ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
του Ηπειρώτη Λογοτέχνη Τάσου Πορφύρη
Η μουσική του Νίκου Χουλιαρά "Στης Δερόπολης τον Κάμπο" προστέθηκε από τον Ναπολέοντα Ροντογιάννη
«ευχαριστούμε για την παραχώρηση»
Εάν δεν παίζει με το άνοιγμα της σελίδας, πατήστε το βελάκι για να ξεκινήσει!!!
Πρόλογος
Τάσος Πορφύρης
Τι να τις κάνω
τόσες αναμνήσεις που πολιορκούν τα γραφτά μου ζητώντας μια θέση ανάμεσά
τους από πολύ παλιά από τον καιρό που ο πατέρας έλειπε στα ξένα κι εγώ
μεγάλωνα στον κόρφο της Μάνας μου· για τρία χρόνια έπινα το γάλα της και
δεν χρειαζόμουν τίποτε άλλο. Μονάχα όταν αρρώστησα από κοκκύτη -κοινώς
κάρκαλο- και έβηχα ασταμάτητα μου δώσαν γάλα γαϊδούρας να πιω για να
γίνω καλά! Πρωτοείδα τον πατέρα μου το 1936 θυμάμαι, όταν είχε έρθει στο
χωριό να δει τη φαμπίλια που το 1934 είχε αυξηθεί κατά ένα μέλος· την
αδερφή μου Αλεξάνδρα. Ένα χρόνο αργότερα αποχώρησε από την επιχείρηση
-κρεοπωλείο- του ξαδέρφου του Σταύρου-Λουκά Πορφύρη όπου εργαζόταν στο
λογιστήριο και άνοιξε ένα ζαχαροπλαστείο με τον ανιψιό από αδερφή Λουκά
Παπακώστα στην οδό Γ΄ Σεπτεμβρίου 24 με το όνομα «Μπέρτσια».
Το 1938
ταξιδέψαμε -όλη η φαμπίλια- στην Αθήνα. Το σπίτι το αφήσαμε στην
οικογένεια Γκουντούλη με την υποχρέωση αν και όποτε γυρίζαμε, να
αποχωρήσουν απ’ αυτό. Μαζί με το σπίτι τους αφήσαμε 3 προβατίνες, 2
γίδες και μια γελάδα και τη Μπάλλια, την φοράδα. Ξαναγυρίσαμε στο χωριό
το χειμώνα του 1941 γιατί στην
Αθήνα, την υποδουλωμένη στους Γερμανούς -όπως ολόκληρη η Ελλάδα-
από τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς, η πείνα θέριζε κόσμο. Έτσι, ο πατέρας
μας έστειλε πίσω στο χωριό. Βρήκαμε το σπίτι σε πολύ καλή κατάσταση, τα
γιδοπρόβατα αυξημένα· νοικοκυραίοι ανθρώποι! Ακόμα θυμάμαι τη λαχανόπιτα
που έφτιαξε η μητέρα του Μιχάλη και της Ιφιγένειας καλωσορίζοντάς μας
στο σπιτικό μας.
Θυμάμαι την
προηγούμενη μέρα μας άφησε το αυτοκίνητο που είχε προορισμό την Κόνιτσα
στη θέση Δέμα. Εκεί, υπήρχε ένα σπίτι -ένα μεγάλο δωμάτιο πετρόχτιστο με
τζάκι- για τους περαστικούς με μπόλικα ξύλα για φωτιά. Μαζί μας -μας
συνόδευε- ο Γιάννης Ντάκας, ξάδερφός μας από αδερφή του πατέρα. Άναψε
φωτιά με σπίρτα που είχε για τα τσιγάρα που κάπνιζε. Θαραπαυτήκαμαν
ζέστα!
Το απόγευμα
χρειάστηκε να φύγουμε για το Βασιλικό· τα Τσαραπλανά. Το πρωί είχε
χιονίσει κι ευτυχώς το χιόνι δεν είχε παγώσει και περπατούσαμε χωρίς να
υπάρχει φόβος να γλιστρήσουμε ή να χτυπήσουμε. Σε δυο ώρες -μούσγκωμα-
φτάσαμε στο Βασιλικό και χτυπήσαμε την πόρτα μιας ξαδέρφης της γιαγιάς.
Εκεί περάσαμε τη νύχτα. Μας τάισαν τραχανά που έβρασαν εκείνη τη στιγμή
συνοδευόμενο με κρόδες ψωμιού και τυρί φέτα. Μετά μας στρώσαν βελέντζες
κοντά στο τζάκι για να κοιμηθούμε. Την άλλη μέρα, χαρά Θεού! Το χιόνι
είχε σχεδόν λιώσει και μας πήρε τρεις ώρες να φτάσουμε στο χωριό. Σας
περιέγραψα ήδη πώς βρήκαμε την οικογένεια Γκουντούλη στο σπίτι και τα
ζωντανά. Ευτυχώς εν τω μεταξύ είχαν επισκευάσει το σπίτι τους
και δεν θα ’μεναν στο δρόμο.
