Μνήμη Νίκου Γλέζου
Νικόλας Γλέζος
(Φωκάς) Γεννήθηκε το 1925 στη Πάρο, εκτελέστηκε 10 Μαΐου 1944
Νίκος Γλέζος
ο σκούφος
«Οι λέξεις, που για μερικούς δε σημαίνουν τίποτα,
είναι για άλλους η ίδια η ζωή. Σας μιλάω μ' αυτή την ελπίδα: ότι ίσως θα
μπορέσετε να ανακαλύψετε, κρυμμένη πίσω από τις λέξεις, μια μικρή σπίθα
ζωής, ότι θα αισθανθείτε ένα μικρό κτυποκάρδι», έχει πει ο Οδυσσέας
Ελύτης.
Οι λέξεις λοιπόν, λιτές, αυστηρές, δυνατές,
εκφράζοντας την ίδια τη ζωή εκείνου που τις πρόφερε και τις έγραψε,
καταφέρνουν να αποκαλύψουν τη σπίθα της ζωής που τον έκαιγε και να μας
μεταδώσουν το χτυποκάρδι, τον ενθουσιασμό και τη δύναμη που οδηγούσαν
τις πράξεις του και συγχρόνως να προκαλέσουν το δικό μας χτυποκάρδι για
όλα αυτά που είναι θρύλος και ιστορία, καθημερινότητα και ηρωισμός,
πόνος και αγώνας, ζωή και θάνατος. Μπροστά μας χαρτιά κιτρινισμένα,
αποκόμματα ταλαιπωρημένα και ο σκούφος ενός αγοριού, στον οποίο μέσα,
στην άσπρη φόδρα, με μελανί μολύβι, το αγόρι έχει γράψει:
Ο Νίκος Γλέζος πέταξε το σκούφο του με το τελευταίο
του μήνυμα, στη συμβολή της Ιεράς Οδού, Κων/λεως και Μ. Αλεξάνδρου, ενώ
το καμιόνι τον μετέφερε από το Χαϊδάρι στην Καισαριανή για εκτέλεση,
μαζί με άλλους ενενήντα πατριώτες. Καθώς έβγαζε το κεφάλι του κάτω από
την τέντα του αυτοκινήτου και πετούσε το μήνυμα, τον είδαν περίοικοι.
Τον αναγνώρισαν κι όταν η φάλαγγα των αυτοκινήτων προσπέρασε, έτρεξαν,
πήραν τον μήνυμα και το παρέδωσαν στην οικογένειά του.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν από το Μάη του 1944, ο
χαιρετισμός του παραμένει απλός και ζωντανός, σαν κλαδί ανθισμένο, σαν
μια σκυτάλη, όπως γράφει ο Γιάννης Ρίτσος
Ο παλιός του σύντροφος Πέτρος Γρηγορίου γράφει στα
1975, τριάντα ένα χρόνια μετά την εκτέλεση:
«Κι όταν γίγαντας ισοπέδωσε τους ανακριτές και
βασανιστές του, και νικητής περήφανος έστειλε το τελευταίο του μήνυμα
στη μάνα του πηγαίνοντας για εκτέλεση, είχε την ψυχραιμία, στη γραφτή
κληρονομιά που άφησε, να σβήσει κάτι που δεν ταίριαζε! Λες δεν ταίριαζε
στη στιγμή για να μη βαρύνει ο πόνος; Λες να 'ταν χαιρετισμός στην ομάδα
του; Λες λόγος συνωμοτικός να τον υποχρέωσε; Πάντως, ήταν κάτι που δεν
έστεκε στο μπόι του παλικαριού που πήγαινε για εκτέλεση, που πήγαινε
ακόμα σε μια αποστολή, στην τελευταία απ' όσες του 'ταξε το κόμμα και ο
λαός, και πήγαινε - με την ίδια ψυχραιμία, με την ίδια σοβαρότητα - κι
έσβησε εκείνο που 'θελε να πει, έσβησε την τελευταία του επιθυμία, μόνο
για να περιφρουρήσει το κόμμα του τους συντρόφους του, ακολουθώντας τους
συνωμοτικούς κανόνες. Ένα βήμα πριν πέσει!
