Το βλήμα

του Γιώργου Δουατζή

Από τη συλλογή διηγημάτων «Η άλλη λέξη»

  «Δεκεμβριανά 03-12-1944»

  Η μουσική  "Canto General " του Μίκη μας προστέθηκε από τον Ναπολέοντα   Ροντογιάννη
  «ευχαριστούμε για την παραχώρηση»

  Εάν δεν παίζει με το άνοιγμα της σελίδας, πατήστε το βελάκι για να ξεκινήσει!!!

   

      

   Τώρα που πεθαίνω, μην ξεχάσω να σου υπενθυμίσω ότι εξακολουθώ να έχω το βλήμα στον πνεύμονα. Είδες πόσο αστείο είναι, να με ακουμπάς στο στήθος, να απέχει από τα δάχτυλα, από την αφή σου, τρία εκατοστά και να μη μπορείς να το πιάσεις; Πράγμα που θα είναι εφικτό, όταν θα κάνετε εκταφή. Μην ξεχάσεις να πεις στους εργάτες που θα σκάβουν, να ψάξουν ανάμεσα στα οστά των πλευρών μου, να βρουν αυτό το βλήμα. Να υπολογίσεις εδώ, σε αυτό περίπου το σημείο, ότι πρέπει να το βρεις. Ένα κομμάτι ορειχάλκου θα είναι, οξειδωμένο τότε που θα το βρεις, γι αυτό να προσέξεις κάτι μεταλλικό, το οποίο θα έχει το πράσινο χρώμα της μπρούτζινης σκουριάς από την οξείδωση.

    Μα γιατί με κοιτάς με τόση απορία; Ναι, ξέρω ότι αργά το απόγευμα, απόψε, θα πεθάνω. Δεν μου το είπε κανείς. Ποιός θα μπορούσε να μου το πει άλλωστε; Το νιώθω, το διαισθάνομαι. Το ξέρω. Μήπως θα πρέπει να απολογηθώ και να αιτιολογήσω ότι θα πεθάνω ή γιατί το γνωρίζω; Σε παρακαλώ άκουσε τα σοβαρά και άσε τα γελοία περί του θανάτου μου. Και είναι γελοία, γιατί αφορούν σε ανούσιες λεπτομέρειες, όπως τι ώρα θα πεθάνω και τέτοια. Αυτά δεν αναιρούν το επικυρίαρχο γεγονός του θανάτου μου. Άρα συγκεντρώσου και άκουσέ με διότι δεν έχω πολύ χρόνο ακόμα. Α, τι ύφος είναι αυτό; Δε θέλω μικροψυχίες από σένα γιε μου. Λίγη λογική χρειάζεται και οι φόβοι του θανάτου πάνε περίπατο. Τα έχουμε ξαναπεί αυτά.


 “Δεκεμβριανά”

    Επανέρχομαι. Δεν ξέρω βέβαια αν εσύ το θέλεις αυτό το βλήμα, αλλά να, κρίνω με βάση τις δικές μου επιθυμίες. Εγώ στη θέση σου θα ήθελα να το κρατήσω ως κειμήλιο από τον πατέρα μου, ως ενθύμιο, ως ένα στοιχείο αυτής της απαράδεκτης σφαγής των Ελλήνων από τους προστάτες τους. Κι έπειτα, το φιλοξένησα στο κορμί μου γύρω στα πενήντα χρόνια. Και μόνον η σπανιότητα του γεγονότος, το κάνει σημαντικό. Έτσι δεν είναι; Θα μου πεις, ένα αντικείμενο είναι. Έχεις τόσα για να με θυμίζουν. Αλλά η ιστορία του, νομίζω πως κάνει αυτό το βλήμα μοναδικό. Φιλοξενήθηκε επί δεκαετίες σε ένα ζωντανό ανθρώπινο κορμί. Μπορώ να πω ότι αυτό το βλήμα έζησε μαζί μου ό,τι συνεπάγεται η ζωή. Πίκρες, χαρές, αγωνίες, εξάρσεις, έρωτες, μεταπτώσεις, τα πάντα. Και παρακολουθούσε, καταπληκτικό το βρίσκω αυτό, παρακολουθούσε τις ανάσες μου και τον ρυθμό της καρδιάς μου, επί περίπου πενήντα χρόνια. Με παρακολουθούσε εκ των ένδον. Εξαίσιο το βρίσκω.