μπομπότα
Ο πατέρας ήρθε
στο χωριό μερικούς μήνες αργότερα αφού είχαν κλείσει το ζαχαροπλαστείο
πουλώντας μισοτιμής έπιπλα, μηχανήματα και εμπορεύματα. Στις αποσκευές
του πατέρα υπήρχαν κούτες των 100 τσιγάρων «Άσσος Παπαστράτου», χωρίς
φίλτρο τότε. Ζάχαρη, καφές και αρκετά κουτιά μεταλλικά με «θρεψίνη»
βάρους, αν θυμάμαι καλά,
μιας οκάς. Περάσαμε χρόνια αλείφοντάς την
σε φρεσκοψημένη μπομπότα. Φτιαχνόταν
από επεξεργασμένη μαρμελάδα σταφυλιού κορινθιακής σταφίδας. Το τι
περάσαμε σαν οικογένεια στο χωριό μέχρι το τέλος του 1945 που γυρίσαμε
στην Αθήνα με ένα μέλος επιπλέον, τον αδερφό μου Λευτέρη, το αναφέρω με
λεπτομέρειες στο ολιγοσέλιδο βιβλίο μου -έκδοση της Αδελφότητας
Αγιοκοσμιτών Πωγωνίου- «Αξέχαστα χρόνια».
Από το σπίτι
μου στο χωριό μέχρι πρόπερσι -2020- έβλεπα μέρος της σκεπής του σχολείου
στην Κούλα. Φέτος μονάχα το αλεξικέραυνο. Αναπτύσσονται τόσο γρήγορα τα
δέντρα της γραβιάς που καλύπτουν τα πάντα. Κάποτε το σχολείο φαινόταν
ολόκληρο με τους θάμνους ένα γύρω, τη σκάλα που οδηγούσε στο εσωτερικό
του και την εξωτερική στέρνα. Το σχολείο χτίστηκε με χρήματα από το
κληροδότημα των ευεργετών Αγιοκοσμιτών Βασιλείου Πορφύρη (1888) και
Ιωάννη Οικονόμου (1903). Για την αποπεράτωσή του βοήθησε ο Επίσκοπος
Βελλάς και Κονίτσης -κατόπιν Αρχιεπίσκοπος Αθηνών- Σπυρίδων Βλάχος εκ
Ρουψιάς ορμώμενος. Από δασκάλους εκείνον που θυμάμαι ήταν ο χωριανός μας
Χρυσόστομος Δελλάρης. Παρέδιδε μαθήματα με τρόπο πολύ κατανοητό έχοντας
μια ζηλευτή ευφράδεια. Προσθέστε και την λόγω μονοταξίου δημοτικού
σχετική παράδοση μαθημάτων όλων των τάξεων και θα αντιληφθείτε πως εάν
οι μαθητές και μαθήτριες των μικρών τάξεων έδιναν κάποια προσοχή, θα
ήταν πανέτοιμοι να αφομοιώσουν τα μαθήματα όταν ερχόταν η σειρά τους να
πάνε στις τελευταίες τάξεις του σχολείου. Ήταν σαν να πηγαίναν
φροντιστήριο τζάμπα.
Το σχολείο ήταν
ένα πεντάμορφο κτήριο πέτρινο με σκεπή από κεραμίδια, με μια μεγάλη
αίθουσα διδασκαλίας με διπλά θρανία και με μεγάλα παράθυρα να
μπαίνει άπλετο φως. Την Άνοιξη βλέπαμε τα χελιδόνια να ψαλιδίζουν το
γαλάζιο, τη Μπέρτσια απέναντι και στο βάθος τη Νεμέρτσκα -το σύνορο με
τη Βόρειο Ήπειρο- τρυγώντας το ορθρινό όνειρό της. Η έδρα μπρος απ’ τον
μεγάλο τοίχο και πίσω της ένας πελώριος μαυροπίνακας. Στη βάση του
κιμωλίες για γράψιμο και λαγοπόδαρα για σβήσιμο. Δυο ακόμα δωμάτια, ένα
υπνοδωμάτιο για το δάσκαλο, πλάι του ένα άλλο, μια κουζίνα, ένα
WC και
μια εξωτερική στέρνα που δεχόταν νερό από τα λούκια με κάνουλα στη βάση
σε μισό μέτρο απόσταση από το έδαφος και εύκολη στο καθάρισμα. Στην
περίοδο του αντάρτικου, στην ανατολική του πλευρά η ακροστιχίδα με
κεφαλαία γράμματα με το ψευδώνυμο του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι,
ΣΤΑΛΙΝ:
Σοσιαλισμός
Το καθεστώς
Αγάπης
Λευτεριάς
Ισότητας
Νέας ζωής
ορατό ακόμα και από τον Άι-Λια!
