ΔΩΔΩΝΑΙΟΣ
ΛΟΓΟΣ 2012
Ομιλία:
Λεωνίδας Μιχέλης, Συγγραφέας, Ηλεκτρονικός Μηχανικός
Θέμα: Δωδωναίες Μνήμες
NINA
Θυμάμαι με ακρίβεια
την χρονιά εκείνη. Ήμουνα 14 χρονών. Θυμάμαι ένα βραδάκι προς το τέλος του
καλοκαιριού την καταιγίδα και το τέλος των σχολείων που πέρασε στα ήσυχα
λόγω του θανάτου του ξαδέρφου μου Ανέστη. Ήταν λίγο μεγαλύτερος από μένα.
Ξανάρχονται μπροστά
στα μάτια μου τα δικά του, εξουθενωμένα από την αρρώστια αλλά ακόμα γεμάτα
ζωντάνια, και γύρω από το πρόσωπό του τα πλούσια κατσαρά του μαλλιά σε ένα
βαθύ κόκκινο χρώμα, τόσο φωτεινά, σαν να ήταν τα μοναδικά που ήθελαν να
αγωνιστούν για να επιβιώσουν.
Στα ήσυχα είχε γίνει
και ο εθιμοτυπικός εοτασμός για την αρχή του καλοκαιριού. Τα λευκά πάνινα
παπούτσια με το λάστιχο από κάτω και το κοντό παντελονάκι χρώματος μπλε
είχαν αγοραστεί από μία κάθετη της κεντρικής οδού Αβέρωφ. Ήτανε μία κατηφόρα
που έβγαζε στα οθωμανικά τείχη που περιλάμβαναν την παλιά πόλη των
Ιωαννίνων, πάνω στην λίμνη, απο οπου έφευγε το λεωφορείο που πέρναμε μαζί με
την αδερφή μου και την μητέρα μου για το χωριό. Το ταξίδι διαρκούσε σχεδόν
ολόκληρο το απόγευμα. Εικοσιπέντε χιλιόμετρα με ανηφόρες και κατηφόρες και
φτάναμε πάντα στους πρόποδες της Ουλίτσκας το σούρουπο. Η Ουλίτσκα έκοβε
διαγώνια την περιοχή φτάνοντας κάθετα μέχρι το Ιόνιο Πέλαγος, λοξά, όπως
λοξά διέσχιζε και ο Αχέρωντας πιο πέρα από την Δωδώνη, τον αρχαίο οικισμό
προς τιμήν του θεού Δία λίγο παράκατω από το χωριό, συνεχίζοντας ανάμεσα από
τα πιστεύω και τους μύθους, πηγαίνοντας στο βάθος των βράχων, όπου και
χανόταν, τις ψυχές όσων άφηναν αυτόν τον κόσμο.
Στο Αλποχώρι, το
λεωφορείο έκανε στάση στην αρχή του χωριού, σε ένα άνοιγμα πάνω στην ανηφόρα
που γέμιζε με ζωή ο ερχομός του λεωφορείου.
Στη δεξιά μεριά μία
ρεματιά σκαμμένη ανάμεσα στους βράχους που στην αρχή του χειμώνα διοχέτευαν
το νερό των βροχών που κατέβαινε από το βουνό. Αριστερά, το χωριό με μία
ατελείωτη σειρά από αυλές με ξερολιθιές πλεγμένες η μία με την άλλη. Και
κάπου εκεί στη μέση, μόλις μερικές αυλές πιο πέρα, δίπλα από ένα δέντρο
καρυδιάς γιγαντίων διαστάσεων, το σπίτι της γιαγιάς μου, από τη μεριά του
πατέρα μου.
Υπήρχε μία μεγάλη
έξαψη για τον ερχομό μας. Η γιαγιά Λαμπρινή ζούσε με την θεία Κώσταινα,
μητέρα του ξάδερφου που είχε χαθεί. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν έμαθα ποτέ το
πραγματικό της όνομα. Την φώναζαν έτσι από το όνομα του άντρος της, κατά τις
συνήθειες που διέσχιζαν τα σύνορα και σημάδευαν τις μοίρες των ανθρώπων.