    Ξέρω ότι τα “Δεκεμβριανά” που συμβολίζει αυτό το βλήμα, δεν θα ξεχαστούν, διότι ήδη τα έχει καταγράψει η Ιστορία. Σου θυμίζω ότι ήταν τρεις Δεκεμβρίου του 1944 και το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, ΕΑΜ το λέγαμε, είχε οργανώσει συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τον μονομερή αφοπλισμό των ανταρτών. Στο συλλαλητήριο μετείχαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, οι οποίοι γέμισαν ασφυκτικά την πλατεία Συντάγματος στην  πρωτεύουσα. Ήταν μια ειρηνική συγκέντρωση με τραγούδια, συνθήματα, σημαίες. Ο χώρος μπροστά στο μνημείο του  Άγνωστου Στρατιώτη είχε κατακλυστεί από διαδηλωτές. Εκεί ήμουν κι εγώ. Κατά τις έντεκα το πρωί νιώθουμε να έρχονται πυκνά πυρά από παντού. Καταιγιστικά πυρά. Κυβερνητικές δυνάμεις και εκείνες των Άγγλων, συμμάχων κατά τα άλλα τότε, χτυπούσαν ανελέητα με κάθε λογής όπλα, τους άοπλους εμάς. Απολογισμός, είκοσι ένας νεκροί και εκατόν σαράντα τραυματίες, ανάμεσά τους κι εγώ. Την επομένη, τέσσερις Δεκεμβρίου, κηρύχθηκε πανελλαδική γενική απεργία και νέκρωσε όλη η χώρα.


  

 Ο Τσόρτσιλ στην Αθήνα

    Αναρωτιέμαι αν σας ενδιαφέρουν όλα αυτά εσάς τους νεότερους. Εμφύλιος σπαραγμός. Ό,τι χειρότερο γιε μου. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια, σκέφτομαι ότι τίποτα δεν δικαιολογεί τέτοιες σφαγές. Τίποτα τέτοιες συμφορές. Είναι δυνατόν οι μισοί Έλληνες να θέλουν να εξοντώσουν τους άλλους μισούς και αυτό να χωράει στη λογική; Οι μεν, ένοπλοι αντάρτες, έκαναν επανάσταση για το καλό των πολιτών. Οι δε, ένοπλοι του τακτικού στρατού, υπεράσπιζαν την κρατούσα κατάσταση για την ασφάλεια του κράτους, επίσης για το καλό των πολιτών. Για το καλό των πολιτών αυτής της χώρας λοιπόν, χάθηκαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι. Οι μεν αποκαλούσαν τους δε τρομοκράτες και σύνθημα των πάντων, διαχρονικό μάλιστα, έγινε το “Τρομοκρατείστε τους τρομοκράτες”. Βεβαίως ο μόνος τρομοκρατημένος, ήταν ο φτωχός λαός μας που απελπισμένος έβλεπε ότι έπρεπε να ξαναχτίσει τα ερείπια και να τον κυβερνούν ουκ ολίγοι πρώην συνεργάτες των Γερμανών κατακτητών. Θυμάσαι μια μέρα που σε φώναξα σοκαρισμένος και σου έδειξα μια μεγάλη φωτογραφία την οποία ανακάλυψα σε ένα βιβλίο; Ήταν μια πανοραμική φωτογραφία της πλατείας Συντάγματος, παρμένη από ψηλά, αμέσως μετά το χτύπημα κατά του άοπλου λαού. Είδα για πρώτη φορά στη φωτογραφία τον εαυτό μου αιμόφυρτο, πεσμένο στο πλακόστρωτο. Σαράντα χρόνια μετά είδα την εικόνα μου από ψηλά. Πώς τα φέρνει η ζωή καμιά φορά, πως...

    Ταράχτηκα, σου εξομολογούμαι, δεν ξέρω αν το παρατήρησες τότε. Διότι δεκαετίες μετά, είδα στη χρονική στιγμή αυτή που πάγωσε η φωτογραφία, την εικόνα του εαυτού μου ετοιμοθάνατου, χτυπημένου άδικα. Τότε δέχτηκα το βλήμα που μου σφηνώθηκε στον πνεύμονα και έμεινε εκεί έως θανάτου. Θαύμα χαρακτήρισαν οι γιατροί το ότι ζούσα. Δεν τόλμησαν να το αφαιρέσουν, διότι θα πέθαινα από την αιμορραγία. Ορισμένοι γιατροί είχαν την ελπίδα, που επιβεβαιώθηκε, ότι θα σχηματιζόταν μια μεμβράνη και θα ακινητοποιούσε το βλήμα. Βέβαια, θυμάμαι ότι στο βύθισμά μου τότε, άκουγα τις ομιλίες τους που έλεγαν: «Αφήστε τον αυτόν. Δεν θα τη γλιτώσει. Ασχοληθείτε με κανέναν ζωντανό». Νόμιζαν οι αφελείς ότι δεν τους άκουσα. Και θυμάμαι το πείσμα μου, να μονολογώ μέσα στον λήθαργο μου: «Θα ζήσω. Με περιμένει η γυναίκα μου, το παιδί μου και θα ζήσω». Και τα κατάφερα.

    Αν δεν με έπαιρναν άγνωστοι άνθρωποι να με μεταφέρουν από την πλατεία Συντάγματος στο νοσοκομείο «Αγία Όλγα» στη Νέα Ιωνία, δεν θα ζούσα τώρα. Σκέψου, δεκατρία χιλιόμετρα και εξακόσια μέτρα ακριβώς, τα υπολόγισα, τόσο δρόμο έκαναν πεζοί αυτοί οι υπέροχοι άγνωστοί μου άνθρωποι μεταφέροντας εμένα αναίσθητο σε μια ξύλινη πόρτα, την οποία ξήλωσαν από παρακείμενο σπίτι, ελλείψει φορείου. Και να μην τους ξέρω, να τους βρω, να πω το ελάχιστο, το στοιχειώδες “ευχαριστώ”.

