Οι ανατολικογερμανικές εκδόσεις του έργου του
Δημήτρη Χατζή
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ Μ. ΒΡΑΖΙΤΟΥΛΗ, ΒΕΡΟΛΙΝΟ
(Ελαφρώς επεξεργασμένη αναδημοσίευση δυο άρθρων από την εφημερίδα
Ηπειρωτικός Αγών των Ιωαννίνων,
στις 23.12.2010 και
13.01.2011, για το έργο του
Δημήτρη Χατζή στην πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Τα άρθρα βασίζονται σε στοιχεία άγνωστων μέχρι τότε ντοκουμέντων από τα
γερμανικά κρατικά αρχεία, που ήρθαν για πρώτη φορά στο φως της
δημοσιότητας).
I.
Το Τέλος της μικρής μας πόλης
Ο Δημήτρης Χατζής στη φωτογραφία του οπισθόφυλλου
Ο Δημήτρης Χατζής έζησε έξι χρόνια, από το 1957 έως το 1963, στο Ανατολικό
Βερολίνο, απασχολούμενος στο Ινστιτούτο ελληνο-ρωμαϊκών σπουδών της
Ακαδημίας των Επιστημών. Δύο χρόνια μετά την αναχώρηση και την επιστροφή του
στη Βουδαπέστη, κυκλοφόρησε στη ΛΔ Γερμανία μεταφρασμένο το έργο του „Το
τέλος της μικρής μας πόλης“ από τις εκδόσεις
Volk
und
Welt,
τον μεγαλύτερο και σπουδαιότερο εκδοτικό οίκο στη χώρα, με κύρια
δραστηριότητα σε έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στο βιβλίο δόθηκε ο τίτλος
„Das
zerstörte
Idyll“
(Το κατεστραμμένο ειδύλλιο)
και περιλαμβάνει τα διηγήματα
„ο ντέντεκτιβ“, „ο τάφος“,
„ο Σιούλας ο ταμπάκος“, „η διαθήκη του καθηγητή“, „Σαμπεθάι Καμπιλής“
και
„Μαργαρίτα Περδικάρη“ από το
έργο „Tο
Τέλος της μικρής μας πόλης“
και επί πλέον, τα διηγήματα „Ώρα
της Φυρονεριάς“ και „Το
Βάφτισμα“ από τους „Ανυπεράσπιστους“.
Την μετάφραση του έργου στα γερμανικά είχε κάνει ο Θανάσης Γεωργίου,
εκτός από το διήγημα „O
Σιούλας ο ταμπάκος“ το
οποίο έχει μεταφράσει η Αννελίζε Μαλίνα (Dr.
Anneliese
Malina).
Ο δημοσιογράφος Θ. Γεωργίου, που ζει σήμερα 96ετής στο Βερολίνο, συνδεόταν
με προσωπική φιλία με τον Δημήτρη Χατζή από τα χρόνια του Εμφύλιου στην
Αθήνα και αργότερα στο Γράμμο, ως δημοσιογράφοι του ΔΣΕ, για να βρεθούν εκ
νέου μαζί, μετά από διαφορετικές διαδρομές, ως πολιτικοί εξόριστοι στο
Ανατολικό Βερολίνο. Ο Θ. Γεωργίου είχε εγκατασταθεί στην ανατολικογερμανική
πρωτεύουσα ήδη από τις αρχές του 1949 με την ιδιότητα του εκπροσώπου τύπου
του ΚΚΕ, για να ενταχτεί μερικά χρόνια αργότερα στο δημοσιογραφικό δυναμικό
του ανατολικογερμανικού Πρακτορείου Ειδήσεων
ADN,
όπου και παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότηση του. Παράλληλα υπήρξε και ο
ανταποκριτής του Ριζοσπάστη στην
ΛΔ Γερμανία.
Ο Θανάσης Γεωργίου σήμερα
Η Αννελίζε Μαλίνα, φιλόλογος κλασσικών σπουδών,
εργαζόταν στο ίδιο Ινστιτούτο με τον Δ. Χατζή στην Ακαδημία
Επιστημών, υπό τον διάσημο Καθηγητή ελληνορωμαϊκών σπουδών Γιοχάνες Ίρμσερ (Johannes
Irmscher).
Ήταν από τα πρόσωπα που επωφελήθηκε τα μέγιστα από την παρουσία του Δ. Χατζή
στο Ινστιτούτο, αφού στο διάστημα εκείνο τελειοποίησε σχεδόν τις γνώσεις της
στη Νεοελληνική. Εκτός από μεταφράσεις ελληνικών
λογοτεχνικών και ιστορικών έργων, η ίδια είχε μεταφράσει
και τη διδακτορική διατριβή του Δ. Χατζή από τα ελληνικά στα γερμανικά,
συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά στην επιτυχή έκβαση της διαδικασίας ανακήρυξης
του σε διδάκτορα του Πανεπιστημίου Χούμπολτ του Βερολίνου. Η 75χρονη Α.