Το νερό της
στέρνας το πίναμε κι ο δάσκαλος το χρησιμοποιούσε για πιώμα, καθαριότητα
και μαγείρεμα. Πολλές φορές τα μεσημέρια οι νοικοκυρές του χωριού του
στέλναν μια λίμπα φαΐ ή κομμάτια λαχανόπιτας, κασσιόπιτας, μπατσαριάς.
Σπάνια μαγείρευε φαγητό κι όταν έπρεπε να το κάνει πήγαινε στο μαγαζί
του Σέγα να αγοράσει κυρίως όσπρια να τα μαγειρέψει. Τα βράδια φαινόταν
από τα σπίτια του χωριού το φως από το δωμάτιό του. Άναβε τη λάμπα
πετρελαίου και διάβαζε τα μαθήματα
της επόμενης ημέρας που θα παρέδιδε στα παιδιά του Σχολείου.
Μια μέρα ο
δάσκαλος έκανε μια ερώτηση σε όλους:
_ Ξέρει κανείς από εσάς να μας πει τι είναι Θεός;
Ύστερα από μία σιγή δευτερολέπτων η Αμαλία
Γκιολέκα-Πορφύρη σήκωσε το χέρι:
_ Πες μας, Αμαλία.
_ Ο Θεός είναι ένα πνεύμα φιτ και πάει· φλετούρισε!
_ Μπράβο Αμαλία, είπε ο δάσκαλος· είναι ό,τι καλύτερο
έχω ακούσει.
Η Αμαλία ήταν
τότε στην έκτη τάξη κι εγώ στην πρώτη. Ήταν γεννημένη το 1926 κι εγώ το
1931. Την άκουγα κάθε πρωί πριν την ώρα του Σχολείου να απευθύνεται στη
Μάνα της λέγοντας:
_ Ω Μάνα, γίνηκε το γάλα;
Ο Τάσος με την αγαπημένη του γυναίκα Μυρτώ
Παντρεύτηκε στα
Γιάννενα τον Στέφανο Τζόβα που διατηρούσε παντοπωλείο στην Τσιριγώτη
κοντά στο ξενοδοχείο «Διώνη». Εκεί διανυκτερεύαμε με τη Μυρτώ όταν
πηγαίναμε στο χωριό τα καλοκαίρια. Χρειαζόταν αυτό το διάλειμμα γιατί
τότε η διαδρομή διαρκούσε 7 έως 8 ώρες κι η Μυρτώ κουραζόταν πολύ. Την
επομένη το πρωί πήγαινα στον
από κάτω δρόμο όπου βρισκόταν μόνιμη λαϊκή αγορά. Αγόραζα πατάτες,
κρεμμύδια, ντομάτες, πιπεριές, φασολάκια, μπάμιες, αυγά ακόμα και μαύρα
βατόμουρα -άγρια- σε σακουλάκια. Τα λάτρευα! Επίσης από ένα κρεοπωλείο
δυο στενά παρακάτω αγόραζα κρέατα: μοσχάρι, αρνί, κατσίκι, κιμά και
κοτόπουλο. Ευτυχώς στο χωριό υπήρχε ψυγείο. Από το Καλπάκι αγοαράζαμε
ψωμί, λαχανόπιτες, κασιόπιτες, μπατσαριές κι από το σούπερ-μάρκετ που
λειτουργούσε τότε, λάδι, ξύδι, αλάτι, βούτυρο, μαρμελάδα βερίκοκο
«Μπονμαμά» που άρεσε πολύ στη Μυρτώ, μέλι, φασόλια γίγαντες, φακές,
ρεβίθια και δεν θυμάμαι τι άλλο.
Έτσι δεν
χρειαζόταν να πάμε στο Κεφαλόβρυσο για αρκετές μέρες όπου υπήρχαν δυο
καταστήματα τροφίμων που είχαν τα πάντα -ακριβότερα όμως-. Μια φορά την
εβδομάδα περίπου στις 9 η ώρα το πρωί ένα πούλμαν του Δήμου ερχόταν στο
χωριό κι έπαιρνε όσους ήθελαν να πάνε για ψώνια στο Κεφαλόβρυσο χωρίς
εισιτήριο και το μεσημέρι τους έφερνε πίσω. Και μέρα παρά μέρα έρχονταν
οι γονείς του φούρναρη κι έφερναν ψωμί, γάλα και γιαούρτι -όλα ΔΩΔΩΝΗ-.
