ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ για πάντα!
Αφήγημα του Ηπειρώτη
Λογοτέχνη Τάσου Πορφύρη
ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Κείμενα
του Τάσου Πορφύρη
Τάσος Πορφύρης
Τι ήταν κι αυτό το καλοκαιρινό φθινόπωρο στο
χωριό φέτος, το 2015! Σταφύλια, σύκα, γκορτσάπιδα, κορόμηλα -κούμπουλα-
κίτρινα κι κοκκινόμαυρα. Βατόμουρα στις ποταμιές και πλάι στις
νεροσυρμές· μαύρα τα ώριμα και άλικα τα άγουρα. Κρανιές φορτωμένες
καρπούς και στο χώμα στρώμα τα ώριμα. Αγριοτριανταφυλλιές -κυνοροδιές-
γεμάτες κυνόροδα -σιούψανα- παντού. Στους φράχτες πλάι στους δρόμους, σε
παρατημένα ακαλλιέργητα χωράφια, σε αυλές. «Βάτοι αναμμένοι αλλά μη
καιόμενοι» κι οι αλεπούδες να τρελαίνονται μασουλώντας τα. Τσάπουρνα
(αγριοκορόμηλα -βάρβελα-) με σκούρο μπλε χρώμα, στυφά όταν είναι άγουρα
και νόστιμα όταν ωριμάσουν εκεί προς το τέλος Νοεμβρίου. Βουζιές
(κουφοξυλιές) να γέρνουν από τα «σταφύλια» των κοκκινόμαυρων καρπών
τους. Κρεμμυθιές (ή τερέμινθοι επί το επιστημονικότερον) «σπαρμένες»
στους γύρω λόφους και πλάι στους δρόμους με πρασινοκίτρινα τσαμπιά -οι
αγριοφυστικιές τύπου Αίγινας-, με καρπούς αρωματικούς, τραγανούς και
νόστιμους. Οι κρεμμυθιές ευδοκιμούν και στην Κύπρο και τις αποκαλούν
«κρεμμυθκιές»! Ξεραίνουν τους καρπούς τους και τους ρίχνουν σε
ζυμαρόπιτες και ψήνονται
μαζί κι είναι νοστιμότατες. Επίσης βγάζουν τσίπουρο όταν μαζεύουν πολλά.
Και κυδώνια παντού· στους κήπους, στα παραμελημένα περιβόλια, στις αυλές
των σπιτιών, συλλογισμένα, έτοιμα για την επικείμενη πτώση τους. Και οι
αρώνειες, μια ανάσα ομορφιάς στο βακούφκο το χωράφι της εκκλησιάς τ’
Αϊ-Νικόλα που το νοίκιασε ο συγχωριανός μας Κώστας Χ. Δελλάρης και το
φύτεψε με αρώνειες κάνοντας πράξη τα όνειρά μας! Αρχές Οκτωβρίου κι όλα
τα δέντρα και οι θάμνοι με πράσινα -ακόμα- φύλλα. Λένε πως θα ’χει βαρύ
σκληρό χειμώνα φέτος. Κι όλη τούτη η πρωτόγνωρη παραγωγή καρπών, τροφή
της φύσης για τους υπηκόους
της. Και την ερχόμενη άνοιξη πάλι το ετήσιο επαναλαμβανόμενο θαύμα!
Να ’μασταν, λέγαμε με τους φίλους μου και
συγχωριανούς Μιχάλη Γκουντούλη και Λευτέρη Ματθαιάδη -που έγραψε και το
βιβλίο: «Άγιος Κοσμάς Πωγωνίου, πάλαι ποτέ κώμη Κακουσιοί», πολύτιμο
εργαλείο για την ιστορία και όχι μόνον του χωριού μας· να ’μασταν, που
λέτε, είκοσι χρόνια μικρότερος ο καθένας -άντε και δέκα, να μην είμαστε
και πλεονέκτες!-, να φέρναμε βόλτα λόφους, κάμπους και ποταμιές να μην
μας χωράει ο τόπος! Να μαζεύαμε άγριους καρπούς, να μασουλάγαμε
βατόμουρα και κράνια, να περιμέναμε με το ποτήρι στο χέρι να στάξουν οι
πρώτες σταγόνες τσίπουρου από τον αποστακτήρα -το καζάνι-. Έτσι να
γεμίζαμε τη ζωή μας, με την ένταξή μας στις παραγωγικές διαδικασίες,
δίνοντάς της νόημα. Κι όταν βοηθούσε ο καιρός, να περπατούσαμε ως τις
εσχατιές των συνόρων του χωριού μας, έως τα ει-κονίσματα με ξεχασμένα
στην ακριβή θέση τη μισοσβησμένη εικόνα απ’ τον καιρό κι ένα μπουκάλι με
μαυρισμένο λάδι.
Και μετά το μικρό διάλειμμα, πίσω στα δέντρα.
Γκορτσιές -αγριαπιδιές- φορτωμένες σαν νύφες καρπούς νοστιμότατους όταν
ωριμάσουν και γίνουν ζιούλες. Και η πράσινη σφραγίδα του Παναγιώτη Θώμου
-που ήρθε γαμπρός στο χωριό μας· παντρεύτηκε τη Χρυσούλα Μαυριά-, ένα
χιλιόμετρο πάνω-κάτω στο δρόμο από το χωριό προς τη Βήσσιανη, με
καρυδιές -λουμάκια- φορτωμένες κάχτες, πράσινη ανάσα, όαση ανάμεσα σε
χορταριασμένα παραμελημένα χωράφια! Κι η δεύτερή του σφραγίδα στο
Κουρόπουλο, πριν το χωριό, ένα πρότυπο περιβολιού με το όνομα «ΕΛΕΑΝΘΗ»
και το κόνισμα του Αγίου Κοσμά πλάι στην είσοδο. Ο φράχτης του επιτρέπει
στο βλέμμα να περιπλανιέται στην επικράτεια του μικρού παραδείσου.