Μαλίνα ζει σήμερα στο Βερολίνο.
Η γραφίστρια Ρουθ Κνορ
Την επιμέλεια και διαμόρφωση του εξώφυλλου του βιβλίου είχε αναλάβει η
Ρουθ Κνορ (Ruth
Knorr,1927-1978),
μια από τις γνωστότερες γραφίστριες βιβλίου εκείνη την εποχή στη ΛΔ
Γερμανία, η οποία στη σύντομη ζωή της εικονογράφησε 38 συνολικά βιβλία σε
ανατολικογερμανικές εκδόσεις, μεταξύ αυτών, έργων του Γκαίτε, του Ε.Τ.Α.
Χόφμαν και του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.
Οι γνωματεύσεις
Η έκδοση ενός βιβλίου στην τότε ΛΔ Γερμανία ακολουθούσε μια προδιαγεγραμμένη
διαδικασία. Ο εκάστοτε εκδοτικός οίκος ανέθετε σε διάφορα πρόσωπα (δικούς
του υπαλλήλους επιμελητές αλλά και σε τρίτα πρόσωπα, φιλολόγους,
δημοσιογράφους ή ειδικούς ανάλογα με το θέμα) την συγγραφή γνωματεύσεων ως
προς την καλλιτεχνική και ιδεολογική «καταλληλότητα» του έργου για
δημοσίευση. Οι γνωματεύσεις αυτές ήταν καθοριστικές για την τύχη του έργου,
αφού από αυτές εξαρτιόνταν η έγκριση εκτύπωσης από το Υπουργείο Πολιτισμού
της χώρας. Για το συγκεκριμένο έργο του Δημήτρη Χατζή βρέθηκαν στα
Ομοσπονδιακά Αρχεία της Γερμανίας τρεις γνωματεύσεις, οι οποίες γράφτηκαν
στο διάστημα μεταξύ Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 1964. Κοινό χαρακτηριστικό των
τριών γνωματεύσεων είναι η ανεξαιρέτως θετική αξιολόγηση του έργου και η
επίσης θετική απόφανση για την έκδοση του βιβλίου.
Συντάκτες τους ήταν οι Πάουλ Μέρκερ
(Paul
Merker),
Γκέραρντ Σι
(Gerhard
Schie)
και η Μαριάνε Μπρετσνάιντερ (Marianne
Bretschneider).
Για την τελευταία είναι γνωστό ότι εργαζόταν τότε ως επιμελήτρια στον εν
λόγω εκδοτικό οίκο, στο τμήμα αγγλικών έργων του αφρικανικού και ασιατικού
χώρου, ενώ ο Γκέραρντ Σι είναι εντελώς άγνωστος. Αντίθετα ο Πάουλ Μέρκερ
(1894-1969) υπήρξε μια πολύ γνωστή πολιτική προσωπικότητα της ΛΔ Γερμανίας
με μια συνταρακτική βιογραφία. Από τη δεκαετία του '20 οργανωμένος
κομμουνιστής και αργότερα με την ίδρυση της ΛΔΓερμανίας υψηλόβαθμο
κυβερνητικό και κομματικό στέλεχος, έπεσε το 1950 σε δυσμένεια, λόγω
φιλοσημιτικών και φιλοϊσραηλινών απόψεων, ενώ δυο χρόνια αργότερα με
χαλκευμένες κατηγορίες δήθεν μυστικών σχέσεων με ξένους πράκτορες
καταδικάστηκε σε οκτώ χρόνια φυλάκιση. Το 1956 αποφυλακίστηκε και
μετά από νέα δίκη αποκαταστάθηκε πλήρως. Από το 1957 εργαζόταν,
παραμερισμένος πλέον, ως επιμελητής εκδόσεων στον εκδοτικό οίκο
Volk
und
Welt,
ενώ μόνον μετά θάνατον του απονεμήθηκαν διάφορες τιμές από το Κόμμα και τη
χώρα.