Άρχιζαν οι αγκαλιές
και αμέσως μετά το σπίτι γέμιζε φωνές και χρώματα. Πίσω από αυτές τις φωνές
αναγνώριζα τον φίλο μου τον Άρη που εμφανιζόταν πρώτος στην πόρτα του
σπιτιού με το παντελόνι του κρατημένο με τις πάνινες τιράντες και με
γυρισμένα ψηλά τα ρεβέρ.
Το άγγιγμα της
βουβής ξαδέρφης Κατερίνας, που με τον τρόπο της προσπαθούσε να μην αφήσει
τις φωνές να την κατατροπώσουν. Και οι ξαδέρφες, τόσες άλλες ξαδέρφες,
καθισμένες στα σκαλιά της εξωτερικής σκάλας που οδηγούσε στα πάνω δωμάτια.
Μετά ο Αλέξης,
παιδικός φίλος του πατέρα μου Γιάννη και διαχειριστής του μικρού μουσείου
που φύλαγε ότι είχαν χαρίσει οι ανασκαφές γύρω από το αμφιθέατρο με την
πάροδο των χρόνων. Έφερνε σχεδόν πάντα ένα καλάθι με μούρα, μερικά άσπρα και
μερικά κόκκινα ανακατεμένα μεταξύ τους, από τα δικά του δέντρα για τις
κάμπιες μεταξιού. Οι κάμπιες μεγάλωναν τρώγοντας τα φύλλα, που είχαν ένα
έντονο πράσινο χρώμα, και καθώς μεγάλωναν ένευαν το μετάξι και μαζί και το
τέλος τους.
Ακόμα, ο δάσκαλος
Νούσσιας, γιος του παπά Ανδρέα, με το άσπρο πουκάμισο χωρίς γιακά που
περίμενε τις εφημερίδες, και τελευταία η Νίνα, θεία με κάποια αβέβαια
συγγένεια. Ερχόταν με το περήφανο βάδισμά της, σέρνοντας ελαφρά το ένα πόδι,
σαν να το έκανε από συνήθεια ή ίσως και επίτηδες. Με μια ξεκάθαρη χωρίστρα
στη μέση της περμανάντ της, πάντα στην εντέλεια. Τα στήθια της, ελεύθερα, με
τις φιλικές τους φόρμες, με απόσταση ανάμεσα, αφήναν χώρο στο κρεμαστό που
φορούσε γύρω από το λαιμό, περασμένο με ένα δερμάτινο λουράκι.
Η μεγάλη της αγκαλιά
μου έκοβε την ανάσα, ενώ το χέρι της έτριβε με επιμονή το κεφάλι μου με τα
κοντά μαλλιά, κοντά και σκληρά σαν κεφάλια από ακίδες, μαζεμένες ποιος ξέρει
που. Η Νίνα, φώναζε την μητέρα μου με το όνομά της, Σοφία, και της έδινε
τους ήλιους με τα μακριά κοτσάνια.
Εκείνο το καλοκαίρι
είχαμε μείνει μέχρι αργά και το χωριό ήταν απασχολημένο με το θέρισμα. Τα
άλογα γύριζαν κυκλικά στα αλώνια, ελευθερώνοντας τα στάρια από τα μακριά
χρυσά στάχυα. Σε άλλες αυλές, χτύπαγαν την σοδειά με ένα ροζιασμένο
μπαστούνι, δεμένο με ένα άλλο ίδιο που περιστρέφανε χτυπώντας επανειλημμένα
στο σωρό.
