H Martin-Luther-Gedächtniskirche στο Βερολίνο
και η ιστορία
του Jochen Klepper

Του Γιώργου Μ. Βραζιτούλη

(Αναδημοσίευση από το ελληνογερμανικό περιοδικό ΕΞΑΝΤΑΣ
του Βερολίνου, Τεύχος 16, Ιούνιος 2012)     

Οι πιο αληθινές ιστορίες είναι αυτές που δεν τις θυμάται κανείς.

Τάσος Λειβαδίτης, από το ποίημα «Τι θα κάνουμε τον χειμώνα;»

 πατήστε τις εικόνες για μεγέθυνση                  


Ο Jochen Klepper

Η οικονόμος της οικογένειας άνοιξε, όπως κάθε μέρα, την πόρτα της κατοικίας στην Teutonenstr. 23 στην περιοχή Nikolassee του Βερολίνου, εκείνο το πρωί της 11ης Δεκεμβρίου 1942. Η απόλυτη ησυχία  που επικρατούσε μέσα στο σπίτι καθώς και μια ασυνήθιστη μυρουδιά στον αέρα,  την προϊδέασε ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Έτρεξε προς τη κουζίνα, διάβασε βιαστικά το καρφιτσωμένο σημείωμα στην πόρτα: „Προσοχή αέριο!“ και μπαίνοντας αντίκρισε άφωνη το τραγικό θέαμα. Τα τρία μέλη της οικογένειας, o Jochen Klepper, η σύζυγός του Johanna και η κόρη τους Renate κείτονταν νεκροί. Στο γραφείο, το προσωπικό ημερολόγιο του Klepper ήταν ακόμη  ανοικτό στην τελευταία γραμμένη σελίδα, στην οποία μια μέρα πριν είχε σημειώσει:

„Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 1942. Το απόγευμα η συζήτηση στην Υπηρεσία Ασφαλείας. Τώρα πια πεθαίνουμε – αχ, είναι και αυτό θέλημα Θεού . Σήμερα τη νύχτα θα πεθάνουμε μαζί. Πάνω από εμάς, αυτές τις τελευταίες ώρες,  βρίσκεται η εικόνα του Χριστού που ευλογεί και αγωνίζεται για μας. Στη θωριά Του τελειώνει η ζωή μας.“

 


    Πάνω και κάτω:
    η κύρια είσοδος
    του ναού



 Ανάγλυφο πορτρέτο του  
 Paul von Hindenburg,  
 τελευταίου
 Reichspräsident








Άποψη του Ιερού με
την Αψίδα του Θριάμβου
τον Εσταυρωμένο, την
Κολυμβήθρα (αριστερά)
και τον Άμβωνα (δεξιά)

Τα τελευταία χρόνια δεν είχα δώσει ιδιαίτερα σημασία στο κτίριο μιας ευαγγελικής εκκλησίας στη γειτονιά μου,  το οποίο για πολλούς μήνες βρίσκονταν «τυλιγμένο» με σκαλωσιές, εξ αιτίας διαφόρων εργασιών επισκευής και ανακαίνισης. Τον περασμένο μόλις Δεκέμβριο, με αφορμή τον εορτασμό της αποπεράτωσης των έργων αποκατάστασης, πληροφορήθηκα την ιδιαίτερη ιστορία του κτιρίου αυτού, η οποία είναι συνδεδεμένη με τη σκοτεινότερη περίοδο της χώρας, αφού αποτελεί ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα δείγματα ναζιστικής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής στη Γερμανία. Εκτός αυτού, η ιστορία του ναού αυτού είναι επίσης συνδεδεμένη με ένα συμβάν της δραματικής βιογραφίας του συγγραφέα και δημοσιογράφου Jochen Klepper, ο οποίος τέλεσε εκεί μέσα τον θρησκευτικό γάμο με την εβραία σύζυγό του Johanna, στην απεγνωσμένη προσπάθειά τους να γλυτώσουν, πιθανόν, με τον τρόπο αυτό  από τους ρατσιστικούς διωγμούς του χιτλερικού καθεστώτος.

Όταν παρατηρεί κανείς για πρώτη φορά από μακριά την εκκλησία αυτή, στη διασταύρωση της Kaiserstraße με την Rathausstraße, στο δημοτικό διαμέρισμα Mariendorf του Βερολίνου, δεν υποψιάζεται καν το βεβαρυμμένο παρελθόν της. Ίσως ο επιβλητικός πύργος του κωδωνοστασίου να φαντάζει σε μια πρώτη ματιά, κάπως αφύσικα ογκώδης, όμως ούτε η εξωτερική επένδυση με τα καφετί κεραμικά πλακάκια ούτε η σαμαρωτή στέγη του κυρίως ναού προϊδεάζουν για κάτι το ξεχωριστό. Με την είσοδο στο εσωτερικό του όμως και στο αντίκρισμα των διαφόρων «παράξενων» για μια εκκλησία παραστάσεων και συμβόλων, την αρχική αμηχανία διαδέχεται η απόρριψη και ο έντονος προβληματισμός. Με ποιο τρόπο και σε ποιο βαθμό είχε διεισδύσει άραγε τότε η ναζιστική ιδεολογία στις χριστιανικές εκκλησίες του Τρίτου Ράιχ; Ποιά ήταν η εκκλησιαστική εικαστική έκφραση της ιδεολογίας αυτής; Τι σήμαινε η παραμορφωτική αυτή σύνθεση ναζισμού και χριστιανισμού για την θρησκευτικότητα αλλά και την καθημερινότητα των πιστών;   

     

Εκκλησία και Εθνικοσοσιαλισμός

Με την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού στην εξουσία οι δυο μεγάλες Εκκλησίες στη Γερμανία - η Καθολική και η Ευαγγελική - δεν εκδηλώθηκαν αρχικά ενάντια στο καθεστώς, τουναντίον ήλπιζαν ότι το κίνημα αυτό θα εξαφάνιζε με την πάροδο του χρόνου από το πολιτικό προσκήνιο, τόσο τον Φιλελευθερισμό όσο και τον Κομμουνισμό, και ότι θα υποστήριζε τις χριστιανικές αξίες και αρχές. Εκτός αυτού, ο Χίτλερ, λίγο μετά τη άνοδό του στην εξουσία, είχε υποσχεθεί ότι θα σεβαστεί τα δικαιώματα των δυο Εκκλησιών, όπως και ότι θα προστατέψει τον μέχρι τότε ρόλο τους και την επιρροή τους στη σχολική εκπαίδευση της χώρας. Οι εθνικοσοσιαλιστές απέφευγαν στην αρχή οποιεσδήποτε ανοικτές συγκρούσεις με την Εκκλησία, με την πάροδο του χρόνου όμως προσπάθησαν να την «ευθυγραμμίσουν» με τη δική τους ιδεολογία και πολιτική.