Έπρεπε όμως να προηγηθεί τηλεφώνημα την προηγούμενη.
Σχεδόν κάθε
μέρα τα πρωινά πηγαίναμε με τη Μυρτώ πλάι στο σπίτι της Αγλαΐας
Πορφύρη-Χρηστίδη που τότε υπέφερε από τα πόδια της και παρέμενε κλινήρης
και τραγουδούσε με τη Μυρτώ τα «Σαράντα παλικάρια από τη Λεβαδιά» και
άλλα πατριωτικά άσματα. Ταχτικά πηγαίναμε και στο σπίτι της Τζούλιας που
κάθε χρόνο ερχόταν από την Αμερική στο χωριό με τον άντρα της, τον Στηβ
Ράουντς. Μας δεχόταν στην κουζίνα, καθόμασταν στα μπάσια και
ευχαριστιόμασταν μουαμπέτι.
Επίσης, ταχτικά
πηγαίναμε στο Χαρισάτικο να επισκεφτούμε τον Ηλία Χαρίση και τη γυναίκα
του, Αρετή. Τα παιδιά τους τούς είχαν μια οικιακή βοηθό Αλβανίδα που
τους μαγείρευε και τους επεριποιείτο. Ο Ηλίας υπέφερε από ζάχαρο που
περιόριζε την όρασή του. Εκείνη, από τη μέση της και τα έρμα τα ποδάρια,
όπως έλεγε. Όταν πηγαίναμε, έλεγε στη βοηθό να ρίξει μια κασιόπιτα στο
φούρνο ή, αν είχε χόρτα, μια μπατσαριά. Ήταν
αρκετά φιλόξενο ζευγάρι, «μας τρώγονταν το μουαμπέτι» που λέγαμε.
Φεύγαμε το βράδυ ευχαριστημένοι και χορτάτοι.
Πού και πού
πηγαίναμε για βραδινό φαγητό στον Σωκράτη. Η σπεσιαλιτέ του: ψητή
προβατίνα! Άρεσε σε πολλούς. Με τη Μυρτώ τρώγαμε κοτόπουλο στη σχάρα,
πιπεριές στα κάρβουνα και χωριάτικη σαλάτα με μπόλικο χοντροκομμένο
κρεμμύδι, εκτός των άλλων.
Ξαναγυρίζοντας
πίσω στην εποχή που πήγαινα κάθε μέρα στη Ρουψιά να πάρω γάλα σε μια
χιλιάρα για τον πατέρα που έπρεπε όπως είχε διατάξει ο γιατρός ο
Βλαχιώτης από τα Φραστανά. Όταν πέρασε ο πόλεμος, εμείς γυρίσαμε στην
Αθήνα κι η θεία Ευθαλία πήγε στη Θεσσαλονίκη με τους δυο της γιους, τον
Φάνη και τον Μήτσο, να βρουν τον άντρα και πατέρα Αχιλλέα που δούλευε
αρτεργάτης κι είχε αποκλειστεί εκεί απ’ τον πόλεμο. Ο πατέρας τούς
έστελνε κάθε χρόνο έναν τενεκέ λάδι ως ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης για
κείνη την εποχή με το γάλα που του έσωσε τη ζωή! Στη Θεσσαλονίκη
γεννήθηκε το τρίτο τους παιδί, η Ευανθούλα, που όταν παντρεύτηκε
απέκτησε αγόρι και του ’δωσε το όνομα του πατέρα της: Αχιλλέας!
Στη Θεσσαλονίκη
ζούσε κι η οικογένεια του παππού Γιώργου και της γιαγιάς Μαρίας, από τη
μεριά της μάνας μου, και τα παιδιά τους:
Ο Παναγιώτης με
τη γυναίκα του Μερόπη από το Μεσοβούνι, το πρώτο χωριό που συναντάμε
πηγαίνοντας από το Πωγώνι στο Ζαγόρι, με τα παιδιά τους, Μιχάλη και
Κούλα.
Ο θείος
Χαράλαμπος Μπετζούνης με τη γυναίκα του, Βίκυ Τάλλαρου, που υιοθέτησαν
ένα αγόρι, τον Γιώργο, που ταξιδεύτηκε στη Γαλλία, στο Παρίσι, και
έκτοτε μένει εκεί και εργάζεται ως μουσικοσυνθέτης και κιθαρωδός.
Ο Βενιαμίν της
οικογένειας Νίκος Μπετζούνης, υπηρετώντας τη θητεία του εξ αναβολής λόγω
σπουδών στο Α.Π.Θ., καταδικάστηκε πρωτόδικα σε θάνατο από το
Στρατοδικείο γιατί στρατιώτης ων είχε έρθει -δήθεν- σε συνεννόηση με
τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού να αυτομολήσει στις τάξεις τους,
όπως αναφέρω με λεπτομέρειες στη μονογραφία μου με αυτόν τον τίτλο:
«Νίκος Μπετζούνης».