    Εκεί, στο νοσοκομείο έφτασε και η μητέρα σου, η οποία ήταν έγκυος “με την κοιλιά στο στόμα” όπως λέμε, για να με βρει ετοιμοθάνατο. Οι γιατροί της είπαν ότι δε θα ασχοληθούν με μένα, αφού δεν υπάρχει καμία ελπίδα επιβίωσης και θα πεθάνω. Είναι αδιανόητο. Χωρίς να γνωρίζουν αν άκουγα, δήλωναν ότι δεν θα επιζήσω. Όφειλαν φαντάζομαι να γνωρίζουν ότι άκουγα. Δεν μπορούσα να μιλήσω, αλλά καταλάβαινα τι έλεγαν. Σκέφτηκα έντονα, με πολλή ένταση, τόση που δεν θα την ξεχάσω ποτέ: «Θα ζήσω για να εκδικηθώ τον θάνατο του αδελφού μου». Απίστευτο, αλλά το αίσθημα της εκδίκησης ήταν κι αυτό ζωογόνο. Το αίσθημα εκδίκησης, που με πείσμωνε να ζήσω, ήταν η δολοφονία του αδελφού μου, κι ας αυτοκτόνησε. Περί δολοφονίας πρόκειται. Δεν σου κρύβω ότι χρόνια μετά, ντρεπόμουν για αυτό το ποταπό συναίσθημα της ανάγκης για εκδίκηση. Δεν είχα τότε την ψυχραιμία να σκεφτώ ότι αν έπρεπε να εκδικηθώ, θα έπρεπε να αναδείξω το κτήνος που κρύβεται στη φύση του ανθρώπου, αυτό που τον κάνει τον επικινδυνότερο στο ζωικό βασίλειο.


  “Δεκεμβριανά”

    Μην ξεχάσεις ποτέ σε παρακαλώ το μέγα ερώτημα. Εγώ όσο ζούσα, αυτό δεν το ξέχασα. Κι ελπίζω ούτε κι εσύ, ως συνέχειά μου, θα το ξεχάσεις.  Το μέγα ερώτημα: “Ποιος σκότωσε τον καπετάνιο;”  Εννοώ τον αδελφό μου φυσικά. Δεν ξέρω πραγματικά ποια είναι η αλήθεια ακόμα και σήμερα. Το ερώτημα αυτό πλανιόταν δεκαετίες στο μυαλό μου και θα πλανιέται ως αργά απόψε που θα πεθάνω. Ποιος σκότωσε τον καπετάνιο; Κρίμα που φεύγω οριστικά και δεν έχω την απάντηση. Βέβαια, ούτε εσύ θα βρεις ποτέ την απάντηση. Και ίσως δεν έχει νόημα πλέον. Αλλά δεν θα μπορούσα να φύγω, χωρίς να σου μεταφέρω το ερώτημα που με καίει δεκαετίες. Απλώς για να το γνωρίζεις. Και μόνο η αίσθηση ότι θα υπάρχει το ερώτημα μετά από μένα, με ανακουφίζει κάπως. Ίσως ακούγεται αστείο, αλλά με ανακουφίζει γιε μου.

    Ξέρω, μπορεί αυτά να σου ακούγονται ξένα, πολύ μακρινά, μακάβρια, απωθητικά. Όμως, καλό είναι να προσπαθήσεις να μεταφερθείς νοητά σε κείνη την εποχή. Καλό είναι... Τέλος πάντων, χρήσιμο είναι για την υπόθεση μας, για την κατανόησή της, να κάνεις αυτή τη μεταφορά στον χρόνο. Και βέβαια δεν είναι εύκολο να φανταστείς το κλίμα της εποχής, αλλά προσπάθησε και ίσως πάρεις μια γεύση από την τότε τραγική κατάσταση. Διότι το περίφημο ερώτημα που με βασανίζει δεκαετίες, δεν είναι άλλο, παρά η υπό κλίμακα απεικόνιση της σκοτεινότερης, της σκληρότερης περιόδου της σύγχρονης ιστορίας μας. Όχι ως ιστορίας οικογένειας, αλλά ως ιστορίας λαού.