   Κολυμβήθρα:  
   παράσταση άνδρα
   μέλους της SA


   Παράσταση 
   γερμανίδας
   μητέρας


   Ο Ιησούς με
   δυο παιδιά

Με το Βατικανό ο Χίτλερ είχε συνάψει το 1933 μια συμφωνία, το λεγόμενο Reichskonkordat,  με το οποίο από τη  μια μεριά εξασφάλιζε στην Καθολική Εκκλησία ελευθερία του δόγματος και μια σχετική οργανωτική ανεξαρτησία, κερδίζοντας από την άλλη μια ήπια στάση από μέρους της προς το καθεστώς. Η Ευαγγελική Εκκλησία είχε αρχίσει ήδη από το 1932 να  διαβρώνεται από τους εθνικοσοσιαλιστές, με την δημιουργία των λεγόμενων «Γερμανών Χριστιανών» (Deutsche Kristen), οι οποίοι σε έναν μόνον χρόνο από την ίδρυσή τους, κατόρθωσαν να κερδίσουν τις ενδοεκκλησιαστικές εκλογές σε πολλές ενορίες και να αποκτήσουν μεγάλη επιρροή και δύναμη. Τα χαρακτηριστικά της οργάνωσης αυτής ήταν η απαίτηση προς τα μέλη της για απόλυτη υπακοή στον Φύρερ ενώ στην χριστιανική διδασκαλία προέβαλλε μια «ηρωική» εικόνα του Ιησού. Παράλληλα διακήρυττε ένα ρατσιστικό και αντιεβραϊκό μίσος και επεδίωκε να περάσει τις γνωστές διατάξεις περί «άριας φυλής» και στο εκκλησιαστικό σώμα.

Στην ιδρυτική της διακήρυξη της 6ης Ιουνίου 1932 αναφέρονταν μεταξύ των άλλων: „Θεωρούμε τη φυλή, τη λαϊκή παράδοση και το έθνος, μια τάξη πραγμάτων που μας δώρισε και μας εμπιστεύτηκε ο Θεός για τη ζωή μας [...]  Γι αυτό πρέπει να εναντιωθούμε στην ανάμειξη των φυλών.  [...] Ο προσηλυτισμός των Εβραίων αποτελεί για μας έναν σοβαρό κίνδυνο για την παράδοσή μας. Είναι η πόρτα που αφήνει να περάσει ξένο αίμα στο σώμα του λαού μας [...] Ιδιαίτερα θα πρέπει να απαγορευτούν οι γάμοι μεταξύ Γερμανών και Εβραίων.“

Στο πρόγραμμά τους οι «Γερμανοί Χριστιανοί» είχαν επίσης θέσει ως στόχους την «Αποϊουδαιοποίηση» (Entjudung) του εκκλησιαστικού κηρύγματος, μέσω του παραγκωνισμού της Παλαιάς Διαθήκης και του περιορισμού του στην Καινή Διαθήκη, με την ανάλογη βέβαια προσαρμογή της ερμηνείας της. Στο ίδιο πρόγραμμα γίνονταν επίσης λόγος για την επιδίωξη της «διατήρησης της καθαρότητας της γερμανικής φυλής» όπως και για την ανάγκη εξόντωσης του Μαρξισμού, ως δήθεν εχθρού του έθνους.

Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία ο ευαγγελικός θεολόγος και τότε καθηγητής του Πανεπιστημίου του Göttingen, Emanuel Hirsch έγραφε: „Κανένας λαός επί της γης δεν έχει σαν τον δικό μας λαό έναν τέτοιο ηγέτη, που να παίρνει τόσο στα σοβαρά τον Χριστιανισμό. Όταν την πρωτομαγιά ο Άντολφ Χίτλερ έκλεισε την ομιλία του με μια προσευχή, ολόκληρος ο κόσμος ένοιωσε σ’ αυτό την θαυμαστή ειλικρίνεια.“

Οι αντίπαλοι των «Γερμανών Χριστιανών» εντός της Ευαγγελικής Εκκλησίας οργανώθηκαν τον Σεπτέμβριο του 1933 στον «Ιερατικό σύνδεσμο ανάγκης» (Pfarrernotbund) και τον Φεβρουάριο 1934 στην «Ομολογούσα Εκκλησία» (Bekennende Kirche). Στα επόμενα χρόνια το κίνημα των «Γερμανών Χριστιανών» έχασε δύναμη και επιρροή σε πολλές ενορίες και βαθμιαία διαλύθηκε. Ορόσημο για την καθοδική του πορεία αποτέλεσε μια εκδήλωση στο Berliner Sportpalast στις 13 Νοεμβρίου 1933, όπου ο Reinhold Krause, παιδαγωγός-θεολόγος και εκπρόσωπος της αντίστοιχης οργάνωσης του Βερολίνου, σε μια ομιλία του ανέπτυξε ανοιχτά την διεστραμμένη αντίληψη των «Γερμανών Χριστιανών»: „Η θρησκεία μας είναι η τιμή του Έθνους με την έννοια ενός αγωνιζόμενου ηρωικού Χριστιανισμού. [...] Εάν εμείς οι Εθνικοσοσιαλιστές ντρεπόμαστε να αγοράσουμε μια γραβάτα από έναν Εβραίο, τότε θα έπρεπε να ντρεπόμαστε πολύ περισσότερο να αποδεχτούμε από Εβραίους οτιδήποτε μιλάει στη καρδιά μας, την πιο εσωτερική θρησκευτικότητά μας.   Στην ίδια ομιλία γίνονταν λόγος για την  ψυχή του γερμανικού λαού“ που „ανήκει ανεπιφύλακτα στο νέο κράτος“ για την πρόθεση του Εθνικοσοσιαλισμού „να ανανεώσει και να αναμορφώσει την Εκκλησία“.  Το πρόσταγμα των καιρών, κατά τον ομιλητή, ήταν „η συνένωση όλων των θρησκειών και δογμάτων σε μια λαϊκή εθνική Εκκλησία“ και γι αυτό αναγκαία „η απελευθέρωση από οτιδήποτε μη γερμανικό στη Θεία Λειτουργία και στην Ομολογία Πίστεως, η απελευθέρωση από την Παλαιά Διαθήκη, με την εβραϊκή της ηθική και με εκείνες τις ιστορίες της για ζωέμπορους και μαστροπούς.“ Μέσα στο παραλήρημά του ο Krause πρόσθεσε στο τέλος την προτροπή του προς την Εκκλησία, ότι  „δεν επιτρέπεται να αποδέχεται πλέον στις γραμμές της κανέναν «άνθρωπο με εβραϊκό αίμα»“ („Menschen judenblütiger Art“) και ότι γι αυτούς, στην ανάγκη, θα έπρεπε να φτιαχτούν ξεχωριστές ενορίες.

