Χριστούγεννα στην αιχμαλωσία
του Γιώργου Μ. Βραζιτούλη, Βερολίνο
(Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Ηπειρωτικός Αγών» - 23.12.2013)
Από την υποδοχή των Ελλήνων αιχμαλώτων στο στρατόπεδο
του Γκαίρλιτς
Πριν από 97 χρόνια, επτά χιλιάδες περίπου έλληνες στρατιώτες περνούσαν τα
πρώτα τους Χριστούγεννα μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την
Μητέρα Πατρίδα, στην γερμανική πόλη του Γκαίρλιτς (Görlitz),
ευρισκόμενοι σε ένα ιδιαίτερο καθεστώς αιχμαλωσίας. Ο λόγος της εκεί
παρουσίας τους αποτελεί ένα πρωτοφανές περιστατικό στη νεώτερη ιστορία
της Ελλάδας, άρρηκτα συνδεδεμένο με τον εθνικό διχασμό, που ταλάνιζε τη
χώρα εκείνη την εποχή. Συγκεκριμένα, το Σεπτέμβριο του 1916, ενώ στην
Ευρώπη και στα Βαλκάνια μαίνονταν ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, το Δ’
Σώμα του ελληνικού στρατού, προκειμένου να μη πέσει στα χέρια των
Βουλγάρων, που είχαν εισβάλει στη Μακεδονία και επεδίωκαν να καταλάβουν
την Καβάλα περικυκλώνοντάς το, ζήτησε να αιχμαλωτιστεί οικειοθελώς από
τον γερμανικό στρατό και να μεταφερθεί ολόκληρο, αξιωματικοί και
στρατιώτες μαζί, στην Γερμανία. Οι Γερμανοί, προσδοκώντας από την
επιχείρηση αυτή μεγάλα προπαγανδιστικά οφέλη, δέχτηκαν να «φιλοξενήσουν»
τους Έλληνες για την διάρκεια του πολέμου στην ιστορική πόλη της
Σιλεσίας. Η υποδοχή που τους επεφύλαξαν, όταν έφτασαν με τα τρένα,
υπήρξε εγκάρδια, στην είσοδο
του στρατοπέδου μάλιστα, που είχαν προετοιμάσει για την εγκατάστασή
τους, είχαν αναρτήσει την επιγραφή «Χαίρετε!».
Η αιχμαλωσία
Παρέλαση των ελλήνων στρατιωτών κατά την
άφιξή τους στο Γκαίρλιτς
Με τη μέχρι πρόσφατα ξεχασμένη αυτή ιστορία έχει ασχοληθεί συστηματικά ο
Γεράσιμος Αλεξάτος (Βερολίνο)
και τα αποτελέσματα της μακροχρόνιας έρευνάς του κατέγραψε στο
εξαιρετικό και πλούσιο σε ντοκουμέντα και μαρτυρίες βιβλίο του, με τίτλο
«Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς» (εκδόσεις Αφών Κυριακίδη, 2010), από το οποίο
αντλούμε εδώ όλες τις σχετικές πληροφορίες. Οι έλληνες στρατιώτες
διέμεναν σε στρατώνες, τους οποίους δεν επιτρέπονταν να εγκαταλείπουν,
ενώ οι αξιωματικοί, που στην πλειοψηφία τους ήταν φιλοβασιλικοί, είχαν
την δυνατότητα να νοικιάζουν σπίτια μέσα στη πόλη και να διαβιούν
γενικότερα πολύ πιο άνετα. Στη διάρκεια της παραμονής τους οι
«φιλοξενούμενοι» εξέδιδαν την ελληνική εφημερίδα, «Τα Νέα του Γκαίρλιτς»
και αργότερα τα «Ελληνικά Φύλλα».
Από την αιχμαλωσία του Γκαίρλιτς πέρασαν κι αρκετοί επώνυμοι, όπως ο
θεατρικός συγγραφέας Βασίλης Ρώτας, ο λογοτέχνης Λέων Κουκούλας και ο
ζωγράφος Παύλος Ροδοκανάκης.