    Το δραματικό δεν είναι το αποτέλεσμα του τραυματισμού μου, όπως το βλήμα στον πνεύμονα και το διαμπερές τραύμα στο χέρι. Το δραματικό στοιχείο είναι, ότι χάθηκαν αδίκως πάρα πολλοί άνθρωποι και αυτό βεβαίως είναι το σημαντικότερο. Όμως αυτό δεν αναιρεί, ότι εγώ δικαιούμαι να θεωρώ σημαντικότερο όλων το προσωπικό μου δράμα. Πριν τραυματιστώ, έμαθα τον θάνατο του καπετάνιου αδελφού μου και μόλις ένα μήνα πριν είχα θάψει με τα χέρια μου την πεντάχρονη κόρη μου. Η οποία χάθηκε από μία ασθένεια, την φυματιώδη μηνιγγίτιδα, ένα μήνα ακριβώς πριν έρθει η πενικιλίνη στην Ελλάδα, φάρμακο σωτήριο για αυτήν. Ήταν πολύ όμορφο κορίτσι και πολύ έξυπνο. Θα μου πεις πώς θα έβλεπα το παιδί μου; Όχι δεν υπερβάλλω, ήταν πραγματικά όμορφο και έξυπνο παιδί. Έχεις δει φωτογραφίες του. Μόλις διαπιστώθηκε ο θάνατός του το πήρα στην αγκαλιά μου, το έπλυνα, το αρωμάτισα με την προσφορότερη τότε κολόνια λεμόνι, του φορέσαμε το καλύτερο φουστάνι που είχε και το βάλαμε σε ένα μικρό φέρετρο, το οποίο έφτιαξα με τα ίδια μου τα χέρια. Βρήκα σανίδες και έφτιαχνα... Πού να βρεις παιδικό φέρετρο, ώρες εμφύλιας σφαγής; Δεν θέλω να σου δημιουργήσω εικόνες πικρές, αλλά έτσι ακριβώς έχουν τα περιστατικά, όπως σου τα περιγράφω. Ζωή είναι άλλωστε όλα τούτα. Ένα μήνα μετά, όπως σου είπα, έρχεται το δεύτερο χτύπημα, αυτή τη φορά με τον θάνατο του αδελφού μου.

    Δεν στα λέω αυτά με ηττοπάθεια, το νιώθεις, ούτε διεκτραγωδώ την κακή μου μοίρα και άλλα τέτοια μικρόψυχα. Απλώς σου λέω, πως όταν ο θάνατος με επισκέπτεται απανωτά και με τόσο βίαιο τρόπο, μάλλον το γεγονός ότι την ίδια ώρα σκοτώνονται πολλοί άλλοι άνθρωποι, δεν αναιρεί σε μένα το αίσθημα της τρομακτικής έλλειψης, ούτε τον πόνο της απώλειας. Κι έπειτα, δεν πρέπει να γνωρίζεις τα γεγονότα που έζησα; Άλλωστε, συνιστούν ενδεικτικά μέρος της ιστορίας του τόπου.

    Αυτό που σου λέω σήμερα, ότι πρέπει να βρεις το βλήμα αφού γίνει η εκταφή μου, δεν εκφράζει την ματαιοδοξία μου, ούτε μια αυταπάτη αθανασίας μέσα από ένα κομματάκι μετάλλου. Αλλά νιώθω ότι έτσι συμβολοποιώ μια μικρή αφετηρία, για να κοιτάξεις πιο μακριά, μπροστά, με βάση την εμπειρία, το παρελθόν. Έτσι, που να φύγεις από τα μικρόψυχα πράγματα οριστικά, να μην κρίνεις τους ανθρώπους με το “αριστερός-δεξιός” της στείρας εποχής μου, να δεις πόσο μικρή και μαζί  τεράστια σε διάρκεια είναι η ζωή και να γεμίσεις αισιοδοξία και αγάπη για τους άλλους. Ίσως σκέφτεσαι πόσο γελοίο ακούγεται ένας μελλοθάνατος να μιλάει για αισιοδοξία. Αλλά εγώ είμαι ένα ελάχιστο στη συνέχεια της ζωής, οφείλω να σκέπτομαι πέρα από μένα και ναι το εννοώ, οφείλεις αφού ζεις να έχεις αισιοδοξία. Να χαίρεσαι, καθώς λένε, για αυτά που έχεις και να μην λυπάσαι για αυτά που δεν έχεις. Βρίσκω δικαιολογημένη την αισιοδοξία για τη χαρά του να απολαμβάνεις την ύπαρξη ενός πατέρα που μπορεί να διηγείται με απόλυτη ηρεμία – πρόσεξε, όχι ψυχραιμία - ιστορίες, λίγες ώρες πριν το οριστικό του φευγιό. Εγώ, ούτε αυτή τη χαρά έζησα, ως ορφανός από παιδί. Μήπως δεν πρέπει να χαίρομαι που υπάρχεις, είσαι δίπλα μου και έχω τη δυνατότητα να σου μιλάω αυτήν τη στιγμή;


 Μανώλης Γλέζος και Λάκης Σάντας κατεβάζουν τη σβάστικα από την Ακρόπολη

    Σπηλιά σκοτεινή μοιάζει το βλέμμα σου. Μην αρχίσεις να μου λες τα κλασικά λόγια παρηγοριάς, τα οποία ενδεχομένως θα έλεγα κι εγώ στη θέση σου. Με βλέπεις να ανησυχώ; Ξέρω ότι θα πεθάνω απόψε, τα είπαμε αυτά, το θέμα δεν είναι αυτό τώρα, γιατί αυτό είναι δεδομένο, όπως είναι για σένα και για όλους μας. Το θέμα είναι ότι δεν έχω, ακόμα και τώρα που τελειώνει αυτή η μικρή μου περιδιάβαση στον πλανήτη, δεν έχω την απάντηση στο μεγάλο ερώτημα: “Ποιος σκότωσε τον καπετάνιο;”.