Μόλις έδυε ο ήλιος,
μεγάλοι και μικροί έβαζαν τα δυνατά τους για να ξεχωρίσουν τον καρπό,
γεμιζοντας σίτες μικρές και μεγάλες που αναποδογύριζαν αντίθετα στον άνεμο,
με ένα χορό βημάτων, κινήσεων και ήχων. Φιγούρες που διαλύονταν και χανονταν
μεσα στις σκιες που η νυχτα σιγα σιγα κατεβαζε απο το βουνο.
Εκείνη την ώρα, το
δροσερό αεράκι που ερχόταν από μακρυά κουνούσε τα φύλλα της καρυιάς που
θρόιζαν ασταμάτητα παράγοντας χιλιάδες διαφορετικούς ήχους, και πιο κάτω απο
την είσοδο του χωριού, στο ασύμμετρο πλακόστρωτο από πέτρες του Μαντείου, τα
φύλλα των βελανιδιών. Κάπου εκεί κάποτε, ανάμεσα από εκείνους τους θάμνους
βρισκότανε η Ιερή Βελανιδιά της Δωδώνης, η βελανιδιά της θεϊκής θέλησης και
των Ιεριών του Μαντείου, που ερμήνευαν τους ψιθύρους των φύλλων στους
οδοιπόρους.
Σε λίγο θα άναβαν οι
λάμπες, που πέρναγαν από το ένα δωμάτιο στο άλλο πριν φτάσουν στο τραπέζι
για το δείπνο. Το γαύγισμα των σκυλιών, με τους τελευταίους που γύρναγαν τα
ζώα πίσω, αφού είχαν βοσκήσει στην πεδιάδα, συνόδευε εκείνο το χαρούμενο
τραπέζι με τον κόκορα που μόλις είχε τηγανιστεί με μπόλικο θυμάρι, με
σπιτικό τυρί, κίτρινο ψωμί από καλαμπόκι με σκληρή κόρα ελαφρά νοτερή και
την συμφωνία των γεύσεων των λαχανικών μόλις μαζεμένα. Ο κόκορας ήταν ένα
προνόμιο που η γιαγιά επέτρεπε μόνο την ημέρα της άφιξής μας. Τις άλλες
φορές, κυρίως τις Κυριακές, οι άτυχες κότες που έμπαιναν στο τραπέζι μας
πέρναγαν από μία αυστηρή επιλογή. Δεν αποχωρίζονταν ποτέ μία κότα που είχε
ένα καινούργιο αυγό να προσφέρει. Έτσι, δεν θυμάμαι πότε και γιατί, εκείνα
τα μεγάλα καλοκαίρια γινόμουν εγώ ο επίσημος ελεγκτής σε εκείνη την παράξενη
επαλήθευση· όταν το μικρό δαχτυλάκι του δεξιού μου χεριού σε εκείνη τη
φοβισμένη διείσδυση, δεν έβρισκε τίποτα να το εμποδίσει, παρά μόνο τα θερμά
τοιχώματα που περιτύλιγαν όλο το δάχτυλο, η έγκρισή μου σήμαινε την καταδίκη
που η γιαγιά Λαμπρινή εκτελούσε μεμιάς.
Η ακανόνιστη σιωπή
της υπαίθρου, που δεν ήταν πραγματική σιωπή, εμπλουτιζόταν με τις τελευταίες
κουβέντες των γυναικών ενώ στα πάνω δωμάτια η νύστα μας επερνε απότομα με
τον ερχομό του φεγγαριού, που δεν προλάβαινε να περάσει από το ένα παραθυρο
στο άλλο.
