θανατηφόρα επιδημία, ο λοιμός
Θουκυδίδου Ιστορία
Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου
Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV.
Αθήνα: Γκοβόστης.
Θουκυδίδης
[2.47.1] Τέτοια λοιπόν εστάθηκε η δημόσια κηδεία
το χειμώνα εκείνο· κι όταν πέρασε ο χειμώνας αυτός, έκλεισε ο πρώτος
χρόνος του πολέμου. [2.47.2] Κ' ευθύς μόλις άρχισε το καλοκαίρι,
εισέβαλαν οι Πελοποννήσιοι κ' οι σύμμαχοί τους όπως και προτήτερα στην
Αττική με τα δύο τρίτα της στρατιωτικής του δύναμης ο καθένας (με αρχηγό
πάλι τον Αρχίδαμο, γιο του Ζευξιδάμου, βασιλιά των Λακεδαιμονίων), κι
αφού έκαμαν στρατόπεδο άρχισαν να ρημάζουν τον τόπο συστηματικά.
[2.47.3] Αλλά πριν περάσουν πολλές ημέρες από την ώρα που μπήκαν στην
Αττική, πρωτοφανερώθηκε η αρρώστεια στην Αθήνα, αρρώστεια που λένε
βέβαια πως έπεσε κι άλλοτε σε πολλούς τόπους, γύρω στη Λήμνο και αλλού,
αλλά πουθενά δεν θυμούνται να παρουσιάστηκε τόσο φοβερή, ούτε να χάλασε
τόσους ανθρώπους. [2.47.4] Γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα ούτε οι
γιατροί που κοίταζαν τους αρρώστους στην αρχή, γιατί δεν ήξεραν τη φύση
του κακού, κι αυτοί οι ίδιοι πέθαιναν σε μεγαλύτερην αναλογία όσο
περισσότερο τους πλησίαζαν, ούτε καμιά άλλη ανθρώπινη τέχνη· κι όλες οι
παρακλήσεις που έκαναν στους ναούς κι όσα προσκυνήματα στα μαντεία κι
άλλα τέτοια, ήταν όλα του κάκου· και στο τέλος τα παράτησαν κι αυτά,
γιατί τους χαντάκωσε το κακό.
[2.48.1] Κ' έπιασε η αρρώστεια, καθώς λένε,
πρώτα–πρώτα από την Αιθιοπία πέρα από την Αίγυπτο, κατέβηκε ύστερα στην
Αίγυπτο κι από κει στη Λιβύη, και σε πολλά μέρη της μεγάλης επικράτειας
του Πέρση βασιλιά. [2.48.2] Στην πολιτεία της Αθήνας φανερώθηκε ξαφνικά,
αφού πείραξε μερικούς πρώτα στον Πειραιά, ώστε οι Πειραιώτες είπαν πως
οι Πελοποννήσιοι είχανε ρίξει φαρμάκι στα πηγάδια και τις στέρνες· γιατί
δεν είχαν ακόμα βρύσες εκεί. Αργότερα όμως ήρθε και στην απάνω πολιτεία,
και πέθαιναν τότε πια πολύ περισσότεροι. [2.48.3] Ας λέει λοιπόν ο
καθένας γι' αυτό όσα ξέρει, είτε γιατρός είναι είτε και άμαθος, από τι
δηλαδή ήταν πιθανό να γεννήθηκε, κι ας αναφέρει τις αιτίες που νομίζει
πως ήταν αρκετά ισχυρές για να φέρουν τέτοια μεγάλη αλλαγή στην
κατάσταση από την υγεία στο θανατικό. Εγώ θα φανερώσω μόνο τι λογής
ήταν, κι από τι συμπτώματα, αν τύχει και ξανάρθει ποτέ, θα μπορούσε
κανείς καλύτερα να εξετάσει το πράμα και να το γνωρίσει από τα πριν,
ώστε να μην τα 'χει εντελώς χαμένα· γιατί την πέρασα κ' εγώ, και είδα
πολλούς άλλους που υπόφεραν απ' αυτήν.
Πηγή φωτογραφίας: Ο κατάλογος της
έκθεσης «Η πόλη κάτω από την πόλη» του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.
