ΑΠΟ
ΤΗΝ ΕΠΙΜΝΗΜΟΣΥΝΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΙΣ
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΜΝΗΜΗΣ
ΚΑΙ ΑΠΟΤΙΣΗΣ ΦΟΡΟΥ ΤΙΜΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΑΔΙΚΗ
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ 49 ΠΡΟΚΡΙΤΩΝ ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ,
ΤΗΝ 29Η
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2001
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΡ. ΤΣΑΜΑΤΟΥ,
ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΤΗΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ
ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ,
Στον
τόπο αυτό, πριν από 58 χρόνια, 29 Σεπτεμβρίου του 1943, σαράντα εννιά
σuμπoλίτες μας έπεσαν νεκροί, δολοφονημένοι από τους Γερμανούς ναζί και τους
Τσάμηδες μουσουλμάνους συνεργάτες τους.
Η
περισυλλογή πάνω σε γεγονότα σαν κι αυτό που τιμάμε σήμερα, είναι κάτι πολύ
περισσότερο από μια πράξη αβροφροσύνης στη μνήμη των νεκρών. Είναι μια,
απαραίτητη για την επιβίωσή μας, αναβάπτιση στις αξίες που συνιστούν την
εθνική και πολιτισμική μας ταυτότητα. Αυτή, που έχει ως κέντρο του κόσμου
τον άνθρωπο, τον "καλό καγαθό" πολίτη, τον πολίτη, που σε δύσκολες ώρες και
κρίσιμες στιγμές, δεν διστάζει να κάνει πράξη την αρχαία παρακαταθήκη:
«ου
ποιήσομαι. περί πλείονος τo
ζην της ελευθερίας.»
Τη
μνήμη τέτοιων πολιτών τιμάμε σήμερα!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΜΑΤΟΣ
Το
καλοκαίρι του 1943 η Παραμυθιά και τα χωριά του κάμπου της περνούσαν
δύσκολες ώρες. Η περιοχή ζούσε την κoρύφωση του δράματος, που είχε αρχίσει
την Άνοιξη του 1941, με την επικράτηση του άξονα στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα, η
Θεσπρωτία ζούσε μια τριπλή κατοχή. Των Γερμανών, των Ιταλών και των
μουσουλμάνων Τσάμηδων της περιοχής. Από ένα σφάλμα της ελληνικής εξωτερικής
πολιτικής το 1925, η μουσουλμανική μειονότητα της Θεσπρωτίας εξαιρέθηκε από
τις ανταλλαγές πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τoυρκίας. Έτσι, παρέμεινε για να
λειτουργήσει την κατάλληλη στιγμή ως δούρειος ίππος ξένων σuμφερόντων. Από
την πρώτη στιγμή της κατοχής, οι μουσυλμάνοι Τσάμηδες συντάχτηκαν με τους
κατακτητές. Όργανα της ιταλικής φασιστικής προπαγάνδας από νωρίς οι πιο
μυημένοι απ' αυτούς, συγκρότησαν ένοπλη πολιτοφυλακή και συμπαρέσuραν σε μια
γενιτσαρική και εγκληματική συμπεριφορά προς το ελληνικό στοιχείο, ολόκληρη
την μουσουλμανική κοινότητα της περιοχής. Αυτή η συμπεριφορά κορυψώθηκε σε
αγριότητα το καλοκαίρι του 43.
