Η κρίση του 1929 – 1933 και το «New Deal» (Μέρος
Γ’)
Αποσπάσματα από το βιβλίο της «Σύγχρονης Εποχής»
«Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ»
Συνέχεια από το Β’
Μέρος
Αναδημοσίευση από
rovespieros.gr
Φτάνουμε στα 1933. Δύο είναι τα «ορόσημα» αυτής της
εποχής: Η καπιταλιστική κρίση που κορυφώνεται στις ΗΠΑ, βυθίζοντας τους
εργαζόμενους και το λαό ολοένα και περισσότερο στη φτώχεια και την
ανέχεια, και η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία, καθώς στην Ευρώπη
εντείνεται η πολεμική προπαρασκευή, με το βλέμμα στραμμένο στη Σοβιετική
Ένωση.
Στις εκλογές του 1932 στις ΗΠΑ, νέος Πρόεδρος
εκλέγεται ο Φράνκλιν Ρούζβελτ, ο οποίος άφησε το αποτύπωμά του στην
αμερικανική και παγκόσμια Ιστορία με το λεγόμενο «New Deal», μια
πολιτική διευρυμένης παρέμβασης του κράτους στην οικονομία, για την
αναστήλωση –όπως αποδείχτηκε– των μονοπωλίων από την κρίση και την
ενσωμάτωση των εργατικών – λαϊκών στρωμάτων, που η δυσαρέσκειά τους
μεγάλωνε, όπως και οι αγωνιστικές διαθέσεις.
Η κρίση του 1929 – 1933 και το «New Deal» (Φρ. Ρούζβελτ)
Οπως επιβεβαιώθηκε, όμως, η εκτεταμένη κρατική
παρέμβαση ούτε τη νέα κρίση μπόρεσε να αποτρέψει, που εκδηλώθηκε το
1938, ούτε, πολύ περισσότερο, είχε καμία σχέση με την υπεράσπιση των
εργατικών δικαιωμάτων, όσο και αν συνοδεύτηκε από μέτρα που αποσκοπούσαν
στην ενσωμάτωση των εργατικών μαζών, στη λογική της «κοινωνικής
συναίνεσης».
Είναι επίσης φανερό ότι η πολιτική αυτή του
Ρούζβελτ είχε και μια ακόμα πλευρά, που έμελλε να γίνει πιο καθαρή στο
μέλλον. Αυτή της πολεμικής προπαρασκευής, εξασφαλίζοντας, από τη μια,
την «εθνική συναίνεση», την υποταγή δηλαδή των εργαζομένων στα
ιμπεριαλιστικά σχέδια των μονοπωλίων των ΗΠΑ, και αξιοποιώντας, από την
άλλη, τον πολεμικό προσανατολισμό της παραγωγής ως «διέξοδο» από την
κρίση.
Τα σημερινά αποσπάσματα από το βιβλίο των Ρίτσαρντ
Ο. Μπόγιερ και Χέμπερτ Μ. Μορέ παρόλο που δεν είναι
απαλλαγμένα από αυταπάτες και ψευδαισθήσεις που είχε και το ίδιο το
κομμουνιστικό κίνημα των ΗΠΑ για το New Deal, στο πλαίσιο και της
γραμμής της αντιφασιστικής συμμαχίας, μας βοηθάνε να παρακολουθούμε πώς
ένας ολόκληρος λαός κι ένα εργατικό κίνημα διαπαιδαγωγημένο σε σκληρές
αναμετρήσεις με τα μονοπώλια, «κρέμασαν» όλες τους τις ελπίδες για μια
καλύτερη ζωή στον Ρούζβελτ και την πολιτική του, απομακρυνόμενοι ακόμα
περισσότερο από την αντικαπιταλιστική κατεύθυνση που έπρεπε να πάρει η
πάλη.
Τα συμπεράσματα είναι πολύ χρήσιμα για όσους
δείχνουν σήμερα –και μάλιστα σε συνθήκες πολύ πιο αρνητικών συσχετισμών–
τον Μπάιντεν και
το «Πράσινο New Deal» ως διέξοδο για τους λαούς… (Οι υπότιτλοι είναι
δικοί μας).
Η κρίση του 1929 – 1933 και το «New Deal»
Εκείνο το καλοκαίρι του 1932 ο Φράνκλιν Ντελάνο
Ρούζβελτ, κυβερνήτης της Νέας Υόρκης, απόφοιτος του Γκρότον και του
Χάρβαρντ και προερχόμενος από πλούσιο και αριστοκρατικό περιβάλλον, ήταν
ο υποψήφιος του Δημοκρατικού Κόμματος για την Προεδρία, με αντίπαλο τον
Ρεπουμπλικάνο Χέρμπερτ Χούβερ.