Περίπου είκοσι χιλιάδες ακροατές χειροκρότησαν με ενθουσιασμό τον ομιλητή στη επιβλητική αίθουσα, σε πολλούς όμως που παρακολούθησαν την ομιλία από το ραδιόφωνο δημιουργήθηκαν αμφιβολίες, σκέψεις  και αντιρρήσεις για την κατεύθυνση που φαινόταν να παίρνει η πορεία του κινήματος αυτού, στους κόλπους της προτεσταντικής Εκκλησίας, με αποτέλεσμα τη γενικότερη σύγχυση και βαθμιαία οργανωτική διάλυση.

Οι δύο μεγάλες Εκκλησίες της χώρας δεν είχαν θεωρήσει τότε, ως βασικό χρέος τους, να κάνουν πολιτική αντίσταση στο χιτλερικό καθεστώς. Οι λίγοι στον αριθμό πιστοί από τον χώρο αυτό που αντιστάθηκαν, που παρενέβησαν για να προστατεύσουν τα θύματα των ναζιστικών διώξεων ή  που συνεργάστηκαν με άλλες αντιστασιακές οργανώσεις, ήταν μεμονωμένα πρόσωπα ή μικρές ομάδες. Το τίμημα της δράσης πολλών από αυτούς υπήρξαν διωγμοί, φυλακίσεις, βασανισμοί ή ακόμη και η δολοφονία τους.

Πάνω από χίλια περίπου εκκλησιαστικά κτίρια, που κτίστηκαν ή ανακατασκευάστηκαν στην περίοδο της ναζιστικής κυριαρχίας, μαρτυρούν την ζωηρή ύπαρξη εκκλησιαστικής τέχνης και ναοδομίας και στα δυο δόγματα, όπου η επίδραση της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας είναι ιδιαίτερα εμφανής.  Όλα αυτά τα κτίρια καταδεικνύουν, το πόσο ευάλωτες υπήρξαν πολλές εκκλησιαστικές ενορίες στον ρατσισμό, στην προπαγάνδα της καθαρότητας της φυλής αλλά και στην χαρακτηριστική νεκρολατρεία των ναζιστών.

Ο θρησκευόμενος δημοσιογράφος και συγγραφέας


   Ο Jochen Klepper με
   τη σύζυγό του Johanna
   και τη κόρη τους
   Renate


   Ο Jochen Klepper με
   τη σύζυγό του
   Johanna και τη κόρη
   τους Renate
   στην αυλή του σπιτιού
   τους

O Jochen Klepper γεννήθηκε στη πόλη Beuthen an der Oder της Σηλεσίας (σήμερα Bytom Odrzański) στις  22 Μαρτίου 1903. Η σχέση με τον πατέρα του, που ήταν ευαγγελικός παππάς, υπήρξε στα νεανικά του χρόνια κατά περιόδους δύσκολη και διαμόρφωσε αργότερα σημαντικά τον χαρακτήρα του. Φοίτησε στην αρχή στο Γυμνάσιο του Glogau και στη συνέχεια άρχισε σπουδές Ευαγγελικής Θεολογίας στο  Erlangen και στο Breslau. Προβλήματα υγείας τον οδήγησαν να διακόψει τις σπουδές του και να εγκαταλείψει την ιδέα, να γίνει κάποτε και αυτός ιερέας. Άρχισε τότε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στον Ευαγγελικό Σύνδεσμο Τύπου της Σηλεσίας (Evangelischer Presseverband) στην πόλη Breslau. Μέσα από τις διάφορες ραδιοφωνικές εκπομπές του έγινε γνωστός σε ένα ευρύτερο κοινό απέκτησε με την πάροδο του χρόνου μια εξαιρετική επαγγελματική φήμη.

Στις 29 Μαρτίου 1931 ο Klepper παντρεύτηκε, παρά την εναντίωση των γονέων του, την Εβραία Johanna Stein, η οποία  ήταν κατά 13 χρόνια μεγαλύτερή του, χήρα από το πρώην γάμο της με έναν δικηγόρο και μητέρα δυο κοριτσιών, της Brigitte και της Renate. Η οικονομικά ευκατάστατη Johanna, τον υποστήριξε να πραγματοποιήσει την διακαή επιθυμία του να γίνει συγγραφέας. Το φθινόπωρο του 1932 η οικογένεια μετακόμισε στο Βερολίνο όπου ο Klepper βρήκε μια θέση στην τοπική ραδιοφωνία Berliner Rundfunk. Το 1933 κυκλοφόρησε από τις φημισμένες εκδόσεις DVA το πρώτο του μυθιστόρημα Der Kahn der fröhlichen Leute, ένα απαιτητικό, ποιητικό έργο, που περιγράφει τη ζωή των ανθρώπων στην περιοχή του ποταμού Oder.