Ο καιρός πέρναγε
αργά. Μερικές φορές πέρναγα ολόκληρες μέρες με την αρχαιολογική ομάδα στην
περιοχή των ανασκαφών, μέρη όπου οι πέτρες μίλαγαν και που μου έμαθαν να
σέβομαι την γη, τους απροσδόκητους θησαυρούς που κρύβει, τα νερά που περνάνε
από μέσα της, τον σπόρο που κρύβει και άλλα. Έμαθα να αφαιρώ λεπτά στρώματα
σκληρής γης, γλιστρώντας το ένα στρώμα στο άλλο. Βρέχαμε το έδαφος σε ρίγες
και περιμέναμε. Ανάλογα με τον βαθμό της σκληρότητας, το χώμα γλιστρούσε
δίνοντας την πιθανότητα να συνεχίσεις μέχρι το βάθος ή έσπαγε στο σημείο της
μεγαλύτερης τριβής. Τότε, με μικρά βουρτσάκια από διάφορες ίνες με
διαφορετική σκληρότητα, καθαρίζαμε τα κομμάτια ψάχνοντας για το εμπόδιο.
Δουλειά που διαρκούσε ώρες, για να φτάσουμε και πάλι στο σημείο που είμαστε
πριν, σε ένα άλλο στρώμα χώματος και ούτω καθ’εξής.
Το νερό του χωριού
πήγαζε από τις πηγές ψηλά, πάνω από τα τελευταία σπίτια. Ένας τόπος
χαραγμένος με ρυάκια που περνούσαν δίπλα από κάθε καλλιεργημένο κομμάτι γης.
Ένα σωρό νευρώσεις στο εσωτερικό του μοιραζόντουσαν το νερό που κατέβαινε με
την βοήθεια της βαρύτητας να ποτίσει τούς κήπους τον ένα μετά το άλλον. Όταν
εκείνο που βρισκότανε πιο πάνω γέμιζε, το νερό σαν να είχε μία σιωπηλή
συμφωνία κατέβαινε στο αμέσως από κάτω, μέχρι να φτάσει και στον τελευταίο.
Έτσι, μέρα με την μέρα, σε προκαθορισμένα οράρια, περιμέναμε, συλλέγαμε και
δροσίζαμε. Και όταν δεν ερχόταν, σήμαινε ότι το αδύναμο ποταμάκι κάπου είχε
χαλάσει ένα η δύο χωμάτινα τείχη και είχε διασκορπιστεί χωρίς να πάει
παρακάτω. Με τον Άρη, διαβαίναμε αντίθετα της ροής, από κήπο σε κήπο,
περνώντας από ντοματιές και άλλες καλλιέργειες, μέχρι να βρεθεί το τοίχωμα
που έπρεπε να διορθωθεί και κλείναμε τις ανοιχτές πληγές του καναλιού.
Αυτή η λιτανεία και
άλλες πολλές, όπως η προετοιμασία, το άγχος της γέννας των αγελάδων της
Κώσταινας ή της σκυλίτσας της Ελένης, διακόπτονταν με το πανηγύρι, την
μεγάλη γιορτή της προστάτιδας του χωριού στις 26 Ιουλίου και τον
Δεκαπενταύγουστο για να πάμε στην λειτουργία στο εκκλησάκι που βρισκότανε
ψηλά, σχεδόν στην κορυφή της Ουλίτσκας. Δύο διαφορετικές στιγμές, το ένα
γιορτής και το άλλο ευσέβειας, αλλά παραπλήσια.
Την ημέρα της Αγίας
Παρασκευής, η πλατεία στην οποία έβλεπε η εκκλησία, ήταν στολισμένη με
γαλανόλευκες σημαίες. Κατέβαιναν από το καμπαναριό κάνοντας τόξο, μέχρι το
μικρό δημοτικό σχολείο και από εκεί μέχρι το μπαλκόνι του Κοινοτικού
Καταστήματος, για να γυρίσουν και πάλι στο καμπαναριό και να ξανακατεβούν
σχηματίζοντας ατελείωτες διασταυρώσεις.
