Ο
Δημήτρης Χατζής και η παραστρατημένη νεολαία
Του Γιώργου Μ. Βραζιτούλη, Βερολίνο
(Αναδημοσίευση από την
εφημερίδα «Ηπειρωτικός Αγών» - 22.04.2021)
Ως γνωστόν, ο Δημήτρης Χατζής έζησε στην πρώτη φάση της πολιτικής του
προσφυγιάς στη Βουδαπέστη, από το 1950 έως την άνοιξη του 1957. Στα
πρώτα αυτά χρόνια της εξορίας
έθεσε τις βάσεις της κατοπινής φιλολογικής και ιστορικής εργασίας
του. Γνωρίστηκε εκεί με τον γνωστό ελληνιστή καθηγητή Γκιούλα Μόραβτσικ
και παρακολουθούσε εντατικά τα μαθήματά του στο Πανεπιστήμιο. Στα χρόνια
1953/54, που - όπως αναφέρει σχετικά η
Βενετία Αποστολίδου - είναι από τα πιο παραγωγικά
του Χατζή, έγραψε ορισμένα φιλολογικά κείμενα, όπου ασχολείται με το
ζήτημα της συνέχειας του Ελληνισμού. Το 1953 εκδόθηκε και η πρώτη μορφή
της συλλογής «Το τέλος της μικρής μας πόλης» από τον εκδοτικό «Νέα
Ελλάδα» στο Βουκουρέστι. Στην περίοδο αυτή ο Χατζής εργαζόταν παράλληλα
ως δημοσιογράφος στις
ελληνικές εκπομπές του ραδιοφωνικού σταθμού της Βουδαπέστης, καθώς και
στην εφημερίδα «Λαϊκός Αγώνας» των ελλήνων πολιτικών προσφύγων στην
Ουγγαρία. Σε σύγκριση με τη φιλολογική του δραστηριότητα η
δημοσιογραφική δουλειά του Χατζή ήταν η πιο ασφυκτική, αφού τα θέματα
και η πολιτική γραμμή που έπρεπε κάθε φορά να εκφραστεί, αποφασίζονταν
από το Κόμμα.
Σε ένα πρωτοσέλιδο κύριο άρθρο του «Λαϊκού Αγώνα» στις 3 Σεπτεμβρίου 1953,
με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μέτωπο ενάντια στον γιαμπισμό»
(υπογεγραμμένο με τα αρχικά Δ.Χ.) ο Χατζής απευθύνονταν με ένα αυστηρό,
καταγγελτικό ύφος σε μια μερίδα «παραστρατημένων» νέων μεταξύ των
ελλήνων προσφύγων, που ακολουθούσαν ένα νεανικό πολιτισμικό ρεύμα των
ούγγρων συνομήλικών τους, με επιρροές και ερεθίσματα από τη «μισητή»
Δύση. Στο άρθρο αυτό παρουσιάζεται μια εικόνα του γιαννιώτη συγγραφέα
διαφορετική από εκείνη που συναντάμε μέσα στον λυρισμό των λογοτεχνικών
του κειμένων, αφού δείχνει τον πολιτικά στρατευμένο Χατζή εκείνης της
εποχής, σε έναν ρόλο «συντηρητικού» παιδαγωγού-καθοδηγητή, στην υπηρεσία
του Κόμματος. Πριν από το άρθρο αυτό είχαν δημοσιευτεί εκείνη την
περίοδο σε προηγούμενα (όπως και σε επόμενα) φύλλα της ίδιας εφημερίδας
κι άλλες παρόμοιες παρεμβάσεις, γεγονός που μαρτυρεί την ύπαρξη ενός
μάλλον σοβαρού προβλήματος, που αφορούσε κάποιο τμήμα της νεολαίας στην
κλειστή κοινωνία των ελλήνων προσφύγων.