Κληματαριά με κρεμασμένες «ντεμπίνες», φουντουκιές χαμογελαστές στην
επικράτεια του φράχτη, δαμασκηνιές με δίχτυα προστασίας, προφυλάσσοντας
τους καρπούς τους από τις «κλέφτρες» κίσσες που προσγειώνονται εν ριπή
οφθαλμού στα δέντρα. Κι αχλαδιές, μηλιές, καρυδιές με το πράσινο χαλί
ανάμεσά τους καλοκουρεμένο και στο βάθος σαρακατσάνικη καλύβα γεμάτη από
γεωργικά εργαλεία, λιπάσματα και διάφορες σακούλες για συλλογή καρπών.
Δεξί χέρι του Παναγιώτη η γυναίκα του Χρυσούλα κι από κοντά ο Νίκος ο
Ρούβας με τη Γιαννούλα, τη γυναίκα του. Ζηλεύω την επαφή τους με τη
φύση. Αυτή την καθημερινή σχέση που έχουν αναπτύξει με τους υπηκόους του
περιβολιού που τους χαϊδεύουν, τους μιλούν και τους παρηγορούν αν κάτι
πάει στραβά. Κι όταν κανένας κότσυφας κερομύτης σγκορίζοντας το
χώμα γύρω-γύρω από τα δέντρα φέρνει στην επιφάνεια κανένα
σκουλήκι και το κρεμάει στο ράμφος του πριν το καταβροχθίσει αυτό είναι
ένα επιπλέον κίνητρο για την περιπλάνηση στο περιβόλι. Αλεπούδες, λαγοί
και αρίτσιοι κρεμούν τα μπροστινά τους πόδια -σε ανύποπτο χρόνο- στο
σύρμα του φράχτη από τη μεριά του δάσους και περιορίζονται στο θέαμα μια
και δεν μπορούν να παραβιάσουν το εμπόδιο του φράχτη.
Και σε μικρή απόσταση από το δάσος με τις
κρανιές και σε μικρή απόσταση από αυτό, το κιόσκι. Με σκεπή, πέτρινους
πάγκους γύρω-γύρω, ανοιχτό στον αέρα, τον ήλιο, τη βροχή. Προορισμός
πρωινού και κυρίως βραδινού περιπάτου των κατοίκων και επισκεπτών του
χωριού τα καλοκαίρια. Αν βρεθείς εκεί λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος, θα
περιμένεις μερικά δεύτερα λεπτά για ν’ αντικρίσεις το θαύμα. Οι πρώτες
αναγνωριστικές αχτίδες του φωτίζουν τις πίσω κορφές του Πάπιγκου
χαρίζοντας ένα θαρρείς υπερκόσμιο φως πριν τα βέλη τους καταυγάσουν το
διάστημα. Η κορφή της Νεμέρτσκας δέχεται τις πρώτες αχτίδες απέναντι που
τρυγά τ’ ορθρινό όνειρό της σαν τις κοπέλες του δημοτικού τραγουδιού:
Γλυκοχαράζουν τα βουνά
κι οι
όμορφες κοιμούνται
Ακούγονται κελαηδίσματα πουλιών, τροκάνια και
κύπροι από τα κοπάδια των γιδοπροβάτων που βόσκουν στην γκρόπιστα και
στους γύρω λόφους. Τι βάλσαμο για την ακοή που έχει πληγεί ανεπανόρθωτα
από τους κάθε λογής θορύβους που μας προσφέρει η πόλη και τους άλλους
που προκαλούμε οι ίδιοι φοβούμενοι πως αν δεν μιλήσουμε θα πάψουμε να
υπάρχουμε. Και τι βάλσαμο για την όραση που προσπαθούν να την προσβάλουν
τα κάθε λογής επιτεύγματα κυρίως της σύγχρονης αρχιτεκτονικής με τους
κρυστάλλινους γυάλινους τοίχους που αποστρέφεις το βλέμμα σου απ’ αυτούς
όταν σου επιστρέφουν το φως του ήλιου πολλαπλασιασμένο, που τελικά σε
τυφλώνουν. Εμπόδια, εμπόδια, εμπόδια! Στο μόνο άθλημα που είμαστε
πρωταθλητές με τρόπαιο τη στραβομάρα μας!
Ώρα να πω και για την αξέχαστη ΜΥΡΤΩ που
πρωτοπήγε στο χωριό και στα Γιάννενα να τραγουδήσει προσκεκλημένη από
τον Κώστα Φρόντζο, τον τότε Πρόεδρο της Εταιρίας Ηπειρωτικών Μελετών,
στο Υπαίθριο Θέατρο -τώρα Θέατρο Κώστα Φρόντζου-. Στα Γιάννενα τη
συνόδευσε ο πατέρας. Την καμάρωνε κι αγαπούσε πολύ το τραγούδι της.
Επισκέφτηκαν πολλούς χώρους στην περιοχή, όπως το σπήλαιο του Περάματος
που της έκανε μεγάλη εντύπωση, το Κάστρο με τα περίφημα οικοδομήματά του
και τη Λίμνη.