[…] Η ολοκληρωτική καταστροφή και κατάρρευση
έμοιαζε αναπόφευκτη. Ο Δημοκρατικός υποψήφιος έπαιρνε αναφορές απ’ όλη
τη χώρα και διαισθανόταν την πιθανότητα της ένοπλης επανάστασης του
αμερικανικού λαού, εκτός κι αν παίρνονταν άμεσα μέτρα για την ανακούφιση
από τα 3 σκληρά χρόνια της οικονομικής κρίσης.
Σε συνέντευξη προς τον Εμίλ Γκοβρό, εκδότη και
συντάκτη του «New York Graphic», ο κυβερνήτης Ρούζβελτ είπε ανάμεσα σε
άλλα:
«Ο λαός μας πρέπει να σταθεί ξανά στα πόδια του.
Αυτό πρέπει να γίνει σύντομα. Γίνονται όλο και πιο ανήσυχοι».
[…] Πέντε βδομάδες πριν ορκιστεί ο Φράνκλιν Ντελάνο
Ρούζβελτ ως Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, αφού συγκέντρωσε 7.000.000
ψήφους και πλειοψήφησε σε 42 από τις 48 Πολιτείες, στη Γερμανία ανέβηκε
στην εξουσία ως εκπρόσωπος των γερμανικών μονοπωλίων ο Άντολφ Χίτλερ […]
Με ανάλογα μέσα, καθώς και με την ανάλογη
υποστήριξη της εργοδοσίας, ο Μουσολίνι είχε καταλάβει την εξουσία στην
Ιταλία το 1922.
Και οι δύο, ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι, ο τελευταίος
έτοιμος να επιτεθεί στην Αιθιοπία, εποφθαλμιούσαν τη δημοκρατική
Ισπανία. Θα ήταν το πρώτο θύμα της συνδυασμένης επιχείρησης «διάσωσης
του κόσμου από τον κομμουνισμό» με την ένοπλη κατάκτηση.
Οι μισθοί στην Ιταλία και τη Γερμανία έπεσαν σε
πρωτόγνωρα χαμηλά επίπεδα, ενώ η εντατικοποίηση και οι ώρες εργασίας
ανέβηκαν σε νέα ύψη. Οι πολεμικές βιομηχανίες και των δύο χωρών
συσσώρευαν τα υπέρογκα κέρδη τους.
Ήταν απαραίτητα τα όπλα και τα πυρομαχικά, έλεγαν
οι δύο δικτάτορες, για την αυτοάμυνα απέναντι στη Σοβιετική Ένωση.
Η «αργία των τραπεζών»
[…] Όμως στις Ηνωμένες Πολιτείες […] υπήρχε
αισιοδοξία, παρά το γεγονός ότι ο νέος Πρόεδρος, που ορκίστηκε στις 4
Μαρτίου 1933, ανέλαβε τα καθήκοντά του σε μια μέρα που φαινόταν να είναι
το ορόσημο της πλήρους οικονομικής κατάρρευσης των Ηνωμένων Πολιτειών.
Στη διάρκεια του Φλεβάρη του 1933, όταν είχε
εκλεγεί ο Ρούζβελτ, αλλά ο Χούβερ βρισκόταν ακόμα στο Λευκό Οίκο, παρατηρήθηκε
συρροή αναλήψεων από τις τράπεζες και πολλές από αυτές χρεοκόπησαν ή
έκλεισαν.
Αυτό συνέβη σε όλες τις Πολιτείες και ακινητοποίησε
το οικονομικό σύστημα της χώρας.
Τα χρήματα εξαφανίζονταν. Οι μισθοί δεν μπορούσαν
να πληρωθούν. Αγορές δεν μπορούσαν να γίνουν. Τρόφιμα δεν μπορούσαν ν’
αγοραστούν. Επιταγές δεν μπορούσαν να εξαργυρωθούν.
Τα τεράστια πλήθη των κατεστραμμένων ανθρώπων
φώναζαν, έκλαιγαν και διαδήλωναν μπροστά από σιωπηλές, άδειες τράπεζες
σε κάθε μεγάλη πόλη. Οι οικονομίες μιας ζωής είχαν χαθεί και δεν ήξεραν
πού είχαν πάει.