[2.49.1] Ο χρόνος εκείνος, όπως το παραδέχονταν
όλοι, ήταν εξαιρετικά ελεύτερος από άλλες αρρώστειες· κι αν κανείς πριν
απ' αυτήν, ήταν κάπως ανήμπορος, όλα ξεκαθάριζαν πως ήταν αυτή. [2.49.2]
Τους άλλους όμως, που δεν είχαν καμιά φανερή αιτία κακοδιαθεσίας,
έξαφνα, ενώ ήταν προτήτερα εντελώς γεροί, τους έπιαναν πρώτα δυνατές
θέρμες στο κεφάλι, και κοκκίνιζαν τα μάτια τους κ' ερεθίζονταν πολύ, κι
απ' την αρχή άναβαν και μάτωναν τα μέσα τους, ο φάρυγγας και η γλώσσα,
κι η αναπνοή τους έβγαινε παράξενη και βρωμούσε· [2.49.3] έπειτ' απ'
αυτά άρχιζε δυνατό φτάρνισμα και βραχνάδα, και σε λίγο κατέβαινε στο
στήθος το πάθημα, με δυνατό βήχα· κι όταν πιανόταν από την καρδιά, της
έδινε μια και τη γύριζε ανάποδα, κ' έβγαινε χολή από το στόμα κι από
κάτω, όσων λογιών έχουν κι όλας ονοματίσει οι γιατροί, και μάλιστα με
δυνατούς πόνους, [2.49.4] και τους περισσότερους τους έπιανε ξερό ρέψιμο
που τους έφερνε δυνατούς σπασμούς, που σε άλλους σταματούσαν ύστερ' από
λίγο, σε άλλους όμως κρατούσαν μέρες ολόκληρες. [2.49.5] Και σ' όποιον
τ' άγγιζε απ' έξω, το κορμί του αρρώστου δεν ήταν ούτε υπερβολικά ζεστό,
ούτε υγρό, αλλά κοκκινωπό, μελανιασμένο, γεμάτο εξανθήματα, μικρά
σπειριά ή και πληγές· από μέσα τους όμως ένιωθαν τέτοια πύρα, που δεν
μπορούσαν να υποφέρουν να τους αγγίζουν ούτε τα πιο ψιλά και μαλακά
ρούχα ή σεντόνια ή οτιδήποτε άλλο και την πιο μεγάλη ανακούφιση θα
ένιωθαν αν μπορούσαν να ριχτούνε μέσα σε κρύο νερό. Και πολλοί απ' όσους
δεν είχαν κανένα να τους κοιτάξει έκαναν αυτό ακριβώς, πέφτοντας μέσα σε
πηγάδια βασανισμένοι από αδιάκοπη και ανυπόφορη δίψα· και το ίδιο έκανε
είτε έπιναν πολύ είτε λίγο. [2.49.6] Και πάνω απ' όλα και χωρίς αναπαμό
ήταν η στενοχώρια που δεν μπορούσαν να βρουν ανακούφιση σε τίποτα, και
ούτε μπορούσαν να κοιμηθούν. Το σώμα όμως, όσον καιρό ήταν η αρρώστεια
στο κρίσιμο στάδιό της, δε μαραινόταν, αλλά άντεχε στο βάσανο
περισσότερο απ' ό,τι θα μπορούσε κανείς να περιμένει, έτσι που πέθαιναν
―οι περισσότεροι― ύστερ' από εννιά ή εφτά μεριές από τη μέσα τους κάψα,
χωρίς να 'χει εντελώς εξαντληθεί η δύναμή τους· ή αν ξέφευγαν αυτό το
στάδιο, κατέβαινε ύστερα το κακό στην κοιλιά, που γέμιζε πληγές κι αφού
τους έπιανε δυνατή και ασταμάτητη διάρροια, πέθαιναν οι περισσότεροι στο
δεύτερο αυτό στάδιο από την εξάντληση. [2.49.7] Και το κακό περνούσε απ'
όλο το κορμί, μια και είχε στερεωθεί στην αρχή στο κεφάλι και προχωρούσε
από πάνω προς τα κάτω, κι αν κανείς σωζόταν από τα χειρότερα,
φανερωνόταν τούτο επειδή έπιανε πια τις άκρες· [2.49.8] γιατί έπεφτε και
στα γεννητικά όργανα, και στις άκριες των χεριών και των ποδιών, και
πολλοί που συνήλθαν έμειναν χωρίς αυτά· μερικοί άλλοι πάλι έχασαν το φως
τους ή το θυμητικό τους ενώ άντεξαν στην καθαυτό αρρώστεια στην αρχή,
και ξέχασαν μόλις σηκώθηκαν ποιοι ήταν οι ίδιοι και δε γνώριζαν ούτε
τους πιο στενούς συγγενείς και φίλους τους.