Αργότερα, γύρω στο 1970 -πριν γεννηθεί ο
Μιχάλης- επισκεφτήκαμε με τον Κωστή μας την Ήπειρο. Με τη βοήθεια του
οδηγού ταξί Νίκου Ρούβα επισκεφτήκαμε πολλά μέρη της Ηπείρου, κυρίως τα
χωριά Πωγωνίου και Ζαγορίου. Ένα μεσημέρι, θυμάμαι, φάγαμε στο Χάνι του
Κώτσιο-Λάμπρου στα Γιάννενα. Υπήρχε τότε ένα μαγέρικο δεξιά όπως
μπαίναμε από την πύλη του. Το φαγητό όχι τίποτα το ξεχωριστό αλλά οι
μνήμες μελίσσι. Χειμώνας του 1941 που γυρίζαμε από την Αθήνα στο χωριό
και διανυκτερεύσαμε στο Χάνι. Φαγητό γιοκ, δωμάτια ναι, αλλά παγωμένα.
Μέχρι το πρωί δεν είχαν ζεσταθεί τα σεντόνια παρ’ όλες τις προσπάθειες
των αλόγων -τις αναπνοές τους- που κατοικούσαν στους στάβλους του
ισογείου. Το πρωί στο δρόμο για κανένα πορτοκάλι· τα μανάβικα μόνο
πορτοκάλια είχαν· ευτυχώς. Ένα μεσημέρι τα καταφέραμε να φάμε σούπα στο
μαγέρικο της οδού Αβέρωφ με τις μεγάλες κατσαρόλες χωρίς φαγητά μονάχα
με νερό. Προλάβαμε τη σούπα που ήταν βάλσαμο.
Εδώ, μετά από αρκετά χρόνια, έτρωγαν οι ηθοποιοί
του Αγγελόπουλου όταν γύριζαν το φιλμ «Αναπαράσταση». Ο ήρωας
τραγουδούσε την «Κοντούλα Λεϊμονιά» και την έκανε γνωστή στο πανελλήνιο.
Και για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, οι στίχοι του τραγουδιού
είναι οι παρακάτω:
Μωρή κοντούλα λεϊμονιά
με τα πολλά λεϊμόνια
Βησσανιώτισσα
σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δεν φώναξα
χαμπήλωσε τους κλώνους σου
να κόψω ένα λεϊμόνι
για να το ζύψω να το πιω
να μου διαβούν οι πόνοι
Βησσανιώτισσα
σε φίλησα κι αρρώστησα …(κλπ)
Προσοχή: όχι «λεμονιά» και «λεμόνια»,
ούτε «να το στύψω»!
Όπως και στο «Χαλασιά μου» που το σωστό είναι:
Δεν σούειπα χαλασιά μου
στο μύλο να μην πας
να μην σε πάρει η ρόδα
και γίνω εγώ φονιάς
Χαλασιά μου, χαλασιά μου
ζωντανή ξεχωρισιά μου …
Όλα τα άλλα από ανίδεους δήθεν εκσυγχρονιστές(!)
της δημοτικής μας μουσικής παράδοσης· τρομάρα μας!
Για πολλά χρόνια πηγαίναμε στο χωριό τα
καλοκαίρια. Ώσπου ήρθε ο Μιχάλης τον Αύγουστο του 1974 και για λίγα
χρόνια πηγαίναμε -τον Αύγουστο, που είχα άδεια από τη δουλειά μου- στα
Στύρα Ευβοίας σ’ έναν περιφραγμένο παραθαλάσσιο χώρο με «δική του»
παραλία και bungalows
για 4 άτομα. Υπήρχε εστιατόριο για πρωινό, μεσημεριανό και
βραδινό προς μεγάλη ανακούφιση των κυριών! Είχαμε την τύχη να έχουμε
συντροφιά τις οικογένειες των παλιών μου συμμαθητών, του Νέστορα
Τσολίσου (με 5 παιδιά), του Κυριάκου Παπαδόπουλου (με 4 παιδιά), του
Αντώνη Σοφιανού (με 2 παιδιά) και του Ντίνου Θωμαΐδη (επίσης με 2
παιδιά). Για θαλάσσια μπάνια πηγαίναμε και εκδρομές σε κοντινούς
προορισμούς. Ο Νέστορας είχε τότε, αν θυμάμαι καλά, ένα αυτοκίνητο
Citroën
Grenouille
με καρότσα (station
wagon)
που χωρούσε ένα λόχο παιδιά και υλικά. Ένα μεσημέρι πήγαμε να φάμε σ’
ένα χωριό· Αλμυροπόταμο το λέγαν; Οι ενήλικες μπήκαμε στα αυτοκίνητά μας
κι όλα τα παιδιά στην καρότσα του
Citroën.
Μαζεύτηκαν, μαζί με τα 2 δικά μου και 3 του Ανδρόνικου, αδερφού του
Νέστορα, που είχαν έρθει με τους γονείς τους από τη Γαλλία· σύνολο: 18
παιδιά! Όταν φτάσαμε στο εστιατόριο κι άρχισε η αποβίβαση, ο μαγαζάτορας
τα ’χασε.
_ Ολόκληρο σχολείο, μουρμούρισε· ευτυχώς που
έκανα κουμάντο και δεν θα μείνουν νηστικά τα παιδιά!