Οι
πρώτοι τριγμοί στην κυριαρχία του άξονα ακούγονταν πλέον καθαρά. Η Ιταλία
ήταν στα πρόθυρα της συνθηκολόγησης. Οι Γερμανοί, βλέποντας το τέλος να
πλησιάζει, σκλήραιναν, μέρα με τη μέρα, τη στάση τους. Γερμανοί, Ιταλοί και
μουσουλμάνοι Τσάμηδες, σε αγαστή συνεργασια, τον Ιούλιο και Αύγουστο του 43
λεηλατούν και καταστρέφουν 24 χωριά του κάμπου της Παραμυθιάς μέχρι κάτω στο
Φανάρι. Οι ειδήσεις για φονικά, βασανιστήρια, βιασμούς και λεηλασίες είναι
πια καθημερινές. Το αντάρτικο στα γύρω βουνά βράζει. Στις 8 Σεπτεμβρίου του
1943 οι Γερμανοί αφοπλίζουν τους Ιταλούς της περιοχής, μετά τη συνθηκολόγηση
της Ιταλίας. Εξαιρετικά ανασφαλείς πλέον, μετά τη διάσπαση του άξονα,
ξεπερνούν τον εαυτό τους σε βαρβαρότητα. Μέσα σ’ αυτό το ζοψερό κλιμα, όλοι
συναισθάνονται ότι κάτι πολύ κακό θα συμβεί. Μερικοί κρύβονται και
κοιμούνται μακριά από τα σπίτια τους. Άλλοι προσπαθούν να διαψύγουν προς τα
Γιάννενα ή τα Σουλιοτοχώρια. Κι άλλοι, με σφιγμένα τα δόντια και με τη
συναίσθηση του χρέους και της ευθύνης, εξακολουθούν να ζουν, φαινομενικά
ήρεμοι, την άγρια καθημερινότητα, προσμένοντας, «σαν έτοιμοι από καιρό», το
τέλος. Το τέλος που δεν αργεί.
Την
Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 1943, στη Σκάλα της Παραμυθιάς, σκοτώνονται έξι
γερμανοί στρατιώτες σε μάχη με τους αντάρτες. Η αφορμή ειναι πια δεδομένη.
Τώρα, κάθε βράδι, «η νύχτα ανασηκώνεται σαν πατημένη οχιά» πάνω απ’ τα
καλτερίμια της μικρής μας πόλης. Και την ημέρα, από νωρις, οι μαγαζάτορες
στην αγορά και οι γυναικες στις γειτονιές κάνουν σιωπηλό προσκλητήριο των
γειτόνων, με τα μάτια. Νάμαστε σωστοί στο μέτρο κι όλα θα περάσουν. Όμως στα
γραφεία της Κομμαντατούρας οι λογαριασμοί είχαν γίνει. Ένας προς δέκα! Οι
ανακοινώσεις του Γερμανού φρούραρχου της Παραμυθιάς τόλεγαν καθαρά:
"...
δια κάθε δολοφονίαν ή τραυματισμόν Γερμανού στρατιώτου θα εκτελούνται δέκα
χριστιανοί Έλληνες πολίται εκ Παραμυθίας και των πέριξ χωρίων."
Εκείνο που απόμενε ήταν η επιλογή. Σ’ αυτό οι Γερμανοί δεν είχαν
προβληματισμούς. Τα μπλόκα και οι ομαδικές συλλήψεις ήταν η ειδικότητά τους.
Όμως εδώ υπήρχαν σuνέταιρoι στην εξουσία, που άδραξαν την ευκαιρία που
περίμεναν από καιρό. Να ξεκαθαρίσουν λογαριασμούς. Να κλείσουν τα σπίτια που
θέλουν.
Παραμυθιά
Τη
νύχτα της 27ης Σεπτεμβρίου 1943, κοντά στα μεσάνυχτα, ο τρόμος έστησε άγριο
χορό στα σοκάκια της Παραμυθιάς. Φωτοβολίδες σχίζουν τον ουρανό, ενώ μικτά
αποσπάσματα Γερμανών και Τσάμηδων Μουσουλμάνων περιδιαβαίνουν την πόλη και
παραβιάζουν επιλεκτικά πόρτες χριστιανικών σπιτιών. Σε λίγη ώρα η
καλοστημένη επιχείρηση έχει τελειώσει. Οι συλληφθέντες φυλακίζoνται στο
Δημοτικό Σχολείο.
