Οι Λυγκιάδες στις φλόγες
Του Αλέκου Ράπτη
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Ηπειρωτικός Αγών
Παρασκευή, 30 Σεπτεμβρίου 2011
Στις 3 Οκτωβρίου 1943 ημέρα Κυριακή, έξι φορτηγά του
γερμανικού στρατού με καταδρομείς της 1ης ορεινής μεραρχίας ορεινών
καταδρομών «Εντελβάις», ανεβαίνουν προς τους Λυγκιάδες.
Ως το μεσημέρι της ίδιας μέρας οι λύκοι της
«Εντελβάις», θα κατακάψουν το χωριό και θα ξεκληρίσουν 82 Λυγκιαδιώτες, από
τους οποίους τα περισσότερα είναι γυναικόπαιδα. Ο καπνός από τα αποκαΐδια
και η μυρωδιά από τα καψαλισμένα κορμιά, θα σκεπάσουν τα σκλαβωμένα Γιάννενα
και θα βυθίσουν τους Γιαννιώτες στον φόβο και στην θλίψη.
Ο Christoph Sminck–Gustavus ανήκει στην
νεότερη μεταπολεμική γενιά των γερμανών ιστορικών ερευνητών
που ερευνούν και καταγράφουν τα εγκλήματα πολέμου κατά του
άμαχου πληθυσμού, που διεπράχθησαν συνολικά στο Ν. Ιωαννίνων
από τους γερμανούς Ναζί κατακτητές.
Στον τελευταίο τόμο της τριλογίας του
που φέρει τον τίτλο «Μνήμες κατοχής ΙΙΙ – οι Λυγκιάδες στις
φλόγες» ο Gustavus πραγματοποιεί μια συγκλονιστική ιστορική
έρευνα που καταγράφει τα τραγικά γεγονότα της Ναζιστικής
βαρβαρότητας, που διεπράχθησαν στους Λυγκιάδες τον Οκτώβριο
του 1943.
Ο συγγραφέας δούλεψε πολύ σκληρά για
αυτό το ιστορικό έργο που αποτελεί κατάθεση ψυχής για τον
ίδιο. Η αναζήτηση στοιχείων και η διεξαγωγή των πρωταρχικών
ερευνών ξεκινούν από την δεκαετία του 1990 και φθάνουν
χρονικά έως τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Σ΄ αυτή την
επίπονη και κοπιαστική εργασία
ο Gustavus είχε την αμέριστη βοήθεια του επιστήθιου
φίλου του, αείμνηστου Γιάννη Βαδαλούκα ο οποίος επέμενε από
την αρχή για την σπουδαιότητα αυτής της ιστορικής
έρευνας, την οποία ο συγγραφέας την μετέφερε στο
βιβλίο.
Το βιβλίο αυτό σίγουρα θα προκαλέσει
συζητήσεις , αλλά και θα συγκινήσει τον αναγνώστη,
ο οποίος αναζητεί τα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Ταυτόχρονα όμως γίνεται
και το σοβαρό ιστορικό εγχειρίδιο, το οποίο απευθύνεται στην νεότερη γενιά
των σύγχρονων ιστορικών ερευνητών που αναζητούν τα ιστορικά στοιχεία που
οδήγησαν στον αφανισμό των Λυγκιάδων εκείνη την τραγική ημέρα.
Οι μαρτυρίες
Ο Gustavus αποτυπώνει και καταγράφει την ιστορική μνήμη
των γεγονότων με πρωταγωνιστές τους θύτες και τα θύματα του μακελειού, μέσα
από μια σειρά συνεντεύξεων που ανατριχιαστικά σε περπατούν στα μονοπάτια
εκείνης της εποχής και σε κάνουν σιωπηλό πρωταγωνιστή των γεγονότων.
Ο συγγραφέας μέσα από το βιβλίο του
απευθύνει τον λόγο στους επιζώντες, θύματα του
μακελειού και καταγράφει τον Γιάννη Ρούσκα που περιγράφει δραματικά τον χαμό
της αγαπημένης του κόρης λέγοντας: «Ναι, η Όλγα στην αγκαλιά μου ήταν
δυόμιση χρονών κορίτσι. Η ίδια
σφαίρα πέρασε την κοπέλα μου και χτύπησε εμένα. Έπεσα κάτω…».
Η τραγική μορφή της Ελένης Χολέβα ζωντανεύει τα
γεγονότα λέγοντας στον συγγραφέα: «Εμένα μια σφαίρα βρήκε το παιδί μου τον
Αλέξη στο κεφάλι. Του τίναξε τα μυαλά που μου γέμισαν το πρόσωπο και τα
στήθια. Έπεσα και εγώ σαν χαμένη σφίγγοντας στην αγκαλιά μου
κουτσοκεφαλιασμένο μου παιδί. Ήμουν πνιγμένη στα αίματα…»
Σπαραγμός ψυχής είναι τα λόγια του δάσκαλου, Χρήστου
Παππά που οι Ναζί «Εντελβάις» του δολοφόνησαν και τα 4 παιδιά του, και σαν
να μην έφτανε αυτό, μετά από ένα μήνα τον υποχρέωσαν τα κτήνη να σκάψει στα
αποκαΐδια στο χωριό για να βεβαιωθεί η Ελληνική Χωροφυλακή και η Γερμανική
Μυστική Στρατονομία, πως πραγματικά εκτελέστηκαν άμαχοι στους Λυγκιάδες.