    Βέβαια, ίσως υποθέσεις ότι δίνω υπερβολική διάσταση σε αυτό το θέμα. Αλλά πρέπει πρώτα από όλα να σκεφτείς, ότι η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ο δρόμος προς την αποκάλυψη μιας σημαντικής πτυχής του δράματος που έζησε ο λαός μας. Όχι μόνο στη διάρκεια της Αντίστασης και του Εμφυλίου, αλλά σε όλο το διάστημα, δεκαετίες ολόκληρες μετά την λήξη αυτού του σπαραγμού. Ίσως να είναι υπό κλίμακα το δράμα που ζει εσαεί ο άνθρωπος, διερωτώμενος ποιός και γιατί σκοτώνει τον συνάνθρωπο καθημερινά. Είναι η πτυχή της ανάδειξης του άγριου ζώου που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος. Η πτυχή της τάσης για αλληλοεξόντωση, για την επικράτηση του ισχυρότερου, με κάθε μέσο. Ή του αδύναμου, που σπεύδει να ταυτιστεί με τον ισχυρό, ξεχνώντας  κάθε ανθρώπινη αξία, όπως τα αδύναμα ζώα στην αγέλη. Αδιάφοροι και οι δύο, για το αν με τη στάση τους οδηγούν συνανθρώπους σημερινούς και αυριανούς στον αφανισμό.

    Αυτό το μικρό βλήμα, αν το βρεις, μπορεί να μην είναι απλώς ένα ενθύμιο. Μπορεί να σηματοδοτεί μια ολόκληρη ιστορία, μπορεί να σε κεντρίσει για παραγωγικές σκέψεις, μπορεί να βοηθήσει στην αποκάλυψη, στη μεγάλη απάντηση της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν παραβλέπω τη διάσταση που έχουν τα λόγια μου, επειδή ακούγονται από έναν άνθρωπο που ξέρει ότι σε λίγες ώρες θα πεθάνει. Άλλωστε, εσύ θα κρατήσεις όσα θέλεις από την τωρινή φλυαρία μου. Ενδεχομένως η εύρεση αυτού του ίδιου του βλήματος δεν έχει πια τόσο σημασία, όσο αυτά που σου λέω αυτήν τη στιγμή. Από την άλλη, δεν είναι λίγα όσα σηματοδοτεί η ύπαρξη και μόνον αυτού του βλήματος, είτε έρθει στα χέρια σου, είτε χαθεί μέσα στα χώματα. Εγώ θεωρώ βέβαιο ότι θα φτάσει στα χέρια σου. Εκτός αν, εκτός… αν δεν προλάβεις την ώρα της εκταφής μου.

    Αφενός θέλω να σου πω την ιστορία ολόκληρη, διότι αν δεν την ξέρεις εσύ, τότε ποιος πρέπει να την ξέρει; Αφετέρου, είναι λίγο παράδοξο να φύγω από αυτόν τον πλανήτη, χωρίς να έχεις ακούσει την πραγματική ιστορία της οικογένειας. Εντάξει, η μητέρα σου πάντοτε αντιδρούσε, δεν ήθελε να μιλάω για αυτά για να μην σε στενοχωρήσω. Πιστεύω όμως ότι δεν ήθελε να μιλάω για αυτά τα πράγματα, ακριβώς για να μην επιστρέφει αυτή στο παρελθόν και στενοχωριέται. Διότι γνωρίζω πάρα πολύ καλά, ότι η μητέρα σου έχει απωθήσει στα βαθύτερα της μνήμης της όλα αυτά τα πικρά γεγονότα. Όπως γνωρίζω επίσης καλά, ότι όσο και να νομίσει κάποιος ότι γύρισε την πλάτη στο παρελθόν, αυτό κάποια στιγμή επιστρέφει και ξαφνιάζει με την ένταση της επιστροφής.

   Τι να πρωτοθυμηθεί κι η καημένη η μάνα σου. Ότι έμπαιναν οι ασφαλίτες στο σπίτι μας οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας ή της νύχτας; Ότι εγώ διέφευγα από το παράθυρο για να μην συλληφθώ για τις αριστερές μου ιδέες; Ότι αυτή ζούσε με έναν επί χρόνια φυγάδα; Ότι αφού με κατηγόρησαν ως τροτσκιστή οι ακραιφνείς σταλινικοί, έπρεπε να κρύβομαι από δεξιούς και αριστερούς; Ότι αν δεν υπήρχε αυτός ο ισχυρός έρωτας μεταξύ μας, δεν θα μπορούσαμε να συνυπάρχουμε με κανέναν τρόπο μέσα σε τόσο αντίξοες συνθήκες;