Είμαι σίγουρος ότι βιώματα και μνήμες συνοδεύουν σαν πολύτιμο φoρτίo πολλούς
από σας, αγαπητοί συμπατριώτες, που έχετε την τιμή να έχετε συγγενικά σας
πρόσωπα μεταξύ των αγαπημένων νεκρών. Δεν μπορώ, όσο κι αν προσπαθήσω, την
ώρα αυτή ν’ απωθήσω από τη μνήμη μου στιγμές, όπου μικρό παιδί, συνοδεύοντας
τη γιαγιά μου, την παπα-Βαγγέλαινα, τέτοιες μέρες σ’ αυτόν εδώ το χώρο
γινόμouν ακροατής στο μοιρολόϊ της και κοινωνός στην προσευχή της. Αυτές τις
μνήμες πρέπει να τις κρατήσουμε ζωντανές. Γιατί η θυσία αυτή δεν θα πρέπει
να κληροδοτηθεί στα παιδιά μας με το όνομα ενός ψυχρού αριθμού. Οι σαράντα
εννιά είναι άνθρωποί μας. Πατεράδες, παπούδες, αδέρφια, θείοι, γείτονες και
φίλοι. Είχαν ονόματα, οικογένειες, όνειρα και ελπίδες για τη ζωή.
Συναγμένοι όλοι στο σχολείο έζησαν τις τελευταίες τους ώρες. Ώρες
συντροφικότητας και αγωνίας. Σ’ έναν τόπο οικείο κι αγαπημένο για τον
Γυμνασιάρχη Κώστα Σιωμόπουλο, το συνταξιούχο Σχολάρχη Απόστολο Χρυσοχόου,
τους Δασκάλους Περικλή Κακούρη, Κώστα Κατσούλη και Γιάννη Μπαζάκο και τον
νεαρό Καθηγητή Νίκο Γιαννάκη. Η εκπαιδευτική κοινότητα της Παραμυθιάς
πλήρωσε τίμημα βαρύ. Ήξεραν όλοι τους καλά ότι ο ναζισμός και η παιδεία σ’
ένα μονάχα τόπο θα μπορούσαν να συναντηθούν. Στο σκοπευτήριο! Κι έφυγαν
ήρεμοι, σφραγίζοντας με ζηλευτή συνέπεια το έργο της ζωής τους. Έφυγαν
κρατώντας, στοργικά και με σπαραγμό ψυχής, από το χέρι δυό δεκαεξάχρονους
μαθητές τους. Τον Σπύρο Μπάρμπα και τον Γιώργο Σωτηρίου.
Το
πρωινό της Τρίτης, 28ης Σεπτεμβριου του 1943, βρήκε τα σοκάκια της αγοράς
έρημα. Σήμερα ο Γιάννη-Mητσιώνης δεν άνοιξε από νωρίς, κατά πως τόχε
συνήθεια, το καφενείο του. Ούτε ο Θύμιος ο Ευαγγέλου. Το ιδιο κι ο Κώστας ο
Κουρσούμης κι ο Λάκης ο Παπαθανασίου. Κλειστά και τα δυό μικρά εστατόρια.
Του Νικόλα-Μάνου και του Γάκη-Μαρέτα. Σήμερα η αγορά μένει βουβή. Απ’ το
χαλκουργείο του Δημήτρη και του Κώστα Aλιγιάννη κι απ’ το σιδεράδικο του
Γιώτη και του Nάκo-Kωσταγιάννη δεν ακούγεται ο γνώριμος ήχος του σφυριού
πάνω στο μέταλλο. Κλειστά και τα μπακάλικα του Γιάννη και του Σωτήρη
Aλιγιάννη, του Γκέλη-Νάστου, του Γάκη-Πάσχου και του Αντρέα-Στρουγγάρη. Τα
μαύρα χρόνια της κατοχής όλες οι δουλειές είχαν σπάσει. Όμως οι
επαγγελματίες της Παραμυθιάς, πεισματικά, κράταγαν τα μαγαζιά τους ανοιχτά.