Και μόνο γι' αυτό, σύντροφε Νίκο, θα ήσουν μεγάλος! Σ' όλη σου τη
δράση όμως, είχες καταφέρει να έχεις μεγαλείο!»
Το παλιότερο κείμενο-μήνυμα που μας έχει αφήσει ο
Νίκος Γλέζος, μαθητής τότε του Δ' Γυμνασίου Αθηνών, είναι μια έκθεση της
Στ' τάξεως με ημερομηνία 27-9-1942.
Το χειρόγραφο στο κάτω μέρος είναι κατεστραμμένο κι έτσι λείπει
ένα μέρος των σκέψεών του, όμως το σωζόμενο κείμενο “αποκαλύπτει” το
χαρακτήρα του δεκαεπτάχρονου συγγραφέα του.
Το θέμα της έκθεσης «Απ' το σχολείο στην κοινωνία»,
βαρύγδουπο και τυπικά επαναλαμβανόμενο, με τη μια ή την άλλη διατύπωση,
από τότε μέχρι σήμερα, ο Νίκος Γλέζος το αντιμετωπίζει με αμεσότητα, σαν
κάτι σοβαρό αλλά όχι δυσάρεστο, σαν κάτι που δεν είναι δύσκολο αλλά
θέλει προσπάθεια. Αυτό το “κάτι” είναι το πέρασμα από τη μικρή κοινωνία
του σχολείου, στην “κοινωνία”.
Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι επαναλαμβάνονται κάποιες
λέξεις: πρέπει, σκοπός, σοβαρή - σοβαρή δουλειά, σοβαρή εργασία. Λέξεις,
που στη σκέψη, στα χείλη, στη γραφή ενός παιδιού, εκφράζουν
αυτοπειθαρχία, δύναμη, οράματα.
Κι ακόμα:
«Δεν πρέπει ν' απελπιζόμαστε και να
φοβούμαστε τη ζωή, ούτε και να σταματάμε μπροστά στο κάθε τόσο δα μικρό
εμπόδιο...».
Γράφει ένα παιδί που έχει ήδη γνωρίσει τον πόλεμο,
την Κατοχή, έχει δουλέψει από πολύ μικρό σαν φαρμακοϋπάλληλος και
υπάλληλος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και έχει ποτιστεί την ορφάνια
από τα γεννοφάσκια του. Του έχουν δώσει το μικρό όνομα του πατέρα του
γιατί γεννήθηκε λίγους μήνες μετά από το θάνατο του πατέρα του.
Διαβάζουμε:
Απ' το σχολείο στην κοινωνία
« - Τη στιγμή που καταπιάνεται κανείς με κάθε
δουλειά πρέπει πρώτα - πρώτα να ξέρει καλά τι θέλει και ποιος είναι ο
σκοπός του. Και τον σκοπό αυτό πρέπει να τον κρατάει ολοκάθαρο μπροστά
του, στο νου του και να προσπαθεί να τον πετύχει με τα πιο κατάλληλα
μέσα.
- Και μεις σήμερα αρχίζουμε μαζί αγαπητοί μου
συμμαθητές μια δουλειά σοβαρή. Και όταν λέω σοβαρή, δεν εννοώ δυσάρεστη:
Ίσα - ίσα πρέπει να μάθουμε πως μια σοβαρή εργασία πρέπει να μας δώσει
τις πιο βαθειές και μόνιμες χαρές.
- Σε πέντε δέκα μέρες τελειώνουμε το σχολείο, που
εκτός από τις γνώσεις, που μας έδωσε, αν και δεν είναι ούτε το ένα
χιλιοστό απ' τα άπειρα πράγματα που πρέπει να ξέρει ο καθένας από μας,
μας έδωσε μια μικρή εικόνα της... (κοι)νωνίας στην οποία θα ζήσουμε...