Ένα άλλο μεσημέρι επισκεφτήκαμε με βάρκες ένα
παραθαλάσσιο χωριό -μισή ώρα απόσταση-, το Νημποριό· παλιά ονομασία
Ανηβόρειον. Καταπληκτική αμμουδιά, στη συνέχεια μεγάλο μποστάνι με κάθε
λογής ζαρζαβατικά και στο βάθος μισοκρυμμένο στα πεύκα το εστιατόριο.
Ξύλινη παλιά πόρτα κι επάνω της καρφιτσωμένες φωτογραφίες ασπρόμαυρες
που την κάλυπταν όλη. Ήταν η εποχή που κουβαλούσα την φωτογραφική μηχανή
μαζί μου, μια Kodak
Retina
που είχε φέρει ο πατέρας από τη Γερμανία σ’ ένα του ταξίδι που
είχε πάει για επαγγελματική
ενημέρωση. Ζήτησα την άδεια από τον μαγαζάτορα να φωτογραφίσω την πόρτα
και μου την έδωσε με μεγάλη προθυμία. Τον ρώτησα ποιος ήταν ο
φωτογράφος· ο κύριος Κουμπής, μου απάντησε, ο μηχανικός που φτιάχνει
σπίτια. Ο Νέστορας ήξερε λόγω επαγγέλματος τον Κουμπή και με πληροφόρησε
πως διατηρούσε το πιο έγκυρο γραφείο στατικών μελετών. Το νούμερο ένα!
Αργότερα γνώρισα προσωπικά τον Κουμπή με το
λογοτεχνικό του ψευδώνυμο -Αλέξανδρος Αργυρίου-. Του μίλησα για τις
φωτογραφίες στο Νημποριό και πολύ το χάρηκε. Και περισσότερο το χάρηκε
όταν του έστειλα μια μεγέθυνσή τους 30x40.
Ο Αλέξανδρος Αργυρίου ταξινόμησε τους ποιητές των τελευταίων δεκαετιών
σε γενιές. Η γενιά στην οποία ανήκω είναι η γενιά του 1960. Σ’ αυτήν
συγκαταλέγονται οι ποιητές που γεννήθηκαν από το 1930 έως το 1940. Το
ηλικιακό κριτήριο δεν νομίζω ότι αποτελεί γενικότερα κριτήριο ποιοτικό ή
ποιητικού «κλίματος». Απόδειξη τα έργα των ποιητών της γενιάς μου και
όχι μόνον. Και για να μην πελαγοδρομούμε, πόσο «μοιάζει» η ποίηση του
Θανάση Τζούλη από το Μαυρονόρος Πωγωνίου (έτος γεννήσεως 1931) με την
ποίηση του Ανέστη Ευαγγέλου
(έτος γεννήσεως 1931), την ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου (έτος
γεννήσεως 1931), ή τη δική μου (έτος γεννήσεως 1931);
η Μυρτώ
Μεγαλώνοντας κι ο Μιχάλης, πηγαίναμε τα
καλοκαίρια στον Άγιο Κοσμά Πωγωνίου -το χωριό που γεννήθηκα- με το
αυτοκίνητο που είχαμε αγοράσει· ένα
Lada ρώσικο, σε χρώμα κεραμιδί, όλο χοντρή λαμαρίνα που δεν
καταλάβαινε τίποτα ή σχεδόν τίποτα από χτυπήματα. Στην αλησμόνητη Μυρτώ
οφείλουμε τις επισκέψεις μας γιατί εκείνη οδηγούσε κι εγώ… την
συμβούλευα, σε σημείο που την εξόργιζα. Αρκετές φορές την έφερνα σε
σημείο να σταματάει το αυτοκίνητο και να μου λέει αγανακτισμένη:
_ Οδήγα εσύ ή κατέβα κάτω!
Δεν έκανα τίποτα απ’ αυτά βέβαια! Δεν οδηγούσα
κι ούτε ήθελα να κατέβω κάτω. Ευτυχώς η σύγχυση ήταν ολιγόλεπτη και η
κλασική μουσική από το Γ΄ Πρόγραμμα ηρεμούσε την ατμόσφαιρα!
Η Μυρτώ αγάπησε το χωριό και τους χωριανούς.
Όπως επίσης και τους κατοίκους της Ρουψιάς -το χωριό της Μάνας μου-.
Όσους κατοίκους έχουν απομείνει εκεί· όπως τον Μπάμπη Ζωίδη και την
σύζυγό του Πόπη που πολλά μεσημέρια γευόμασταν τα πεντανόστιμα φαγητά
της και τις κάθε λογής λιχουδιές. Δεν μπορούσε να ξεχάσει τον θείο μου
Νίκο, αδερφό της Μάνας μου, που τον είχε γνωρίσει στη Θεσσαλονίκη όταν
αρραβωνιασμένοι συνοδέψαμε, για συμπαράσταση, στη συμπρωτεύουσα τον
μαέστρο Σούλη Κούτση που διηύθυνε την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης.
(Τον Διονύση Κούτση πάντρεψα αργότερα με την ηθοποιό Έλλη Βοζικιάδου
στον Άγιο Διονύσιο στο Κολωνάκι). Επίσης εκτιμούσε ιδιαίτερα την ξαδέρφη
μου Κούλα (Βασιλική) Μπετζούνη -κόρη του αδερφού της Μάνας μου,
Παναγιώτη- που είχε παντρευτεί τον στρατιωτικό μουσικό Θωμά Καραμανλή, ο
οποίος έσωσε το πατρικό σπίτι της Μάνας μου και όλων των αδερφών της
-Ευθαλίας, Παναγιώτη, Χαράλαμπου και Νίκου- από βέβαιη καταστροφή λόγω
εγκατάλειψης, ανακαινίζοντάς το. Αρκετά μεσημέρια η Κούλα μάς τραπέζωνε
στη Ρουψιά με κυρίως πιάτα αρνί στο φούρνο και τυρόπιτες. Οι μνήμες
μελίσσι για μένα όταν η γιαγιά η Μαλεμπετζούνω ξελαρυγγιαζόταν
φωνάζοντας εμένα και τον ξάδερφο Μήτσο, γιο της θείας Ευθαλίας, που
παίζαμε στη Ράχη, γιατί η πίτα ήταν έτοιμη!