Ο «γιαμπισμός»
Τόσο στον τίτλο όσο και μέσα στο κείμενο του άρθρου ο Δημήτρης Χατζής
χρησιμοποιεί επανειλημμένα τον όρο «γιαμπισμός», ένα δάνειο από την
ουγγρική λέξη
Jampec
(προφέρεται «γιάμπε»), που σημαίνει ο τεμπέλης, ο άχρηστος,
o εκκεντρικά ντυμένος νέος με ιδιότροπη συμπεριφορά. Ο
τύπος του γιάμπη την εποχή εκείνη ήταν συνυφασμένος κυρίως με τη δυτική
μόδα. Πριν τον πόλεμο η ονομασία αυτή χαρακτήριζε τον τύπο του δανδή
πλούσιων οικογενειών, που επεδίωκε να ξεχωρίζει από τον περίγυρό του
μέσα από έναν εξεζητημένο τρόπο ζωής, με άκρατο ενθουσιασμό για
οτιδήποτε μοντέρνο, για συγκεκριμένα στυλ χορών όπως και για ιδιαίτερες
ιδιωτικές σχέσεις.
Το βασικό γνώρισμα του γιάμπη στη δημόσια ζωή στην Ουγγαρία ήταν η εξωτερική
του εμφάνιση και το ντύσιμο, καθώς και η χρήση μιας καθημερινής γλώσσας
διανθισμένης με κομπασμούς και εκφράσεις της τοπικής αργκό της Πέστης.
Όπως περιγράφει χαρακτηριστικά ο
Sándor
Horváth, οι νεαροί φορούσαν μαύρα ή πολύχρωμα πουκάμισα, γραβάτες
εμπριμέ ή κόκκινα πουά κασκόλ, σακάκια με φαρδείς ώμους, στενά
παντελόνια, ριγέ κάλτσες και χρωματιστά παπούτσια με χοντρή σόλα κρεπ.
Το χτένισμά τους μιμούνταν την κόμμωση του Έλβις Πρίσλεϋ, ενώ μερικές
φορές φορούσαν ένα καπέλο καουμπόη. Οι κοπέλες αντίστοιχα φορούσαν
στενές φούστες, μπουφάν παρκά και είχαν συνήθως τα μαλλιά τους δεμένα σε
αλογοουρά ή περμανάντ.
Μουσικά οι γιάμπηδες έβρισκαν την έκφρασή τους στο
rock ‘n’
roll,
στις πρώτες του μορφές, (όπως το
rockabilly,
ένα μείγμα μουσικής
country
και
rhythm
blues),
που άκουγαν σε ξένους ραδιοσταθμούς, κυρίως στο
Radio
Free
Europe
και στο
Voice
of
America,
μια και στους κρατικούς σταθμούς της Ουγγαρίας απαγορευόταν η μετάδοση
της μουσικής αυτής. Μέσα από αυτές τις επιρροές οι νεολαίοι ασπάζονταν
τα καταναλωτικά πρότυπα της Δύσης και τα ενσωμάτωναν ανάλογα στον
καθημερινό τρόπο ζωής τους.
Ας δούμε λοιπόν το άρθρο του Χατζή για το φαινόμενο αυτό, που φαινόταν να
διαβρώνει ανησυχητικά και κάποιους έλληνες νεολαίους. (Μεταφέρεται εδώ -
με εξαίρεση το μονοτονικό - στην αυθεντική του μορφή).
Το άρθρο
"Ανοίξαμε μέτωπο ενάντια στο γιαμπισμό. Το βασικό
μας όπλο είναι η μαζική πολιτική δουλιά. Η διαφώτιση. Ξέρουμε πως η
δουλιά αυτή είναι δύσκολη, χρειάζεται επιμονή και υπομονή. Ξέρουμε όμως
ακόμα πως μονάχα έτσι θα πείσουμε τους νεολαίους μας που παρασείρονται
απ’ τα 2-3 εχθρικά χαλασμένα στοιχεία τι θα πει γιαμπισμός, τι θα πει
«αμερικάνικος τρόπος ζωής.»
Ίσως ρωτήσει κανείς: Έχεις τη γνώμη πως οι νεολαίοι μας δεν ξέρουν τι είναι
γιαμπισμός; Μπορώ να απαντήσω με σιγουριά. Ναι στο βάθος δεν το ξέρουν.
Νομίζουν πως με το να φορούν στενά πανταλόνια, ν’ αφίνουν φαβορίτες, να
χορεύουν γιάμπικα να τριγυρνάν στους δρόμους με ξεκούμπωτα πουκάμισα,
στο κάτω-κάτω της γραφής δεν πειράζουν κανένα. Δεν καταλαβαίνουν πως το
στενό πανταλόνι, τα γιάμπικα φερσίματα τους φέρνουν χωρίς να το
καταλαβαίνουν στο δρόμο του εχθρού. Στο δρόμο του εγκλήματος, της
διαφθοράς. Τους οδηγούν σε πράξεις ενάντια στην οργάνωσή μας, στο λαό
μας, στη Λ. Δημοκρατία. Συχνά ακούς νεολαίους που έχουν γιάμπικες
εκδηλώσεις να σου λένε: Εγώ αγαπώ την οργάνωση, το λαό και το κίνημα.