Με την άνοδο των Εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία, τον Ιανουάριο του 1933 αρχίζουν τα μεγάλα προβλήματα στην ζωή του Jochen Klepper και της οικογένειάς του. Μέσα στις πρώτες κυβερνητικές δραστηριότητες των Εθνικοσοσιαλιστών ήταν η «ευθυγράμμιση» των μέσων μαζικής επικοινωνίας, εφημερίδων και ραδιοφώνου με τη ναζιστική πολιτική. Λόγω του γάμου του με Εβραία και λόγω της συμμετοχής του μέχρι τον Οκτώβριο του 1932 στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα SPD, απολύθηκε στα μέσα του 1933 από την δουλειά του. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους βρήκε μια νέα θέση, ως συντάκτης σε ένα περιοδικό του εκδοτικού οίκου Ullstein Verlag, όπου παρέμεινε μέχρι το 1935. Στις 24 Φεβρουαρίου 1935 κατόρθωσε να γίνει μέλος στο επίσημο Σώμα Συγγραφέων του Ράιχ, τη λεγόμενη Reichsschriftumskammer, για να αποκτήσει με αυτόν τον τρόπο την τυπική  δυνατότητα δημοσίευσης των έργων του.


 

Λόγω της εβραϊκής καταγωγής της συζύγου του και των δυο θυγατέρων της, η οικογένεια βίωνε καθημερινά τις ρατσιστικές και ταπεινωτικές διακρίσεις της ναζιστικής εξουσίας. Ο Klepper παρακολουθούσε με μεγάλη ανησυχία τα διάφορα εξευτελιστικά προς τους Εβραίους συμβάντα γύρω του, όπως και την δαιδαλώδη πορεία της Ευαγγελικής Εκκλησίας ανάμεσα στην προσαρμογή στο καθεστώς και στην αποστασιοποίηση από αυτό. Τις θλιβερές εντυπώσεις και τα συναισθήματά του καθώς και την διαρκώς αυξανόμενη αγωνία του, τις κατέγραφε τακτικά στο ημερολόγιό του. Περιγράφοντας το ανατριχιαστικά φρικτό κλίμα εκείνης της εποχής, είχε σημειώσει σε μια σελίδα του, ήδη το έτος 1938:

„ Το μίσος των SS […] ενάντια στους Εβραίους αυξάνεται σε τέτοιο βαθμό, που δεν απαιτεί πλέον μόνον Γκέτο και Κίτρινο Αστέρι και αργότερα μάλιστα εξολόθρευση «με φωτιά και τσεκούρι» του «ξεπεσμένου στην εγκληματικότητα Ιουδαϊσμού» αλλά τώρα λέγει ήδη για την άμβλωση: Οι Εβραίες, όχι μόνον επιτρέπεται αλλά επιβάλλεται να την ασκούν πάνω τους. “

 

Ο ναός


   Ανάγλυφο Άμβωνα:
   γερμανός στρατιώτης
   πίσω από τον Ιησού


 
 
   Σφυρήλατος
   πολυέλαιος στην
   οροφή του πρόναου
   με τον σιδηρούν
   σταυρό.

Στις αρχές του 20ου αιώνα το δημοτικό διαμέρισμα Mariendorf του Βερολίνου παρουσίασε μεγάλη πληθυσμιακή ανάπτυξη με αποτέλεσμα να αυξηθούν ανάλογα και οι ανάγκες της Ευαγγελικής Ενορίας σε επί πλέον θρησκευτικούς χώρους. Το έργο ανέγερσης ενός νέου ναού ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα Curt Steinberg (1880-1960), ο οποίος, το 1926/27, είχε αναλάβει σε διπλανή έκταση και την οικοδόμηση Ενοριακού Κέντρου (Gemeindehaus). Το κτίσιμο άρχισε με καθυστέρηση το 1933, λόγω της τότε οικονομικής κρίσης και εγκαινιάστηκε δυο χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1935.

Η Martin-Luther-Gedächtniskirche απεικονίζει με χαρακτηριστικό τρόπο την μετάβαση από την ύστερη περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στην πρώιμη φάση της εθνικοσοσιαλιστικής κυριαρχίας, κατά την οποία, σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα, δημιουργήθηκαν οι βάσεις για τον επακόλουθο εξολοθρευτικό και γενοκτονικό πόλεμο. Σε σύγκριση με άλλες, παρόμοιες εκκλησίες της εποχής μπορεί κανείς σήμερα να διακρίνει εδώ, σχεδόν όλα εκείνα τα στοιχεία εκκλησιαστικής τέχνης, που είναι έντονα επηρεασμένα από την ναζιστική ιδεολογία, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από τις γραμμές των «Γερμανών Χριστιανών».  Για το λόγο αυτό ο ναός έχει κηρυχτεί από το 1995 διατηρητέο μνημείο. Η εμφάνιση διαφόρων σοβαρών ζημιών στο κτίριο πριν μερικά χρόνια, οδήγησαν σε μια γενικότερη ανακαίνισή του, που διήρκησε από το 2004 έως το 2011.

Η εξωτερική εικόνα του ναού χαρακτηρίζεται από τον συνδυασμό μιας αυστηρής, κάθετης  δομής μέσω τοιχοπυλώνων και την επένδυση των όψεων με τετράγωνα κεραμικά πλακάκια σε διάφορους κιτρινοκαφέ τόνους. Ο 49μετρος πύργος με τετράγωνη κάτοψη, καταλήγει σε ένα οβάλ κωδωνοστάσιο, επενδυμένο με φύλλα χαλκού και στην κορυφή του βρίσκεται ο σταυρός.  Στην εξωτερική αρχιτεκτονική του ναού μπορεί να ανακαλύψει κανείς διάφορες στιλιστικές αναφορές. Οι πυλώνες, για παράδειγμα, παραπέμπουν στο Νεοκλασσικισμό, η κεραμική επένδυση στον εξπρεσιονισμό ή ακόμη και στο ρεύμα της Neue Sachlichkeit. Ο ογκώδης πύργος προσδίδει στο κτίριο έναν χαρακτήρα φρουρίου, ενώ τα κωδωνοστάσιο θυμίζει πολεμικά μνημεία του τέλους του 18ου και των αρχών του 20ου αιώνα.