Η ελληνική εφημερίδα
«Τα Νέα του Γκαίρλιτς»
Πολλοί στρατιώτες απέκτησαν με την πάροδο του χρόνου την δυνατότητα νόμιμης
εργασίας σε βιομηχανίες της περιοχής και άλλων πόλεων της Γερμανίας, ενώ
άλλοι έμαθαν διάφορα πρακτικά επαγγέλματα. Η αντιμετώπιση από τον ντόπιο
πληθυσμό, ιδιαίτερα δε από τον γυναικείο, ήταν γενικά φιλική, με
αποτέλεσμα να αναπτυχτούν πολλοί στενοί δεσμοί καθώς και να γίνουν
αρκετοί γάμοι με Γερμανίδες. Περίπου 400 από τους άνδρες του Σώματος
άφησαν τα κόκκαλά τους εκεί, αφού δεν άντεξαν τις διάφορες αρρώστιες και
κακουχίες της αιχμαλωσίας. Η παρουσία ενός τόσο μεγάλου αριθμού Ελλήνων
στο γερμανικό έδαφος αποτέλεσε το διάστημα εκείνο μοναδική ευκαιρία για
επιστημονικές μουσικολογικές και εθνογραφικές μελέτες από διάφορους
γερμανούς ερευνητές. Στο Γκαίρλιτς έγιναν εκατοντάδες ηχογραφήσεις
δημοτικών τραγουδιών (μεταξύ αυτών και μερικών Ηπειρώτικων), που
φυλάσσονται μέχρι σήμερα στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου.
Το τέλος της αιχμαλωσίας υπήρξε ταραχώδες, όταν οι έλληνες στρατιώτες, με τη
λήξη του Πολέμου και αφού είχαν συμπαραταχτεί με το αριστερό κίνημα των
γερμανών Σπαρτακιστών, το Νοέμβριο του 1918 εξεγέρθηκαν με αίτημα την
άμεση επιστροφή στην Πατρίδα. Μετά την αιματηρή αποτυχία της εξέγερσης
δραπέτευσαν άτακτα και με κάθε δυνατό μέσο επέστρεψαν στην Ελλάδα. Τα
τελευταία υπολείμματα του Δ’ Σώματος μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικά από το
Γκαίρλιτς μέσω Ριέκας στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1919.
Η χριστουγεννιάτικη γιορτή
Σε ένα κείμενο που βρήκα σε ένα εγχειρίδιο εκμάθησης της Νεοελληνικής του
γερμανού φιλολόγου καθηγητή
Gustav
Soyter,
σε μια έκδοση του 1944, περιγράφεται, το πώς πέρασαν οι έλληνες
στρατιώτες τα πρώτα Χριστούγεννά τους στο Γκαίρλιτς, κατά τη διάρκεια
της ιδιότυπης αυτής αιχμαλωσίας. Το κομμάτι αυτό, που υπογράφεται από
κάποιον Θεόδωρο Κ. Παπαθεοδώρου, αποτελεί αναδημοσίευση του μεγαλύτερου
μέρους ενός χρονογραφήματος με τίτλο «Τα Χριστούγεννά μας στο Γκέρλιτς
(1916)», από το «Ελληνικόν Ημερολόγιον του έτους 1917 εις ανάμνησιν της
εν Γκέρλιτς διαμονής του Δ’ Σώματος του Βασιλ.(ικού) Ελλην.(ικού)
Στρατού. Εκδόται Αιμ.(ίλιος) Γκλάουμπερ υιός και Δ(ιονύσιος) Αγαπητός,
Görlitz,
σ. 45». Οι γραμμές του κειμένου είναι γεμάτες από νοσταλγία για την
μακρινή Πατρίδα, ενώ δεν λείπουν και οι απαραίτητοι εκθειασμοί προς την
(φιλοβασιλική) στρατιωτική ηγεσία του στρατοπέδου καθώς και
τον Βασιλιά. Στο τέλος, πάντως, το πνεύμα του γίνεται αισιόδοξο
και χαρούμενο, δείχνοντας για άλλη μια φορά την ιδιαιτερότητα της
ελληνικής ψυχοσύνθεσης, που, ακόμη και άσχημες καταστάσεις, ξέρει να τις
αντιμετωπίζει και να τις ξεπερνά με γλέντι, τραγούδι και χορό.
