ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ
Του Ηπειρώτη Λογοτέχνη Τάσου Πορφύρη
To πατρικό μου σπίτι στην Αθήνα «έζησε» από το 1949
έως το 2010 που κατεδαφίστηκε και πουλήθηκε το οικόπεδό του. Έχω μια
φωτογραφία του και της μπουλντόζας που περίμενε με αναμμένη μηχανή στο
πεζοδρόμιό του έτοιμη να πιάσει δουλειά, ανοιγοκλείνοντας τις
γυαλιστερές της μασέλες. Στο βάθος ο κήπος με την κληματαριά που απ' τα
σταφύλια της τα μοσχάτα η Μάνα έφτιαχνε στο υπόγειο πετιμέζι και
σιουμπέκια. Υπήρχε και η γαζία για να μοσχοβολάει ο τόπος, μια
τριανταφυλλιά πλάι στο μπαλκόνι της κρεβατοκάμαρας των γονιών μας, τρεις
λεμονιές πλάι στη μεσοτοιχία -η δική μου, της Αλεξάνδρας και του
Λευτέρη- και στο βάθος μια πελώρια μανταρινιά με τους καρπούς της να
φέγγουν όλες τις νύχτες του χειμώνα.
Το σπίτι είχε
από καιρό «φύγει» από το χώρο του κι είχε στρατοπεδεύσει μέσα μου.
Φοβήθηκε τις γύρω πολυκατοικίες, αυτές τις αρχοντοχωριάτισσες που
νόμιζαν ότι τα πάντα ήταν ζήτημα ύψους, που το είχαν περικυκλώσει
ασφυκτικά και το απειλούσαν με τον όγκο τους. Στο καινούργιο «οικόπεδο»
ένιωθε σιγουριά και ασφάλεια. Και για μένα ήταν μια ξεχωριστή συντροφιά.
Όταν στα όνειρά του ξαναζωντάνευαν γεγονότα με ξυπνούσε και ξαναγύριζα
μαζί του σ' εκείνες τις μέρες, στον απολεσθέντα παράδεισό μου και δεν τ'
άντεχα.
Του πρότεινα να μετακομίσει κάπου αλλού ·
συγκεκριμένα, στο οικόπεδο του άλλου πατρικού, του χτισμένου στον Άγιο
Κοσμά Πωγωνίου το 1823. Υπήρχε αρκετός χώρος και για τα δυο. Στην ανάγκη
θα του «στρώναμε» στον κήπο ανάμεσα στα δέντρα. Ήταν ο προπάππος του και
θα 'χε ένα σωρό ιστορίες να του διηγηθεί. Ξέχωρα που θα το πήγαινε
κοντινές διαδρομές στη Νεμέρτσκα, στο Πάπιγκο, στον Βοϊδομάτη, στον Αώο.
Τίποτα δεν ωφέλησε. Ακόμα κι όταν του πρότεινα να το στείλω με τον
Πήγασο στα σπίτια του ποιητή απ' το Μαυρονόρος Θανάση Τζούλη:
Τάσος Πορφύρης
... που
ξενυχτούν απλωμένα στα γειτονικά βουνά
όταν φύγουν οι
άνθρωποι
0α φυτρώσουν
δέντρα μέσα στα σπίτια
θα βγαίνουν τα
κλωνάρια
από τα παράθυρα
τα γεμάτα καταιγίδες...
Από την άλλη, σκέφτομαι πώς τόσα χρόνια τα κατοικούσαμε. Δέχονταν
αδιαμαρτύρητα τις παρατηρήσεις μας για ένα σωρό λόγους όπως όταν
ζεσταινόμασταν, κρυώναμε, γλιστρούσαμε στις πλάκες της σάλας και
δεχόμασταν τις στάλες της βροχής όταν μετατοπιζόταν κάποια πλάκα της
σκεπής. Καιρός λοιπόν να μας κατοικήσουν κι αυτά με τη σειρά τους για
όσα χρόνια αντέξουμε. Γι' αυτό και σε ανύποπτο χρόνο ακούγονται
πολυφωνικά μοιρολόγια κι οι γύρω μου -αν υπάρχουν εκείνη τη στιγμή- με
κοιτούν με περιέργεια ανάμικτη με έκπληξη. Προσπαθώ να υποκριθώ ότι δεν
συμβαίνει τίποτα και ανοίγω με νωχελικές κινήσεις το κινητό μου ώστε να
φανεί ότι απ' αυτό προέρχεται η μελωδία.