Όταν η γιορτή είχε
πάρει τα πάνω της, κάτω από τα περήφανα φύλλα των φτελιών, μπροστά στα
τραπέζια που είχαμε φάει έπαιρνε θέση μία μικρή ομάδα μουσικών, οι γύφτοι,
περιπλανώμενοι, με σκούρο χρώμα και βήμα περίφανο. Ένα κλαρίνο, ένα βιολί,
ένα σαντούρι και το ντέφι, που κράταγε τον ρυθμό σε αυτή τη λαϊκή μουσική με
άπειρες διασταυρώσεις και ήχους που είχαν αφομοιωθεί με το πέρασμα των
χρόνων και των χώρων. Και εκεί στη μέση, οι χοροί με το άσπρο μαντήλι, οι
άντρες με τα μαύρα γιλεκάκια και τα χαρούμενα κουμπιά, κράταγαν γυναίκες που
φορούσαν τις παραδοσιακές φορεσιές. Η γιαγιά Λαμπρινή με το μαύρο πλισέ
μεσοφόρι μέχρι το χώμα και το κεντητό μαντήλι στα μαλλιά και η μητέρα μου με
το άσπρο δαντελωτό πουκάμισο, πιο λαμπερή από ποτέ.
Το βράδυ του
δεκαπενταύγουστου, την ώρα που τ’αστέρια βρισκόντουσαν ψηλά στον ουρανό
κορδωμένα και σταθερά, ολόκληρο το χωριό έφευγε δημιουργώντας μικρές ομάδες
η και μόνοι τους, στην γραμμή ή σε παρέες, ο καθένας τους με μία λάμπα να
οδηγoυσε τα
βήματά τους.
Ανέβαιναν το στενό
μονοπάτι του βουνού περνώντας από απόκρημνα βράχια και κρατώντας ο ένας το
χέρι του άλλου. Όσο ανέβαιναν, τόσο το φίδι των προσκυνητών μεγάλωνε με φώτα
και φωνές, με τα κλάματα των μικρότερων που τρόμαζαν τα ζώα και έβγαζαν τα
πουλιά από τις φωλιές τους. Άρχιζε να μυρίζει η ρίγανη και πιο πάνω το τσάι
και όταν πιο πέρα η νύχτα άρχιζε να γαληνεύει και να φανερώνει τις πρώτες
ηλιαχτίδες, φαινόταν το μικρό κατάλευκο ξωκλήσι, ήδη γεμάτο κόσμο, με τον
παπά που έλεγε την λειτουργία και έψελνε γρηγοριανούς ψαλμούς που πέρναγαν
από στόμα σε στόμα και ξεγλιστρούσαν κατω, προς τα βράχια.
Με το που πέρναγε ο
δεκαπενταύγουστος, έφευγαν οι απόδημοι για τα ορυχεία στο Βέλγιο και τα
μηχανουργία στις χώρες του Βοριά. Έφευγε και η ξαδέρφη Μαρίνα με την αδερφή
της την Ροδάνθη για την Γερμανία. Ο Θανασης, ο άλλος αδερφός, με το που
τελείωνε η άδειά του, φόραγε πάλι την στολή και γύρναγε στο Σταθμό
Χωροφυλακής κοντά στα σύνορα. Πάντα υπήρχε κάποιος που έπρεπε να γυρίσει
κάπου, σε αντίθεση με κάποιον που θα έμενε εκει για πάντα.
Ναι, θυμάμαι με
ακρίβεια εκείνη την χρονιά, εκείνο τον Σεπτέμβρη με τις μέρες που μίκρεναν
και τα βράδια που μας φέρνανε πότε στο σπίτι του ενός χωριανού, πότε στο
σπίτι του άλλου, για να ξεσπυρίσουμε το λαμπερό καλαμπόκι με τις ραβδώσεις
σε κόκκινο-μωβ χρώμα.
Δυσκολευόμασταν να
βρούμε θέση να κάτσουμε σε εκείνα τα δωμάτια στο ισόγειο ανάμεσα από τα
καλαμπόκια ανακατωμενα, με τις φωνές των άλλων και τον ήχο των σπόρων που
ελευθερώνονταν από τις ροκες τους, γυρνώντας με το ένα χέρι το καλαμπόκι ενώ
το κρατουσαμε σφιχτά ακίνητο με το άλλο.