Ο Πάουλ Μέρκερ λοιπόν, στην 11σέλιδη γνωμάτευσή του, η οποία στο μεγαλύτερο
μέρος της είναι περισσότερο περιγραφική και λιγότερο αξιολογική, αναφέρει,
μεταξύ των άλλων, για το συγκεκριμένο έργο του Χατζή:
„…(Τα διηγήματα) περιγράφουν τη μοίρα μεμονωμένων ανθρώπων και ολόκληρων
κοινωνικών ομάδων καθώς και την πνευματική και υλική ανελευθερία στην οποία
ζουν. Αυτή η ανελευθερία προέρχεται από το αστικό κοινωνικό σύστημα, και
σκληραίνει με την πεισματική
προσκόλληση των ανθρώπων σε ξεπερασμένες παραδόσεις και συντεχνιακά και
θρησκευτικά έθιμα που οδηγούν στη βύθιση στη φτώχεια και στη κακομοιριά
ακόμη και στον πλήρη αφανισμό. Σε ορισμένες περιπτώσεις όμως, οι ιστορίες
αυτές υποδηλώνουν, ότι αυτές οι αλυσίδες παραδόσεων, ηθών και εθίμων που
έχουν επιβιώσει και που φτιάχτηκαν από ανθρώπους, μπορούν να σπάσουν…“
Λίγο παρακάτω επισημαίνει:
„…Σε όλα τα διηγήματα στηλιτεύονται, εν μέρει με ειρωνικό και εν μέρει με
σατυρικό τρόπο, οι δυσχερείς κοινωνικές συνθήκες στη καθυστερημένη αστική
Ελλάδα. Τα συμβάντα και τα πρόσωπα μέσα σ' αυτά, δρουν πάντοτε γνήσια και
αληθινά. Όσον αφορά τη ζωντάνια και τη λαϊκότητά τους, θυμίζουν μερικές
φορές «Τη Μικρή Πόλη» του Χάινριχ Μαν.“
Ο επόμενος επιμελητής, Γκέραρντ Σι,
στη τρισέλιδη γνωμάτευσή του παρατηρεί στην αρχή:
„…Όλα τα διηγήματα καταλογίζονται στο
ρεύμα του κριτικού αστικού ρεαλισμού. Δεν παρέχεται καμία ανάλυση των
συνθηκών που περιγράφονται, τα αίτια γι αυτές δεν καταδεικνύονται, καθώς
επίσης απουσιάζουν και προοπτικές για λύσεις, που θα ήταν εφικτές έξω από τα
μεμονωμένα πρόσωπα. Το γεγονός ότι σε δύο διηγήματα κάποιοι κομμουνιστές
παίζουν έναν θετικό ρόλο, είναι δευτερεύουσας σημασίας. Μπορεί να ειπωθεί,
με επιφύλαξη, ότι τα διηγήματα αυτά, αν παραβλέψει κανείς κάποιο τοπικό
χρώμα και μερικά άλλα εξωτερικά γνωρίσματα των συνθηκών, μας παρέχουν μια
χαρακτηριστική εικόνα της ελληνικής κοινωνίας. Τα ίδια δρώμενα θα μπορούσαν
να έχουν διαδραματιστεί και σε άλλες χώρες με το ίδιο κοινωνικό σύστημα.“
Το εξώφυλλο του Τέλους της μικρής μας πόλης,
εκδόσεις Volk und Welt
Στη συνέχεια εισέρχεται στην ουσία της αξιολόγησής του αναφέροντας:
„Παρ όλα αυτά, τα διηγήματα αυτά
είναι, αναμφίβολα, σημαντικής αξίας. Δεν αποδίδουν μόνον μια πραγματικά
κριτική και ρεαλιστική ματιά στη μικροαστική κυρίως κοινωνία κατά τη
διάρκεια της αλλαγής των καιρών, αλλά μαρτυρούν παράλληλα τον βαθύ και
γνήσιο ανθρωπισμό του συγγραφέα, ώστε η ανάγνωσή τους να αποτελεί σε κάθε
περίπτωση όφελος για τον καθένα. Η εντύπωση αυτή ενισχύεται μέσω της
διεισδυτικής, ποιητικής, συχνά χιουμοριστικής γραφής, η οποία «βγαίνει» καλά
και από τη γερμανική μετάφραση.“
Στην πεντασέλιδη γνωμάτευση της Μαριάνε Μπρετσνάιντερ είναι έκδηλος ο
ενθουσιασμός της από το έργο του Χατζή:
„Στα (πρώτα) έξη διηγήματα ο τόπος των δρώμενων είναι η
ίδια μικρή επαρχιακή πόλη – πιθανόν η ιδιαίτερη πατρίδα του Χατζή.
Όμως ο Χατζής έχει διαρρήξει το στενό πλαίσιο που καθορίζεται από το
περιβάλλον της μικρής πόλης και από τις γενικότερες ελληνικές συνθήκες.