Πιστοί στο καθημερινό ραντεβού με τη βιοπάλη. Σήμερα όμως κάποια τσαγκάρικα
είναι κλειστά. Ο Απόστολος ο Αποστολίδης είναι εδώ. Μαζί μ’ όλους, μεσ’ στο
σχολειό. Το ίδιο κι Σπύρος ο Σπυρομήτσιος. Κι ο Θόδωρος με τον Κώτσιο τον
Τσούλα. Κλειστά και κάποια ραφτάδικα. Ο Γάκη-Μουσελίμης, ο
Χαράλαμπο-Δρίμζιας κι Νικόλα-Τσαμάτος είναι κι αυτοί εδώ.
Σαν
να σταμάτησε ο χρόνος σήμερα πάνω απ’ τη μικρή μας πολιτεία. Όλα μοιάζουν
νεκρά. Τέτοιες μέρες του Σεπτέμβρη, το βιβλιοπωλείο του Κώστα-Τζώη ήταν
γεμάτο μαθητές. Για βιβλία, τετράδια και μολύβια, για την καινούργια σχολική
χρονιά που άρχιζε. Όχι όμως σήμερα. Γιατί σήμερα είναι κι αυτός εδώ. Μαζί με
τον Αντρέα-Μαρέτη τον χρυσοχόο, το Γάκη-Τσούλα τον ζαχαροπλάστη και το
Μήτσιο-Κλήμη τον σαμαρά. Για να μήν έχει παράπονο καμμιά τάξη επαγγελματιών.
Το εμπορικό του Νικόλα-Μπάρμπα είναι κλειστό. Το ιδιο κι αυτά του
Θανάση-Ράφτη και του Νάσιο-Ριγγα. Κι αυτοί εδώ. Όλοι τους άνθρωποι της
αγοράς, φυσιoγνωμίες ήμερες και φιλήσυχες, του καθημερινού μόχθου, με την
αγωνία στην ψυχή να κρατήσουν όρθιες τις οικογένειές τους αυτά τα μαύρα
χρόνια.
Μεγάλη κι ατέλειωτη μέρα η σημερινή. Θα φτάσουν άραγε στα άκρα; Θα
ξεκληρίσουν μια πόλη ολόκληρη; Γιατί ο κατάλογος είναι μακρύς. Ατελείωτος!
Το
γραφείο του Μανώλη Κοτζαλέρη στην Αγροτική Τράπεζα είναι άδειο σήμερα. Το
ιδιο και του Γιώργο-Σιαμά στο Ταχυδρομειο. Ειναι κι οι δυό τους εδώ. Εδώ κι
ο Φάνης ο Φείδης. Τα λογιστικά του βιβλία θα τον περιμένουν για πολύ. Τ’
άλογα και τα μουλάρια του Κώστα-Σωτηρίου και του Κώστα-Τσιλη σήμερα θα
μείνουν ατάϊστα κι απότιστα. Δεν πειράζει. Σήμερα δεν έχουν να κάνουν αγώϊ.
Τ' αφεντικά τους κίνησαν για ταξίδι μακρινό χωρίς τα ζωντανά τους. Κι ο
μύλος του Θωμά-Φάτσιου σήμερα δε δουλεύει. Ο μυλωνάς λείπει. Δεν θα
ξαναβγούν στο Γαλατά να εισπράξουν το φόρο του Δήμου ο Κώστα-Ζιάγκος κι ο
Σταύρο-Γιώτης. Η αποθήκη με τα δέρματα του Νίδα-Πάσχου θα μείνει κλειστή για
καιρό κι ο Πάκος δε θα κατηφορίσει ξανά στα κτήματά του.