Με την Αλέκα Παπαγεωργίου-Βενετοπούλου, τον
σύζυγό της Κλεάνθη, την αδερφή της Ευανθία και τις κόρες της βλεπόμαστε
συχνά τα καλοκαίρια στη Ρουψιά και κυρίως στη Βήσσανη το
Δεκαπενταύγουστο στην εκκλησία και στη συνέχεια στο γλέντι κάτω από τον
πλάτανο της πλατείας. Εκεί ανταμώνουμε και τους ακριβούς μας φίλους τον
Γρηγόρη Άρμπυρο -που αφιέρωσε τη ζωή του στο χωριό του, τη Βήσσανη, τους
κατοίκους της και τον ευλογημένο τους τόπο- και τη γυναίκα του Τζέλλα,
όπως και παλιούς μου συμμαθητές από το Αστικό Σχολείο Βησσάνης· τον
Γιάννη Στούπη από τη Βήσσανη, τον Παναγιώτη Νικολαΐδη από τη Ζαραβίνα
-τώρα Λίμνη-, δεύτερο ξάδερφό μου από τη μάνα του, τον Απόστολο Μούκα
και τον Θεοχάρη Κολιόπουλο από τη Ζαραβίνα -αν δεν με απατά η μνήμη-.
Επίσης, τον Απόστολο Στούπη και τον Σταύρο Στούπη, αμφότεροι γιοι του
Βησσανιώτη δασκάλου και ιεροψάλτη βυζαντινής μουσικής Χριστόφορου Στούπη
με φωνή βαρυτόνου που να τον ακούς ήταν ιδιαίτερη απόλαυση!
Τον Μούκα, τον Νικολαΐδη και τον Κολιόπουλο τους
αντάμωσα στο Πνευματικό Κέντρο της Αδελφότητας Αγιοκοσμιτών στις 12
Αυγούστου του 2007, όπου έλαβε χώρα η τιμητική εκδήλωση για το
πνευματικό μου έργο και είχαν προσκληθεί σ’ αυτή. Μίλησαν ο Γρηγόρης
Άρμπυρος, ο Κώστας Κωστούλας, η Ελένη Κουρμαντζή και ο Σωκράτης
Οικονόμου. Γενικά για το έργο μου μίλησε η φιλόλογος, διδάκτωρ του
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Χρυσούλα Σπυρέλη. Την όλη εκδήλωση συντόνισε ο
υπεύθυνος επί των πολιτιστικών της Αδελφότητας Λευτέρης Ματθαιάδης, τον
οποίο ευγνωμονώ.
Τον Παναγιώτη Νικολαΐδη τον επισκεπτόμασταν στο
χωριό του, τη Ζαραβίνα, τα καλοκαίρια. Η Καίτη, η γυναίκα του, έφτιαχνε
λιχουδιές που τις τιμούσαμε δεόντως.
Να μην ξεχάσω να αναφέρω πως πρωί-πρωί η Μυρτώ
άνοιγε την εξώπορτα στα κυνηγόσκυλα που έβγαιναν για περίπατο· την
άκουγαν κι έτρεχαν κοντά της κουνώντας τις ουρές τους και γλείφοντάς
την, με κίνδυνο να την γκρεμίσουν από τη σκάλα. Δεν χόρταινε να τα
χαϊδεύει. Ο Κωστής με τον Μιχάλη έβγαιναν στο χοροστάσι να παίξουν με τα
συνομήλικα παιδιά ή παρακολουθούσαν τα παιχνίδια των μεγάλων· συνήθως
ξερή, κολτσίνα και σκαμπίλι με έπαθλο ένα κουτί λουκούμια και ένα πακέτο
μπισκότα Παπαδοπούλου -η αξία των γλυκών ήταν το ενοίκιο του μαγαζιού
για τα παιχνίδια με τις τράπουλες-.
Πολλές φορές η Πολυξένη Πορφύρη, γυναίκα του
Λευτέρη, ανέβαζε στη γομάρα εκ περιτροπής τα παιδιά μου και τα εγγόνια
της και τα πήγαινε ως τα βακούφκα τα χωράφια κάτω από την εκκλησιά· εκεί
που τώρα πρασινίζει ο τόπος από τα φυτά (αρώνειες) που φύτεψε και
εκμεταλλεύεται ο Κώστας Δελλάρης ομορφαίνοντας την περιοχή.