Συχνά, πέρα από τη σκέτη κριτική στα υπάρχοντα, καταδεικνύει και τις πιθανές
δυνατότητες μιας αλλαγής. Η κριτική του απόσταση δεν επηρεάζει όμως ποτέ την
γνησιότητα της αφήγησης. Ο Χατζής συνέλαβε με αριστοτεχνικό τρόπο την
ατμόσφαιρα της μικρής πόλης με την μικροαστική της στενότητα …
… Δεν είναι τα μεγάλα θέματα, αυτά που ερεθίζουν τον Χατζή στο έργο του. Στα
διηγήματά του δεν βρίσκει κανείς ούτε κάποια εξεζητημένη κατάσταση ούτε
κάποιο εντυπωσιακό περιστατικό. Οι ήρωες του είναι απλοί άνθρωποι,
μικροαστοί, και ζουν μια συνηθισμένη ζωή χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, όχι όμως
και χωρίς συγκρούσεις. Ο Χατζής ανακαλύπτει την συχνά πολύπλοκη ψυχή του
μέσου, συνηθισμένου ανθρώπου. Η γλώσσα του Χατζή , παρά την απλή της
έκφραση, είναι πολύ πυκνή, με εκπληκτική ένταση. Αυτό που προς τα έξω
φαίνεται ασήμαντο αποκτά στην αφήγησή του βάθος και βάρος. Λογοτεχνικό
αντικείμενο του Χατζή είναι ο άνθρωπος. Ως πολιτικός συγγραφέας τον βλέπει
σε στενή σύνδεση με το κοινωνικό του περιβάλλον. Αγαπά το καλό στον άνθρωπο
όμως δεν αγνοεί τις αδυναμίες και τα λάθη του αλλά τις κριτικάρει και τις
καταδικάζει. Τα διηγήματα είναι γεμάτα από έναν βαθύ και θερμό ανθρωπισμό
χωρίς την οιανδήποτε μελοδραματικότητα. Ο Χατζής, είναι
ευαίσθητος αλλά δεν γίνεται ποτέ μελοδραματικός, ακόμη και στο
διήγημα „Ώρα της Φυρονεριάς“
που προσφέρεται για κάτι τέτοιο. Και αυτό μαρτυρεί την καλλιτεχνική του
ποιότητα.
Ο Χατζής είναι κομμουνιστής και ζει στη προσφυγιά. Η έκδοση των έργων του
δεν επιτρέπεται στην Ελλάδα. Θα πρέπει να δούμε τη δημοσίευση αυτών των οκτώ
διηγημάτων του σαν μια υποχρέωση απέναντι στον προικισμένο συγγραφέα, ο
οποίος στην πατρίδα του αποσιωπάται, μολονότι το έργο του αποτελεί αξιόλογη
συνεισφορά στη σύγχρονη ελληνική
λογοτεχνία.“
Η έκδοση
Το τύπωμα και το δέσιμο του βιβλίου έγινε στο τυπογραφείο „Heinz
Kapelle“
στο Πέσνεκ
(Pößneck)
της Θουριγγίας. Η έκδοση περιελάμβανε τρεις χιλιάδες αντίτυπα και η τιμή του
είχε καθοριστεί σε 6,80 ανατολικογερμανικά μάρκα. Σήμερα, με λίγη τύχη,
μπορεί να βρει κανείς κάποιο μεταχειρισμένο αντίτυπο του βιβλίου, σε
παλαιοπωλεία, κυρίως στο ανατολικό τμήμα της Γερμανίας, στην τιμή των 25
περίπου ευρώ.
Ο Δημήτρης Χατζής (όρθιος, 3ος από αριστερά) με τον Θανάση Γεωργίου (όρθιος,
2ος από αριστερά) στον Γράμμο, το καλοκαίρι του 1948. Τα υπόλοιπα στελέχη
του δημοσιογραφικού επιτελείου του ΔΣΕ είναι: 4ος από αριστερά ο Τάκης
Αδάμος. Πρώτος από δεξιά με τη φωτογραφική μηχανή, ο θεατρικός συγγραφέας
και σκηνοθέτης Γιώργος Σεβαστίκογλου και δίπλα του (2ος από δεξιά)
πιθανότατα ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας. Καθιστοί από αριστερά, ο Σπύρος
Μονδάνος και ο Παρίσης Αγγελίδης. Οι άλλοι δυο είναι άγνωστοι.
(έχει δημοσιευτεί στο βιβλίο «491 δελτία (1930-1975) για τον Δημήτρη Χατζή» του Νίκου Γουλανδρή)
II.
Το διπλό βιβλίο - μεταφραστικές και άλλες δυσκολίες
Το Διπλό βιβλίο
του Δημήτρη Χατζή πρωτοδημοσιεύτηκε στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1976.