Όταν εισέρχεται κανείς στο κτίριο, βρίσκεται στην αρχή στον πρόναο, που είναι διαμορφωμένος σαν μια «Αίθουσα Τιμών» (Ehrenhalle), από τις πολυάριθμες που φτιάχνονταν προς τιμήν των νεκρών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στην περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης αλλά και στην περίοδο του Ναζισμού στη συνέχεια.  Στους πλαϊνούς τοίχους βλέπει κανείς τα ανάγλυφα πορτρέτα, του Paul von Hindenburg (Προέδρου της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που ανακήρυξε τον Αδόλφο Χίτλερ σε Καγκελάριο) στην δεξιά πλευρά και του Λούθηρου στα αριστερά. Στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το πρόσωπο του Λούθηρου, βρισκόταν μέχρι το 1945 ένα πορτρέτο του Χίτλερ με μια επιγραφή από κάτω, που παρέπεμπε στα εγκαίνια του ναού. 

 
    Μεταγενέστερο πορτρέτο
    του Λούθηρου αντί
    του Αδόλφου Χίτλερ

Από τη σχετικά χαμηλή οροφή του πρόναου κρέμεται ένας χαρακτηριστικός πολυέλαιος από σφυρήλατο σίδηρο, που περιέχει τον «σιδηρούν σταυρόν», διακοσμημένο περιμετρικά με επιχρυσωμένα φύλλα βελανιδιάς. Περιμετρικά στους τοίχους είναι γραμμένος με γοτθικά γράμματα ο πρώτος στίχος του εκκλησιαστικού ύμνου του Λούθηρου „Eine feste Burg ist unser Gott (Ένα ισχυρό κάστρο είναι ο Θεός μας). Τον ύμνο αυτό είχαν καταχραστεί οι Εθνικοσοσιαλιστές εκείνη την εποχή για δικούς τους προπαγανδιστικούς σκοπούς, αποκαλώντας τον ως „τον ύμνο της σημερινής Γερμανίας ενάντια στον Μπολσεβικισμό“.

Μετά τον πρόναο ακολουθεί, με κατεύθυνση προς το νότο, ο κυρίως ναός. Ο ημικυκλικός θόλος του προσδίδει στο χώρο μια ιδιαίτερη διάσταση. Το δάπεδο παρουσιάζει μια ελαφρά κλίση, παρόμοια με αυτή των θεατρικών ή κινηματογραφικών αιθουσών. Μια σειρά από εγκάρσια τόξα, επενδυμένα με κεραμικά πλακίδια, τεμαχίζουν οπτικά σε λωρίδες τη θολωτή οροφή, και οδηγούν τη ματιά, τρόπον τινά, ρυθμικά στην Αψίδα του Θριάμβου. Η τελευταία  είναι το κύριο δομικό και διακοσμητικό στοιχείο του εσωτερικού του ναού. Σε σύγκριση με παρόμοιες Αψίδες στη ναοδομία, η συγκεκριμένη παρουσιάζει μια ξεχωριστή μνημειακότητα. Στο σχήμα και τις διαστάσεις της μπορεί να διακρίνει κανείς χαρακτηριστικά στοιχεία ναζιστικής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, η οποία χρησιμοποιεί φόρμες της ρομανικής αρχιτεκτονικής αλλά υπερβολικά διογκωμένες. Το τεράστιο τόξο λειτουργεί σαν μια γιγαντιαία πύλη ενός σκηνικού, μέσα από την οποία το βλέμμα οδηγείται στο ημικυκλικό Ιερό του ναού, με τον Εσταυρωμένο, την Κολυμβήθρα και τον Άμβωνα.

Στην απέναντι πλευρά του ναού, πάνω από τον εξώστη της χορωδίας, βρίσκεται το εκκλησιαστικό όργανο, με 50 ρεζίστρ και 3300 σωλήνες, κατασκευασμένο σύμφωνα με τις αρχιτεκτονικές απαιτήσεις του συγκεκριμένου χώρου από την εταιρεία Walcker.  Το όργανο αυτό έχει μια ξεχωριστή ιστορία, αφού αμέσως μετά την κατασκευή του στο εργοστάσιο της εταιρείας στο Ludwigsburg, δεν μεταφέρθηκε αμέσως στο Βερολίνο αλλά στήθηκε προσωρινά στη φημισμένη Luitpoldhalle της Νυρεμβέργης. Στην τεράστια αυτή αίθουσα, έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο του 1935 το συνέδριο του ναζιστικού κόμματος NSDAP, στο οποίο ψηφίστηκαν οι γνωστοί «Νόμοι της Νυρεμβέργης» (Nürnberger Gesetze) που αποτέλεσαν τη βάση για τους μετέπειτα διωγμούς των Εβραίων. Ο Χίτλερ είχε δώσει προσωπικά εντολή,  έναν μόλις μήνα πριν το συνέδριο, να εγκατασταθεί στην αίθουσα ένα εκκλησιαστικό όργανο, για να συνοδεύει μουσικά την όλη εκδήλωση, οπότε μέσα σε εκείνα τα στενά χρονικά περιθώρια, το συγκεκριμένο όργανο εμφανίστηκε ως ιδανική λύση. Στην πρώτη ακουστική πρόβα του πριν το συνέδριο ήταν παρών ο ίδιος ο υπουργός προπαγάνδας Joseph Goebbels.