(Στη) μικρή αυτή κοι(νωνία)... που κι αυτή θα είναι ένας μεγάλος
συντελεστής για τη ζωή μας.
- Τελειώνοντας το σχολείο αφήνουμε μια ολόκληρη
ζωή, μια ζωή πνευματική. Τώρα θα ξεκουρασθεί το μυαλό μας απ' τις
θεωρίες που μαθαίναμε, αλλά θα κουρασθεί πάνω στις εφαρμογές των. Δεν
είναι δύσκολη η εφαρμογή, αλλά θέλει λίγη προσπάθεια. Δεν πρέπει να
απελπιζόμαστε και να φοβούμαστε τη ζωή, ούτε και να σταματάμε μπροστά
στο κάθε τόσο δα μικρό εμπόδιο που θα βρίσκεται μπροστά μας γιατί τότε η
πρόοδος θα είναι αδύνατος.
- Εμπρός λοιπόν! Αν και δεν είμαστε και τόσο πολύ
γυμνασμένοι απ' τη μικρή κοινωνία του σχολείου, ας μπούμε και μεις με το
κεφάλι ψηλά και θάρρος να ζήσουμε στην κοινωνία, που τόσοι ζήσανε και
ζούνε».
Ανάμεσα στη μαθητική έκθεση και στο τελευταίο
μήνυμα πριν από την εκτέλεση ανάμεσα στο “κατώφλι προς τη ζωή” και στο
θάνατο, παρεμβάλλονται τα μηνύματα του Νίκου από τα κρατητήρια.
Σύντομα μηνύματα, γρήγορα γραμμένα όπως φαίνεται
από το γραφικό χαρακτήρα, που καταφέρνουν να δώσουν όσες παραγγελίες
χρειάζεται, από το όνομα του διοικητή του κρατητηρίου Τιμητικής Φρουράς
Αγνώστου Στρατιώτου, μέχρι την έγνοια για την οικογένεια που δεν θα
μπορεί να του πηγαίνει φαγητό κάθε μέρα, γιατί τα κρατητήρια στο Γουδί
είναι μακριά.
«…γι' αυτό να μου φέρνετε κάθε 2-3 μέρες ξηρή
τροφή.» Κι ακόμα δεν παραλείπει να εκφράσει την τρυφερότητά του για τη
μικρή αδελφούλα που έμαθε ότι της έκοψαν τα μαλλιά και δεν μπορεί να
φανταστεί πως ακριβώς την έκαναν!
Ανάμεσα στα προσωπικά χαρτιά του Νίκου, η “βεβαίωση
του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου” και η “Απόδειξη Πληρωμής” δια την Σχ.
Εφορείαν της Μ. Π. Ακαδημίας. Σύμφωνα με τη βεβαίωση, ο Γλέζος Νικόλαος
ενοσηλεύθη στην Ορθοπεδική Κλινική από 18-5-42 μέχρις 18-6-42 δια
κάταγμα κάτω τριτημορίου αριστεράς κνήμης.
Στις 18-5-42 είχε χτυπηθεί από Γερμανική
μοτοσυκλέτα. Απ' το κάταγμα στο πόδι, θ' αναγνωρίσει η οικογένειά του τα
οστά του στο Γ' Νεκροταφείο Αθηνών, στις 24 Ιουνίου 1947, ανάμεσα στα
οστά των εκτελεσμένων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης.
Από τον Οκτώβριο του 1942, ο Νίκος γίνεται μέλος
του ΕΑΜ Νέων στο Μεταξουργείο και συμμετέχει ενεργά στην Εθνική
Αντίσταση.
Μέσα σ' όλα αυτά μπαίνει στη Μαράσλειο Παιδαγωγική
Ακαδημία.
