Πολιτισμός

λογοτέχνες

 

Πορφύρης Τάσος

Κείμενα του Ηπειρώτη Λογοτέχνη

  

Κράνια απ’ την πατρίδα

Ο κλητήρας χτύπησε διακριτικά την πόρτα του γραφείου του κ. Διευθυντή. Ακούστηκε ένα εμπρός κι η πόρτα άνοιξε.

_ Έλα Παναγιώτη, πες μου.

_ Κύριε Διευθυντά, ήρθε ένα δέμα με κούριερ στο όνομά σας, ορίστε και το απόθεσε στο γραφείο.

_ Ευχαριστώ Παναγιώτη, μπορείς να πηγαίνεις.

_ Περιεργάστηκε το δέμα και διαπίστωσε πως το όνομα του αποστολέα ήταν δυσανάγνωστο εξαιτίας ενός λεκέ που υπήρχε πάνω του. Ετοιμαζόταν να το ανοίξει, όταν ακούστηκε πάλι να χτυπά η πόρτα · άλλο ένα: _ Εμπρός! 

Η ιδιαιτέρα μπήκε φουριόζα και κεφάτη –καλομακιγιαρισμένη, καλοντυμένη, χαιρόσουν να τη βλέπεις– και άφησε πάνω στο γραφείο ένα πάκο φακέλους.

_ Αυτά προς υπογραφήν, κύριε Διευθυντά. Καφεδάκι ήπιατε; συμπλήρωσε.

_ Όχι, της απάντησε, αν έχεις την καλοσύνη έναν μέτριο σε μεγάλο φλιτζάνι.

_ Ξέρω, ξέρω και με ένα σκέτο κρουασάν.

_ Τι θα γινόμουνα χωρίς εσένα!

Η Σοφία –αυτό ήταν το όνομα της ιδιαιτέρας– αποσύρθηκε κοκκινίζοντας. Για φαντάσου –σκέφτηκε– υπάρχουν ακόμα κορίτσια που κοκκινίζουν. Άναψε τσιγάρο και άρχισε να ξεφυλλίζει φακέλους και να υπογράφει τα σχετικά διαβιβαστικά. Χτύπησε το τηλέφωνο.

_ Λέγετε. –

_ Κύριε Διευθυντά –ήταν η Σοφία–, σας θυμίζω το σημερινό σας ραντεβού στις 12 με τον κ. Υπουργό. Από τον τρόπο που αφοσιωθήκατε στη δουλειά σας –συνέχισε– δεν πήρατε χαμπάρι όταν σας έφερα τον καφέ · σκέφτηκα πως μια υπενθύμιση του ραντεβού ήταν απαραίτητη.

_ Τώρα ξέρω τι θα γινόμουνα χωρίς εσένα Σοφία ή μάλλον τι δεν θα γινόμουνα!

Δεν πρόλαβε να κλείσει και πάλι η Σοφία:

_ Σας ζητούν από το γραφείο του κ. Υπουργού, σας συνδέω.

Η ιδιαιτέρα του κ. Υπουργού πληροφορούσε τον κ. Διευθυντή ότι η συνάντηση θα οριζόταν για την ερχόμενη εβδομάδα · κάτι προέκυψε που καθιστούσε επείγουσα την αναβολή της. «Θα σας ενημερώσω για την προσεχή συνάντηση εγκαίρως».

Αναστέναξε με ανακούφιση. Ανακλαδίστηκε στην καρέκλα του κι αποφάσισε να ασχοληθεί με το δέμα. Ήταν δεμένο σταυρωτά με σπάγκο και πάνω από τον σπάγκο υπήρχε φαρδιά λουρίδα σελοτέιπ, κολλημένη πάνω του. Πήρε τον χαρτοκόπτη κι άρχισε να βγάζει το σελοτέιπ. Για το σπάγκο χρειάστηκε τη βοήθεια του ελβετικού σουγιά που είχε στο γραφείο του.