Εννέα χρόνια αργότερα, το 1985, το έργο αυτό κυκλοφόρησε στη Λαϊκή
Δημοκρατία της Γερμανίας με τον τίτλο
Das
doppelte
Buch,
από τον εκδοτικό οίκο
Volk
Und
Welt
του Ανατολικού Βερολίνου. Η διαδικασία της έκδοσης είχε ξεκινήσει ήδη το
1982, με τη σύνταξη των απαραίτητων γνωματεύσεων για το έργο, οι οποίες,
σύμφωνα με την τότε διαδικασία,
συνόδευαν την σχετική αίτηση χορήγησης αδείας προς το αρμόδιο υπουργείο
πολιτισμού της χώρας. Σε σύγκριση με την έκδοση του
Τέλους της μικρής μας πόλης, κατά
την οποία το έργο είχε τύχει μιας γενικότερα θετικής αποδοχής,
το Διπλό βιβλίο αντιμετωπίστηκε
κατά τη διαδικασία αξιολόγησης της έκδοσης, εν μέρει, με διάφορους
ενδοιασμούς αισθητικού και ιδεολογικού χαρακτήρα.
Το εξώφυλλο του Διπλού βιβλίου,
εκδόσεις Volk und Welt
Οι γνωματεύσεις
Όπως διαπιστώθηκε στα ντοκουμέντα που βρέθηκαν στον σχετικό φάκελο της
αίτησης προς το τότε υπουργείο πολιτισμού της χώρας, ο ανατολικογερμανικός
εκδοτικός οίκος είχε αναθέσει σε τρία πρόσωπα να γνωμοδοτήσουν για το
Διπλό βιβλίο του Χατζή, τελικά
όμως, για άγνωστο λόγο, στην τυπική διαδικασία που επακολούθησε,
χρησιμοποιήθηκαν μόνον δυο γνωματεύσεις. Ο ένας εκ των συντακτών, ο
Καρλ Χάιντς Γεν (Karl-Heinz
Jähn,
1932-), μεγαλωμένος στη Σοβιετική Ένωση και απόφοιτος σλαβολογίας, ήταν από
το 1967 επιμελητής στον εκδοτικό οίκο
Volk
und
Welt
και υπεύθυνος κυρίως για την τσέχικη λογοτεχνία, όπως και για την αλβανική
και την ελληνική. Η δεύτερη γνωμοδότρια, η
Γκεοργκίνα Μπάουμ (Dr.
Georgina
Baum,
1915-1992) ουγγρο-εβραϊκής καταγωγής, διωγμένη από τους Ναζί και εξόριστη
τότε για κάποιο διάστημα στην Αγγλία, υπήρξε από το 1960 προϊσταμένη όλων
των επιμελητών του εκδοτικού οίκου
Volk
und
Welt.
Προηγούμενα είχε σπουδάσει φιλοσοφία και ψυχολογία, ενώ ήταν επίσης διδάκτωρ
της γερμανικής φιλολογίας. Οι δυο γνωματεύσεις, οι οποίες συντάχτηκαν τον
Οκτώβριο και Νοέμβριο του 1982 αντίστοιχα, είχαν ως βάση μια μετάφραση της
δυτικογερμανίδας Λουίζε Στέλερ (Luise
Steller)
από το Αμβούργο.
Ο Καρλ Χάιντς Γεν στην εισαγωγή της εξασέλιδης βιβλιοκριτικής του αναφέρει:
„ Είναι δύσκολο να πει κανείς, για ποιόν λόγο εξοικειώνεται κανείς μόνον
αργά με το βιβλίο αυτό. Την μετάφραση της Λουίζε Στέλερ, από το 1977, τη
συνηθίζει κανείς σταδιακά. Επίσης, η πληθώρα των τεχνικών λεπτομερειών, με
την οποία ο Χατζής περιγράφει την ατμόσφαιρα ενός δυτικογερμανικού
εργοστάσιου, όσο προχωρεί η ανάγνωση, δεν αποτελεί πλέον πρόβλημα. Αυτό που
κυρίως ενοχλεί, είναι το γεγονός, ότι το
Διπλό βιβλίο, παρά τον τίτλο του, δεν είναι ένα ολοκληρωμένο βιβλίο. …
Στην πραγματικότητα αυτό το μυθιστόρημα φαίνεται σαν ένα μισοτελειωμένο
έργο, σαν μια σε γενικές γραμμές, τακτοποιημένη συλλογή υλικού, του οποίου
μερικά τμήματα είναι ήδη επεξεργασμένα και άλλα πάλι, θα πρέπει ακόμη να
διαμορφωθούν. Παρ' όλα αυτά, το συγκεκριμένο έργο, το οποίο θα έπρεπε
καλύτερα να ονομάζεται «Το μισό βιβλίο», περιέχει κάτι το μαγευτικό, κάτι το
ρευστό, που σε προκαλεί σε αντιπαράθεση.“
Η επιμελήτρια Γκεοργκίνα Μπάουμ
Μερικές σειρές παρακάτω συνεχίζει: „Ο Χατζής είναι ένας ρεαλιστικός
συγγραφέας που αποφεύγει τα πειράματα. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδει ο ίδιος,
όπως αποδεικνύει το Διπλό βιβλίο,
στην ψυχολογική διείσδυση των μορφών του έργου, οι οποίες, ενώ ζουν στο
σήμερα, είναι σταθερά συνδεδεμένες με την παράδοση, ριζωμένες σε ένα τόπο
και στην ιστορία του. Ο αγώνας στην Αντίσταση παίζει επανειλημμένα ρόλο στην