Μια άλλη άποψη για τα σπίτια υιοθετεί η ποιήτρια Μελισσάνθη -κατά κόσμον
Ήβη Σκανδαλάκη-:
Δεν είμαστε δεν
βρισκόμαστε
πουθενά
Τα σπίτια που
κατοικούσαμε
έκοψαν τα σκοινιά
που τα κρατούσαν
αγκυροβολημένα
Ελεύθερα τώρα
κυματίζουν στο κενό
ξεθωριασμένα
σκηνικά
ο άνεμος τα
ξεσήκωσε και τα πήρε
μ' όλα τα υπάρχοντά
μας
Εξαφανίστηκαν μες
σε μια νύχτα
Διαλύθηκαν καθώς τ'
αλάτι στο νερό
Υπήρξαν, δεν
υπάρχουν πια
Δεν είναι.
Αυτήν την απώλεια θα μπορούσα να την πω λυτρωτική. Βέβαια το τίμημα σε
πόνο θα 'ταν υποθέτω πολύ μεγάλο για το πρώτο διάστημα, όμως η κραυγή θα
'δινε τη σειρά της σε αναφιλητά, σε κείνα τα μακρόσυρτα που δεν λένε να
τελειώσουν ποτέ, όσο υπάρχει ανάσα που τα τροφοδοτεί.
Προσωπικά τα σπίτια υπάρχουν ακόμα ·
είναι όπως ήταν · και με τηλέφωνο · και δεχόμουν γι' αυτό τα
αγοραία σχόλια των ηλιθίων:
Τι το θες το τηλέφωνο στο χωριό -μου 'λεγαν- ένα μήνα
Όλον κι όλον το χρησιμοποιείς και θα πληρώνεις
πάγια για δώδεκα κι εγώ χαιρόμουνα πως τους είχα δώσει
την εντύπωση ενός υποκειμένου σαν ελόγου τους πως
κανένας τους δεν μπορούσε να ανιχνεύσει το μέσα δάσος μου.
Έτσι χαιρόμουνα την απεριόριστη έκταση
της
ελευθερίας
τηλεφωνώντας τους έντεκα μήνες στο σπίτι μου να το ακούσω πώς
περνά μόνο κι εγκαταλειμμένο να το παρηγορώ να μου
απαντάει με σπασμένη φωνή να μπαίνουν στη γραμμή ο Βοριάς
κι ο Νόστος διεκδικώντας ο καθένας για λογαριασμό του
να προσπαθώ να το ξαναπιάσω και να βουίζει παίρνω τον
Ο.Τ.Ε. ανησυχώντας μου απαντάει πως υπάρχει βλάβη στο
Δίκτυο προερχόμενη από θεομηνία να προσπαθήσω αύριο ...
Αυτή η έγνοια για τα παλιά σπίτια στην Επαρχία ή για εκείνα που μας
βαραίνουν το στέρνο αυτοί οι ατέρμονες κοχλίες να φτάνουν ως τον πυρήνα της
μνήμης όπου δοκιμάζονται οι αντοχές μας, δεν είναι ό,τι καλύτερο μπορούσε να
μας συμβεί. Θα μπορούσαμε με άνεση και με συναίσθηση του συμφέροντός μας να
τα πουλήσουμε ή να τα αφήσουμε να «πέσουν» όταν γίνεται ασύμφορη η συντήρησή
τους. Νομίζω πως οι ποιητές τουλάχιστον δεν χρησιμοποίησαν ποτέ λογιστικά
βιβλία με Δούναι και Λαβείν. Γιατί λογιστικά βιβλία μονάχα με τη στήλη
Δούναι δεν υπάρχουν. Γι' αυτό και. οι ποιητές είναι πάντα «χρεωμένοι» και
δεν μπορούν να δουν μιαν άσπρη μέρα γιατί οι «περιουσίες» τους βουνά,
ποτάμια, άνεμοι και νταμάρια με πέτρες «ασήκωτες».
Και τα παλιά σπίτια «απλωμένα στα γειτονικά βουνά» κι οι ποιητές
αποποιήθηκαν τίτλους και δεν μπορούν να διώξουν ζώα, πουλιά και δέντρα που
τα κατοικούν και δεν μπορούν ούτε τα μεγάλα φίδια που λιάζονται στις πλάκες
ακοίμητοι φρουροί του «θησαυρού» τους. Γιατί κατάγονται από κείνα τα
«σπιτικά» που 'πιναν το γάλα -π' άφηνε η Μάκω Σιούλενα σ' ένα τσίγκινο βαθύ
πιάτο- στη στρίκα πίσω απ' το φτυάρι.
←
Περισσότερα για τον Τάσο Πορφύρη