Εκείνο το βράδυ, στο
σπίτι του Αλέξη, τους θυμάμαι όλους, καθισμένοι σε μικρές ομάδες, να
καθαρίζουν τα καλαμπόκια και να λένε τα δικά τους με απλότητα. Έξω η βροχή,
η πρώτη της εποχής, δυνάμωνε όλο και περισσότερο. Οι αστραπές φώτιζαν
απειλητικά το νερό που μάνιαζε με τον άνεμο πάνω στα τζάμια των παραθυριών.
Η Νίνα σηκώθηκε και
ρώτησε με δυνατή φωνή αν, με όλα αυτά που συνέβαιναν έξω, κάποιος μπορούσε
να την παει στο σπίτι. Έμενε στην άλλη άκρη του χωριού κοντά στο
νεκροταφείο. Μας σκέπασαν με ένα κομμάτι κερωμενο πανί και κολλητά, ο ένας
πάνω στον άλλον, διασχίσαμε ένα δρόμο που δεν τελείωνε ποτέ. Ήταν πιο ψηλή
από εμένα και έτσι τα βήματά μας έκαναν τα κορμιά μας, ήδη απασχολημένα να
περιορίσουν τη ζημιά του νερού, να κινούνται με τρόπο αστείο.
Φέραμε το νερό μέσα
στο σπίτι, τόσο που είχε περάσει μέσα από τα ρούχα, το δέρμα και έφτανε με
ρίγος μέχρι τα κόκκαλα. Η Νίνα μου φώναξε να βγάλω τα βρεγμένα ρούχα. Την
έβλεπα, με τα φώτα των αστραπών που πέρναγαν από το παράθυρο και την ανοιχτή
πόρτα της κρεβατοκάμαρας, με το κορμί της που ελάφρωνε και ελευθερωνόταν όλο
και περισσότερο. Στο τέλος όταν εντελώς ελεύθερη η γυμνή της φιγούρα έκοψε
την νύχτα, συνειδητοποίησε την παρουσία μου, ακόμα ακίνητος, προσηλωμένος
στην σκηνή που μου είχε πάρει το βλέμμα.
Με πλησίασε για να
μου βγάλει τα λιγοστά ρούχα που φορούσα και άρχισε να τυλίγει γύρω μου κάτι
στεγνό. Έτσι τυλιγμένο με πήγε προς τα ΄κει που ηταν το φως, στο παραθυρο
κάτω από το κρεβάτι, τόσο κοντά με ένα μόνο κομμάτι ύφασμα να μας χωρίζει.
Όταν το άφησε να πέσει, η απόσταση μεταξύ μας ήταν τόσο μικρή που ο κόμπος
που είχα στο λαιμό και μου έπνιγε την ανάσα εξαφανίστηκε. Τα χείλια της
ζέσταναν αργά, χωρίς βιασύνη το κορμί μου σπιθαμή με σπιθαμή που γινόταν όλο
και πιο απαιτητικό.
Μείναμε έτσι για
λίγο, ακίνητοι, σφιχτά αγκαλιασμένοι, ξαπλωμένοι στο κρεβάτι σαν να θέλαμε
πρώτα να ξαναβρούμε ολοκληρωτικά το κορμί μας στεγνό, ζεστό και έτοιμο. Η
μυρωδιά της βρεγμένης γης μπερδευόταν με αυτήν του κορμιού της. Με πήρε μέσα
της αργά αργά, σαν να ήμουνα κάτι το εύθραυστο, πηγαίνοντάς με σε μέρη που
δεν είχα ξαναδεί πριν, με οδήγησε από μονοπάτια που δεν είχα ξαναπεράσει και
από απέραντους ουρανούς με αστέρια με θαμπό φως που πέφτανε γύρω μου.
Η κραυγή της έπνιξε
την λαχανιασμένη μου ανάσα καθώς ροβολούσα μέσα στο μαύρο ρόδο της αγκαλιάς
της.