Θυμάμαι θα ’ταν το 2002 που οι δυο μας με τη Μυρτώ αποφασίσαμε να
πάμε στα Γιάννενα με το
Lada να
αγοράσουμε δέντρα για τον κήπο του σπιτιού. Αύγουστος προς το τέλος του
με μια πρωινή δροσιά που πότιζε το είναι μας. Στα μέσα της διαδρομής
εκεί που υπάρχει μια μεταλλική γέφυρα και δρόμος αριστερά για τα
Ζαγοροχώρια και δεξιά απλώνεται ο κάμπος των Ιωαννίνων, στο ύψωμα, ένα
σύννεφο πηχτής αντάρας ήρθε καταπάνω μας και μας κάλυψε. Η Μυρτώ άραξε
δεξιά του δρόμου με αναμμένα τα πίσω φώτα, φρονίμως ποιούσα. Ευτυχώς το
σύννεφο σε λίγα λεπτά εξαφανίστηκε από τις αχτίδες του ήλιου. Η Μυρτώ
-κι εγώ βέβαια- τρομάξαμε· δεν ήταν και συνηθισμένο θέαμα. Το θυμόμασταν
για πολλά χρόνια μετά. Αγοράσαμε από τα Γιάννενα τα δέντρα και τα
τοποθετήσαμε στο πορτ-παγκάζ με τις κορφές έξω και κατεβασμένο το καπάκι
και δεμένο για να μην φύγουν στο δρόμο. Τα δέντρα: δύο δαμασκηνιές (μια
για άσπρα και μια για μπλε δαμάσκηνα), μια κυδωνιά, μια κερασιά, μια
συκιά και μια μηλιά. Είχα κάνει λακκούβες από την προηγούμενη σκάβοντας
στον κήπο και την επόμενη το πρωί τα φύτεψα με χώμα ανακατεμένο με
χωνεμένη προβατίσια κοπριά που είχα αγοράσει την προηγούμενη χρονιά. Με
τις αρβύλες πατούσα γύρω-γύρω το χώμα με την κοπριά για να στερεωθούν τα
δέντρα. Κατόπιν τα πότισα αρκετά. Μετά έκατσα στα πέτρινα σκαλοπάτια και
τα φαντάστηκα γεμάτα καρπούς στα κατοπινά χρόνια. Την επόμενη πετάχτηκα
στη «γραβιά» του απέναντι λόφου κι έκοψα με το τσεκούρι ίσια κλωνάρια
από κρανιές. Τα τοποθέτησα πλάι στα δέντρα, τα πίεσα και μπήκαν περίπου
20 εκατοστά μέσα στο έδαφος. Κατόπιν με κομμάτια από χοντρά υφάσματα
-λωρίδες- τα έδεσα από τους κορμούς των δέντρων να στηρίζουν το ένα το
άλλο για να μην τα γείρει ο άνεμος.
Σήμερα που τα γράφω αυτά η αγαπημένη μου ΜΥΡΤΩ
δεν υπάρχει· τη χάσαμε τον Μάη στις 13 του 2015 από έμφραγμα. Είμαι στο
χωριό με την αδερφή μου, την Αλεξάνδρα.
Οι δαμασκηνιές στον κήπο δεν πρόκοψαν. Ίσα που προλάβαμε από τη
μια να φάμε δαμάσκηνα. Η κερασιά ξεράθηκε την επόμενη χρονιά. Την
αντικατέστησα με μια κυδωνιά. Και οι δυο κυδωνιές πρόκοψαν· ο Ιορδάνης
φέρνει τα κυδώνια στην Αθήνα και πηγαίνει ο Κωστής και τα παίρνει από το
σπίτι του στο Αιγάλεω. Η συκιά ξεραινόταν κάθε χειμώνα και κάθε άνοιξη
έβγαζε κωλορίζια. Την
ξερίζωσε ο Χρήστος ο Αλβανός κι ο Βαγγέλης ο Γκορίτσας -που προσέχει το
σπίτι- φύτεψε στη θέση της μια ροδιά που από τη δεύτερη χρονιά δίνει
καρπούς. Λέω να ξεριζώσω τις δαμασκηνιές και στη θέση τους να φυτέψω
ροδιές. Στην αριστερή πλευρά -όπως βλέπουμε τον κήπο από την αυλή- στην
αρχή της φύτεψα μια βυσσινιά που μας χάρισε η φιλόλογος, καθηγήτρια του
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων από το χωριό μας -το γένος Βάρη- Ελένη
Κουρμαντζή όταν επισκέφτηκα στα Γιάννενα το σπίτι της. Κάθε χρόνο είναι
γεμάτη, όπως με πληροφορεί ο Νίκο-Σκούπρας που φροντίζει (κλαδεύει και
ραντίζει) τις κληματαριές και καθαρίζει από ζιζάνια και χόρτα τον κήπο.
Τα βύσσινα τα τρων οι τσιάμπες «που ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν όμως
καμία δεν πεινά» γιατί ωριμάζουν πριν φτάσουμε στο χωριό.
Το καλοκαίρι του
2015 παρατείναμε την παραμονή μας στο χωριό μέχρι αρχές Οκτωβρίου.
Προλάβαμε ανάμεσα στα άλλα και «βγάλαμε» πετιμέζι από τα σταφύλια της
γειτόνισσάς μας Αλίκης Πολυχρονιάδη που ’χε αφήσει ο Νικο-Σκούπρας στο
μπαλκόνι. Στη γειτόνισσα την Αλίκη πηγαίναμε -κι ερχόταν κι εκείνη- από
το άνοιγμα του τοίχου της αυλής στο σημείο που ο πατέρας μας είχε χτίσει
το σπιτάκι των δύο κυνηγετικών γκέγκηδων που συντηρούσε για το κυνήγι,
τη δεκαετία του ’60. Απλά ρίξαμε τον τοίχο, στρώσαμε και το δάπεδο του
«σπιτιού» με πλάκες και νάσου το πήγαινε έλα μεταξύ μας. Η Αλίκη είναι
καταπληκτική μαγείρισσα και αβάρετη. Φτιάχνει πίτες, κασιόπιτες,
μπατσαριές, λουκουμάδες, κουλούρια κι ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς.
