Πολιτισμός

"εκδηλώσεις"

ΔΩΔΩΝΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ 2012

Ομιλία: Γιώργος Σμύρης, Αρχιτέκτονας, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Ο «ΛΟΓΟΣ» ΚΑΙ Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ

Η τραγωδία είναι ως γνωστόν «μίμησις» πράξεων και θα ήταν παράξενο αν ο τόπος μέσα στον οποίο διαδραματίζεται αυτή η «μίμησις» πράξεων δεν θα ήταν μίμησης του κόσμου. Οι αρχαίοι Έλληνες έχτιζαν τα θέατρά τους στις πλαγιές των βουνών, μέσα σε υπέροχες χαράδρες απέναντι από άλλα τραπεζοειδή όρη, έτσι ώστε ο θεατής να θεάται τη μίμηση πράξεων μέσα σε ένα επίπεδο σφηνωμένο στη βάση ενός βουνού που επιστέφεται από το μακρινό ορίζοντα. Κυρίως τα θέατρα, έτσι όπως αυτά από τη μια μεριά ακουμπούν σε μία πλάγια και από την άλλη αναπαύουν το βλέμμα σε μία άλλη μακρινή πλάγια και στη μέση ένα ανοιχτό αλώνι, μοιάζουν με ένα κοχύλι, ένα ανεστραμμένο κέλυφος, μία μεγάλη ανοιχτή χούφτα. Το ανεστραμμένο αυτό κέλυφος, το μισό αυγό, έχεις την εντύπωση, ότι αποτελεί το κάτω μισό ενός άλλου άνω μισού που είναι ο ουράνιος θόλος. Έτσι θέατρο και ουρανός συγκροτούν κάθε φορά μία τέλεια σφαίρα, συμβολική, γεωμετρική παράσταση του σφαιρικού στερεώματος. Πόσο δίκαιο φαίνεται να έχει χρόνια αργότερα ο Σαίξπηρ όταν γράφει «ο κόσμος είναι μία σκηνή» και το αντίστροφο θα έλεγα.

 

Κ. ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

Θα μπορούσαμε, να υποθέσουμε ότι η παραπάνω έκφραση συνάδει με εκείνο που ο μέσος επισκέπτης ή ό μέσος θεατής αισθάνεται και πράττει μέσα σε έναν αρχαίο θεατρικό χώρο, παρόλο ότι εισάγει και άλλες έννοιες.

Ο θεατής λοιπόν παρατηρεί ένα σχήμα, εντυπωσιάζεται και απαντά μ' ένα συναίσθημα. Το σχήμα δηλαδή είναι γι' αυτόν κάτι και συντίθεται μαζί του. Για να υπάρξει σύνθεση άλλωστε προϋποθέτει «θέση» και «αντίθεση». Στην περίπτωση αυτή λοιπόν ή μία είναι το «υποκείμενο» και η άλλη το «αντικείμενο». Ποια είναι βασικά η υποκειμενική του θέση προς τις αντιθέσεις του έξω κόσμου και ιδιαίτερα η θέση του προς τα σχήματα της αρχιτεκτονικής;

Το άτομο κατέχει χωρίς να αναρωτηθεί τις έμφυτες αξιωματικές γνώσεις (καθετότητα, ευθυγραμμία, τον κύκλο το βάρος. Αντιδρά με αυτά σε κάθε φανέρωμα του έξω κόσμου ακόμη δε και προς τα γεωμετρικά σχήματα. Ο τεχνίτης λοιπόν έχει στα χέρια του ένα μέσο απλό και μεγάλο, για να προξενήσει εντυπώσεις, χωρίς και προτού ανατρέξει στην ποικιλία και στον πλούτο. Μπορεί, εκεί που ο θεατής επεκτείνει μία ευθεία κατακόρυφη, να τον σταματήσει απότομα με μία οριζόντια, εκεί που συμπληρώνει έναν κύκλο, να τον διακόψει και να του δείξει ένα ημικύκλιο (θέατρα). Μπορεί εκεί που ο θεατής   ζυγισμένος   περί   έναν   άξονα   αναζητά   δεξιά   του   το   συμμετρικό αντίκρισμα  εκείνου  που  βρίσκεται  αριστερά  του,  να  του  φανερώνει κάτι · διάφορα, αλλά τότε πρέπει αυτό νε είναι και ισοδύναμα ζυγισμένο, ώστε το όλο να είναι «ευμετρο». Ας βάλουμε ο καθείς τον εαυτό του μέσα στο θέατρο και ας αναζητήσουμε κατά «μόνας» αυτά τα χαρακτηριστικά.