Οι τραπεζίτες, οι στυλοβάτες της κοινωνίας,
ομολογούσαν –ή αναγκάζονταν να ομολογήσουν από τα γεγονότα– ότι είχαν
χάσει τα χρήματα των καταθετών γιατί είχαν αγοράσει μετοχές της Wall
Street και ξένα χρεόγραφα που δεν είχαν καμιά αξία.
Σταδιακά, η μία Πολιτεία μετά την άλλη, με αρχή από
το Μίσιγκαν και ύστερα το Οχάιο, την Ιντιάνα, το Ιλινόις, τη Νέα Υόρκη,
τη Μασαχουσέτη, την Καλιφόρνια, το Τέξας, ανακοίνωσαν το κλείσιμο όλων
των τραπεζών, πάγωσαν τα κεφάλαιά τους και απαγόρευσαν τις αναλήψεις.
Στις 4 Μάρτη, όταν ορκίστηκε ο Ρούζβελτ, περίπου τα
3/4 των Πολιτειών είχαν κλείσει όλες τις τράπεζες, είχαν αναστείλει τις
αναλήψεις κι εφάρμοσαν αυτό που ονομάστηκε «αργία των τραπεζών».
Τα δημοτικά κεφάλαια είχαν παγώσει. Οι δημοτικές
υπηρεσίες σταμάτησαν. Τα σχολεία έκλειναν. Σε πολλές περιοχές έμειναν
κλειστά για πολλές βδομάδες εξαιτίας της έλλειψης δημοτικών πόρων.
Ο Ρούσβελτ ανακοινώνει το 4ήμερο κλείσιμο των τραπεζών (Αργία των
Τραπεζών)
Τα πολυκαταστήματα και τα εργοστάσια, τα μπακάλικα
και τα χασάπικα, τα ορυχεία και τα χαλυβουργεία δεν μπορούσαν να
πληρώσουν τους μισθούς ούτε και να πληρωθούν από τους πελάτες τους.
Τα Δημοτικά Συμβούλια των πόλεων έβγαλαν νέα, δικά
τους χαρτονομίσματα, αλλά κανένας δεν ήθελε χαρτιά χωρίς αντίκρισμα.
Ενθουσιασμός στο «πάσχον έθνος»
[…] «Τι χάος βρίσκει μπροστά του ο νέος Πρόεδρος!»,
έλεγαν όλοι εκείνο το μεσημέρι του Μάρτη καθώς πλησίαζαν στα ραδιόφωνα
για ν’ ακούσουν την ορκωμοσία του Φράνκλιν Ντ. Ρούζβελτ. Με την πρώτη
σχεδόν συλλαβή ήρθε η ανακούφιση.
Λίγα λεπτά ήταν αρκετά να ξαναφέρουν το χαμένο
θάρρος. Η σταθερή φωνή παραδεχόταν την πραγματικότητα, έλεγε τα πράγματα
με τ’ όνομά τους, έριχνε τις ευθύνες στους πλούσιους οι οποίοι είχαν
προδώσει το λαό για την αγάπη του κέρδους:
«Πρέπει να μπει τέλος στην κερδοσκοπία με τα
χρήματα των άλλων (…) Οι αξίες έπεσαν σε απίθανα χαμηλά επίπεδα, τα
μαραμένα φύλλα του δέντρου της βιομηχανικής επιχείρησης κείτονται
παντού.
Οι αγρότες δεν βρίσκουν αγορές για τα προϊόντα
τους. Οι πολύχρονες αποταμιεύσεις χιλιάδων οικογενειών έχουν χαθεί. Και
το σπουδαιότερο, τα πλήθη των άνεργων πολιτών αντιμετωπίζουν οξύτατο το
πρόβλημα της ύπαρξης, ενώ άλλοι τόσοι εργάζονται σκληρά και αμείβονται
ελάχιστα.
Ο πρωταρχικός μεγάλος στόχος μας είναι να δοθεί
εργασία στο λαό. Είμαι έτοιμος, στο πλαίσιο του συνταγματικού μου
δικαιώματος, να προτείνω τα μέτρα που απαιτούνται για ένα πάσχον έθνος
μέσα σ’ έναν πάσχοντα κόσμο».
Ενθουσιασμός κυρίευσε τη χώρα, πλησίαζε το
συναίσθημα της ευτυχίας, τις πρώτες μέρες του New Deal (Νέα Συμφωνία),
καθώς τα νομοσχέδια και οι νόμοι διαδέχονταν ο ένας τον άλλο […]
Ανακούφιση, ανάρρωση, μεταρρύθμιση ήταν οι λέξεις – κλειδιά του New
Deal.