Προτομή του Θουκυδίδη στο Αρχαιολογικό
Μουσείο Νάπολης
[2.50.1] Γιατί η μορφή της αρρώστειας ήταν κάτι
που ξεπερνούσε τις λογικές εικασίες των ανθρώπων, και πρόσβαλλε τον
καθένα πιο βαρειά απ' όσο μπορεί να βαστάξει η ανθρώπινη φύση, και
φανερώθηκε κι από το εξής πως δεν ήταν καμιά από τις συνειθισμένες
αρρώστειες: τα όρνια δηλαδή και τα τετράποδα ζώα, όσα τρων ανθρώπινη
σάρκα, μ' όλο που είχανε μείνει πολλά άταφα κορμιά, ή δεν τα πλησίαζαν,
ή αν τα δοκίμαζαν, πέθαιναν κι αυτά. [2.50.2] Κι απόδειξη, πως
παρουσιάστηκε καθαρά ελάττωση των πουλιών αυτών, και δεν τα 'βλεπε
κανείς ούτε αλλού, ούτε γύρω σε νεκρούς από την αρρώστεια· ενώ τα σκυλιά
έδιναν ακόμα καλύτερη αφορμή να το παρατηρήσει κανείς, επειδή ζούνε μαζί
με τον άνθρωπο.
[2.51.1] Τέτοια λοιπόν ήταν στις μεγάλες γραμμές
η μορφή της αρρώστειας, μ' όλο που παρέλειψα πολλά γνωρίσματα
ασυνείθιστα και παράξενα, που τύχαιναν να παρουσιαστούν διαφορετικά στον
ένα από τον άλλον. Και καμιά άλλη από τις συνειθισμένες στενοχώριες δε
βασάνιζε τον κόσμο εκείνο τον καιρό· γιατί κι αν τύχαινε να παρουσιαστεί
καμιά, κατέληγε σε τούτην–εδώ. [2.51.2] Και πέθαιναν οι άνθρωποι, άλλοι
χωρίς περιποίηση, κι άλλοι που είχαν κάθε δυνατή φροντίδα. Και δε
βρέθηκε κανένα γιατρικό, που να μπορεί κανείς να πει πως είναι το
γιατρικό της αρρώστειας αυτής, που έμελλε χωρίς άλλο να βοηθήσει τον
άρρωστο αν του το 'δινε (γιατί ό,τι ωφελούσε τον ένα, το ίδιο αυτό πράμα
χειροτέρευε τον άλλον), [2.51.3] και καμιά ανθρώπινη κράση δε φάνηκε από
μόνη της άξια ν' αντισταθεί στην αρρώστεια, είτε ήταν πολύ δυνατή, είτε
τόσο αδύνατη ώστε να μην την πιάσει το κακό αλλά τους εσάρωσε όλους, κ'
εκείνους ακόμη που είχαν την πιο περιποιημένη δίαιτα και τρόπο ζωής.