Καρλ Μαρξ

    Είχα κρεμάσει στον τοίχο, τόσο μυαλό είχα κι εγώ σε τέτοιες εποχές, ένα μπρούτζινο ανάγλυφο που είχα φτιάξει του Μαρξ. Μπαίνουν οι ασφαλίτες στο σπίτι, δεν με βρήκαν εκεί, ως συνήθως, αφού πάντοτε βρισκόμουν σε ετοιμότητα και έφευγα από το πίσω παράθυρο. Ρώτησαν τη μάνα σου δείχνοντας τον Μαρξ: “Ποιος είναι αυτός;” Ετοιμόλογη, είχε συνηθίσει πια, απάντησε: “Ο Μπετόβεν”. Απορημένος ο ασφαλίτης ξαναρώτησε: “Και τι είναι αυτός;” “Ένας μουσικός είναι” είπε. Βεβαίως οι ασφαλίτες θεώρησαν ότι ο Μπετόβεν είχε μουστάκι και γενειάδα και έφυγαν ικανοποιημένοι από το θεάρεστο έργο τους. Πιθανώς τον θεώρησαν μπουζουκτσή. Υπάρχουν πράγματα για τα οποία τώρα γελάμε. Όμως αν τα ζούσες, ήταν παραπάνω από δραματικά. Φτάνει να συνειδητοποιήσεις, ότι τότε σε εκτελούσαν και μόνο για τις ιδέες σου, παρόλο που δεν έβλαψες κανέναν.

    Πρώτη φορά στη ζωή μου, έχω τέτοια, πλήρη αίσθηση του χρόνου ως ορισμένου, ως περιορισμένου για να ακριβολογήσω. Η έννοια αναβολή, εδώ, τώρα, σε βεβαιώ, προκαλεί μόνο γέλια. Δεν χωράει αναβολή...

    Καλώς ή κακώς, εγώ είχα εμπλακεί με την Αριστερά. Το ότι αρκετές φορές σκέπτομαι, ευτυχώς που χάσαμε, δεν αναιρεί την πίστη μου στους αγώνες για προάσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ούτε την πίστη μου στον άνθρωπο και τις αξίες του, ούτε τα μαθήματα ζωής που πήρα από τα λάθη μου, τα οποία ευτυχώς δεν έχουν να κάνουν με απώλεια ανθρώπινης ζωής. Η εμπλοκή μου αυτή, ταλαιπώρησε ανθρώπους, οι οποίοι δεν είχαν ιδέα, ούτε διάθεση να μάθουν περί Αριστεράς και σοσιαλισμού. Όπως η οικογένεια της μητέρας σου, οικογένειες φίλων μου και άλλοι. Και λέω ταλαιπώρησε, διότι η Ασφάλεια κυνηγούσε ως και τον μπακάλη σου, επειδή έτυχε να του πεις δυο φορές καλημέρα, άρα μπορεί να ήταν κάποιο συνθηματικό αυτό. Τα ξέρεις, τότε η χώρα ήταν μοιρασμένη σε καλούς εθνικόφρονες και κακούς κομμουνιστοσυμμορίτες ή το αντίθετο. Κατά βούληση διάλεγες και έπαιζες και στις δύο περιπτώσεις, τη ζωή σου κορώνα - γράμματα. Άσε, μην επανέρχομαι, γιατί θα μπλέξω με τις αφηγήσεις και δεν θα προλάβω τα σημαντικά, την ουσία.

    Όπως ξέρεις, είχαμε συμφωνήσει με τον αδελφό μου, ότι όποιος από τους δύο μας θα περνούσε στην Εθνική Αντίσταση με το Αντάρτικο, ο άλλος θα έμενε στις πολιτικές οργανώσεις, ώστε στη χειρότερη περίπτωση να μην χανόμαστε και οι δύο, διότι κάποιος έπρεπε να φροντίσει την αδελφή μας. Βέβαια αυτή η συμφωνία δεν είναι τυχαία, μπορεί να ακούγεται γελοία, αλλά έχει βάση στο παρελθόν και στην ιστορία της οικογένειας. Διότι πάντοτε, όταν υπήρχαν δύο γιοι, δύο αρσενικά στην οικογένεια, ο ένας πάντοτε χανόταν από βίαιο θάνατο. Ο προπάππους μας ήταν μοναχογιός, ο παππούς είχε αδελφό ο οποίος σκοτώθηκε στους βαλκανικούς πολέμους, ο πατέρας μου ήταν επίσης μοναχογιός. Ξέραμε λοιπόν, ότι αν υπάρχει πεπρωμένο, ο ένας από τους δύο έπρεπε να σκοτωθεί με βίαιο θάνατο. Ανοησίες θα μου πεις, αλλά η εμπειρία άλλα λέει. Και το τραγικά γελοίο είναι, όπως ξέρεις, ότι τελικά και η αδελφή μου σκοτώθηκε σε τροχαίο, από βίαιο θάνατο δηλαδή και έμεινα το μόνο αρσενικό της οικογένειας. Ίσως έχεις τύχη που είσαι μοναχογιός, αν πιστέψουμε στις προλήψεις. 