Από τη μια η Κατοχή και η Αντίσταση, από την άλλη η
ελπίδα για την ώρα της λευτεριάς, η προσπάθεια να συνεχίσει την πορεία
του κατά τρόπο “φυσικό”, “συνηθισμένο”, ένα παιδί δεκαεπτά χρόνων.
Κάποια χαρτιά, πρόχειρα αποκόμματα, “μιλούν” όμως
και για άλλα πράγματα. Είναι γραμμένα από τη Μάνα του κι αναφέρουν
αστυνομικά τμήματα, αστυνομικούς διοικητές, διευθύνσεις τμημάτων και
διοικητών.
Διαβάζουμε:
Νικόλαος Γλέζος του Νικολάου
γεννηθείς 1925 Ευρίσκεται εις 1oν Τάγμα Ευζώνων
Γουδί
Διοικητής
Μπλιτζανόπουλος Εστάλη παρά
του Ι. Χριστοδουλέα
Διοικητικού τιμητικής Φρουράς
Αγνώστου Στρατιώτου
Ηρώδου Αττικού 9
(κατοικία Λεωνίδου 14-ώρ 8 μ.μ.)
Πόση αγωνία, πόση ένταση όταν γράφεις το όνομα του
παιδιού σου μαζί με τα ονόματα των βασανιστών του και τους τόπους του
μαρτυρίου του για να τα δώσεις κάπου, σε γνωστούς ίσως, που θα μπορούσαν
να βοηθήσουν για την αποφυλάκισή του. Και τι δύναμη απαιτείται για να
τρέξεις, να προλάβεις...
«Αναλύεται τάχα ο πόνος; Δέχεται ανάκριση; Όχι λένε
τα δάκρυα, όχι λένε τ' αναφυλλητά...»
γράφει ο Μανώλης Γλέζος στα 1947.
Πόσες άραγε γυναίκες βρέθηκαν στην ίδια θέση;
Στις 13 Απριλίου 1944, ο Νίκος Γλέζος συλλαμβάνεται
από συνεργάτες των κατακτητών και βασανίζεται στο Α' Αστυνομικό Τμήμα,
στη Φρουρά Παλαιών Ανακτόρων, στο 1ο Τάγμα Γερμανοτσολιάδων στο Γουδί
απ' όπου παραδίνεται στους Γερμανούς, οι οποίοι τον βασανίζουν στην οδό
Μέρλιν και στο Χαϊδάρι.
Ο Πέτρος Γρηγορίου γράφει:
«Κι όταν Μ. Παρασκευή είχε τσακισμένο όλο του το
κορμί, και περισσότερο τα χέρια του, από τα βασανιστήρια, κι όταν
παραμορφωμένος μες στους παραμορφωμένους έπρεπε να βογγάει, αυτός τάιζε
γάλα το σύντροφό του με το μπουκάλι, του χαμογελούσε και τραγουδούσε
«εδώ μέσα είναι ζεστά κι είναι τα ξώφυλλα κλειστά...», για να του
απαλύνει τον πόνο, ξεχνώντας το δικό του πόνο.
Δεν ήταν υπέροχες οι στιγμές της Μ. Πέμπτης του 1944, μέσα κι έξω
απ' το αστυνομικό τμήμα της οδού Λέκκα; Λιγοστοί οι τυχεροί που
καμάρωσαν λεβεντιά. Η σκηνή στο δρόμο κάπως έτσι:
Άγριος στην όψη ο
Νίκος, κρατούσε-βοηθούσε τραυματισμένο από σφαίρες το
Γιώργη (Ανδρεάκο),
επίσης άγριο στην όψη. Γύρω τους, πάνω από είκοσι άντρες της “ειδικής”
και ταγματασφαλίτες. Μόλις τους κέρδισαν από την αστυνομία, προσπαθούν
γρήγορα, με τις κάννες των όπλων τους στους κροτάφους, να τους
φορτώσουν. Κι εκείνοι, περιφρονούν, αηδιάζουν, αντιστέκονται, όχι για να
μην προχωρήσουν - δεν είχαν αυταπάτες!