[2.51.4] Χειρότερο απ' όλα ήταν η κατάθλιψη που έπιανε τον καθένα μόλις
ένιωθε πως αδιαθετούσε (γιατί η ψυχική τους κατάσταση γύριζε τότε στην
απελπισία, κι αφήνονταν πολύ περισσότερο από μιας αρχής και δεν
αντιδρούσαν) καθώς κι ότι ο ένας γέμιζε μόλεμα από τον άλλον που
περιποιόταν και πέθαιναν αράδα σαν τα πρόβατα· και τη μεγαλύτερη φθορά
την προξενούσε τούτο: [2.51.5] αν δηλαδή δεν ήθελαν να πλησιάσουν ο ένας
τον άλλον από φόβο μην κολλήσουν, πέθαιναν οι άρρωστοι μόνοι κ' έρημοι·
κι άδειασαν έτσι πολλά σπίτια γιατί δεν ήταν κανείς να τους κοιτάξει· κι
αν πάλι επικοινωνούσαν, τους χαλούσε η αρρώστεια, και περισσότερο
εκείνους που ήθελαν να φερθούνε καθώς πρέπει· γιατί ντρέπονταν να
δείξουν πως λογαριάζουν τον εαυτό τους και πήγαιναν κοντά στους
αγαπημένους τους. Αφού ακόμα και τα μοιρολόγια των πεθαμένων τα
παράτησαν στο τέλος και οι ίδιοι oι συγγενείς τους, αποκαμωμένοι από τη
μεγάλη συμφορά. [2.51.6] Όμως εκείνοι που είχαν περάσει την αρρώστεια κ'
είχανε σωθεί, αυτοί σπλαχνίζονταν περισσότερο και τους ετοιμοθάνατους κι
όσους ψήνονταν από το κακό, και οι ίδιοι δε φοβούνταν πια· γιατί δεν
έπιανε η αρρώστεια δυο φορές τον ίδιον άνθρωπο, ώστε να τον θανατώσει.
Και τους μακάριζαν οι άλλοι, κι αυτοί οι ίδιοι απ' τη μεγάλη τους χαρά
για τη σωτηρία τους σ' αυτή την περίσταση είχαν την μάταιην ελπίδα πως
για πάντα δε θενά πέθαιναν ούτε κι από καμιάν άλλην αρώστεια.
Φωτογραφία από το βόρειο τμήμα της ομαδικής ταφής που βρέθηκε στην ανασκαφή
στον σταθμό του Κεραμεικού. Οι πρώτες ταφές φάνηκαν σε βάθος 4,30 μ. στο
ανατολικό μέρος του ορύγματος, αλλά θα πρέπει να υπήρχαν κι άλλες σε ανώτερα
στρώματα που καταστράφηκαν από τις χωματουργικές επεμβάσεις των δύο
τελευταίων αιώνων. Η ανασκαφή αποκάλυψε επάλληλες ταφικές στρώσεις 89
νεκρών, θαμμένων εν αταξία σε στάσεις κατά το πλείστον «εκτάδην», αλλά και
σε άλλες που υπαγορεύονταν από το σχήμα και το μέγεθος του λάκκου. Στις
κατώτερες στρώσεις υπήρχε κάποια ευρυχωρία ανάμεσα στους νεκρούς, η οποία
μειωνόταν προς τις επάνω στρώσεις. Ανάμεσα στις ελεύθερες ταφές βρέθηκαν και
μερικοί εγχυτρισμοί βρεφών. Τα κτερίσματα ήταν διάσπαρτα και ελάχιστα,
σχετικά με τον αριθμό των ενταφιασθέντων. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η ταφή αυτή
είχε ευρύτερα όρια, καθώς και άλλες στρώσεις νεκρών, έτσι ώστε να μπορεί να
υποστηριχθεί ομαδική ταφή τουλάχιστον 150 ατόμων. Ο αριθμός των νεκρών και ο
τόσο βιαστικός τρόπος της ταφής τους, που υποδηλώνει πανικό, καθώς και η
χρονολόγηση των κτερισμάτων γύρω στο 430 π.Χ., δεν μπορεί παρά να αποδώσει
την ομαδική αυτή ταφή στα θύματα του λοιμού που ενέσκηψε στην Αθήνα το
430/29 και το 427/6 π.Χ. Η αφήγηση του Θουκυδίδη (II, 47.3-54) αποδίδει με
τον καλύτερο τρόπο την εικόνα ταφής. Το κείμενο και η φωτογραφία αντλήθηκαν
από τον κατάλογο της έκθεσης «Η πόλη κάτω από την πόλη» του Μουσείου
Κυκλαδικής Τέχνης.