Την εισαγωγή αυτή στη θεωρία της «ενσυναίσθησης» κάμαμε για να προετοιμαστούμε για την αναφορά στην αρμονία των σχημάτων ώστε να μην προσδοκούμε από τη λειτουργία της όρασης και μόνον τη λύση της κατανόησης ενός θεατρικού αρχιτεκτονήματος.

Εκείνο που σήμερα θα εισηγηθούμε για συζήτηση δεν είναι άλλο ΑΠΟ την σχέση του λόγου με την σχέση του «λόγου» δηλαδή με την πρωταρχική έννοια της σύγκρισης δύο υλοποιημένων ή μη γεωμετρικών — αριθμητικών μεγεθών. Η αρχιτεκτονική του θεάτρου είναι το πεδίο της δόξης το λαμπρό, όπου αυτές οι δύο ομόηχες λέξεις με διαφορετική έννοια αλλά την ίδια αφετηρία καθίστανται ο πυρήνας του συνδυασμού τους. Έτσι φιλοδοξούμε να δώσουμε μια άλλη διάσταση στην περιγραφείσα στην εισαγωγή άποψη.

Το θέατρο ως αρχιτεκτόνημα είναι αποτέλεσμα της ένδυσης του λόγου με γεωμετρικά χαρακτηριστικά, και άρα με σχέσεις μερών. Κυρίως δε με την εφαρμογή της Ευκλειδίου Γεωμετρίας.

θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Γεωμετρία του Ευκλείδη αποτελεί την αποκρυστάλλωση του γενικότερου στοχαστικού πνεύματος της εποχής στον τομέα της τότε αναδυόμενης επιστήμης, όπου η Φιλοσοφία και τα Μαθηματικά (κυρίως ως Γεωμετρία και Θεωρία Αριθμών) ακολουθούσαν τότε "βίους παράλληλους".

Η βασική, επιστημολογικού χαρακτήρα, θέση του Αριστοτέλη ήταν ότι οι "μαθηματικές αλήθειες" κατακτώνται μόνο με Προτάσεις — Θεωρήματα που διατυπώνονται σύμφωνα με το σχήμα "Αν..., τότε..." και έπρεπε να αποδειχτούν. Οι αποδείξεις έπρεπε να προκύπτουν με συλλογισμούς, οι οποίοι θα διαδέχονται ο ένας τον άλλο σύμφωνα με λογικούς κανόνες.

Με αυτόν τον λογικά δομημένο τρόπο, οι γεωμέτρες της εποχής προσάρμοσαν το πλαίσιο της σκέψης και της δημιουργικότητάς τους στο γενικότερο πνεύμα της εποχής τους: την αναγωγή ενός φαινομένου, μιας κατάστασης ή ενός σύνθετου αφηρημένου προβληματισμού σε θεμελιώδεις "αρχές" που διέπουν το προς διερεύνηση αντικείμενο, ώστε με βάση τις "αρχές" αυτές να αναδομηθεί συλλογιστικά το αντικείμενο αυτό. Στη Γεωμετρία οι "αρχές" αυτές είναι τα "αξιώματα" και, όπως πιστεύεται σήμερα, το αντικείμενό της ήταν η κατανόηση της δομής (της γεωμετρίας) του χώρου της εποπτείας.