Σαν άντρες θέλανε μόνοι τους να
βαδίσουν. Κι οι αστυφύλακες, βουβοί θεατές στο πεζοδρόμιο, σκεφτικοί και
αμήχανοι. Ως που να! Στέκεται ολόρθος ο Γιώργης - πάντα αγκαλιά με το
Νίκο - σηκώνει ψηλά ένα ρεμπούπλικο που κρατάει και βλέποντας προς τους
αστυνομικούς φωνάζει: Για σας αδέρφια αστυνομικοί.
Με μιας, σε μια υπέροχη προσπάθεια, σπρώχνουν κι οι
δυο μαζί με αηδία και περιφρόνηση τους αποχαυνωμένους ασφαλίτες με τ'
αυτόματά τους και τα πιστόλια τους, και περήφανοι, περνούν στ'
αυτοκίνητο μόνοι τους, μ' ένα χαμόγελο νίκης...
Ύστερα, στην Ηρώδου
Αττικού, ένα ολόκληρο τσούρμο κοπανούσε το Νίκο. Δεν έβλεπες με ποιό
τρόπο. Άκουγες μόνο ξερούς γδούπους και πρόστυχες βρισιές. Αυτός δεν
έβγαζε άχνα! Άκουγε το Γιώργη που στ' αναρρωτήριο φώναζε, και λες δεν
ήθελε να χάσει ούτε λέξη.
Τον Ανδρεάκο τον κομμουνιστή υπονωματάρχη της
χωροφυλακής τον βασάνισαν απάνθρωπα - χέρια, πόδια, δόντια - και τον
πέταξαν από την ταράτσα και... τελείωσε. Κι ο Νίκος, στο παλιό Υπουργείο
Στρατιωτικών ζει ακόμα. Γίνονται κι άλλες απόπειρες απόδρασης... Κι
άλλες σφαίρες και βασανιστήρια. Λίγοι που γεννήθηκαν χριστιανοί,
βασανίστηκαν τόσο άγρια την ώρα ακριβώς που οι καμπάνες χτυπούσαν
πένθιμα τον Επιτάφιο! Μεταγωγή, και στις 10 του Μάη περνάει κι αυτός
στους αθάνατους, με το προνόμιο πως έζησε μόνο νέος. Αγνός!»
Την άνοιξη του 1944 η Αντίσταση έχει φουντώσει σ'
όλη την Ελλάδα, η χαραυγή της απελευθέρωσης διαφαίνεται αλλά ακριβώς γι'
αυτό και οι Γερμανοί, μανιασμένοι δεν ξέρουν που να χτυπήσουν και ποιόν
να σκοτώσουν. Στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής εκτελέστηκαν 13 πατριώτες
στα 1942, 147 στα 1943 και 440 στα 1944.
Στα “Φύλλα Κατοχής” η Ι. Τσάτσου
σημειώνει στη
διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού του 1944:
«Όλα τους ξεφεύγουν, όλα τα φοβούνται... Δε θέλουν
με κανένα τρόπο να δώσουν τα ονόματα των εκτελεσμένων (την Πρωτομαγιά)
ούτε καν στο Γερμανικό Ερυθρό Σταυρό. Δε θέλουν ν' ακούσουν τίποτα,
είναι φανατισμένοι. Φοβούνται και τον ίσκιο τους ακόμα... Ο αέρας είναι
φουντωμένος από λευτεριά, όπως την άνοιξη από μυρωδιές. Και ο Έλληνας
αρνιέται πια να δεχτεί το θάνατο. Και όμως εκείνος απλώνει ασφυκτικά και
καταντά σύμπτωση η ζωή. Οι εχθροί είναι ασύδοτοι. Θέλουν ίσως να
εκδικηθούν που φεύγουν από τον τόπο μας, χωρίς ποτέ να υπάρξουνε
αληθινοί νικητές.»