 

Γλυπτά και ανάγλυφα   


    Τμήμα της Αψίδας
    στην αρχική (πάνω)
    και στη σημερινή
    του μορφή  (κάτω)



   Δυο πλακίδια
   (πάνω σειρά)
   στα οποία μεταπολεμικά
   έχει απομακρυνθεί
   η σβάστικα


   Παραστάσεις των
   ανάγλυφων κεραμικών
   πλακιδίων


   Ανάγλυφο πορτρέτο
   ενός μέλους της SA


   Ανάγλυφο πορτρέτο
   γερμανού στρατιώτη

Η Αψίδα του Θριάμβου είναι επενδυμένη με περίπου 800 κεραμικά πλακάκια, τα οποία είχε φιλοτεχνήσει ο γλύπτης Heinrich Mekelburger (1885-1942). Στα πλακάκια αυτά απεικονίζονται 36 συστηματικά επαναλαμβανόμενα μοτίβα με χριστιανικά και ναζιστικά σύμβολα. Η σβάστικα μέσα σε μια στεφάνη ακτινών, ο αετός με τη σβάστικα στα νύχια – το επίσημο ναζιστικό έμβλημα του Τρίτου Ράιχ – και το σύμβολο της ναζιστικής υπηρεσίας πρόνοιας Nationalsozialistische Volkswohlfahrt (NSU) βρίσκονται δίπλα σε χριστιανικά σύμβολα, όπως το μονόγραμμα του Ιησού Χριστού ή το Ακάνθινο Στεφάνι. Αυτή η προγραμματική ανάμειξη των συμβόλων εξέφραζε απόλυτα την ιδεολογία των «Γερμανών Χριστιανών», που επεδίωκαν μια σύνθεση του Χριστιανισμού με τον Εθνικοσοσιαλισμό.

Ανάμεσα στα διάφορα μοτίβα διακρίνει κανείς το κεφάλι ενός στρατιώτη της Βέρμαχτ με το κράνος του, όπως και το κεφάλι ενός μέλους της SA (της παρακρατικής οργάνωσης πολιτοφυλακής Sturmabteilung του ναζιστικού κόμματος, στην οποία ηγείτο για μια περίοδο ο Hermann Göring) με το χαρακτηριστικό πηλήκιο. Εδώ γίνεται συνειδητά η παράλληλη προβολή του στρατιώτη των εξωτερικών μετώπων και του κομματικού στρατιώτη για το εσωτερικό της χώρας. Τα χριστιανικά σύμβολα έχουν υποστεί και αυτά την ανάλογη «προσαρμογή». Το περιστέρι για παράδειγμα, το σύμβολο του Αγίου Πνεύματος, έχει εδώ ένα χαρακτήρα πολεμικό και μοιάζει περισσότερο με φιγούρα οικόσημου της εποχής παρά με ένα αθώο σύμβολο της ειρήνης. Οι σβάστικες και τα το σύμβολο της NSU αφαιρέθηκαν μετά τη λήξη του πολέμου, το 1945, οι κεφαλές των στρατιωτών επέζησαν μέχρι σήμερα.

Η Κολυμβήθρα, ο Εσταυρωμένος και ο Άμβωνας είναι έργα του γλύπτη Heramnn Möller (1870-?). Και εδώ είναι ευδιάκριτη η σύνδεση χριστιανικών και εθνικοσοσιαλιστικών συμβόλων. Στην Κολυμβήθρα, που είναι φτιαγμένη από ξύλο βελανιδιάς, απεικονίζονται τρία ξυλόγλυπτα μοτίβα, εκ των οποίων τα δυο είναι σύγχρονα της εποχής εκείνης. Στο ένα, μια γερμανίδα μητέρα κρατάει το παιδί της στην αγκαλιά. Είναι ντυμένη με ρούχα της εποχής και έχει τα μαλλιά της δεμένα σεμνά σε κοτσίδα, ενώ χαρακτηριστικός είναι ο τονισμός του στήθους της, υποδηλώνοντας την μητρότητα, ως τον κύριο σκοπό της γυναίκας σύμφωνα με τη ναζιστική ιδεολογία. Στη δεύτερη παράσταση πρόκειται για μια ολόσωμη φιγούρα ενός μέλους της SA, που στέκεται ευλαβικά. Στη μπροστινή πλευρά ο Ιησούς υποδέχεται δυο παιδιά, από τα οποία το αγόρι έχει σηκωμένο το δεξί του χέρι, μια στάση που θα μπορούσε να ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους.


   «Ηρωική» μορφή
   του Εσταυρωμένου
   κατά το πρότυπο
   των «Γερμανών
   Χριστιανών»

Στον Εσταυρωμένο παρουσιάζεται μια επιχρυσωμένη μορφή του Χριστού με ένα καλογυμνασμένο αθλητικό σώμα - κύριο χαρακτηριστικό της ναζιστικής γλυπτικής - και μια έκφραση νικητή στο πρόσωπό του. Ο Χριστός μέσα από τη ναζιστική ιδεολογία προβάλλεται σαν ήρωας, η δε Ανάστασή του παραλληλίζεται με την «ανάσταση του γερμανικού έθνους» και τη στρατιωτική εκδίκηση της Γερμανίας για την ήττα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η μορφή του Χριστού απεικονίζεται συχνά, την εποχή εκείνη, με γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά και γενικότερα με «άρια» χαρακτηριστικά του προσώπου. Η διεστραμμένη θεωρία του «άριου Χριστού», που είχε καθαρά αντισημιτικούς σκοπούς, είχε αναπτυχθεί ήδη στα μέσα του 18ου αιώνα, ξαναβρήκε όμως αργότερα πρόσφορο έδαφος σε ένα μέρος των «Γερμανών Χριστιανών».

Ο επίσης δρύινος ξυλόγλυπτος Άμβωνας έχει σαν θέμα την «Επί του ΄Ορους Ομιλία». Γύρω από τη φιγούρα του Ιησού βρίσκονται σύγχρονοι ακροατές, μέλη της γερμανικής κοινωνίας, της Volksgemeinschaft, κατά την ορολογία της εποχής. Στην αριστερή πλευρά στέκονται μαζί αστοί και εργάτες, περιτριγυρισμένοι από μητέρες με τα πολυάριθμα παιδιά τους. Ακριβώς πίσω από το Χριστό στέκεται ένας γερμανός στρατιώτης, μια απεικόνιση που επιδιώκει να δημιουργήσει έναν συνειρμό της θυσίας του Χριστού με τη θυσία του στρατιώτη της Βέρμαχτ στον πόλεμο. Στη δεξιά μεριά της παράστασης διακρίνει κανείς μεταξύ των ακροατών, την φιγούρα ενός μέλους της SA, με το χαρακτηριστικό πουκάμισο και τη γραβάτα, που το πρόσωπό του θυμίζει πολύ τον «μάρτυρα» και συνθέτη του ύμνου των Ναζί, Horst Wessel. Κολλητά δίπλα του βρίσκεται η φιγούρα ενός αγοριού της νεολαίας του Χίτλερ (Hitlerjunge). 