«Πήγαμαν λοιπόν σ΄ αυτά τα σπίτια και σκάψαμαν στα συντρίμματα… Βρήκαμαν
μικρά κεφαλάκια … Μπροστά από διάφορα σπίτια κείτονταν ακόμη ανθρώπινα
υπολείμματα…»
Ο Χαράλαμπος Λιούρης περιγράφει δραματικά την στιγμή
της εκτέλεσης: «Μές στην πόρτα στάθηκε ένας Γερμανός… άρχισε να μας
πυροβολεί με το αυτόματο. Εκεί που λές, αφού τον είχα αγκαλιά, ο Νικήτας
πήρε ολάκερη τη ριπή. Εδώ στο λαιμό την πήρε και κρέμασε το κεφάλι του σαν
το κατσίκι που σφάζεις… τα αίμα του Νικήτα χύθηκε απάνω μου».
Η εκδικητική μανία των λύκων
της «Εντελβάις», ξέσπασε ακόμη και σε μωρά παιδιά. Ο Παναγιώτης
Μπαμπούσκας ήταν 14 μηνών όταν χτυπήθηκε με ξιφολόγχη στην πλάτη από έναν
γερμανό ορεινό καταδρομέα. Ο διάλογος με τον συγγραφέα είναι κοφτός και οι
μετρημένες λέξεις σε χτυπάνε σαν ριπή αυτομάτου όπλου, και σου σκίζουν
κατάβαθα την ψυχή: «Θές να δείς την ουλή; Φοβερό τραύμα! Να! Η ουλή! Η μάννα
μου με είχε αγκαλιά. Πεθαμένη η μάννα μου. Και η αδελφή μου νεκρή: έξι
χρονών κορίτσι! Κι εγώ βαριά τραυματισμένος! Έτσι με βρήκαν στην μάνα μου!
Στο στήθος της! Και έπινα γάλα! Σκοτωμένο γάλα!
Η Αναστασία Φούκα την τραγική εκείνη μέρα ήταν
δεκατεσσάρων χρονών και θυμάται αρκετά καλά πως ούρλιαζαν τα κτήνη της
«Εντελβάις», και μετά πως εκτέλεσαν τα γυναικόπαιδα στο κατώι του Γιάννη του
Καλύβα : «Κι αυτοί έριξαν στο σωρό! Εγώ είχα τον αδελφό μου πέντε χρονών
αγόρι… Όιιι μανούλα μου, σκιάζομαι! Φωνάζει τι παιδί… δεν μπόραγα να το
κρατήσω, μόνο άνοιξα το χέρι κι έπεσε το παιδί ανάσκελα…»
Έτσι χάθηκε το χωριό κι όλα σχεδόν τα γυναικόπαιδα μέσα
στο μακελειό και τα κορμιά τους έμειναν άταφα και σάπισαν στο ξεροβόρι, στα
στοιχειά της φύσης χωρίς λάδι και νεκρώσιμη ακολουθία «Ακόμη μετά από μήνες
βρίσκαμαν νεκρούς. Αυτοί τραυματισμένοι και μισοζωντανοί είχαν συρθεί όξω
από τα σπίτια τους… μετά είχαν πεθάνει εκεί χωμένοι μές στους θάμνους και τ΄
αγριόχορτα» λέει ο πάτερ Χολέβας στο συγγραφέα.