Είμαι έτοιμος να θυσιάσω ακόμη και τη ζωή μου. Τώρα όμως που είμαι
λεύτερος στη Λ.(αϊκή) Δ.(ημοκρατία), γιατί να μην γλεντήσω; Να λοιπόν
που υπάρχουν νεολαίοι που τον γιαμπισμό τον θεωρούν αθώο γλέντι.
Εδώ πρέπει να δούμε τις δικές μας ευθύνες σαν οργάνωση σαν κομμουνιστές και
τη δουλειά που πρέπει να κάνουμε από εδώ και μπρος. Παραδείγματα έχουμε
αρκετά για να δείξουμε στους νεολαίους μας, πως ο γιαμπισμός «ο
αμερικάνικος τρόπος ζωής» δεν είναι γλέντι παρά διαφθορά, έγκλημα. Πως
«ο αμερικάνικος τρόπος ζωής» έχει σκοπό να δημιουργεί εγκληματίες
πρόθυμους να εξυπηρετούν τα πολεμικά εγκληματικά σχέδια των αμερικάνων
ιμπεριαλιστών.
Αυτά τα 2-3 εχθρικά στοιχεία, που σήμερα ανοιχτά μιλάν ενάντια στη Λ.
Δημοκρατία και το λαϊκό μας κίνημα, ξεκίνησαν κι αυτοί για να
γλεντήσουν, μα στο τέλος βρέθηκαν στην αγκαλιά
του εχθρού που τους καθοδηγεί σε πράξεις ενάντια στη Λ.Δ. και το
κίνημά μας τους χρησιμοποιεί σαν όργανά του για να παρασέρνουν στη
διαφθορά και άλλους νεολαίους. Πρέπει λοιπόν να κάνουμε τους νεολαίους
μας να το χωνέψουν αυτό: Είσαι γιάμπης; Είσαι εχθρός. Είσαι εχθρός της
Λ. Δημοκρατίας, εχθρός του λαού σου, εχθρός της μάννας και του πατέρα
σου πούπεσε πολεμώντας για να γλυτώσει τη πατρίδα μας απ’ τον
αμερικάνικο τρόπο ζωής, της εκμετάλλευσης, του εγκλήματος και της
διαφθοράς. Εχτρός του αδελφού σου που σαπίζει στις φυλακές και τα
ξερονήσια.
Ίσως σήμερα να μην το καταλαβαίνεις. Να μην καταλαβαίνεις δηλαδή πως το
στενό παντελόνι, τον γιάμπικο χορό τον ακολουθεί η διαφθορά, ύστερα η
απειθαρχία στη δουλιά, ύστερα τα τσακώματα κι οι ξυλοδαρμοί, το στιλέτο…
Και το στιλέτο κάπου πρέπει να μπηχτεί. Κι είναι φανερό πως αυτός που
σου μαθαίνει να το σέρνεις μαζί σου θα σου μάθει πού πρέπει να το
μπήξεις: Να χτυπήσεις τους φίλους μας που σε σπούδασαν, σούμαθαν τέχνη.
Να χτυπήσεις τον αγωνιστή που σ’ έσωσε, παιδάκι ακόμα, απ’ τις
αμερικάνικες βόμβες και σ’ έφερε εδώ να ζήσεις λεύτερος. Να χτυπήσεις
τον ανάπηρο που τραυματίστηκε την ώρα που κρατούσε τους μπουραντάδες για
να γλυτώσεις εσύ. Να χτυπήσεις το λαό μας. Έτσι ανοιχτά πρέπει να μιλάμε
στους νεολαίους που παρασέρνονται στον γιαμπισμό. Και να ‘μαστε βέβαιοι
πως γρήγορα θα συνέλθουν. Θα μείνουν γιάμπιδες μονάχα 2-3 πουλημένοι
πράχτορες του εχθρού. Και τότε γι αυτούς θα χρησιμοποιήσουμε άλλα μέσα.