Τόσοι άνθρωποι κλεισμένοι στο κρύο υπόγειο του σχολείου και μερικοί
περασμένοι στα χρόνια, μπορεί και νάχουν την ανάγκη ενός γιατρού. Δεν
σκέφτηκαν όμως έτσι ο Νουρή με τον Μαζάρ Ντινο, σαν έφτιαχναν τη λίστα. Κι
όμως, ο Λευτέρης ο Βαλασκάκης είναι κι αυτός εδώ. Αυτός, που ποτέ του δεν
λογάριασε αν ο άρρωστός του ήταν χριστιανός ή μουσουλμάνος. Ξέρει όμως καλά
πως, στην παραζάλη των παθών τους, οι διώκτες του έκαναν άλλους, σκληρούς
και μισαλλόδοξους λογαριασμούς. Κι στους λογαριασμούς αυτούς, το όνομα του
Παπαβαγγέλη του Τσαμάτου ήταν κι αυτό γραμμένο στη λίστα από καιρό. Πως θα
μπορούσε άλλωστε να λείψει ο κλήρος από ένα τέτοιο προσκλητήριο; Όταν τον
πήραν μεσάνυχτα κι αυτόν από το σπίτι του, μαζι με το γιο του το Νικόλα, η
παπαδιά έτρεξε ξοπίσω τους, να δώσει τον παπά μια μάλλινη φανέλλα. Μη
κρυώσει, γέρος άνθρωπος. Κι εκείνος, βέβαιος για το ταξίδι που κινούσε, της
είπε: «Άστη τη φανέλα παπαδιά. Εκεί που πάω, δε θα μου χρειαστεί.» Μόνο το
πετραχείλι του. Μονάχα αυτό πήρε μαζί του. Σύντροφο στη δική του, αλλά και
στην ομαδική δέηση, ολωνών εκεί μέσα, όπου δεν ειχαν πια αυταπάτες για το το
ταξίδι που είχαν κινήσει. Μα και για όσους άφηναν πίσω. Γονείς, γυναίκες,
παιδιά, εγγόνια, αδέρφια... Τι λόγια παρηγοριάς να βρει και να σταλάξει ο
Παπαβαγγέλης στις καρδιές όσων, δυο και τρεις από το ίδιο σπιτι, βρίσκονται
εκεί, κοντά του;
Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 1943. Χαράματα. Μορφές περιβεβλημένες το φωτοστέφανο
του μάρτυρα, πήραν το δρόμο της θυσίας με αποφασιστικότητα κι αξιοπρέπεια.
Οι πιο πολλοί αθόρυβα και φυσικά. Έτσι, σαν να ξεκίναγαν μια βόλτα για το
Καρκαμίσι. Κάποιοι άλλοι, ασυμβίβαστοι με την ιδέα ενός τόσο άδικου θανάτου,
προσπάθησαν, με γενναιότητα, ν’ αλλάξουν το πεπρωμένο τους την τελευταία τη
στιγμή. Οι ομοβροντιες των πολυβόλων πάνω από τους φρεσκοανοιγμένους τάφους,
σ’ αυτόν εδώ τον ιερό χώρο, σήμαναν το τέλος της αγωνίας ολωνών.
Σαράντα εννιά πολίτες της
Παραμυθιάς, ανάμεσά τους πατεράδες με γιούς κι αδέρφια, πιασμένοι χέρι-χέρι,
διάβηκαν το κατώφλι του θuσιαστηρίoυ ενός παράλογου κι αδιέξοδου πολέμου.
Θύματα της απάνθρωπης αρχής της συλλογικής ευθύνης, που γέννησε η
εγκληματική παράνοια του Χίτλερ και των συνεργατών του. Ένας γερμανός
στρατιώτης προς δέκα ανuπoψίαστoυς, αθώους και άοπλους πολίτες. Μια αρχή,
που στοιχισε ποταμούς αίματος και δακρύων σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Μια αρχή,
που λειτούργησε ιδιαίτερα οδυνηρά σε περιοχές με πληθυσμούς, που ειχαν
ποικιλότητα καταγωγής ή θρησκεύματος, όπως ήταν τότε η Θεσπρωτία.
