνεί: Τηλέμαχε,
γλυκερόν φάος!
Είκοσι χρόνια απουσίας
ἤλυθον εἰκοστῷ ἔτεϊ ἐς πατρίδα γαῖαν. π`, 206. Στη
γή μου εγώ την πατρική ήλθα αφού περάσαν είκοσι χρόνια συναπτά.
(ελεύθ.).
Ο ίδιος ο Οδυσσέας μιλά για το ακριβές διάστημα της
απουσίας του από την Ιθάκη.
Οι θεοί μπορούν τα πάντα.
ῥηΐδιον δὲ θεοῖσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν,
ἠμὲν κυδῆναι θνητὸν βροτὸν ἠδὲ κακῶσαι.»,π`, 212. Οι θεοί που τα ψηλά
ουράνια ορίζουν θέλουν σε κάνουν όμορφο, ή άσκημο αν θέλουν.
Για τις μεταμορφώσεις του Οδυσσέα από την Αθηνά. Η
Αθηνά προκειμένου να μη γνωρίσει κανείς τον Οδυσσέα στην Ιθάκη, τον
μεταμορφώνει, με το χρυσό ραβδάκι της, σε γέρο, κουρελή ζητιάνο.
Κλάμα γοερό.
κλαῖον δὲ λιγέως, ἁδινώτερον ἤ τ' οἰωνοί,
φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες, οἷσί τε τέκνα
ἀγρόται ἐξείλοντο πάρος πετεηνὰ γενέσθαι·
ὣς ἄρα τοί γ' ἐλεεινὸν ὑπ' ὀφρύσι δάκρυον εἶβον.π`,216- 219.
Και κλαίγανε μ` αλαλαγμούς σαν τα πουλιά που κλαίνε
με σπαραγμό σαν άρπαγες ανθρώποι τους αρπάξουν τους νεοσσούς απ` τη
φωλιά. Έτσι τα δάκρυα έτρεχαν από τα δικά τους μάτια.( ελεύθ.).
Γιος και πατέρας κλαίγανε σαν τα πουλιά θρηνούσαν
που κλέψαν τα πουλάκια τους από την ψηλή φωλιά τους οι άρπαγες οι
άνθρωποι που όλα τα πειράζουν. Ποτάμια δάκρυα χύσανε ο γιος και ο
πατέρας , ώρες πολλές θρηνούσανε από χαρά μεγάλη που τόσα χρόνια πέρασαν
χωρίς ν` ανταμωθούνε. (ελεύθ.).
Ιδιοφυής η παρομοίωση του Ομήρου του κλάματος του
Οδυσσέα και του Τηλέμαχου με το θρηνητικό κλάμα των πουλιών.
1*. Αρχιτέκτων. Ιστορικός Αρχιτεκτονικής. Ιστορικός
Τέχνης.
2*. Στην φίλη Σοφία Τσάνη που ανήγαγε τα ταξίδια
του Οδυσσέα σε «εκδρομές του ονείρου».