Οι αγωνιστές πούδοσαν μέρος απ’ το σώμα τους στον αγώνα ενάντια τους
αμερικάνους και τους πράχτορές τους, οι νεολαίοι πούχασαν τους γονείς
τους, τα σπίτια και τους συγγενείς τους, όλοι οι αγωνιστές που θυσίασαν
το παν στον αγώνα και πρώτα απ’ όλους οι νεολαίοι που παρασύρθηκαν στο
γιαμπισμό και κινδύνεψαν να
καταστραφούν, θα βάλουν στη θέση τους τα χαλασμένα αυτά στοιχεία, τους
λιγοστούς πράχτορες του εχθρού. Γιαυτούς δεν χρειάζεται πια καμιά
διαφώτιση. Περιφρόνηση και μονάχα περιφρόνηση. Να μη τους μιλά κανείς.
Να μην τους επιτρέψουμε να παίρνουν μέρος στις εκδηλώσεις μας, στις
συνελεύσεις μας, στη ζωή μας. Η υπομονή έχει και τα όριά της. Τη στιγμή
που οι αμερικάνοι και μοναρχοφασίστες, σφίγγουν ακόμα πιο πολύ τη θηλιά
στο λαιμό του λαού μας. Τη στιγμή που βάζουν σε εφαρμογή σατανικά
μεσαιωνικά σχέδια για να εξοντώσουν τους φυλακισμένους και εξόριστους
αγωνιστές μας. Τη στιγμή που εγκαταλείπουν 120.000 σεισμόπληχτους στα
Επτάνησα γυμνούς, πεινασμένους και άστεγους να πεθάνουν απ’ το κρύο και
τις αρρώστειες είναι βρισιά για όλους μας να ανεχόμαστε δίπλα μας, να
βλέπουμε, να ακούμε και να χαϊδεύουμε τα μοντέλλα αυτά του αμερικάνικου
γκαγκστερισμού, που τα αφεντικά τους ριμάζουν με εγκληματική μανία την
αγαπημένη πατρίδα μας και το λαό μας."
Οι λόγοι και η συνέχεια
Η αυστηρή κριτική του Χατζή προς τους έλληνες νεολαίους, η οποία φαίνεται σε
μεγάλο μέρος να τον εκφράζει προσωπικά, συμπλέει με την αντίστοιχη των
ούγγρων συντρόφων, προς τους οποίους οι έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες,
όπως και ο Χατζής, αισθάνονταν ευγνώμονες και υπόχρεοι για την φιλοξενία
τους στη χώρα. Θα πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη, ότι η Ουγγαρία υπό τον
Μάτιας Ράκοσι διάνυε την εποχή
εκείνη την «σταλινικότερη περίοδο» της ιστορίας της, ενώ οι πληγές στους
έλληνες πρόσφυγες από τον τραγικό Εμφύλιο ήταν, τέσσερα μόλις χρόνια
μετά τη λήξη του, ακόμα νωπές. Για το επίσημο δόγμα των ουγγρικών αρχών
ως προς τη σοσιαλιστική διαπαιδαγώγηση της νεολαίας οι «Jampec»
αποτελούσαν ένα «αγκάθι», ένα παράδειγμα προς αποφυγή, αφού με το στυλ
και τον τρόπο ζωής τους προέβαλαν το πρότυπο της ατομικότητας, της
διασκέδασης ή και του «χαβαλέ», συνδεδεμένα με ένα έντονο σνομπάρισμα
της εργασίας, πράγματα που θεωρούνταν βλαβερά κατάλοιπα του αστικού
καπιταλιστικού συστήματος.