Στις
μέρες μας η θυσία των ηρωϊκών συμπολιτών μας αποκτάει ξεχωριστό νόημα. Γιατί
τώρα, που η Ευρώπη φαίνεται να οδηγείται στη δόμηση πoλuπoλιτισμικών
κοινωνιών, επιβάλλεται να στοχάζεται κανείς συχνά πάνω σε γεγονότα σαν κι
αυτό που τιμάμε σήμερα. Εκείνοι που κρατούν τις τύχες των λαών στα χέρια
τους, πρέπει να σκύβουν και να αντλούν σύνεση και διδάγματα, όχι μόνο από
τις μεγάλες στιγμές της Ιστορίας, αλλά και από τα μικρά γεγονότα που
συνθέτουν τις μεγάλες στιγμές. Αυτό επιβάλλεται σήμερα, περισσότερο από
ποτέ, στην εκρηκτική συγκυρία της παράλληλης παγκοσμιοποιησης των οικονομιών
και του τρόμου. Σήμερα, που στο θέμα της συλλογικής ευθύνης, δυστυχώς, η
ιστορία μοιάζει, μερικές φορές, να επαναλαμβάνεται σαν φριχτή φάρσα.
Εμείς σ’ αυτή την ανήσυχη γωνιά της Ευρώπης, έχουμε στις μέρες μας την
δύσκολη αποστολή να συμβιώσουμε ειρηνικά, διατηρώντας ακέραια την εθνική μας
υπόσταση, μέσα σε μια περιοχή, που ψάχνει για το δρόμο της, ανάμεσα στο
όραμα της οικονομικής ανάπτυξης και στους καπνούς των πρόσφατων πολεμικών
συγκρούσεων.
Σ’
αυτούς τους πονηρούς καιρούς και διπλα σε μια τέτοια ταραγμένη γειτονιά,
ειναι ελάχιστο χρέος μας να κρατάμε «πάντ’ ανοιχτά πάντ’ άγρυπνα τα μάτια»
του μυαλού και της ψυχής μας. Όλοι μας. Εξουσία και λαός. Έτσι, θα είμαστε
σίγουροι ότι ο ύπνος των τιμημένων νεκρών μας θα ειναι ειρηνικός και
αδιατάρακτος. Πρέπει όμως, παράλληλα, να ειναι πεποιθησή μας ότι στην
ειρηνική επιχειρηση συμβίωσης με όλους, όσους ζητούν μια καλύτερη τύχη στον
τόπο μας, το ακαταμάχητο όπλο μας ειναι ο πολιτισμός μας. Ο ελληνικός
πολιτισμός που, παρά τις όποιες αβελτηρίες μας, ειναι και σήμερα παρών.
Ειναι αυτός, που λειτούργησε πάντοτε καταλυτικά στη μίξη των φυλών που
πέρασαν απ’ αυτόν εδώ τον τόπο. Η συνταγή ειναι πανάρχαια και πάντα
επίκαιρη:
«Έλληνες εισίν οι της έλληνικής παιδείας μετέχοντες.»
Κλείνοντας την ομιλία μου, επιτρέψτε μου ν’ αναφερθώ σε μια τελευταια
συνιστώσα της σημασίας της θυσίας των νεκρών που τιμάμε σήμερα. Στη θυσία
αυτή ειχε συμμετοχή ολόκληρη η μικρή μας πόλη. Σχεδόν όλες οι οικογένειες
της Παραμυθιάς, μετείχαν στο πένθος θρηνώντας, σε πολλές περιπτώσεις,
περισσότερους από έναν νεκρό. Αυτό το πάνδημο πένθος αποδείχτηκε ισχυρός
συνεκτικός δεσμός της παραμυθιώτικης κοινωνίας στα σκληρά χρόνια του
εμφuλίoυ που ακολούθησαν. Πιστεύω ότι το κλίμα ενότητας που δημιούργησε αυτή
η θυσία, απέτρεψε από την πόλη μας τις οδυνηρές καταστάσεις, που έζησαν
άλλες περιοχές της πατρίδας μας στο διάστημα του αδελφοκτόνου σπαραγμού. Κι
αυτός, είναι ένας παραπάνω λόγος ευγνωμοσύνης όλων μας προς τους αγαπημένους
νεκρούς.
Ας
είναι αιωνία η μνήμη τους.
Το Μνημείο
Παλιά Παραμυθιά
Παλιά Παραμυθιά
Βιβλίο του Παναγιώτη Τσαμάτου