Επιπλέον των
όσων αναφέρω στην παραπάνω μονογραφία θα ήθελα να προσθέσω πως ο Νίκος
Μπετζούνης παντρεύτηκε τη Μαρία Αποστολέλη και απέκτησαν μια κόρη, τη
Ντόνα, υποκοριστικό της Δόμνας, μητέρας της Μαρίας. Ο Νίκος δικηγόρησε
στη Θεσσαλονίκη, αποκτώντας όνομα· έφυγε στα 74 του χρόνια. Υπέφερε από
την καρδιά του και από ζάχαρο που τον είχε καταστήσει σχεδόν τυφλό. Τα
οστά του βρίσκονται στο κοιμητήριο της Ρουψιάς -τη γενέτειρα-
μεταφερμένα από τη Μαρία και τη Ντόνα, ανάμεσα σε κρανιές, βουζιές και
πουρνάρια με πουλιά ανάμεσά τους να κελαηδάνε! Η επιμνημόσυνη δέηση
έγινε στη διατηρητέα εκκλησία της Ρουψιάς, τα Εισόδια της Θεοτόκου. Η
εκκλησία χτίστηκε με παράδες που έδωσε ο Αλή Πασάς το 1818 από υποχρέωση
σ’ έναν Ρουψιώτη τσέλιγκα που τον φιλοξένησε στις στάνες του όταν τον
κυνηγούσαν οι ομόθρησκοί του Αρβανίτες να τον σκοτώσουν! Είναι τρίκλιτη
βασιλική με κεντρικό τρούλο και με τέμπλο ξύλινο μεγάλης αξίας.
Ορισμένοι λένε πως το τέμπλο ξηλώθηκε από μια εκκλησία της Βορείου
Ηπείρου και μεταφέρθηκε στην εκκλησία της Ρουψιάς με εντολή του Αλή
Πασά. Η χαγιάτα χτίστηκε αργότερα, το 1843.
Κατσιμήτρος
Ανάμεσα Ρουψιά
και Καξιός -τώρα Άγιος Κοσμάς- στο φαράγγι, ο Γορμός κυλάει τα νερά του,
παραπόταμος του Καλαμά που πηγάζει από τον κάμπο Καλπακίου, εκεί που ο
Κατσιμήτρος εγκλώβισε τους Ιταλούς και τους πετσόκοψε αφού τους άφησε
πρώτα να μπουν στον κάμπο ώστε να μην έχουν τρόπο διαφυγής. Γύρισε πίσω
τα σύνορα στη θέση τους. οι πρώτοι Ιταλοί που μπήκαν στο Καλπάκι ήταν
ποδηλατιστές με ποδήλατα από συμπαγή λάστιχα και περασμένες σταυρωτά τις
κιθάρες νομίζοντας ότι το βράδυ θα γλεντούσαν στα Γιάννενα! Κατά τη
διάρκεια της μάχης οι Δολιανίτες βγήκαν στο λόφο του χωριού τους και
ζητωκραύγαζαν.
Στον κάμπο
υπήρχαν δυο νεροτριβιές -βυρσοδεψεία- όπου έπλεναν από τα γύρω χωριά
κουβέρτες και βελέντζες. Χρειάζονταν γερά μπράτσα για να τις μεταφέρεις
στο καρότσι μέχρι τα σύρματα και να τις απλώσεις για να στεγνώσουν.
Περνούσε ολόκληρη μέρα. Το μεσημέρι στρώναμε μια βελέντζα στο σιάδι κάτω
από μια καρυδιά και τρώγαμε κάτι πρόχειρο: ψωμοτύρι, κασιόπιτα,
μπατσαριά. Πριν το ηλιοβασίλεμα τα σκουτιά είχαν στεγνώσει. Τα μαζεύαμε,
τα τοποθετούσαμε στον πορτ-παγκάζ του αυτοκινήτου και πίσω στο χωριό.
Ρουψιά:
Stazione
termini
του Μπάμπη και
της Πόπης Ζωίδη
Από τη Ράχη
-την πλατεία της Ρουψιάς- φαίνεται όλο το Πάπιγκο, με΄ρος της Νεμέρτσκας
κι ο Μυρμηγκιάρης -το μεγάλο δάσος από βελανιδιές, ο πνεύμονας που
χαρίζει οξυγόνο στην περιοχή-. Πίσω ακριβώς ο λόφος του Καξίτικου Αϊ-Λιά
δασωμένος. Ξεχωρίζει με τις αψηλές βελανιδιές της Στρούγκας του Κιτσώνα
κι αν έχεις τη τύχη να βρεθείς Κυριακή την Άνοιξη θ’ ακούσεις
κελαηδίσματα πουλιών, με το βουητό του ποταμού Γορμού να κρατάει το ίσο.