Αλλά και για τους έλληνες κομμουνιστές ο κύριος στόχος της
διαπαιδαγώγησης των νεολαίων εκείνη την εποχή ήταν
- όπως αναφέρει σχετικά η
Riki
van
Boeschoten
- να διαπλάσει το νέο
«σοσιαλιστικό άτομο» και να δημιουργήσει ηρωικούς εργάτες, που θα
ανέβαζαν την παραγωγικότητα και θα αποδείκνυαν την ανωτερότητα του
σοσιαλιστικού συστήματος. Από τους νεαρούς μαθητές και εργάτες
αναμενόταν να γίνουν μέλη της κομμουνιστικής νεολαίας, να συμβάλουν στην
προσπάθεια ανοικοδόμησης συμμετέχοντας σε εθελοντικά σώματα εργασίας και
να συμμετέχουν στις διάφορες τελετές και γιορτές του κομμουνιστικού
κόμματος. Αυτές περίπου τις βασικές αρχές και τους στόχους
διαπαιδαγώγησης διατύπωνε και ο ίδιος ο Χατζής
σε ένα προηγούμενο άρθρο του («Λαϊκός Αγώνας», 26.8.1953) με
αφορμή πάλι παρόμοιες νεολαιίστικες παρεκτροπές, όπου τόνιζε: «[…] να
βοηθάμε καθημερινά τους νεολαίους για να μπορέσουν […] να επιδοθούν με
ενθουσιασμό στην
πραγματοποίηση των σοβαρών καθηκόντων που μπαίνουν μπροστά τους. Να
προετοιμάζονται καθημερινά για να μπορέσουν να συμβάλουν στους αγώνες
του λαού μας για την λευτεριά, την ανεξαρτησία της πατρίδας μας και την
ανοικοδόμηση του σοσιαλισμού στη χώρα μας.»
Το συγκεκριμένο πρόβλημα με τους ανήσυχους νεολαίους, το οποίο εμφανίστηκε
παράλληλα και σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες όπου ζούσαν έλληνες πολιτικοί
πρόσφυγες, (όπως π.χ. στη Λ.Δ. Γερμανίας), φαίνεται πως δεν κράτησε για
πολύ καιρό. Ως γνωστόν, ο βραχύβιος κύκλος ζωής τέτοιων νεανικών
ρευμάτων, που συνδέεται συνήθως και με την ενηλικίωση των οπαδών τους,
οδηγεί κατά κάποιο τρόπο νομοτελειακά στην εξαφάνισή τους, μέχρι την
εμφάνιση στη συνέχεια του επόμενου. Στην Ουγγαρία υπήρξαν επίσης
καταλυτικά τα αιματηρά γεγονότα της Εξέγερσης του ′56, που επέφεραν μια
βίαιη πόλωση στην κοινωνία, και στα οποία οι έλληνες πρόσφυγες τάχθηκαν
ομόφρονα με τη πλευρά των κρατικών αρχών, ενάντια στους εξεγερμένους.
Συστήνοντας ένοπλες ομάδες περιφρούρησης και υπερασπιζόμενοι τους
καταυλισμούς τους στη Βουδαπέστη και στις άλλες πόλεις φιλοξενίας τους,
όπως και στο νεόκτιστο τότε χωριό «Μπελογιάννης», αγωνίζονταν κατά βάθος
για την ίδια την επιβίωσή τους στη νέα τους πατρίδα. Οι καιροί ήταν
άγριοι και τα περιθώρια για αποκλίνουσες νεολαιίστικες πολιτισμικές
αναζητήσεις πλέον ασφυκτικά στενά.
Πηγές:
Εφημερίδα «Λαϊκός Αγώνας», Όργανο των Προσφύγων της Ελλάδας στην
Ουγγαρία. Χρόνος Δ, Αριθμός φύλλου 442, 3 Σεπτέμβρη 1953.
Βενετία Αποστολίδου: Λογοτεχνία και Ιστορία στη μεταπολεμική Αριστερά. Η
παρέμβαση του Δημήτρη Χατζή 1947 – 1981. Αθήνα, Εκδ. Πόλις, 2003.
Sándor
Horváth, „Rowdys“,
„Schnösel“
und
„Gangs“.
Subkulturen ungarischer Jugendlicher in den 1960er Jahren, in: Zeitgeschichte-online. Thema: Pop in Ost und
West. Populäre Kultur zwischen Ästhetik und Politik, hrsg. von Árpád von
Klímo und Jürgen Danyel, April 2006.
Riki Van Boeschoten & Loring Danforth,
Παιδιά
του
ελληνικού
Εμφυλίου.
Πρόσφυγες και πολιτική της μνήμης.
Αθήνα, Εκδ. Αλεξάνδρεια,
2015.
Το φύλλο της εφημερίδας «Λαϊκός Αγώνας» -
3.9.1953 (ΑΣΚΙ)
Ο Δημήτρης Χατζής με τον Αποστόλη Πολύζο στα γραφεία της εφημερίδας
(© Αρχείο Γιάννη Ράπτη & Χαράλαμπου Βλάχου)