Μας καλούσε για φαγητό μια και έμενε μόνη εκείνο το διάστημα -παιδιά κι
εγγόνια είχαν επιστρέψει στην Αθήνα για δουλειές και σχολείο-. Την
καλούσαμε κι εμείς για καφέ και για πέστροφες από το Καλπάκι ψημένες στο
φουρνάκι της αυλής ή τηγανιτές. Επίσης στο φουρνάκι ψήναμε σε στρογγυλό
ταψί γίγαντες με κρεμμύδια. Μπορούσαμε και στην ηλεκτρική κουζίνα αλλά
στο φουρνάκι είχαν άλλη νοστιμιά. Για δεκατιανό καμιά φορά βράζαμε
τραχανά που ’χε φτιάξει η ξαδέρφη μας η Ελένη Πορφύρη- Καμπλέτσα, πρώτη
ξαδέρφη της Αλίκης και δεύτερη δική μας, με τα χέρια της και χώνευε
γρήγορα «ίσα-ίσα μέχρι το Λαχανόκαστρο» έλεγε η άγια γιαγιά μου η Μάκω
Σιούλενα κι όχι όπως το πρωινό κουρκούτι που μου έφτιαχνε η Μάνα με
καλαμποκίσιο αλεύρι, βούτυρο, τυρί φέτα και τσιγαρίδες από το χοιρινό
λίπος που κρατούσαμε στο κιούπι, και κρατούσε μέχρι το απόγευμα που
γυρίζαμε από το σχολείο. Η πείνα άρχιζε να με ταλανίζει αργά το
μεσημέρι· μισή μέρα και βάλε. Η Ελένη που προανέφερα έφτιαχνε ανάμεσα
στα άλλα πιτοειδή και μπουγάτσα νοστιμότατη. Πίτες διάφορες -τυρόπιτες,
χορτόπιτες, κολοκυθόπιτες- έφτιαχνε μαζί με την Αλεξάνδρα Κωστούλα, νύφη
στο χωριό μας από το Λαχανόκαστρο -το γένος Συντάκα-. Έψηναν ένα-ένα τα
φύλλα για τις πίτες για να ’ναι τραγανές. Έφτιαχναν πρόχειρα και
κασιόπιτες, μπατσαριές και ό,τι βάλει ο νους σας από φαγητό που έχει
πρώτο υλικό το ζυμάρι. Η Αλίκη δεν κουραζόταν παρ’ όλ’ αυτά. Τα πάντα
έλαμπαν στο σπίτι της και κυρίως η κουζίνα και το μπάνιο. Δούλευε και τη
νύχτα· δεν τη χώραγε ο τόπος. Θυμάμαι τι μας έλεγε ο πατέρας μας για την
καθαριότητα των σπιτιών: Αν χρειάζεται να βαθμολογήσετε τη νοικοκυρά για
την καθαριότητα του σπιτιού της, επισκεφτείτε πρώτα το μαγειρειό και
μετά τον χαλέ (δηλαδή την κουζίνα και το
W.C.)!
Τάσος Πορφύρης
Το σπίτι που έχτισε ο Λουκάς Πορφύρης -αδερφός
του παππού μου Αναστασίου- βρίσκεται στον ίδιο δρόμο κι απέναντί μας. Ο
δρόμος ήταν χωμάτινος ανηφορικός μέχρι που ο πατέρας με τον θείο Μήτσο
το ’στρωσαν με πέτρες σε αναβαθμούς τη δεκαετία του ’70, νομίζω.
Φαίνεται σε φωτογραφίες. Οι κληρονόμοι του σπιτιού απέναντι -τώρα γύρω
στους 50, κατά τους πρόχειρους υπολογισμούς μου- δεν τα βρήκαν μεταξύ
τους -και δεν τους βρήκαν όλους έτσι σκορπισμένοι που είναι στα 4 σημεία
του ορίζοντα-. Είναι αλήθεια πως οι κόρες της Αλεξάνδρας
Πορφύρη-Σπυριδωνίδη και κυρίως η Ιωάννα έκαναν αρκετές προσπάθειες να
τους βρούνε για να εξασφαλίσουν τη συγκατάθεσή τους για να το
διατηρήσουν. Κρίμα, τέτοιο σπίτι! Δυστυχώς άλλοι από τους κληρονόμους
θέλαν μοιράδι, άλλοι χρήματα και άλλοι δεν βρέθηκαν. Τώρα ακόμα στέκει
ευτυχώς στους τοίχους του -ας είναι καλά η Βασιλεία, η κόρη του Φάνη,
που έστειλε χρήματα και έφτιαξε τη σκεπή με τσίγκο-. Όμως, ο καιρός
περνάει και η καταστροφή έρχεται αργά αλλά σίγουρα· η πόρτα είναι
κατεστραμμένη, το εσωτερικό χάλια, με τη σκάλα που οδηγεί στον πρώτο
όροφο στους νοντάδες σάπια, έτοιμη να σωριαστεί. Νυχτερίδες κρεμασμένες
στα νταβάνια, σπασμένα τζάμια παραθυριών στα πατώματα, ούτε ίχνος από
τις ζωγραφιές στα τζάκια, οι μπίμπτσες γιομάτες ποντίκια, νυφίτσες,
κουνάβια και στους τοίχους πρόκες χοντρές, σκουριασμένες εκεί που
κρέμονταν κύπροι και κουδούνια διαφόρων μεγεθών για τα κοπάδια. Κολλητά
στο κύριο σώμα του σπιτιού στη μια πλευρά ένα χτίσμα, ένα μικρό δωμάτιο
πες. Αυτό το δωμάτιο χτίστηκε για να απομονωθεί μια από τις κόρες του
Λουκά Πορφύρη που είχε προσβληθεί από τον βάκιλλο του Κωχ. Στον τοίχο
υπήρχε μια μεγάλη τρύπα απ’ όπου της έριχναν το φαγητό ενώ το κλειδί της
μεγάλης κλειδαριάς το κρατούσε ο πάτερ-φαμίλιας. Η πόρτα άνοιγε όταν
χρειαζόταν να κάνει την ανάγκη της πηγαίνοντας μακριά, στον κήπο. Μια
από τις αδερφές της την αγαπούσε πάρα-πολύ και ήθελε εκείνη να της
ρίχνει το φαγητό από την τρύπα και να της μιλάει και να κλαίει μαζί της.