αφήγηση, το αίμα, που χύθηκε κατά τον Εμφύλιο και διαμόρφωσε τους ανθρώπους,
το χωριό στην κεντρική Ελλάδα, η μικρή πόλη, της οποίας ο συγγραφέας θρηνεί
την κατάπτωση.“
Στη συνέχεια, αφού παραθέσει περιληπτικά το περιεχόμενο του κάθε κεφαλαίου
του έργου, καταλήγει: „Το Διπλό
βιβλίο του Χατζή δεν είναι ένα βιβλίο, το οποίο μπορεί κανείς να
προσπεράσει, παρά ορισμένες πολιτικές «θέσεις» του, παρά την μοναξιά του
ήρωα … και παρά την απουσία ελπίδας και την μελαγχολία που αποτυπώνεται στο
έργο. Δεν είναι, επίσης, ένα «βιβλίο του γκασταρμπάιτερ/μετανάστη» - τόσο
απλοϊκά δεν θα μπορούσε να το δει ακόμη και ο απλοϊκότερος αναγνώστης - αν
και δεν γνωρίζω κανένα άλλο έργο, που να σκιαγραφεί με τόση σαφήνεια την
εξωτερική και εσωτερική κατάσταση των ξένων σε μια υψηλά ανεπτυγμένη,
καπιταλιστική βιομηχανική χώρα. Υπάρχουν λοιπόν αρκετοί λόγοι να
αποφασίσουμε υπέρ της έκδοσης του βιβλίου και να μη λάβουμε τόσο υπόψη
διάφορες φορμαλιστικές αδυναμίες του. Ας το κάνουμε.“
Η Γκεοργκίνα Μπάουμ, η οποία στους εκδοτικούς κύκλους διατηρούσε τη φήμη
μιας «βαθειάς μαρξίστριας», στη δική της αξιολόγηση για το βιβλίο, αν και
γνωρίζει την κοινή θετική απόφανση των δυο προηγούμενων γνωματεύσεων για την
έκδοση, προσεγγίζει το έργο με μια αυστηρότερη ματιά. Σε πλήρη συνείδηση του
διευθυντικού ρόλου της θέσης της στον εκδοτικό οίκο, θα προτείνει, όπως θα
δούμε στη συνέχεια, «διορθωτικές επεμβάσεις» σε διάφορα σημεία του έργου, τα
οποία την ενοχλούν ιδεολογικά ή αντιτίθενται στο αισθητικό της κριτήριο.
Η επίσης εξασέλιδη γνωμάτευσή της ξεκινάει ως εξής: „Το παρόν έργο αποτελεί
ακόμη και σ' αυτή την μισοτελειωμένη μορφή … ένα συναισθηματικά δυνατό
ανάγνωσμα, το οποίο σε μερικά σημεία σου προκαλεί πραγματικά ρίγος. Εάν δεν
ίσχυε αυτό και εάν εγώ δεν είχα την εντύπωση, ότι αυτό το έργο διαθέτει
πραγματικά ποιοτικά στοιχεία, τότε σχεδόν δεν θα πρότεινα καθόλου, ότι θα
έπρεπε, χάριν του αξιόλογα ουσιώδους περιεχομένου, να διαγράψουμε ή να
αλλάξουμε ελαφρώς ορισμένα σημεία. Οι διαγραφές αφορούν κυρίως το τελευταίο
κεφάλαιο, ως επίλογο, το οποίο περιέχει, εν μέρει περιορισμένα διδακτικές,
κατά τη γνώμη μου περιττές για το κείμενο σημειώσεις, και εν μέρει
ακατανόητες παρατηρήσεις για μια πιθανή συνέχιση του έργου. Από τη άλλη
όμως, προσφέρει επίσης μερικές αναγκαίες πληροφορίες για τα σημαντικότερα
πρόσωπα της ιστορίας, τις οποίες δεν μπορούμε να στερηθούμε .“
Στη συνέχεια παραθέτει εν συντομία το περιεχόμενο του έργου, για να
επισημάνει στην αρχή: „Η υπόθεση διαδραματίζεται εναλλάξ στη Στουτγάρδη της
ΟΔΓ και στην Ελλάδα, και νομίζω ότι ο συγγραφέας αποδίδει την ατμόσφαιρα και
στις δυο χώρες με πολύ εντυπωσιακό και πειστικό τρόπο. Δεν μπορώ να θυμηθώ
κάποια άλλη φορά να έχω διαβάσει κάτι, που να περιγράφει με τόση
διεισδυτικότητα την κατάσταση των μεταναστών και την χωρίς περιεχόμενο ζωή
τους.“
Για το έβδομο κεφάλαιο του βιβλίου η επιμελήτρια αναπτύσσει έναν ευρύτερο
σχολιασμό, σε σχέση με τον «ιδιαίτερο τόνο» που προσδίδουν στο έργο, όπως
γράφει, ορισμένα σημεία της αφήγησης. Στο κεφάλαιο αυτό το κεντρικό πρόσωπο,
ο εργάτης Κώστας αφηγείται από την καθημερινότητά του στο εργοστάσιο και την
εμπειρία της γνωριμίας του με τον γερμανό συνάδελφό του, που είναι
οργανωμένος στο εργατικό συνδικάτο. Η Γκεοργκίνα Μπάουμ βρίσκει λοιπόν εδώ
τον ήρωα του Χατζή „άπειρο στην ταξική πάλη“ και θεωρεί, πως από αυτόν „δεν
μπορεί βέβαια να περιμένει κανείς μια διαφοροποιημένη κοινωνική κριτική όπως
επίσης και από τον συγγραφέα δημιουργό του“ (!).