Άλλωστε, όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε κάτι ως "όλον" και αυτό συντίθεται με αδιαφανείς δομές από ποικίλα στοιχεία, θα το κατανοήσουμε μάλλον επιφανειακά και επιπόλαια, αφού έτσι, με γενικές θεωρήσεις, είναι δύσκολο έως αδύνατο (ανάλογα με τη συνθετότητα αυτού του "όλου") να δούμε στο "εσωτερικό" του τις κρίσιμες λεπτομέρειες και τους αλληλο-συσχετισμούς τους που αποτελούν προϋπόθεση για τη βαθύτερη, την κάτω από την επιφάνεια, κατανόηση του. Επιπλέον, όπως βλέπουμε στην Ευκλείδεια Γεωμετρία, η πορεία για την αναδόμηση μιας θεωρίας από τα "αξιώματα" της μας αποκαλύπτει, όπως προαναφέραμε, και στοιχεία της "εσωτερικής συμμετρίας - αισθητικής" αυτής της θεωρίας. Για παράδειγμα, μας αποκάλυψε ότι τα βασικά στοιχεία του θεμελιώδους ευθύγραμμου σχήματος, του τριγώνου, όπως είναι τα ύψη, οι διχοτόμοι των γωνιών του και οι διάμεσοι του, συσχετίζονται με βάση "νόμους" που αναδεικνύουν ένα είδος "αρμονίας" και "συμβατότητας" στη συμπεριφορά τους: τόσο τα ύψη ενός τριγώνου, όσο και οι διχοτόμοι των γωνιών του και οι διάμεσοι του περνάνε από ένα σημείο, εν γένει διαφορετικό για κάθε είδος στοιχείου.

Σε ό,τι αφορά τον ρόλο των λεπτομερειών στην αλληλεπίδραση Γεωμετρίας και πολιτισμού, θα σημειώσουμε και το εξής: η αρχαία γραμματεία ονομάζει "συμμετρία" την κατάσταση ή το τεχνικό επίτευγμα στο οποίο τα μέρη βρίσκονται στην "σωστή αναλογία" μεταξύ τους και με το όλον. Η "αναλογία" στην Αρχιτεκτονική έχει τον "ρυθμό" ως αντίστοιχό της στη Μουσική και στην Ποίηση, όπου ο καταμερισμός του χρόνου παίζει καθοριστικό ρόλο.

Ειδικά η αναλογία, ορίζεται ως η ισότητα δυο λόγων. Προς το παρόν, ο "λόγος" δυο συγκρίσιμων μεγεθών, δηλαδή δυο μεγεθών που μπορούν να μετρηθούν με την ίδια μονάδα μέτρησης, ταυτίζεται με το κλάσμα που έχει ως όρους τα "μέτρα" των μεγεθών (τα αριθμητικά αποτελέσματα της μέτρησής τους με τη συγκεκριμένη μονάδα). Τα μεγέθη αυτά μπορούν να είναι, π.χ., βάρη, ευθύγραμμα τμήματα, γωνίες ή εμβαδά. Με αυτά υπ' όψιν, γυρνάμε στη "συμμετρία", που προαναφέραμε, και στη "σωστή αναλογία", που τη χαρακτηρίζει κάθε φορά.

ΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΟΥΜΕ   ΝΑ ΣΥΝΔΥΑΣΟΥΜΕ ΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ.

Το κοίλο του θεάτρου διαμορφώνεται με δύο πλατείς διαδρόμους, τα διαζώματα, σε τρεις ζώνες από τις οποίες η ανώτερη αποτελεί το επιθέατρο. Η κατώτερη ζώνη περιελάμβανε αρχικά 19 απλές σειρές εδωλίων με τους μεταξύ τους λιθόστρωτους ελαφρώς χαμηλωμένους διαδρόμους και την προεδρία. Κατά τη μετατροπή του θεάτρου σε αρένα αφαιρέθηκαν η προεδρία και οι τρεις χαμηλότερες σειρές εδωλίων και το υλικό κατασκευής τους, όπως και των ενδιάμεσων διαδρόμων, χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του αναλημματικού τοίχου της αρένας ύψους 2,80 μ. περίπου. Έτσι σήμερα είναι ορατές οι 16 σειρές εδωλίων, από τις οποίες η κατώτερη είναι ενσωματωμένη στον διάδρομο που περιτρέχει την αρένα. Η δεύτερη ζώνη διαμορφώνεται με 16 σειρές εδωλίων ενώ το επιθέατρο με 20. Η πρώτη και δεύτερη ζώνη έχουν από 9 κερκίδες ενώ το επιθέατρο διέθετε διπλάσιο αριθμό.