Στη Ράχη, κοντά
στην εκκλησία, η προτομή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σπυρίδωνος Βλάχου με
χαραγμένα στο μάρμαρο γράμματα:
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΒΛΑΧΟΣ
Αρχιεπίσκοπος
Αθηνών και πάσης Ελλάδος
ο και ιδρυτής
του Ιεροδιδασκαλείου
Βελλάς
1874-1956
Αναθήμασι τώνδε
οι των του
Ιεροδιδασκαλείου
Αποφοίτων
Σύλλογοι Αθηνών τε
και Ιωαννίνων
τιμήν περιποιούμεν αυτώ
Έτει
δισχιλιοστώ έκτω
Απέναντι
ακριβώς σε απόσταση τριάντα μέτρων περίπου υπάρχει μαρμάρινη στήλη με τα
ονόματα των πεσόντων κατά τα έτη 1941-1944 στη θέση Προφήτης Ηλίας
Ρουψιάς:
Ανθυπολοχαγός
Κων/νος Βενιζέλος εκ Θηβών
Λοχίας Ηρακλής
Βιλιώτης εκ Θηβών
Στρατιώτης Γ.
Κ. Κατσιπόδης
»
Α. Τσέλιος Βάγιας εκ Θηβών
»
Σ. Ν. Πάλλης
»
Ν. Ι. Μηνάς
»
Γ. Σ. Κατσιβρηάς
»
Ν. .Σ Τσάλος
»
Γ. .Κ Καούσιος
»
Ι. Π. Κιτρισιώτης
»
Α. Ι. Μάρκου
»
Π. Δ. Δουλίου
»
Γ. Λ. Τσαρούχας
»
Ν. Σ. Θεοδώρου εκ Θηβών
»
Δημ. Κέντρος εκ Ρουψιάς
»
Νικ. Καλύβας εκ Ρουψιάς
Κι η Ρουψιά «τελευταίος σταθμός».
Επιστροφή στην
Αγία Παρασκευή για επιστροφή προς τα Ριζά και δεξιά προς Καλπάκι και
Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς όπου φοιτούσαν απόφοιτοι των Δημοτικών Σχολείων
της περιφέρειας Πωγωνίου και Βορείου Ηπείρου. Μετά το πέρας των
γυμνασιακών σπουδών παρακολουθούσαν μαθήματα ακαδημαϊκά για δύο χρόνια
και βγαίναν δάσκαλοι και παπάδες. Διορίζονταν αμέσως ή εγγράφονταν στο
Α.Π.Θ. χωρίς εξετάσεις. Εκεί σπούδασε κι ο Νίκος Μπετζούνης, ο αδερφός
της Μάνας μου ου προανέφερα. Τα καλοκαίρια στις διακοπές μας διηγιόταν
τα της ζωής του στη Βελλάς. Εκτός από το βαρύ πρόγραμμα σπουδών και τη
μελέτη αρκετών ωρών δούλευαν και στα περιβόλια και στα μποστάνια. Τα
δέντρα -απιδιές (μπολιασμένες γκορτσιές), μηλιές, κερασιές, βυσσινιές
και καρυές- χρειάζονταν περιποίηση. Σκάλισμα γύρω από τον κορμό,
κλαδέματα και ραντίσματα με τη μηχανή στην πλάτη. Εκεί που χρειαζόταν
περισσότερος χρόνος ήταν στα μποστάνια με τις ντοματιές, μελιτζανιές,
πιπεριές κι ανάμεσα στις μελιτζανιές φύτεμα βασιλικό για να μην
πικρίζουν οι καρποί και προσοχή μην πατηθούν οι αγγουριές για να μην
πικρίσουν τ’ αγγούρια· και οι πεπονιές με το χώμα τους ανακατεμένο με
άμμο από το ποτάμι για να ’ναι πιο νόστιμα τα πεπόνια, μπάμιες,
φασολάκια και κουκιά που τα τρώγαν και φρέσκα και ήταν πεντανόστιμα.
Απολαύστε τώρα
το ωράριο της Σχολής:
Εγερτήριο 5.30΄, όρθρος 6.00΄, πρωινό ρόφημα 6.45΄,
μελέτη 7.00΄-8.00΄
Μαθήματα 8.00΄-12.00΄
Γεύμα 12.15΄
Μαθήματα 13.30΄-15.30΄, μελέτη 15.30΄-17.30΄, εσπερινός
17.30΄-18.30΄
Δείπνο 19.00΄, κατάκλιση 20.00΄
Ένας μαθητής
του Ιεροδιδασκαλείου ονόματι Κάπος, της τάξεως του 1953, γράφει αργότερα
σχετικά ότι: Τότε δεν επιδιώκαμε
να αποκτήσουμε ό,τι θέλαμε αλλά να χαρούμε ό,τι είχαμε, τότε που
επιδίωξή μας ήταν το χέρι μας να βρίσκεται στην εργασία -χειρωνακτική ή
πνευματική- κι η καρδιά μας στον Θεό. Στην καρδιά όλων μας ήταν
μοιρασμένες η χαρά και η λύπη. Έτσι η πρώτη γινόταν διπλή και η δεύτερη
μισή.