Ακόμα και στις 7 του Οκτώβρη 1944, η Ι. Τσάτσου
γράφει:
«Οι Γερμανοί θα φύγουν, φεύγουν και όμως είναι
ακατανόητο, χτες πάλι τουφέκισαν είκοσι πέντε.» Όλη η Ελλάδα δίνει
καθημερινά σκληρές μάχες και η Αθήνα, πάντα κέντρο της Ελλάδας, γίνεται
από μιας αρχής, όπως γράφει ο Ροζέ Μιλιέξ στο βιβλίο του “Ημερολόγιο και
μαρτυρίες του πολέμου και της Κατοχής”, η πρώτη αντιστασιακή πρωτεύουσα
της Ευρώπης χάρη στις συγκεντρώσεις, στις διαδηλώσεις, στις πορείες,
στην ένταση και στην επαγρύπνιση των παιδιών της. «Η πόλη έχει ανάψει».
Στα 1943 η Αθήνα διεκδικεί παγκόσμια δόξα στον τομέα της παθητικής
αντίστασης: απέτυχε η επιστράτευση του αστικού πληθυσμού. Νίκη του
άοπλου θάρρους! Τα όπλα της Αντίστασης στην Αθήνα, ο παράνομος τύπος, η
προπαγάνδα στους τοίχους, το χωνί που διαδόθηκε πολύ.
Μα το καλύτερο όπλο, πάντα σύμφωνα με το Ροζέ
Μιλιέξ, η παραδειγματική συνεργασία και αλληλεγγύη όλου του πληθυσμού.
«Εμείς που είδαμε τον ελληνικό λαό στον αγώνα,
ξέρουμε πως όταν τον ξεσηκώνει μια συλλογική πίστη, δεν έχει όμοιό του
για να περάσει από τον ατομικισμό του εγώ στην τέλεια πειθαρχία του
εμείς».
Ήταν τόσο τέλεια η πειθαρχία του “εμείς”, τόσο
σκληρή η συμπεριφορά των Γερμανών, όχι μόνο απέναντι στους κρατουμένους,
αλλά και απέναντι στους νεκρούς και στις οικογένειές τους και τόσο
δύσκολες και πικρές οι συνθήκες μετά την Κατοχή, που χρειάστηκε να
περάσουν χρόνια και χρόνια για να αφιερώσει κάποιος, όπως γράφει ο
Πέτρος Γρηγορίου, έστω δυο γαρύφαλα σκέψη, σε δυο από τους συναγωνιστές
του της Αντίστασης, το Νίκο Γλέζο και το Γιώργη Ανδρεάκο.
Ένας επαναστατημένος διαδηλωτής των δρόμων της
Αθήνας, μια γνωστή φωνή μέσα από το χωνί που ενθάρρυνε και ξεσήκωνε τις
γειτονιές, ένα χέρι που έγραφε Ελευθερία ή Θάνατος στους τοίχους, ήταν ο
Νίκος Γλέζος.
«O Νίκος δεν έβλεπε καλά χωρίς γυαλιά, γράφει ο
Πέτρος Γρηγορίου, κι όμως, δεν ξέρω γιατί δε φορούσε! Αυτό το έκρυψε μ'
επιμέλεια από τους υπεύθυνούς του για να μην τον απομακρύνουν! Έκλαψε
σαν παιδί όταν τον μάλωσαν σα βρέθηκε οπλισμένος και υποχρεώθηκε να
δώσει μάχη με πολλούς τσολιάδες κάπου κοντά στη γειτονιά του και νίκησε.
Οι φίλοι τους της ομάδας του τον θαύμαζαν κι αυτός έκλαψε μήπως και του
αλλάξουν πόστο και... τον απαλλάξουν απ' το μόνιμο κίνδυνο!!!