 Τάσος Πορφύρης 

Άνοιξε το πακέτο σχίζοντας το σκληρό χαρτί και παρουσιάστηκε ένα χαρτονένιο κουτί με τη φίρμα ενός Γιαννιώτικου ζαχαροπλαστείου. Χαμογέλασε · αν είναι Γιαννιώτικος μπακλαβάς να μου λείπει · αρκετά περιττά κιλά με ταλαιπωρούν τελευταία. Καθώς όμως άνοιξε το κουτί μια αψιά μυρωδιά του ’σπασε τη μύτη. Μια μυρωδιά καταχωνιασμένη στο παρελθόν –πόσες δεκαετίες; – οι αισθητήρες της μνήμης άρχιζαν να ψάχνουν τι να κρύβει το πεντακάθαρο μαντίλι με δαντέλλα κεντημένο στις άκρες του , ομορφοδεμένο σε φιόγκο. Βγάζοντάς το από το κουτί το τοποθέτησε στο τζάμι του γραφείου να το περιεργαστεί καλύτερα · πρόσεξε μια καρτούλα που ήταν στη βάση του κουτιού κι έγραφε: Παναγιώτη, κράνια απ’ την πατρίδα!

Καθώς άνοιξε το μαντίλι η μυρωδιά τους ξεχύθηκε, ελεύθερη πια, στο γραφείο, στις πολυθρόνες, στη βιβλιοθήκη, στις κουρτίνες, στη γλάστρα με το αλεξανδρινό. Το χρώμα τους γυαλιστερό κόκκινο, μια ολόφρεσκη πληγή στο σώμα της μνήμης, μιας μνήμης ζωντανής αιμάσσουσας σε πρώτο πλάνο και στο βάθος πεδίου, τα ανεπανάληπτα τοπία της. Εκείνη η θεόρατη κρανιά στη μεγάλη γκρόπιστα φορτωμένη μικρές αμέτρητες φλογίτσες καθώς ο ήλιος στραφτάλιζε πάνω τους. Τα ανοιξιάτικα λιβάδια με τις μπουρντένιες –άγρια σπαράγγια– και τους τσάπους και ειδικά τους ξανθούς, πλατύφυλλους, με στίγματα πάνω τους και που μ’ αυτούς ξεγελούσαμε την πείνα μας, παρ’ όλο που έλεγαν πως από πάνω τους περνούσαν τα φίδια πριν αλλάξουν πουκάμισα · γι’ αυτό και στις πρώτες λιθαριές που συναντούσε κανείς μετά τους χορταστικούς τσάπους, φιγουράριζε κάποιο φιδορούτι.

Η Μάνα έφτιαχνε μαρμελάδα με τα κράνια. Τα άφηνε μια-δυο μέρες απλωμένα σ’ ένα σινί να τα βλέπει ο ήλιος και κατόπιν τ’ άδειαζε σε μια μεγάλη κατσαρόλα και έριχνε τόσο νερό, ώστε να καλυφθούν απ’ αυτό. Έβαζε την κατσαρόλα στην πυροστιά και τραβούσε κάρβουνα από το τζάκι. Αφού έπαιρναν ένα χόχλο, τα κατέβαζε από τη φωτιά. Τα άφηνε και κρύωναν και μετά με μια κουτάλα τα μετέφερε από την κατσαρόλα στο ντριμόνι. Τα πατούσε με την παλάμη της για να βγει τη τροφή και να πέσει σε μια λεκάνη που είχε τοποθετήσει από κάτω. Τη μετέφερε στην κατσαρόλα και την έβαζε πάλι στη φωτιά για να δέσει ρίχνοντας ζάχαρη με το μάτι ή, αν δεν είχαμε ζάχαρη, έριχνε πετιμέζι που φτιάχναμε από τα δικά μας σταφύλια. Την ανακάτευε για να μην κολλήσει κι όταν έπεφτε από την κουτάλα κομμάτι-κομμάτι, ήταν έτοιμη. Την άφηνε να κρυώσει και την μετέφερε σε καθαρά γυάλινα βάζα. Πριν καπακώσει τα βάζα έριχνε λίγο τσίπουρο ώστε να καλυφθεί όλη η επιφάνεια, προφυλάγοντας τη μαρμελάδα από την πιθανότητα να μουχλιάσει. Η μαρμελάδα κρατούσε ένα χρόνο το λιγότερο. Ήταν μια καταπληκτική λιχουδιά, ιδιαίτερα όταν την αλείφαμε σε φέτες φρέσκιας ζεστής μπομπότας. Η γεύση της ήταν λίγο ξινή –«μοχούτσικη» που έλεγε η μάνα–, τόση ώστε να σπάει την πολλή γλυκάδα και να τρώγεται πιο ευχάριστα.