Στην εδώ απόδοση του κειμένου έχει διατηρηθεί η αρχική του σύνταξη και
ορθογραφία, με χρήση όμως του μονοτονικού.
«Μακράν της προσφιλούς μας Πατρίδος και εις ξένον πλην φιλόξενον και ευγενές
περιβάλλον εωρτάσαμεν τα Χριστούγεννά μας. Δεν αντικρύσαμεν τον
περίφημον ελληνικόν οβελίαν ουδέ την θείαν ρετσίναν της Πατρίδος μας,
ουχ ήττον όμως δεν εμείναμε και δυσαρεστημένοι από την φαγοποσίαν. Το
συσσίτιον της ημέρας των Χριστουγέννων απηρτίζετο από μερίδα κρέατος με
τις απαραίτητες πατάτες ή – όπως εσυνειθίσαμε να λέγωμεν - «καρτόφελν».
Αντί κουραμάνας διενεμήθησαν χριστόψωμα, επίσης εδόθησαν μπίρα, φρούτα
και γλυκίσματα. Εκτός δε τούτων και 3 δραχμαί εις έκαστον οπλίτην δια τα
έκτακτα έξοδά (!!) του. Έκαστος λόχος ήτο στολισμένος ουχί με τα ωραία
μας μύρτα, αλλά με χάρτινες αλυσίδες και με κάθε άλλο στολίδι, που θα
συνελάμβανεν η φαντασία των οπλιτών, και με τας σχετικάς πατριωτικάς
επιγραφάς.
Κρητικός λυράρης
κατά τη διάρκεια των
ηχογραφήσεων στο
στρατόπεδο.
Προ μεσημβρίας επεσκέφθη τους στρατώνας μας ο Διοικητής του Δ΄Σώματος
Στρατού και αρχηγός του εν Γκέρλιτς Ελληνικού στρατού κ. Ιω.(άννης)
Χατζόπουλος, συνταγματάρχης του Πυροβολικού, όστις με πατρικήν στοργήν
και αγάπην ηύχετο εις τους οπλίτας τα «χρόνια πολλά και την καλήν
επάνοδον στα σπίτια μας». Παντού ετύγχανεν ενθουσιώδους υποδοχής, όλοι
δε εζητωκραύγαζον υπέρ του λατρευτού μας Βασιλέως με φωνήν βγαλμένην από
την καρδιά των· με φωνήν γεμάτην πόνον δια τας σκληράς δοκιμασίας της
ατυχούς, πλην όμως μεγάλης και προωρισμένης να ζήση Πατρίδος μας, με
φωνήν γεμάτην πάθος και αυτοπεποίθησιν, ότι θα έλθη ημέρα, καθ’ ήν η
δεινοπαθουσα Πατρίς μας θα αναλάμψη και πάλιν και θα την ιδούμεν, όπως
την ωνειρεύθημεν μαζί με τον Λατρευτόν μας Κωνσταντίνον, Μεγάλην,
«Σεβαστήν εις τους φίλους και τρομεράν εις τους εχθρούς».