Τον μέθαγε θαρρείς η θέα της Γερμανικής μπότας και
κάθε προδότη. Σάρκαζε τον κίνδυνο. 'Οποιος δεν τον γνώριζε δεν θα
μπορέσει ποτέ να πιάσει εκείνο το περιπαιχτικό του χαμόγελο. Ήταν
έτοιμος να θυσιαστεί.
Στις δύσκολες στιγμές ήταν ψυχρά-ψύχραιμος και δεν
έκανε το ελάχιστο εκτός από κείνο που εξυπηρετούσε τον αγώνα. Ας
εξηγήσουν άλλοι το φαινόμενο Νίκος Γλέζος.»
Όμως η πολιτεία - η Αθήνα - από τη μια γίνεται
μάρτυρας μιας αγωνιστικότητας εξαιρετικής μέσα σ' όλη την κατεχόμενη
Ευρώπη, κι από την άλλη, ακριβώς γι' αυτό, «βουίζει μπροστά στα κάγκελα
των φυλακών».
Ήταν τότε πολλές φυλακές. Κι ήταν γεμάτες οι
φυλακές.
Το Χαϊδάρι μες στη νύχτα....
Όλα τα μάτια καρφωμένα στο Χαϊδάρι.
Η πολιτεία τριγύρω στο Χαϊδάρι, ξαγρυπνώντας
δαγκώνοντας το βόλι της σιωπής μέσα στα
δόντια της. Ξέραν οι αγωνιστές.
Δε βογγούσαν.
Οι γειτονιές θυμούνται. Οι γειτονιές
δε θέλουν να ξεχάσουν. Τα χαράματα
οι ομοβροντίες στο Σκοπευτήριο. Τη νύχτα
τα φώτα του Χαϊδαριού. Η συσκότιση. *
Το Χαϊδάρι και το Σκοπευτήριο της Καισαριανής
σφραγίζουν τον αγώνα και τη Θυσία του δεκαεννιάχρονου Νίκου Γλέζου στις
10 του Μάη του 1944, καθώς και 90 ακόμα πατριωτών.
Στο μνημόσυνο του Νίκου Γλέζου που έγινε στην
Καταπολιανή της Πάρου στις 31 Μαΐου 1964, στην επέτειο των είκοσι χρόνων
από την εκτέλεσή του, ο Νίκος Κατσουρός είπε μεταξύ των άλλων:
«Η λίγη ζωή του Νίκου Γλέζου γεμίζει την
αιωνιότητα.
Ο χαμός, ο θάνατος των παλικαριών γεννούσε τη ζωή
των Λαών της Οικουμένης.
Χάθηκαν για τη μεγάλη ιδέα - τη Λευτεριά. Και τώρα
ο χαμός του είναι αθανασία.
Μέσα στην πορεία των αιώνων υπάρχουν τρεις σταθμοί
ηρωϊσμού και θυσίας μεγάλης, που αποτελεί όρκο για τους νεώτερους.
Στο Μαραθώνα στήσανε την επιτύμβια στήλη με τρία
λόγια «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι». Είναι ο πρώτος σταθμός.
Στις Θερμοπύλες μια δεύτερη στήλη με το «ω ξειν
αγγέλειν Λακεδαιμονίους ότι τείδε κείμεθα τοις κοίνων ρήμασι πειθόμενοι»
είναι ο δεύτερος σταθμός. - Δεν έπρεπε να περάσουν οι βάρβαροι. - Δεν
έπρεπε να μολύνουν τον ιερό χώρο της Ελληνικής Πατρίδας.
Εδώ στην Πάρο θα μπορούσαμε να στήσουμε ένα
κενοτάφιο με επίγραμμα το τραγικό μήνυμα του σκούφου «Αγαπητή Μητέρα πάω
για εκτέλεση», θα είναι ο τρίτος σταθμός.
Και ας έλθει κατόπιν ένας Κυκλαδίτης Κάλβος να
γράψει την ωδή προς τα παιδιά της Αντίστασης.