Ο Φάνης
Γεράσης, γεννημένος στη Ρουψιά το 1926, πρωτότοκος γιος του Αχιλλέα και
της Ευθαλίας Γεράση, δεν πρόλαβε να αποφοιτήσει από τη Βελλά λόγω
Κατοχής. Κατατάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό (Ε.Λ.Α.Σ.) και έλαβε μέρος
σε μάχες εναντίον των Γερμανών. Το χειμώνα του 1944 έλαβε μέρος στη μάχη
στους Αγιούς. Το ίδιο βράδυ γεννήθηκε κι ο αδερφός μας Λευτέρης. Το 1954
παντρεύτηκε τη Βικτωρία, ποντιακής καταγωγής, και απέκτησαν ένα γιο, τον
Βασίλη, που τους χάρισε δυο εγγόνια, τον Γιώργο και την Βικτωρία. Ο
Φάνης πέθανε 92 χρονών στη Θεσσαλονίκη όπου έμενε αφού πριν ήπιε το
πικρό ποτήρι του χαμού του μονάκριβου γιου του Βασίλη σε ηλικία 60 ετών.
Ο αδερφός του
Μήτσος, γεννημένος το 1930, εργάστηκε σε ζαχαροπλαστείο στη Θεσσαλονίκη.
Πέθανε το 1991 αφού είχε παντρευτεί την Αθηνά κι είχε αποκτήσει και δύο
εγγόνια, τον Νικόλαο και την Αθηνά. Ο παππούς του Βασίλης τον αποκαλούσε
«Δημήτριε!» όταν τον ήθελε για κάτι. Μου έκανε εντύπωση γιατί όλοι τον
φωνάζαμε «Μήτσιο!».
Ο Βασίλης ο
Γεράσης -ο παππούς- ταξιδεύτηκε στην Τουρκία και εξάσκησε το επάγγελμα
του αρτοποιού στο Μουτουρλού. Εκεί εργάστηκε για λίγα χρόνια και ο γιος
του Αχιλλέας, γεννημένος το 1897. Όταν συνταξιοδοτήθηκε ο παππούς,
γύρισε στη Ρουψιά και εκεί του στέλναν τη σύνταξη απ’ την Τουρκία. Τον
θυμάμαι -έναν ευγενή γέροντα- ντυμένον στα μαύρα με μαύρο ρεπούμπλικο
κρατώντας ένα μπαστούνι με ασημένια λαβή τον περισσότερο χρόνο σκυμμένον
στα βιβλία του. κατά μαρτυρία του συγγραφέα του βιβλίου «Ρουψιά»,
Χρήστου Ράπτη, στον οντά υπήρχε μια βιβλιοθήκη που έπιανε όλον τον τοίχο
(3x2) γεμάτη με μεγάλους δερματόδετους τόμους. Ένας
ανθυπολοχαγός του Εθνικού Στρατού που πέρασε από το χωριό με τον
Εμφύλιο, τότε που τα σπίτια ήταν για δυο περίπου χρόνια ανοιχτά πέρα για
πέρα χειμώνα-καλοκαίρι και εκτιμώντας την αξία τους, τα πήρε· το
σωστότερο, τα έκλεψε φορτώνοντάς τα σε 3 στρατιωτικά μουλάρια με άγνωστο
για μας προορισμό, μάλλον για το σπίτι του.
Θυμάμαι τον
ξάδερφό μου Αριστοτέλη Πεκλάρη, μαθητή στη Βελλά το σχολικό έτος
1923-24, για χρόνια μετά να φοράει ράσα όταν μας επισκεπτόταν στο χωριό.
Είχε μαζί του βιβλία των εκδόσεων «Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων
βιβλίων». Τα θυμάμαι, μικρού σχήματος, καλοδεμένα, με εξώφυλλο από
χαρτόνι, για να διαβάζει όταν ερχόταν στο χωριό. Στο επάνω μέρος της
ντουλάπας του νοντά υπήρχαν τόμοι του «Λαϊκού Πανεπιστημίου της
Βραδυνής» που αγόραζε ο
πατέρας και τους είχε μεταφέρει στο χωριό. Οι τόμοι άλλαξαν χέρια. Μας
τους ζητούσαν ο δάσκαλος ο Δελλάρης
και ο καθηγητής Βασίλης Πορφύρης· χάθηκαν. Δανεικά κι αγύριστα. Ο
Τέλης Πεκλάρης έγινε δάσκαλος και εξέδωσε και Λεξικό της Ελληνικής
Γλώσσας. Ήταν το πρότυπό μου!