„Ο συγγραφέας, - συνεχίζει η Μπάουμ - που πέρασε πολλές δεκαετίες ως
πολιτικός πρόσφυγας, ακτινογραφεί κατά το μεγαλύτερο μέρος συνειδητά, αλλά
μέχρι ενός σημαντικού βαθμού με λογοτεχνική διαίσθηση, τον ψυχρό και
αποκλειστικά κερδοσκοπικό χαρακτήρα του ιμπεριαλιστικού συστήματος της
ΟΔΓερμανίας. Αλλά από εκεί και πέρα, τίποτα, για αυτό και ο ήρωας του, ο
οποίος στο τέλος απολύεται από τη φίρμα του και αντίθετα με τις αρχικές του
προθέσεις, επιστρέφει στην Ελλάδα, δεν μπορεί να βγάλει τα ανάλογα
συμπεράσματα.“
Στη συνέχεια η Γκεοργκίνα Μπάουμ, η οποία φαίνεται ενημερωμένη για την
βιογραφία του Χατζή, παρατηρεί: „Δεν θα πρέπει να αγνοήσει κανείς, ότι ο
Χατζής, που στην προσφυγιά έζησε τις εσωτερικές διαμάχες του ελληνικού
κομμουνιστικού Κόμματος και όπως φαίνεται δεν μπόρεσε να συμπαραταχτεί με
καμία από τις διάφορες ομάδες (αφήνει τον ήρωά του, τον Κώστα, να μιλάει στο
ελληνικό καφενείο με αρκετά απαξιωτικό τρόπο για «λενινιστές», «σταλινικούς»
και άλλες πολιτικές αποχρώσεις), και πιθανόν να έζησε μετά τον επαναπατρισμό
του προσωπικές απογοητεύσεις. Αυτά τα σημεία του κειμένου μπορούν να
διορθωθούν σχετικά εύκολα με μια επιλογή καταλληλότερων λέξεων.“
„Διαφορετικά είναι τα πράγματα με τον επίλογο, - γράφει η Μπάουμ - με το
άλλο κύριο πρόσωπο, τον έλληνα συγγραφέα, ο οποίος παρακινεί τον Κώστα στην
αφήγηση, αγαπά την Αναστασία, δεν επιθυμεί να τελειώσει το μυθιστόρημά του
και στο τέλος εξαφανίζεται χωρίς να αφήσει ίχνη. Σ' αυτό το τελευταίο
κεφάλαιο θα πρέπει να διαγραφούν οι παρατηρήσεις εκείνες, που είναι σχεδόν
περιττές για την πλοκή του έργου, εν μέρει ασήμαντες ή πολιτικά συγκεχυμένες
και να διατηρηθούν μόνο τα σημεία, τα οποία είναι κατατοπιστικά για την
περεταίρω εξέλιξη των προσώπων του έργου. Η διασκευή δεν μου φαίνεται πολύ
δύσκολη, θα αρκούσαν μερικές συνδετικές προτάσεις στο κείμενο. Φυσικά θα
έπρεπε πρώτα να πάρουμε την άδεια των κληρονόμων του … Επίσης χρειαζόμαστε
οπωσδήποτε μια αξιόπιστη μετάφραση.“
Προσπερνώντας το κεφάλαιο Από το
φίφτυ-φίφτυ στον έρωτα, το οποίο αξιολογεί ως ασθενέστερο από τα
υπόλοιπα, η επιμελήτρια ανακαλύπτει στα κεφάλαια
Η τελευταία αρκούδα της Πίνδου
και Η
Αναστασία των Μολάων, εκείνο το «ειδικά Ελληνικό» στοιχείο, „που
ερεθίζει, απασχολεί, ενθουσιάζει και απελπίζει τον Χατζή“. „Η σύνδεση του
μυθικού με κάτι το αθώο και ρεαλιστικό χαρακτηρίζει αυτό το έργο και
ειλικρινά λυπάμαι που ο Χατζής δεν το ολοκλήρωσε εντελώς. Ένας μελαγχολικός