Ας μη βρέξει ποτέ - Το σύννεφον και ο άνεμος
Σκληρός ας μη σκορπίσει το χώμα το μακάριον, που σε σκεπάζει αγαπητέ
Νίκο Γλέζο.»
Η βεβαιότητα για την αξία της θυσίας, που εκφράζουν
τα ακόλουθα λόγια του Μανώλη Γλέζου, ήδη στα 1947 (σαν από τα χείλια των
παλληκαριών που εκτελέστηκαν), δεν επιτρέπεται να μας οδηγήσει απλά σ’
ένα τιμητικό πανηγυρισμό για τη νιότη που θυσιάστηκε:
«Ε!... σεις που μένετε στη ζωή. Το αίμα μας και τα
δάκρυα σας δεν πάνε χαμένα. Ποτίζουν το δέντρο της λευτεριάς.» Ίσως
ταιριάζει περισσότερο με το χαμόγελο, τη δύναμη, τη σοβαρότητα και τον
αγώνα του Νίκου Γλέζου, να προσπαθήσουμε τουλάχιστον να τροφοδοτήσουμε,
να ενισχύσουμε τη ΜΝΗΜΗ μας σχετικά με όλα αυτά που είναι η ιστορία μας,
έτσι ώστε να μπορούμε αληθινά να τιμούμε τους ήρωες μας, όχι με λόγους
πανηγυρικούς, αλλά με πράξεις.
Το κείμενο αυτό ήταν η ομιλία της Σοφίας Αντ.
Κατσουρού, όπως εκφωνήθηκε στο πολιτικό μνημόσυνο που πραγματοποιήθηκε
στο πνευματικό κέντρο του Δήμου Αθηναίων, με την ευκαιρία των 45 χρόνων
από την εκτέλεση του Νίκου Γλέζου.
Πρωτοδημοσιεύτηκε στα “ΑΠΕΡΑΘΙΤΙΚΑ”, τεύχος 4
(1989).
Και ένα ποίημα γραμμένο από τον Μανώλη για τον Νίκο
"Ήρθες και πάλι....
Τη βραδυνή εχτές, τη λυχναφή ώρα,
ήρθες και πάλι να με βρεις.
Να με ρωτήσεις ήθελες
για τις αυλές που παίζαμε
την παιδική μας αθωότητα
κι οι σύνοικοι χορεύανε τις χαρές
και μοιρολογούσανε τις λύπες.
Μάθε, λοιπόν, πως ζούνε μόνο οι χωριανές αυλές
Κι' όταν χαμηλώσουν τα σπαθιά του κρύου
κι' έρχονται οι ξενικοί
ξεχειλούν τα γλέντια στις ρύμνες
και ξεφαντώνουν με τα αερικά του νου.
......................................................
Σ' απάντησα σ' όλα, αδελφέ μου.
Μη μου ζητήσεις όμως
να σου δώσω πίσω τα χρόνια της ζήσης
που εγώ ζω κι' εσύ δε ζεις.
Δεν μπορώ, δε δύναμαι.
Πασχίζω μόνο
Να μην αφαιρούν οι άνθρωποι
τη ζωή των συνανθρώπων τους.
Μάρτυρές μου οι κλεψύδρες
καθώς μετρούνε τις σταγόνες του νερού
εξήντα τέσσερα χρόνια παρά κάτι,
από τότες που ο Χάροντας θέρισε τα χρόνια σου
μα δεν τα κατάφερε να θερίσει το μπόι σου
κι ο νήσκιος του ξεπέρασε τον όποιο χρόνο.
Αίσθηση, ψευδαίσθηση, παραίσθηση;
ΝΟΙΩΘΩ ΝΑ ΖΕΙΣ, ΑΔΕΛΦΕ ΜΟΥ"
Μανώλης Γλέζος, Μάρτης 2008
Αναρτήθηκε από
Κίνηση Ενεργοί Πολίτες στις Παρασκευή, Μαΐου 10, 2013