Έρευνα μετά το
ολοκαύτωμα
Όμως ο Gustavus, συνεχίζει και παραπέρα τις έρευνές του
για τους Λυγκιάδες, αναζητώντας στην Γερμανία στοιχεία και καταθέσεις μέσα
από τα γερμανικά ομοσπονδιακά γερμανικά αρχεία ερευνώντας δεκάδες φακέλους
με ανακριτικές δικογραφίες, τόσο στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Ιστορίας που έχει
έδρα το Μόναχο όσο και στο Λουντβισμπούργκ όπου εδράζεται το Κέντρο
Διοικητικών Υπηρεσιών των Ομοσπονδιακών Κρατιδίων για την Δικαστική
Διαλεύκανση Ναζιστικών Εγκλημάτων. Από τους δεκάδες αρχειοθετημένους
φακέλους, ο συγγραφέας διαπιστώνει πως τελικά εκεί γύρω στην δεκαετία
του 1960 - 1970, η Εισαγγελία
του Μονάχου, σταμάτησε τις ανακρίσεις και έπαυσε την ποινική δίωξη των
Ναζιστικών καθαρμάτων της «Εντελβάις» επικαλούμενη «πως δεν επαρκούν τα
επιβαρυντικά στοιχεία εναντίων των κατηγορουμένων». Ο τότε Γενικός
Εισαγγελέας του Μονάχου συνέταξε μια οδηγία προς τις ανακριτικές ομάδες η
οποία είναι πάρα πολύ σαφής:
«…
Σύμφωνα με το τότε ισχύον διεθνές δίκαιο, εκτελέσεις ομήρων
– κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις – ήταν νόμιμες. Πολλές
ενδείξεις συνηγορούν ότι αυτές οι προϋποθέσεις υπήρχαν –
όπως: η αδυναμία σύλληψης των ανταρτών, η τήρηση των κανόνων
ανθρωπιστικής (!) μεταχείρησής τους…» Πραγματικά οι
γερμανικές αρχές εκείνες της δεκαετίας σκύλευσαν την τραγική
μνήμη των αμάχων και βούτηξαν τα χέρια τους στο αίμα των
αθώων θυμάτων, παρέχοντας εμμέσως πλην
σαφώς σιωπηλή
προστασία στους λύκους
της «Εντελβάις», κάτω από την σκιά της γερμανικής
ομοσπονδιακής Δικαιοσύνης.
Όμως ο Gustavus, είναι ιδιαίτερα
τολμηρός και συνεχίζει στωικά να επιμένει, πραγματοποιώντας
έρευνες στο Αρχείο του Λουντβισμπούργκ, απ΄ όπου και
ανασύρει μέσα
από δεκάδες έγγραφα τον φάκελο Λυγκιάδες
και τον παρουσιάζει χωρίς περικοπές στο βιβλίο του:
« Τοποθεσία του εγκλήματος: Λυγκιάδες
Ιωαννίνων
Ημερομηνία του εγκλήματος: 3.10.1943
Κατηγορίες: τραυματισμοί, εκτελέσεις, πυρπόλησης του
χωριού, λεηλασίες, κατάσχεση ζώων, απανθράκωση ανθρώπων, κακοποιήσεις ,
τυφεκισμοί 40 παιδιών» και λίγο παρακάτω ακολουθεί ο ονομαστικός κατάλογος
των «Εντελβάις» που εμπλέκονται στο έγκλημα των Λυγκιάδων.
Στο βιβλίο του αυτό, ο συγγραφέας καταθέτει το
περιπετειώδες οδοιπορικό του στους γραφειοκρατικούς δαιδαλώδεις μηχανισμούς
της γερμανικής Δικαιοσύνης, καθώς και την εκ νέου αναζήτηση γερμανικών
στρατιωτικών εγγράφων, ετούτη τη φορά στο στρατιωτικό αρχείο στο
Φράιμπουργκ, στο οποίο είναι αρχειοθετημένες οι
ημερήσιες αναφορές μονάδων, των
«Εντελβάις». Έτσι λοιπόν ο συγγραφέας αποκαλύπτει μέσα από τα
στρατιωτικά έγγραφα και τις αναφορές μάχης, ότι τα κτήνη της «Εντελβάις» που
εκτέλεσαν εν ψυχρώ τα γυναικόπαιδα στους Λυγκιάδες, ανήκαν στο Εφεδρικό
Τάγμα Πεζικού 79 το οποίο είχε διοικητή τον λοχαγό Άλφρεντ
Σρέπελ, όπως τον θυμούνται και οι
περισσότεροι επιζήσαντες επάνω στους Λυγκιάδες , καθώς έκανε χειρονομίες
στην πλατεία του χωριού, κρατώντας ένα μπαστουνάκι, δίνοντας τις διαταγές
για να αρχίσουν οι εκτελέσεις
στα γυναικόπαιδα, στο χωριό.
Τελικά κανένας από τους πρωταίτιους
της σφαγής δεν δικάστηκε από την Γερμανική Ομοσπονδιακή Δικαιοσύνη
και ούτε καταδικάστηκε κανείς, από τους λύκους της «Εντελβάις» που
συμμετείχαν στο μακελειό εκείνη την μοιραία μέρα στις 3 Οκτωβρίου 1943.
Το βιβλίο του Christoph Sminck – Gustavus, είναι
πραγματικά συνταρακτικό και η ανάγνωσή του προκαλεί δέος στον αναγνώστη που
βιώνει μέσα από αυτό τις τραγικές μαρτυρίες των επιζησάντων. Τα γεγονότα
αλληλοδιαδέχονται την προφορική μνήμη καθώς παρουσιάζονται για πρώτη φορά
μέσα από το βιβλίο, μια σειρά από ανακριτικό και στρατιωτικό υλικό για τους
«Εντελβάις» που φυλάσσεται επιμελώς στα Γερμανικά Ομοσπονδιακά Αρχεία και
στο οποίο αποτυπώνεται το χρονικό της ναζιστικής βαρβαρότητας που
διαπράχθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1943 στους Λυγκιάδες.