 Αντάρτης του ΕΛΑΣ

    Ο αδελφός μου τελικά έγινε αντάρτης, καπετάνιος στον ΕΛΑΣ, στη στρατιωτική πλευρά δηλαδή της Εθνικής Αντίστασης που ελεγχόταν από το κομμουνιστικό κόμμα. Δυστυχώς για αυτόν, είχε τυφλή υπακοή στα κελεύσματα του κόμματος. Είχε σπουδαία δράση, στρατηγικές αρετές και  επιτυχίες με χτυπήματα κατά των κατακτητών, με αφοπλισμό χιλιάδων Ιταλών. Για λόγους τους οποίους αγνοώ, πήρε εντολή από το κόμμα του να εγκαταλείψει το σύνταγμα που είχε δημιουργήσει και καθοδηγούσε και να κρυφτεί σε ένα καθορισμένο από το κόμμα σημείο της ορεινής Φθιώτιδας. Σε ένα κρησφύγετο, το οποίο μόνον ο σύνδεσμός του στο κόμμα γνώριζε. Κράτα το αυτό. Το αιτούμενο δεν είναι να απαντήσουμε γιατί είχε τυφλή υπακοή ο αδελφός μου στο κόμμα, αλλά γιατί του έδωσαν εντολή να κρυφτεί κάπου και να περιμένει οδηγίες για την περαιτέρω αξιοποίηση του. Θα μπορούσαν κάλλιστα να του αναθέσουν νέα καθήκοντα, χωρίς να μεσολαβήσουν κρησφύγετα και άσκοπες  μετακινήσεις. Τηρώντας τις εντολές, έφτασε σε μια εγκαταλειμμένη στάνη για να περιμένει, όπως είχε συμφωνηθεί, να φτάσουν  από το κόμμα οδηγίες για τις επόμενες κινήσεις του.

    Το ίδιο βράδυ τον περικύκλωσαν δυνάμεις εκτελεστών της αντίπαλης Δεξιάς, άρχισαν οι πυροβολισμοί και για να μην συλληφθεί και διαπομπευτεί, έβαλε το πιστόλι κάτω από το σαγόνι του και πυροβόλησε. Η βάρβαρη συνέχεια ήταν κάτι το συνηθισμένο για την εποχή. Του έκοψαν το κεφάλι και το περιέφεραν στα χωριά επιδεικνύοντας το για να τρομοκρατούνται οι πολίτες.  Μπορείς να συλλάβεις το μέγεθος της βαρβαρότητας που φέρει το ανθρώπινο κτήνος; Και πόσο πρόσφατα είναι τα γεγονότα που αφηγούμαι; Ποιό άλλο ζώο στον πλανήτη θα αντιδρούσε έτσι;


Άρης Βελουχιώτης

    Ίσως ήδη να κατάλαβες γιατί είναι τραγικό το ερώτημα: Ποιος σκότωσε τον καπετάνιο; Το ρωτάω, διότι προφανώς δεν σκότωσε ίδιος τον εαυτό του. Και βεβαίως, υπάρχουν καταιγιστικά ερωτήματα: Πώς ήξεραν οι ομάδες των εκτελεστών που θα τον βρουν; Γιατί δεν εμφανίσθηκε σύνδεσμος από το κόμμα να του δώσει οδηγίες; Γιατί δεν έκαναν το απλό, να του δώσουν οδηγίες χωρίς να τον στείλουν σε κρησφύγετο; Τι νόημα είχε το να κρυφτεί κάποιες μέρες; Δεν θα μπορούσε κάλλιστα να συνεχίσει να ηγείται της μονάδας του και να του δώσουν εκεί οδηγίες, για το τι θα κάνει μετά;

    Θα μου πεις, τόσες δεκαετίες και δεν έδωσα απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα; Πρέπει να σου εξομολογηθώ κάτι. Ίσως θα μπορούσα να είχα βρει όλες τις απαντήσεις. Αναρωτιέμαι όμως, τώρα που έφτασα στο τέλος, μήπως πραγματικά δεν ήθελα να ξέρω τις απαντήσεις. Μήπως δεν ήθελα, δεν μπορούσα να παραδεχτώ ποιος ήταν ο ηθικός αυτουργός αυτού του εγκλήματος. Μήπως, όσο και αν η λογική μου με οδηγούσε σε συμπεράσματα, εγώ τα αρνιόμουν; Μήπως φοβόμουν το γκρέμισμα μιας ολόκληρης αυταπάτης, η οποία ανάλωσε δεκαετίες από τη ζωή μου; Αυτό είναι το πιο πιθανό. Τα λέω όλα αυτά σε σένα, ίσως γιατί έτσι μειώνω το βάρος της ευθύνης της μη απάντησης. Ίσως, για να απαλλαγώ από το βάρος των τύψεων που έφερα πάντοτε, διότι δεν εξάντλησα την έρευνα για την εύρεση τεκμηριωμένων απαντήσεων.

    Μου φαίνεται αστείος ο τρόπος που με κοιτάζεις. Ενώ ξέρω ότι βρίσκεις άκρως ενδιαφέροντα αυτά που σου λέω, προσπαθείς να είσαι τελείως ανέκφραστος με ένα βλέμμα ουδέτερο, κρύο, αδιάφορο. Είναι η δική σου άμυνα. Δεν είναι ότι θέλεις να μου δείξεις, να υπονοήσεις, ότι αδιαφορείς. Είμαι βέβαιος γι αυτό. Θα αναρωτιέσαι μάλιστα, γιατί όλα αυτά τα συγκεντρώνω σε μια λέξη, συμβολοποιώ ένα αντικείμενο, το οποίο είναι το βλήμα. Ε, σε όλη μας τη ζωή με εμβλήματα δεν ζούμε; Και εγώ σου πρόσθεσα ένα... εμβληματικό βλήμα. (γέλια).