Ξεκίνησαν τεράστια δημόσια έργα στα οποία βρήκαν
δουλειά χιλιάδες άτομα.
Πρώτα ψηφίστηκε ο νόμος για την έκτακτη ανάγκη στις
τράπεζες, ο οποίος ανέστειλε τη λειτουργία κάθε τράπεζας μέχρι να δοθεί
άδεια από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση ή μέχρι ν’ αναδιοργανωθούν υπό
ομοσπονδιακή επίβλεψη.
Ψηφίστηκαν επειγόντως νόμοι οι οποίοι εμπόδιζαν τις
παρερμηνείες και τις απάτες στην πώληση των μετοχών, καθώς και τη
χρησιμοποίηση χρημάτων τρίτων για κερδοσκοπία από τη Wall Street.
Εκστρατεία ενσωμάτωσης
Συστάθηκε το Σώμα Προστασίας Πολιτών (CCC), το
οποίο παρείχε εργασία στους φτωχούς νέους της χώρας.
Ψηφίστηκε ο ΑΑΑ, ο νόμος για την αγροτική
αναπροσαρμογή, με σκοπό να βοηθήσει τους δοκιμαζόμενους αγρότες.
Ο νόμος για την εθνική βιομηχανική ανάκαμψη, ο
NIRA, με την παράγραφο 7(Α) άνοιγε το δρόμο για την ελεύθερη οργάνωση
των εργατών σε συνδικάτα της αρεσκείας τους.
Η κρίση του 1929 – 1933 και το «New Deal»
(Προπαγανδιστικές αφίσες για το «New Deal»)
Ο νόμος Γουόγκνερ για τις εθνικές εργασιακές
σχέσεις εξασφάλιζε για πρώτη φορά το δικαίωμα των μισθωτών για
συλλογικές διαπραγματεύσεις, καθώς και το δικαίωμα της απεργίας,
απαγορεύοντας στους εργοδότες τις εξαναγκαστικές αντισυνδικαλιστικές
δραστηριότητες.
Ο νόμος, τέλος, για τις δίκαιες εργασιακές αρχές
καθόριζε το ανώτατο όριο των ωρών εργασίας και τους κατώτατους μισθούς
και ρύθμιζε την παιδική εργασία σε διαπολιτειακό επίπεδο.
Σκοπός του Ρούζβελτ και του New Deal ήταν η διάσωση
του απειλούμενου καπιταλιστικού συστήματος […]
Από τις πρώτες ενέργειες του New Deal, όπως είπαμε,
ήταν η ψήφιση του νόμου για την εθνική βιομηχανική ανάκαμψη (NIRA) το
1933.
Προηγήθηκε η εκστρατεία για την κατάρτιση του
νομοσχεδίου, κατά την οποία η χώρα τέθηκε πάλι σε κίνηση μέσα σ’ ένα
γενικό πανδαιμόνιο.
[…] Η ανάκαμψη της βιομηχανίας επρόκειτο να
συντελεστεί μέσα από την αυτοτελή οργάνωση κάθε κλάδου υπό την κρατική
επίβλεψη.
Προβλεπόταν να εξαλειφθεί ο καταστροφικός
ανταγωνισμός, να υιοθετηθούν δίκαιες αρχές και μέθοδοι, ν’ αυξηθεί η
αγοραστική δύναμη με την αύξηση των μισθών, να συμφωνηθούν κατώτατα
επίπεδα μισθών και ωρών εργασίας.
Όμως, η καρδιά του νόμου από την πλευρά της
εργατικής τάξης ήταν η παράγραφος η οποία όριζε ρητά ότι επιτρεπόταν
στους εργάτες να διεξάγουν συλλογικές διαπραγματεύσεις μέσω αντιπροσώπων
της αρεσκείας τους.
Ο μέσος εργάτης αρχικά είδε το NIRA ως μια ευκαιρία
ν’ αυξήσει το μισθό του, να βελτιώσει το ωράριο εργασίας και να
δημιουργήσει συνδικάτο που θα προστάτευε τα δύο προηγούμενα […]
Κερδισμένοι και χαμένοι στην εποχή των
ψευδαισθήσεων
Ο νόμος για τη βιομηχανική ανάκαμψη (NRA), έλεγαν
οι εργάτες παραφράζοντας τα αρχικά του, αποδείχτηκε «νόμος τρέχα
γύρευε».
Μέχρι το 1935 περισσότερα από 600 ομοσπονδιακά
τοπικά συνδικάτα οδηγήθηκαν από την απογοήτευση στη διάλυση.
