ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΕΒΗΣ ΤΟΥΛΟΥΠΑ
Η Έβη Τουλούπα,
το γένος Στασινοπούλου, αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών και σπούδασε
αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου. Μετά το τέλος
των σπονδών της το 1950 εργάστηκε ως καθηγήτρια στην ιδιωτική εκπαίδευση, εφόσον
ο αρχαιολογικός κλάδος ήταν τότε κλειστός για τις γυναίκες. Μια Ιταλική
υποτροφία της δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει μαθήματα στο Pontificio
Istituto di Archaeologia Cristiana και να επισκεφθεί μουσεία στην Ιταλία και τη
Γαλλία.
Το 1955 της
παρουσιάζεται η ευκαιρία να εργαστεί ως επιστημονική βοηθός στο Εθνικό
Αρχαιολογικό Μουσείο κοντά στον Χρήστο και τη Σέμνη Καρούζου και να συνεργαστεί
με την Αγνή Σακελλαρίου στον αποκιβωτισμό, την ταύτιση και την επανέκθεση της
προϊστορικής συλλογής. Αργότερα της ανατέθηκε η τακτοποίηση της Συλλογής Χαλκών
για τη συντήρηση των οποίων είχε πολύτιμους συμβούλους τον χημικό Βασίλη Ζήση
και τον αρχιτεχνίτη Χρήστο Χατζηλιού. Στο Εθνικό Μουσείο θα επανέλθει το 1965,
ως υπεύθυνη της Συλλογής Χαλκών, και θα έχει την ευκαιρία να συνεργαστεί με
νεοδιορισμένους αρχαιολόγος μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ο Γιώργος Δεσπίνης.
Το 1960
εισέρχεται ύστερα από διαγωνισμό στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και τοποθετείται ως
επιμελήτρια στην Εφορεία Επτανήσου με έδρα την Κέρκυρα. Από το 1963 έως το 1965
εκτελεί χρέη προϊσταμένης στους νομούς Βοιωτίας και Φθιώτιδας με έδρα τη Θήβα,
υπό την εποπτεία τον εφόρου Αττικής Νικολάου Πλάτωνος, με τον οποίον διεξάγουν
αγώνες για τη σωτηρία του μυκηναϊκού συγκροτήματος του Καδμείου. Παράλληλα
φροντίζει την οργάνωση και την επανέκθεση τον Μουσείου της Θήβας.
Το 1973
τοποθετείται ως προϊσταμένη στην Αρχαιολογική Εφορεία της Ηπείρου με έδρα τα
Ιωάννινα. Με επιμελητή τον Ντίνο Τσάκο περιοδεύουν όλη την περιοχή διασώζοντας
πολλά μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους με σωστικές ανασκαφές και κηρύξεις στην
Άρτα, τη Νικόπολη, τον Αμμότοπο και τη Λευκάδα. Στα Γιάννενα θα επανέλθει για
άλλα δύο χρόνια (1980-1982) και θα συνεργαστεί με νέους αρχαιολόγους ακόμα και
για βυζαντινά και νεότερα μνημεία της Αιτωλοακαρνανίας και της Κέρκυρας,
ελλείψει άλλων εφόρων.
Το 1975
μετατίθεται στην Γ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και εργάζεται
για ένα εξάμηνο στο Μουσείο της Ελευσίνας. Εν συνεχεία αποσπάται στην Κεντρική
Υπηρεσία τον Υπουργείου Πολιτισμού ως στενή συνεργάτις τον Γενικού Επιθεωρητή
Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως Δημήτρη Λαζαρίδη.
Από το 1976 έως
το 1980 προΐσταται της νεοσύστατης Εφορείας Ευβοίας. Από έλλειψη προσωπικού και
στοιχειωδών μέσων αντιμετωπίζει προβλήματα στη διενέργεια σωστικών ανασκαφών σε
όλο το νομό και κυρίως στην Ερέτρια και το Λευκαντί, όπου όμως με τη συνεργασία
και της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής διασώζονται οι τάφοι και το Ηρώον στη
θέση Τούμπα. Στη Σκύρο αναλαμβάνει την επανέκθεση τον νέου αρχαιολογικού
μουσείου και μια πρώτη έρευνα στον προϊστορικό οικισμό Παλαμάρι. Στο νησί αυτό
βρίσκεται το 1978 όταν πληροφορείται τον θανάσιμο τραυματισμό τον συζύγου της
Τάκη Τουλούπα. Από το γάμο της, το 1962, ενώ υπηρετούσε στην Κέρκυρα, δεν
έλειψαν οι δυσκολίες, λόγω των συχνών μεταθέσεων και των περιπετειών εκείνου
(Φυλακές και εξορίες) στο διάστημα της επτάχρονης δικτατορίας. Όμως η ίδια
βεβαιώνει ότι ήταν 16 χρόνια ευτυχίας.
Ως υπότροφος του
Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτο έζησε εννέα μήνες στο Βερολίνο το 1979. Είχε
έτσι το χρόνο να εργαστεί πάνω στο θέμα που την απασχολούσε από παλιά, τα γλυπτά
του ναού του Δαφνηφόρου Απόλλωνα (Ερέτρια), που παρουσίασε το 1982 ως διατριβή
στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Τον ίδιο χρόνο τής ανατέθηκε η διεύθυνση της Α'
Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Η συνεργασία με τους λαμπρούς
μηχανικούς που είχαν αναλάβει τα αναστηλωτικά έργα στην Ακρόπολη, καθώς και η
συμμετοχή της στην Επιτροπή Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως της έδωσαν την πιο
μεγάλη χαρά και ικανοποίηση της σταδιοδρομίας της. Δεν δυσκολεύτηκε να πείσει
την τότε Υπουργό Μελίνα Μερκούρη για την αποκατάσταση τον κτηρίου Weiler στο
οικόπεδο Μακρυγιάννη και τη χρησιμοποίησή του ως Κέντρου Μελετών Ακροπόλεως.
Συνταξιοδοτήθηκε
στις 31.12.1989, αλλά δεν έπαψε να μετέχει στα Συμβούλια της Επιτροπής
Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως, της Επιτροπής Συντηρήσεως Μνημείων Νοτίου
Κλιτύος και του Οργανισμού Ανεγέρσεως Νέου Μουσείου Ακροπόλεως. Είναι
Αντιπρόεδρος της Ένωσης Φίλων της Ακροπόλεως, που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία της το
1987. Είναι ακόμη μέλος του Συμβουλίου της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς στην
Ελληνική Εταιρεία για την Προστασία του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής
Κληρονομιάς.