Η είσοδος εις τους στρατώνας επετράπη την ημέραν των Χριστουγέννων και εις
τας γερμανικάς οικογενείας, αι οποίαι αθρόαι κατέφθανον δια να ιδούν πώς
εορτάζουν οι Έλληνες στρατιώται τα Χριστούγεννά τους. Εις κάθε λόχον θα
υπήρχε και ένα κλαρίνο, μια κιθάρα, ένα μανδολίνο, τα οποία ήρκουν να
ενθουσιάσουν τον στρατιώτην και να τον κάμουν να αφήση τας σκέψεις και
τας αναμνήσεις και να χορεύση, να τραγουδήση, να αστειευθεί, να γελάση,
να γλεντήση. Δεν θα ξεχάσει κανείς με τι πόνο ελέγαμε κατά το
τσούγγρισμα των ποτηριών «Χρόνια πολλά και καλήν Πατρίδα !» Όλων μας ο
νους ευρίσκετο τότε εκεί όπου τα περασμένα χρόνια εωρτάζαμε τα
Χριστούγεννα, εκεί που «οι Ουρανοί αγάλλονται και χαίρει η κτίσις
όλη...». Ο νους μας μετεφέρετο σε κείνους που με περίλυπη ψυχή και με
πονεμένη καρδιά θα αντίκρυζαν τας ημέρας αυτάς στο τραπέζι ένα κάθισμα
άδειο.
Τας σκέψεις μου ταύτας διέκοπτε ένα ενθουσιώδες εμβατήριον ενός κλαρίνου,
ενός μανδολίνου κλπ. ή ο αμανές ενός μερακλή της παρέας ή ο Κατσαντώνης
ή άλλο τι τραγούδι του τραπεζιού ή του χορού. Παντού ήκουε κανείς
τραγούδια και χορούς. Εδώ εχόρευαν τον Καλαματιανό, εκεί ένα Τσάμικο·
παρέκει ετραγουδούσαν τον Γερω-Δήμο, αλλού ηκούοντο αρμονικές καντάδες.
Εν γένει ησθάνετο κανείς ότι ευρίσκετο τω όντι μεταξύ ελληνικού
περιβάλλοντος».
Το άλλο δράμα
Εναπομείναντες τάφοι Ελλήνων του Δ’
Σώματος Στρατού
στο Γκαίρλιτς
Από τους 7.000 στρατιώτες του Δ’ Σώματος Στρατού περίπου 200 παρέμειναν στη
Γερμανία, οι περισσότεροι από αυτούς στο Γκαίρλιτς. Τριάντα περίπου
χρόνια αργότερα στον ίδιο τόπο ξαναπαίχτηκε ένα παρόμοιο δράμα: 14.000
έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες, οι ηττημένοι του Εμφύλιου, μεταφέρθηκαν και
εγκαταστάθηκαν στην ίδια πόλη, στην ανατολική της πλευρά, η οποία, μετά
το 1945 και την διχοτόμηση του Γκαίρλιτς, είχε παραχωρηθεί στην Πολωνία
και απέκτησε από τότε την ονομασία Ζγκόρζελετς (Zgorzelec).
Η μοίρα αυτών των Ελλήνων υπήρξε αποτέλεσμα ενός άλλου εθνικού αιματηρού
διχασμού, που επίσης βασάνισε τη χώρα για πολλές δεκαετίες. Οι συνθήκες
ζωής των νέων εξόριστων, που μάλλον δεν γνώριζαν καν την ύπαρξη κάποιων
συμπατριωτών τους από την άλλη πλευρά της πόλης, ήταν βέβαια
διαφορετικές, όπως πιθανότατα διαφορετικές θα ήταν και οι
χριστουγεννιάτικες γιορτές τους στη μετέπειτα πολυετή τους υπερορία.
Κοινό στοιχείο όμως και στις δυο περιπτώσεις, ο πόνος και ο πόθος για
την επιστροφή στην Πατρίδα.
* Οι ιστορικές φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο του Γεράσιμου Αλεξάτου.
Πηγές:
Γεράσιμος Αλεξάτος: Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916 – 1919, Εκδόσεις
Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2010.
Gustav Soyter: Grammatik und Lesebuch der Neugriechischen Volks- und
Schriftsprache, Verlag Otto Harrasssowitz, Leipzig, 1944