Διακρίσεις και Διωγμοί


   Ο κοινός τάφος
   στο κοιμητήριο
   Nikolassee


   Από το προσωπικό
   ημερολόγιο του
   Klepper η τελευταία
   γραμμένη σελίδα.


   Αναμνηστική πινακίδα


    Ο Jochen Klepper
 

   Αναμνηστική πινακίδα
   στην κατοικία
   Teutonenstr. 23
   (Nikolassee)


   Η τελευταία κατοικία
   του Jochen Klepper
   στην Teutonenstr. 23
   στην περιοχή
   Nikolassee


   Το σπίτι του Jochen
   Klepper στην οδό
   Oehlertring 7 στην
   περιοχή Südende.

Τρία χρόνια μετά τον θάνατό του πατέρα του o Jochen Klepper δημοσίευσε τον Φεβρουάριο του 1937, το μυθιστόρημά του Der Vater. Roman des Soldatenkönigs στο οποίο, μέσα από την σχέση του πρώσου βασιλέα Friedrich Wilhelm I. με τον γιό του Friedrich II., αντικατοπτρίζει την δική του συγκρουσιακή σχέση με τον πατέρα του. Εκτός αυτού, στο έργο προέβαλε την εικόνα ενός ηγεμόνα, ο οποίος σε κάθε πράξη του αναζητεί τον Θεό και ο οποίος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως τον «πρώτο υπηρέτη του κράτους», ένα πρότυπο που έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τη λατρεία του Φύρερ, που καλλιεργούσαν οι Εθνικοσοσιαλιστές. Το βιβλίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία, εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από παραδοσιακούς πρωσικούς, στρατιωτικούς κύκλους και έγινε μάλιστα υποχρεωτικό ανάγνωσμα στις σχολές αξιωματικών. Δεν άρεσε όμως καθόλου στο καθεστώς, με αποτέλεσμα, ένα μήνα σχεδόν μετά την έκδοσή του, να επακολουθήσει ο αποκλεισμός του Klepper από τη Reichsschriftumskammer, γεγονός που ουσιαστικά σήμαινε γι αυτόν απαγόρευση εργασίας ως συγγραφέα και ανεργία. 

Για πρώτη φορά μετά από αυτό, ο Jochen Klepper άρχισε να σκέφτεται την φυγή του στο εξωτερικό, δεν μπόρεσε όμως να πάρει οριστικά μια τέτοια απόφαση. Αγαπούσε ιδιαίτερα την πόλη του Βερολίνου, την ομορφιά της φύσης και τη μουσική, καθώς και την θαλπωρή της οικογένειας, αν και το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να αποκτήσει δικά του παιδιά, τον βάραινε ψυχολογικά, με αποτέλεσμα να είναι αρκετές φορές βαρύθυμος και μελαγχολικός. Με ειδική άδεια μπόρεσε το 1938 να δημοσιεύσει τη συλλογή θρησκευτικών ποιημάτων με τον τίτλο Kyrie. Πολλά από αυτά τα ποιήματα μελοποιήθηκαν και ενσωματώθηκαν αργότερα στη Λειτουργία της Ευαγγελικής Εκκλησίας. Την ίδια χρονιά, στις 18 Δεκεμβρίου 1938, ο  Klepper παντρεύτηκε την Johanna στην εκκλησία Martin-Luther-Gedächtniskirche αφού προηγουμένως στον ίδιο χώρο εκείνη είχε βαπτιστεί χριστιανή. Πριν ακόμη ξεσπάσει ο πόλεμος, η μεγαλύτερη θετή κόρη του Brigitte, κατάφερε να φύγει μέσω Σουηδίας στην Αγγλία και να γλυτώσει από τους διωγμούς των Εβραίων, που είχαν ενταθεί εκείνο το διάστημα. Το 1940 ο Klepper επιστρατεύεται και υπηρετεί στη Βέρμαχτ σε διάφορα μέτωπα του πολέμου, στην Πολωνία, στα Βαλκάνια και στη Σοβιετική Ένωση. Με την συμμετοχή του αυτή στο γερμανικό στρατό, πίστευε ότι θα προστατεύονταν η οικογένειά του από διακρίσεις και διωγμούς. Η θητεία του όμως διήρκησε μόνον δέκα μήνες, από το Δεκέμβριο 1940 έως τον Οκτώβριο 1941, όταν λόγω του «μη άριου γάμου» του, απολύθηκε από το στράτευμα, με τον χαρακτηρισμό «ανάξιος στράτευσης».

Στα τέλη του 1942, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες του Klepper, η νεώτερη κόρη τους Renate δεν κατόρθωσε να διαφύγει στο εξωτερικό. Αν και είχε εκδοθεί η σχετική άδεια εξόδου από τη χώρα, ο γνωστός Adolf Eichmann, προϊστάμενος του ειδικού τμήματος Judenreferat της Gestapo, με αποστολή την εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης, απαγόρευσε προσωπικά την μετανάστευσή της. Ο Klepper είχε ακόμη πληροφορηθεί από τον τότε υπουργό εσωτερικών του Ράιχ Wilhelm Frick, ότι από κυβερνητικής πλευράς δρομολογούνταν η αναγκαστική διάλυση των μικτών γάμων μεταξύ Χριστιανών και Εβραίων. Ο κίνδυνος του εκτοπισμού της συζύγου και της κόρης του μαζί με τους υπόλοιπους Εβραίους στα στρατόπεδα του μαζικού θανάτου, ήταν πλέον άμεσα υπαρκτός. Τη νύχτα μεταξύ 10 και 11 Δεκεμβρίου 1942 η οικογένεια επέλεξε τον από κοινού θάνατο μέσα στην κατοικία τους.  Κλείστηκαν στην κουζίνα, και άνοιξαν το διακόπτη παροχής αερίου, αφού προηγούμενα κατάπιαν υπνωτικά χάπια …Η μετάδοση της είδησης του θανάτου των απαγορεύτηκε, οι επίσημες Αρχές επέβαλαν στον Τύπο σιωπή για το θέμα. Η ταφή τους έγινε στο Κοιμητήριο Nikolassee του Βερολίνου με την παρουσία μερικών φίλων και γνωστών, που είχαν πληροφορηθεί από στόμα σε στόμα το θλιβερό γεγονός.