τόνος διαχέεται στα προηγούμενα κεφάλαια, που επιδρά όμως μόνον θλιμμένα και
ονειρικά, όχι απαισιόδοξα.“ Τελειώνοντας η Γκεοργκίνα Μπάουμ δηλώνει: „Εάν
καταστεί δυνατή η ελαφρά επεξεργασία που πρότεινα, τότε συνηγορώ και εγώ στη
δημοσίευση του έργου.“
Επειδή η επέμβαση στο περιεχόμενο ενός ξένου λογοτεχνικού έργου δεν θα ήταν
εύκολη υπόθεση (στη συγκεκριμένη περίπτωση θα έπρεπε να ζητηθεί η άδεια από
την μεταφράστρια στη Δυτική Γερμανία όπως και από την κληρονόμο του Χατζή),
προτάθηκε η λύση μιας ξεχωριστής μετάφρασης από κάποιο πρόσωπο στη ΛΔ
Γερμανία. Όπως επισημαίνεται σε μια μεταγενέστερη υστερόγραφη υποσημείωση
της Γκεοργκίνας Μπάουμ στο τέλος της γνωμάτευσής της, με τον τρόπο αυτό θα
επιτυχαίνονταν διπλό όφελος: από τη μια ο εκδοτικός οίκος θα μπορούσε να
αποκτήσει μια μετάφραση της αρεσκείας του και από την άλλη θα
εξοικονομούνταν τα έξοδα σε συνάλλαγμα προς τον ξένο μεταφραστή. Η νέα
μετάφραση ανατέθηκε λοιπόν στην
Καρόλα Νικολάου (Carola
Nikolaou),
συγγραφέα παιδικών, κυρίως, βιβλίων και σύζυγο του τότε πολιτικού πρόσφυγα
Θωμά Νικολάου από τη Λειψία, επίσης συγγραφέα και μεταφραστή, μεταξύ άλλων
και έργων του Ρίτσου και του Σαμαράκη.
Η έκδοση
Το βιβλίο (174 σελίδες, με σκληρό εξώφυλλο και πρόσθετο περίβλημα) τυπώθηκε
στο τυπογραφείο
Sachsendruck
στο
Plauen
της Σαξωνίας. Η κυκλοφορία της έκδοσης, που περιελάμβανε οκτώ χιλιάδες
αντίτυπα, ξεκίνησε στις αρχές του 1985, ενώ η τιμή του είχε καθοριστεί σε
6,80 ανατολικογερμανικά μάρκα. Οι διορθώσεις και αλλαγές στο περιεχόμενό
του, που προτείνονταν στην γνωμάτευση της Μπάουμ, τελικά δεν έγιναν. Σ' αυτό
καθοριστικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός, ότι στο μεταξύ χρονικό διάστημα, το
1983, το Διπλό βιβλίο κυκλοφόρησε
με την μετάφραση της Λουίζε Στέλερ στη Δυτική Γερμανία, από τον εκδοτικό
οίκο
Romiosini
Verlag
(του ζεύγους Χανς και Νίκης
Αϊντενάιερ) στην Κολωνία. Ο εκδοτικός αυτός οίκος, που με το έργο αυτό
ξεκινούσε τότε την μετέπειτα δημιουργική πορεία του, είχε αποκτήσει έγκαιρα
από την κληρονόμο Καίτη
Αργυροκαστρίτου-Χατζή τα δικαιώματα έκδοσης του έργου στα γερμανικά για
ολόκληρο τον γερμανόφωνο χώρο. Η ανατολικογερμανική έκδοση κατέστη δυνατή
μόνον μετά από μια «φιλική παραχώρηση» του δυτικογερμανικού οίκου και
κατόπιν συνεννόησης βέβαια με την κληρονόμο.
Σε κάθε περίπτωση, σίγουρα κερδισμένοι ήταν τελικά οι ανατολικογερμανοί
αναγνώστες, που απέκτησαν τότε την δυνατότητα να περιπλανηθούν στον
συγκινησιακό κόσμο της αφήγησης του μεγάλου Έλληνα συγγραφέα.