Η ορχήστρα, η οποία περιτρέχεται σε τόξο 214° από τον αγωγό' απορροής ομβρίων, είχε διάμετρο 21,88 μ. μαζί με τον οχετό και 18,72 χωρίς αυτόν.

Η μέγιστη διάμετρος του κοίλου στο ανώτερο αδιατάραχτο σημείο ανέρχεται σε 136 μ. Η αρχική κυκλική ορχήστρα και οι οριζόντιοι κυκλικοί τομείς των σειρών των εδράνων, φαίνεται να ορίζονται από το γεωμετρικό κέντρο του κύκλου, που ταυτίζεται με την θυμέλη. Η προέκταση του κύκλου τέμνει την πρόσοψη του μεταγενέστερου λίθινου προσκηνίου στο μέσον των 6ου — 7ου και 12ου — 13ου μεταξονίου. Για την χάραξη των όμοιων κυκλικών τομέων των κερκίδων, φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε ένα άλλο κέντρο, μετατοπισμένο νοτιότερα προς το σημείο τομής του άξονα συμμετρίας του θεάτρου και της νοητής γραμμής που ενώνει ομοεπίπεδα τους αντικριστούς μεγάλους αναλημματικούς τοίχους στην νότια όψη.

Η σημερινή αποκατεστημένη μορφή του θεάτρου δημιουργεί ασάφεια ως προς τον ορισμό αυτού του κέντρου, κυρίως ως προς την αξονική μέτρηση των κλιμάκων μεταξύ των κερκίδων. Πιο πιθανή φαίνεται η υπόθεση, με αρκετές μετρικές αποδείξεις, ότι ως κέντρο χάραξης των κλιμάκων και κατ’ επέκταση των κερκίδων χρησιμοποιήθηκε η νοητή προέκταση των δεξιών παρειών των κλιμάκων στο ανατολικό τμήμα του κοίλου, και των αριστερών παρειών τους αντίστοιχα, στο δυτικό. Εκτός από τα μετρικά δεδομένα φαίνεται ότι η παραπάνω υπόθεση επιβεβαιώνεται με τα κατασκευαστικά δεδομένα των προαναφερόμενων παρειών των κλιμάκων, οι οποίες εμφανίζουν ιδιαίτερη επιμέλεια στην προσαρμογής τους με τα όμορα εδώλια. Πιο συγκεκριμένα παρουσιάζεται το χαρακτηριστικό της προσαρμογής του λίθου των εδωλίων που λαξεύεται εν μέρει για να μετατραπεί σε σκαλοπάτι. Το δεύτερο αυτό κέντρο που ορίζεται με τον πραναφερόμενο τρόπο, βρίσκεται σε απόσταση περίπου 2,05 έως 2,08 μ. επί του άξονα συμμετρίας νοτιότερα του γεωμετρικού κέντρου. Τα διαζώματα διαμορφώνονται από την ανώτερη σειρά εδωλίων κάθε ζώνης και σειρά ορθοστατών με καταληπτήρα, στην αρχή της επόμενης. Οι ορθοστάτες, μέσω ειδικών κατασκευών διαμορφώνουν τις εκάστοτε εισόδους προς τις αντίστοιχες κλίμακες.