    Με κοιτάς με απορία, επειδή γελάω. Άλλαξε κάτι και δεν το ξέρω και δεν μπορώ να γελάω; Πάντα ήξερα ότι θα πεθάνω. Τώρα ξέρω ότι θα πεθάνω απόψε. Τι αλλάζει; Η χρονική στιγμή του επερχόμενου γεγονότος μας μάρανε; Να ήξερες, τι αίσθημα ευφορίας μου δημιουργεί ο μη φόβος του θανάτου. Τι αίσθημα ελευθερίας μου δημιουργούσε πάντοτε αυτός ο μη φόβος. Και πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε αυτό το βλήμα στον μη φόβο του θανάτου.

    Αν νομίζεις ότι είναι σημαντικό για σένα, σε παρακαλώ να ασχοληθείς με το μεγάλο οικογενειακό μας ερώτημα: Ποιος σκότωσε τον καπετάνιο; Ίσως η απάντηση να είναι χρήσιμη, ίσως τελείως άχρηστη. Εγώ όμως όφειλα να σου πω. Την αλήθεια μου, που μπορεί να μην είναι αλήθεια, αλλά είναι, πιστεύω ότι είναι, η ιστορία μου. Και μόνο για αυτό δεν έχει ενδιαφέρον;

    Κι έπειτα, το βλήμα είναι για σένα, θα είναι για να ακριβολογώ, ένα ακόμα τεκμήριο ότι πέρασα από τη γη. Θα είναι ένα αντικείμενο, που δεν θα φέρει κανένα ίχνος από τη σκοπιμότητα της γέννησης του, να σκοτώνει δηλαδή, αλλά θα προκαλεί πολλές αναμνήσεις. Σκέψου τι μπορεί να άκουσε αυτό το βλήμα. Πόσες κουβέντες, ακόμα και σκέψεις μου, μπορεί να εισέπραττε. Έλεγχε κατά πανομοιότυπο τρόπο κάθε στιγμή, τη ροή του αίματος στις αρτηρίες μου. Είχε πάντοτε την ίδια ακριβώς θερμοκρασία με το κορμί μου. Με συντροφεύει δεκαετίες και απλά υπάρχει. Δεν ενόχλησε, δεν απαίτησε, δεν έκανε ευτυχώς καμία απολύτως κίνηση.

    Εκείνο που δεν γνωρίζω και θα σου αποκαλυφθεί σε λίγα χρόνια, είναι αν το βλήμα είναι ακριβώς χάλκινο ή μπρούτζινο. Ξέρεις το μέταλλο από το οποίο φτιάχνουν αγάλματα. Εσύ μπορεί να το κρεμάσεις σε μια αλυσίδα, να το έχεις σαν κομπολόι στο χέρι και να παίζεις ή να το βάλεις στο γραφείο με τα άλλα συλλεκτικά σου αντικείμενα. Πάντως το μόνο βέβαιο και αδιαμφισβήτητο, είναι ότι το βλήμα αυτό είναι μοναδικό. Η μοναδικότητα πηγάζει από την ανυπαρξία άλλου βλήματος ίδιου σε κατασκευή, σχήμα, υφή, το οποίο να έχει μείνει μέσα στον πνεύμονα ενός ανθρώπου, ακίνητο επί πενήντα χρόνια. Αν προσδώσεις δε στη ύπαρξή του το δέσιμο με μένα, με έναν άνθρωπο εξ αντικειμένου αγαπημένο σου, τότε η μοναδικότητα αποκτά μια άλλη τεράστια μοναδιδκή σημασία. Κάνω λάθος;

    Μου αρέσει που με αφήνεις να μονολογώ. Το μόνο που κάνεις, είναι να κουνάς το κεφάλι και να λες χιλιάδες λέξεις με το βλέμμα. Ίσως να έχεις δίκιο. Ίσως πραγματικά δεν έχει νόημα να μου πεις κάτι. Ίσως το μοναδικό που έχει νόημα τώρα που φεύγω οριστικά χωρίς επιστροφή, είναι ότι με άκουσες. Ίσως η φλυαρία στο βλέμμα σου. Ίσως το βλήμα. Ίσως πάνω από όλα, το ερώτημα ποιος σκότωσε τον καπετάνιο. ΄Η όχι; Ίσως…

   Αν δεν έχεις κάτι σημαντικότερο να κάνεις, έλα το απόγευμα να με δεις πριν φύγω. Πήγαινε τώρα. Με κούρασε η φλυαρία μου, αλλά μου έφτιαξε και το κέφι.

    Και μην ξεχάσεις. Το απόγευμα φεύγω. Και το βλήμα, ε;

 


 Αθηναίοι γιορτάζουν την απελευθέρωση της πόλης τους, Οκτώβριος 1944

   

      αριθμός επισκεπτών