 

Πού πήγαν οι παλάμες σου, Μάνα! Μ’ αυτές έπλενες, ζύμωνες, μας χάιδευες, έκανες χωράφι, μαγείρευες και καμιά φορά –σπάνια– μας έδινες και κανένα φούσκο για κάποια σκανταλιά μας. Ανακατεμένες μυρωδιές από λαχτάρες, φρεσκοπλυμένα σεντόνια, κυριακάτικα φαγητά στο φούρνο και κείνη την ιδιαίτερη γεύση του άγουρου φιλιού που μας κράταγε άυπνους για μέρες. Όλα αυτά πολιορκούσαν τη ζωή του, πολιορκούσαν το χώρο του, ώσπου τα μέσα κύματα ζητούσαν επιτακτικά διέξοδο και τη βρήκαν.

Είχε φέρει τις παλάμες του στο πρόσωπο σκύβοντας στο γραφείο του και το στήθος του τρανταζόταν από λυγμούς. Δεν άκουσε την πόρτα να χτυπάει. Η Σοφία ξαναχτύπησε, δεν πήρε απάντηση κι αποφάσισε ν’ ανοίξει την πόρτα. Τον  είδε στη στάση με τις παλάμες στο πρόσωπο, βυθισμένον στις άκρως μοναδικές προσωπικές αναμνήσεις. Χλόμιασε κι έκλεισε διακριτικά την πόρτα. Σε όποιον τηλεφωνούσε του έλεγε πως έλειπε σε σύσκεψη στο Υπουργείο, να πάρει αύριο. Το ταξίδι στο παρελθόν τον είχε εξουθενώσει. Πού βρήκες αγάπη μου το χρόνο να μαχαιρώσεις τον καιρό και να ξανανοίξει η πληγή;

Γιατί δεν ήταν μονάχα τα κράνια, τα γκόρτσα, οι μπουρντένιες, οι τσάποι κι η μπομπότα. Ήταν και οι γκουντούλιαροι με τα κόκκινα αυγά τ’ Αϊ-Γιωργιού στον Αϊ-Λια, ήταν και τα παιχνίδια με τα’ άχυρα στην καλύβα μετά τα’ αλώνισμα, που κρυβόμασταν μέσα τους κι όταν τα μέλη μας έρχονταν σ’ επαφή τυχαία μεταξύ τους βυθιζόμασταν σε μιαν ευδαιμονία δίχως τέλος. Έξω το καλοκαίρι ξεφάντωνε. Έτρεχε γυμνό δρασκελώντας λόφους και λιβάδια, λουσμένο στο φως, ώσπου έφτανε στο ποτάμι και βουτούσε στα δροσερά νερά του. Τζιτζίκια ξεφάντωναν στους κορμούς των δέντρων κρατώντας το νωχελικό ίσο αυτής της εποχής με το μόνιμο χαμόγελο στα χείλη όλων μας.

Ξαναχτύπησε το τηλέφωνο · εμπρός! · Κύριε Διευθυντά –ήταν η Σοφία– σας ζητούν από το Πωγώνι Ιωαννίνων · σας συνδέω. Καλύτερα να τον μαχαίρωνε.

 

Τάσος Πορφύρης

Ιανουάριος 2006

   

   αριθμός επισκεπτών