Την αγαπούσε πάρα-πολύ κι όσο έβλεπε ότι η αδερφή της έλιωνε αποφάσισε
να μείνει στο δωμάτιο μαζί της να «κολλήσει» τη φυματίωση και να πεθάνει
μαζί της. Κι αυτό έκανε ένα βράδυ· πήρε το κλειδί την ώρα που κοιμόταν ο
πατέρας της, άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα, κλείδωσε και πέταξε το κλειδί
στον κήπο. Έμειναν όλη νύχτα αγκαλιασμένες κλαίγοντας κι από την άλλη
μέρα το φαγητό είχε αυξηθεί κατά μια μερίδα. Ώσπου ένα πρωί, μερικούς
μήνες αργότερα, βρέθηκαν νεκρές. Ήταν αγκαλιασμένες σφιχτά.
Ο Λουκάς Πορφύρης γεννήθηκε το 1860, παντρεύτηκε
τη Μαρία Κοσύφη και απέκτησαν 10 παιδιά· την Χαρίκλεια (σύζυγος Γ.
Αρχιμανδρίτης), τον Αριστοτέλη (σύζυγος Σταυρούλα Γραμματικού), τον
Βασίλειο (σύζυγος Φεβρωνία Κιτσώνα), την Όλγα (σύζυγος Λεωνίδα Δάκα),
τον Σταύρο (σύζυγος Καλλιόπη Μπάρδη), την Ελένη (σύζυγος Κωνσταντίνος
Νικολαΐδης), την Αλεξάνδρα (σύζυγος Δ. Σπυριδωνίδης), τον Αχιλλέα
(σύζυγος Αγ. Λινάρδου), την Αικατερίνη και την Μαρία -προφανώς οι
τελευταίες ήταν εκείνες που αρρώστησαν από τη φυματίωση και άφησαν την
τελευταία τους πνοή στο μικρό δωματιάκι-. Ο Λουκάς Πορφύρης ασκούσε το
επάγγελμα του κρεοπώλη -χασάπη- στα Τσαραπλανά (Βασιλικό), όπως
αποδεικνύεται από διάφορες σελίδες των λογιστικών του βιβλίων. Φαίνεται
πως είχε αρκετά χρήματα και το 1905, μετά το πέρας του χτισίματος της
εκκλησίας, προσέλαβε τους μαστόρους που την έχτισαν για να χτίσουν το
σπίτι που στέκει τώρα περήφανο, ταλαιπωρημένο αλλά όρθιο, πρόκληση στους
επερχόμενους καιρούς που ελαύνουν εναντίον του χωρίς αιδώ. Στα αγκωνάρια
που γώνιαζαν τους τοίχους οι πελεκάνοι και στα κοίλα βαθουλώματά τους
φιλοξενούνται ακόμα ολόκληρες φράσεις όπως «ο Νίκος αγαπάει τη Ρίτα»,
«Βασίλειος Πορφύρης, ενθύμιον 1930» γραμμένες με μολύβι
Faber
No.2. Ο
γραφίτης του αντέχει ακόμα καθώς τον δέρνουν βαρυχειμωνιές. Ο Βασίλειος
είχε γυρίσει από την Αίγυπτο με τη Φεβρωνία -τη Θρόνω- τη γυναίκα του,
το γένος Κιτσώνα, αδερφή του Φάνη και του Ηρακλή Κιτσώνα, και τα τρία
παιδιά τους: τον Θανάση, τη Μαρίκα και τον Φάνη. Το τέταρτό τους παιδί,
η Βασιλεία γεννήθηκε στον Άγιο Κοσμά το 1934 -χρονιά που γεννήθηκε και η
αδερφή μου Αλεξάνδρα-. Η κόρη του Φάνη, η Ελισάβετ Σαβούρη, φρόντισε να
τη βάλει σ’ έναν οίκο ευγηρίας.
Από το μελίσσι που βούιζε εκείνα τα χρόνια -από
τις αρχές του 1900 μέχρι τη δεκαετία του 1950- απόμεινε μονάχα το σπίτι
-το δίπατο παλάτι- ακατοίκητο, έρημο, βορά στις διαθέσεις του καιρού και
στις ορέξεις των μεταναστών -Αλβανών- που βρίσκουν καταφύγιο σ’ αυτό,
τις άγριες νύχτες του χειμώνα.
←
Περισσότερα για τον Τάσο Πορφύρη