Επίλογος

Στην Martin-Luther-Gedächtniskirche δεν τελούνται πλέον θρησκευτικές τελετές. Η τοπική ευαγγελική ενορία του Mariendorf χρησιμοποιεί γι αυτόν το σκοπό την παλαιότερη, ιστορική εκκλησία του οικισμού. Συχνά, όμως στου χώρους της γίνονται διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις, κυρίως συναυλίες κλασσικής μουσικής. Σε μια τέτοια βρέθηκα πρόσφατα, επιθυμώντας να βιώσω την ατμόσφαιρα αυτού του ιστορικά βεβαρυμμένου χώρου, όχι πλέον ως μεμονωμένος επισκέπτης αλλά με την παρουσία και άλλων ανθρώπων.

Έπιασα μια κεντρική θέση στα ξύλινα στασίδια του ναού, ώστε να έχω μια κατά το δυνατόν συμμετρική εικόνα της Αψίδας και του Ιερού.  Περιμένοντας να περάσει η ώρα μέχρι την έναρξη της εκδήλωσης περιεργαζόμουν τις διάφορες κεραμικές φιγούρες και τα σύμβολα όπως και τις υπόλοιπες παραστάσεις. Για λίγα λεπτά το βλέμμα μου έμεινε καρφωμένο στον «παράξενο» Εσταυρωμένο. Προσπάθησα τότε να φανταστώ και να νοιώσω τη θέση του Jochen Klepper, όταν πριν 74 χρόνια περίπου χρόνια στέκονταν και ο ίδιος σ’ αυτόν ακριβώς το χώρο και ίσως και το δικό του βλέμμα αναζητούσε από αυτόν τον Εσταυρωμένο κάποια βοήθεια και ελπίδα, την οποία όμως δεν έλαβε ποτέ.

Έτσι παρατηρώντας άρχισαν να με βασανίζουν και πάλι τα ερωτήματα: πώς και γιατί έφτασε μια ολόκληρη κοινωνία στην βαρβαρότητα; Γιατί δεν μπόρεσε η χριστιανική θρησκευτικότητα να αντισταθεί αποτελεσματικά στην άλωσή της από την πιο απάνθρωπη ιδεολογία που έχει εμφανιστεί ποτέ επί της γης; Με μια μικρή δόση θυμού μέσα μου αναρωτήθηκα ακόμη, για ποιόν λόγο να διατηρούνται σήμερα τέτοια μνημεία, εκφραστές εκείνης της ιδεολογίας; Αυτά σκεφτόμουν, μέχρι που στη σκηνή εμφανίστηκε ένα ευγενής κύριος από το συμβούλιο της ενορίας, για να καλωσορίσει το κοινό, λίγο πριν εμφανιστεί η ορχήστρα. Ξαφνικά, δεν ξέρω πώς έγινε,  αλλά τα ήπια χαρακτηριστικά του προσώπου του άρχισαν να αλλοιώνονται φρικτά και η φωνή του να παίρνει μια χροιά παγερή και άγρια. Σαν κάτι μεταξύ στρατιωτικού κελεύσματος και ουρλιαχτού ακούστηκε τότε από το στόμα του στο ναό: „- Εγέρθητι! Όλοι όρθιοι! Όλοι εγέρθητι!“ Με σχεδόν παραλυμένες τις αισθήσεις μου και με ένα ρίγος, που είχε διαπεράσει ακαριαία τη σπονδυλική μου στήλη, έστρεψα το κεφάλι μου για να δω τις αντιδράσεις των διπλανών μου. Τους είδα τότε όλους ήρεμους και με μια έκφραση ικανοποίησης στο πρόσωπό τους, σαν να μην είχαν ακούσει και να μην είχαν δει τίποτε από αυτό. Χωρίς να έχουν σηκωθεί από τα καθίσματά τους χειροκροτούσαν υποδεχόμενοι τους μουσικούς, που έπαιρναν τώρα τις θέσεις τους κοντά στο ιερό, μπροστά από τον Εσταυρωμένο, την Κολυμβήθρα και τον Άμβωνα.

Τότε συνειδητοποίησα την απάντηση στην τελευταία απορία μου. Ναι, τα μνημεία αυτά, τα βέβηλα, πρέπει να διατηρηθούν. Πρέπει να τα κρατήσουμε, για να αφηγηθούμε και να αντιπαρατεθούμε με την ιστορία τους, ξανά και ξανά, στις σημερινές και στις επόμενες γενιές.  Για να ξορκίσουμε με τον τρόπο αυτό τα φαντάσματα, που κρύβονται στις σκοτεινές γωνιές τους. 

Η ορχήστρα ξεκίνησε με έναν υπέροχο ύμνο του Jochen Klepper και όλο το κοινό τραγουδούσε μαζί: „In jeder Nacht, die mich bedroht …“

  

Γιώργος Μ. Βραζιτούλης, Βερολίνο

Δρ. Τοπογράφος Μηχανικός

Πηγές:

Stefanie Endlich, Monica Geyler-von Bernus, Beate Rossie (Hrsg.): Christenkreuz und Hakenkreuz – Kirchenbau und sakrale Kunst im Nationalsozialismus. Berlin 2008.

Markus Baum: Jochen Klepper. Neufeld Verlag, Schwarzenfeld, 2011

Oliver Kohler: Wir werden sein wie die Träumenden. Jochen Klepper – Eine Spurensuche. Neukirchen-Vluyn 2003

Unter dem Schatten deiner Flügel. Aus den Tagebüchern der Jahre 1932-1942. Hrsg. von Hildegard Klepper. Stuttgart 1956

http://www.ev-kirchengemeinde-mariendorf.de

 

      αριθμός επισκεπτών