Όταν ήμουν
μαθητής, ο Χρυσόστομος Δελλάρης έγινε επιθεωρητής. Ο Βασίλης Πορφύρης
δίδαξε στο Αστικό Σχολείο Βησσάνης και κατόπιν στην Παιδαγωγική Ακαδημία
Ιωαννίνων, Φυσική και Χημεία. Παντρεύτηκε μια μαθήτριά του, την Ελένη
Σιάδου, και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Κωνσταντίνο και την Ροδάνθη. Ο
Βασίλης πέθανε 63 χρονών και μετά 13 χρόνια και η γυναίκα του, Ελένη.
Πρόλαβα και αγόρασαν από την Μαγδαληνή Βράτση ένα οικόπεδο που συνορεύει
με το σπίτι του Λευτέρη Ματθαιάδη κι έχτισαν ένα πανέμορφο διώροφο
σπίτι. Η αυλή ήταν γιομάτη κυψέλες με μελίσσια. Έβγαζαν αρκετό μέλι και
το πουλούσαν. Ο γιος τους Κωνσταντίνος σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό
δυστύχημα. Η κόρη τους Ροδάνθη ζει στα Γιάννενα με την οικογένειά της.
Στο χωριό -δυο βήματα πες- δεν πάτησε ποτέ. Το σπίτι, μόνο κι
εγκαταλελειμμένο. Με την άδεια της Ελένης Καμπλέτσα -θεία τους- και τα
κλειδιά που μας έδωσε, εγώ κι ο Λευτέρης Ματθαιάδης ανοίξαμε το σπίτι
και μεταφέραμε στο Πνευματικό Κέντρο της Αδελφότητας -στο χωριό-
ορισμένα από τα βιβλία για να μην σαπίσουν από τη βροχή που μπαίνει τώρα
πια στο σπίτι.
Στο Πνευματικό
Κέντρο υπάρχουν βιβλία των: Κων/νου Κίτσου του παιδαγωγού, δικά μου και
της Αδελφότητας: «Βασίλης Καραφύλλης», «Αξέχαστα χρόνια», «Τα
(ει)κονίσματα του χωριού μας» και οι «Καξίτικες αναμνήσεις». Εκεί έγιναν
και γίνονται διάφορες εκδηλώσεις όπως η παρουσίαση του ποιητικού μου
έργου από την φιλόλογο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Χρυσούλα
Σπυρέλη την ίδια μέρα που αποκαλύψαμε την αναμνηστική πλάκα για τον
ποιητή που αγνάντευε τη Νεμέρτσκα:
Εδώ γεννήθηκε ο
ποιητής Άνθος Πωγωνίτης - Βασίλης Καραφύλλης (1910-1977).
Την αποκάλυψη
την έκανε ο τότε Δήμαρχος Πωγωνίου, Ιωάννης Ντότης, το μεσημέρι της 12ης
Αυγούστου 2007. Όλες τις ποιητικές συλλογές που είχε εκδώσει, τις
παρέδωσα στον Γιώργο Παναγόπουλο, ηλεκτρολόγο και κάτοικο του σπιτιού
του ποιητή. Ελπίζω να τις προσέχει γιατί αντίγραφα δεν υπάρχουν.
Επίσης θυμάμαι
μια πολύ συγκινητική εκδήλωση για τον -συγχωρεμένο τώρα- Στηβ Ράουντς,
σύζυγο της Τζούλιας. Η αίθουσα ήταν κατάμεστη! Ο Στηβ με μάτια υγρά αλλά
με το χαμόγελο πάντα στο φωτεινό του πρόσωπο κι η Τζούλια να τον
καμαρώνει. Ήταν Σεπτέμβρης του 1997. Οι γυναίκες του χωριού είχαν
φτιάξει πίτες (λαχανόπιτες, τυρόπιτες) και κασιόπιτες. Ο Σωκράτης τις
παρέλαβε και τις μοίρασε στα τραπέζια του μαγαζιού όπου οι χωριανοί που
είχαν παρακολουθήσει την εκδήλωση θαραπαύτηκαν αυτό το παραδοσιακό
φαγητό με τη συνοδεία κόκκινου μπρούσκου κρασιού. Αξέχαστες και
ανεπανάληπτες στιγμές χαραγμένες στη μνήμη μας!
Περισσότερα
για τον Τάσο Πορφύρη
εδώ
Τάσος Πορφύρης
Αύγουστος 2022