Οι κλίμακες διαμορφώνονται με μονολιθικές βαθμίδες, πλάτους ενός περίπου μέτρου και ύψους 0,19 μ. Σε κάθε σειρά εδωλίων αντιστοιχούν δύο βαθμίδες εκ των οποίων εκείνη που αναλογεί στον διάδρομο έχει μεγαλύτερο μήκος και εισχωρεί σε αυτόν, σε αντίθεση με την επόμενη που περιορίζεται μεταξύ των εδωλίων. Ενίοτε τα μεγαλύτερα σε μήκος εδώλια λαξεύονται, ώστε να μετατραπούν σε τμήμα βαθμίδας και συμπληρώνονται με τμήμα λίθου ώστε να αποκτήσουν το κανονικό μήκος.

Η όλη αυτή αρχιτεκτονική σύλληψη και κατασκευή δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως μία σύνθεση που δομείται με τους μηχανισμούς της τέχνης και που υπηρετεί έναν αντίστοιχο σκοπό. Ποιοι είναι αυτοί οι μηχανισμοί της τέχνης, που δημιουργούν μία ενότητα στην ποικιλία; Ο ρυθμός, η αρμονία και το μέτρο λοιπόν αποτελούν τον μηχανισμό.

Κατ’αρχήν το «ρυθμίζειν» σημαίνει βάζω τάξη. Και τάξη βάζει όποιος ευρίσκεται μπροστά σε αταξία. Η φαινομενική λοιπόν αταξία της φύσης είναι για τον γεωμέτρη θετικής και όχι αρνητικής σημασίας. Επιβάλλει λοιπόν ένα σχέδιο με ρυθμό στη φύση, χωρίς διάθεση διάστρεψης της ομορφιάς της φύσης, αλλά ανάδειξης και έντεχνης απελευθέρωσης του χαρακτήρα του περιβάλλοντος . Υπάρχει λοιπόν στο θέατρο κατ’ αρχήν ένα είδος ρυθμίσεως εκ των έξω, μία τυποποίηση υποκειμενικής επιβολής επάνω στα πράγματα που, για φανεί αντικειμενική καταφεύγει σε τύπους και γενικότητες σχηματικές και αφηρημένες. Υπάρχει όμως και ένα είδος ρυθμίσεως εκ των έσω, μία αναγνώριση της αντικειμενικής αναγκαίας τάξης. Αυτήν αποκαλύπτοντας ο τεχνίτης βλέπει τα έργο του καιρού του με το βλέμμα του πνεύματος. Ο ρυθμός λοιπόν είναι μία αντικειμενική αξία που πηγάζει από την πνοή της τάξης, που συνέχει τα πάντα και χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει χωριστά το καθένα και τελικά το ΈΝΑ ως ενότητα διαφοροποιημένη στην ποικιλία της.

Ποια είναι όμως τα αντικειμενικά στοιχεία της αρμονίας. Ας φέρουμε στο μυαλό μας τα προαναφερόμενα περί Ευκλείδειας Γεωμετρίας. Ας θέσουμε πρώτα μαθηματικώς το ερώτημα: κατά τι διαφέρει η σχέση από την αναλογία; Η σχέση εκφράζει τη σύγκριση ενός μεγέθους με ένα άλλο μέγεθος της ίδιας φύσης όπως όταν συγκρίνουμε μία ευθεία με μία άλλη (α/β=γ). Η αναλογία όμως απαιτεί δύο σχέσεις για να υπάρξει, ή τουλάχιστον τρία μεγέθη (α/β=γ/δ).

Όπως ορίζει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του (1457β17) «Το δε ανάλογον λέγω, όταν ομοίως έχει το δεύτερον προς το πρώτον και το τέταρτον προς το τρίτον» Με τη γενική αυτή αναλογία εξηγεί τη «μεταφορά» στην ποίηση το ότι επιτρέπονται οι εκφράσεις «γήρας ημέρας» και «δυσμάς βίου» επειδή υπάρχει μεταξύ βίου και γήρατος και ημέρας και δύσεως ή ίδια σχέση. Υπάρχει δηλαδή ομοιότατης ή αν θέλετε συγγένεια φυσικών φαινομένων. Το στοιχεία αυτό της συγγένειας επειδή είναι η αιτία, ο λόγος των φαινομένων αποκαλείται και στις μαθηματικές αναλογίες ο λόγος, των σχετιζόμενων μεγεθών.

Ας ανιχνεύσουμε λοιπόν τα στοιχεία αυτά στο θέατρό μας.

Οι σχέσεις των λόγων των επι μέρους διατάσεων είναι πολλές και ανακαλύπτουμε ακόμη περισσότερες.

Όχι για να δημιουργήσουμε εντυπωσιασμού αλλά να κατανοήσουμε τον μηχανισμό της απαραγωγής του έργου μέσα στο σύστημα λόγος και λόγος.

ΡΥΘΜΟΣ - ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ: Εύρυθμη επανάληψη όμοιων στοιχείων και οριοθέτηση ώστε να δημιουργείται η εκ των έσω ρύθμιση.

9 κερκίδες, άρα κεντρική κερκίδα.

Άξων συμμετρίας. Προσανατολισμός, κατεύθυνση όρασης, Χαρακτηρισμός επί μέρους αρχιτεκτονικών στοιχείων, (κεντρική κερκίδα, κλίμακα επιθεάτρου, θυμέλη, πίσω άνοιγα σκηνής ευρυθμία προσκηνίου και θυρωμάτων, κατασκευαστικός έλεγχος, έλεγχος μετρήσεων. Έχουμε στοιχεία ότι η κατασκευή ξεκίνησε από την κεντρική κερκίδα αφού όμως χαράχθηκε η εύρυθμος τάξη.

Εντοπισμένη συμμετρία. Κλίμακες εκατέρωθεν κερκίδων

Μεταφορά άξονος κλινών. Ορισμός νέου κέντρου, που δεν λειτουργεί ως οπτικός άξων. Δεν τον αντιλαμβάνεται ο θεατής. Η μαθηματική σχέση που το διέπει όπως προείπαμε είναι 1/9 διαμέτρου.

Ένατο της διαμέτρου.

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ: ΜΗΚΗ ΤΟΞΩΝ ΑΡΧΗ ΤΕΛΟΥΣ ΕΚΑΣΤΗΣ ΚΕΡΚΙΔΑ ΠΡΩΤΟΥ ΔΙΑΖΩΜΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΙΣΑ.

Άρα και τα αθροίσματα αυτών κατά διάζωμα.

Το ίδιο και στο δεύτερο διάζωμα.

Μεταξύ πρώτου και δευτέρου διαζώματος ισχύει το ανάλογο της τέταρτης διάστασης.

Τα ύψη των εδωλίων μεταξύ τους.

Απόσταση προσκηνίου από την αρχή της προεδρίας: 3/9 της διαμέτρου.

Αν δε επιχειρήσουμε να λύσουμε την σχέση των μερών μεταξύ τους καταλήγουμε σε θεωρία αριθμών που σύμφωνα με την ευκλείδειο γεωμετρία αποτελούν την διαδοχή αξιωμάτων ΚΑΙ οδηγούμεθα σε δρόμους εσωτερικών πολύπλοκων Γεωμετρικών αρμονικών διαδικασιών που μόνον συνδυαστικά με την κοσμοθεωρία της εποχής κατασκευής του μπορεί να επιλυθεί.

Καταλήγοντας αυτή την εισήγηση δεν έχω παρά να αναφερθώ στον προορισμό της μορφής του, που περιγράφεται στο γεωμετρικό σχήμα καθώς και στο συναίσθημα που εκφράζεται με τη μορφή επηρεάζει όμως την ιδεώδη αυτή αναλόγια.

Διότι, όπως λέει ο τραγωδός Αισχύλος στον Προμηθέα Δεσμώτη, οι αριθμοί και η γραφή («οι συνθέσεις των γραμμάτων») αποτελούν «τη μνήμη των πάντων και τη μητέρα των μουσών».

 

Το κείμενο του αρχιτέκτονα Γιώργου Σμύρη ακούστηκε, όπως δημοσιεύεται σήμερα, στο συνέδριο που διοργάνωσε η Εταιρία Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου με τίτλο: «Δωδωναίος Λόγος».

    


  
   αριθμός επισκεπτών
       --