Η κρίση του 1929 – 1933 και το «New Deal» (Αμερικανός εργάτης δίπλα σε
πινακίδα που πληροφορεί ότι το έργο χρηματοδοτείται στο πλαίσιο του «New
Deal»)
Οι μισθοί στο χάλυβα κυμαίνονταν γύρω στα 560
δολάρια το χρόνο, δηλαδή το 1/3 περίπου των 1.500 δολαρίων, που ήταν το
κατώτατο επίπεδο συντήρησης μιας οικογένειας σύμφωνα με κυβερνητικά
στοιχεία. Στη βιομηχανία
ηλεκτρισμού ο μέσος μισθός ήταν 50 σεντς την ώρα, ενώ η συνηθισμένη
αμοιβή για εργασία μίας βδομάδας ήταν 10 δολάρια.
Το 1934 ο μέσος ετήσιος μισθός στην
αυτοκινητοβιομηχανία ήταν μικρότερος από 1.000 δολάρια […] Είχε περάσει
η εποχή των ψευδαισθήσεων.
[…] Το Δεκέμβρη του 1936 και το Γενάρη του 1937 το
προσωπικό των περισσότερων ξενοδοχείων της Νέας Υόρκης προκήρυξε απεργία
αφήνοντας τους πελάτες ν’ ανεβαίνουν στα δωμάτιά τους από τις σκάλες, να
στρώνουν τα κρεβάτια τους, να μαγειρεύουν και να σερβίρονται μόνοι τους.
Παράλληλα, οι καλλιτέχνες του WPA μάχονταν με την
αστυνομία στη διάρκεια μιας καθιστικής απεργίας, αρνούμενοι ν’ αδειάσουν
το κτίριο της WPA.
Ενώ οι ζωγράφοι και οι γλύπτες πάλευαν με νύχια και
με δόντια, οι απεργοί τζαμάδες της AFL πετούσαν μπουλόνια μηχανών στα
παράθυρα των κτιρίων κι έσπαγαν τα τζάμια σε ολόκληρη την πόλη.
Στο λιμάνι απεργούσαν οι ναυτικοί –οι οποίοι σε
λίγο θα ίδρυαν το Εθνικό Συνδικάτο Ναυτικών– και αντιμετώπιζαν τα
δακρυγόνα, τις βόμβες, τα πολυβόλα και τα γκλομπς. Το κύμα των απεργιών
απλώθηκε σε όλη τη χώρα.
Η κρίση του 1929 – 1933 και το «New Deal» για τα
κέρδη των μονοπωλίων
[…] Από το 1938 τα μονοπώλια είχαν ανακτήσει τις
δυνάμεις τους […] Όπως προειδοποίησε και ο Πρόεδρος Ρούζβελτ το 1938, η
κρίση είχε φέρει βάσανα στο λαό, αλλά και πολλές ευκαιρίες πλουτισμού
για τις μεγάλες εταιρείες. Τα μονοπώλια αναπτύσσονταν σταθερά σε δύναμη
και συγκέντρωση.
Στις 29 Απρίλη ο Πρόεδρος είπε στο Κογκρέσο:
«Η στατιστική ιστορία της σύγχρονης εποχής
αποδεικνύει ότι σε καιρούς οικονομικών κρίσεων επιταχύνεται ο ρυθμός της
συγκέντρωσης των επιχειρήσεων. Τότε η μεγαλύτερη επιχείρηση έχει
περισσότερες ευκαιρίες να μεγαλώσει και άλλο σε βάρος των μικρότερων
ανταγωνιστών της, οι οποίοι εξασθενούν από τις οικονομικές
αντιξοότητες».
[…] Ως αποτέλεσμα, είπε ο Πρόεδρος αναφερόμενος σε
κυβερνητικά στοιχεία του 1935, το 0,1% των εταιρειών της χώρας πήρε το
50% των συνολικών καθαρών κερδών.
Και ένα ποσοστό μικρότερο από το 4% των εταιρειών,
δηλαδή οι πραγματικοί γίγαντες που εξαπέλυαν επιθέσεις ενάντια στη CIO,
είχε πάρει το 84% των συνολικών κερδών όλων των εταιρειών της χώρας.
Και συνέχισε:
«Το 47% όλων των αμερικανικών οικογενειών και
των ατόμων που ζουν μόνοι τους είχε ετήσιο εισόδημα μικρότερο των 1.000
δολαρίων. Στο άλλο άκρο της κλίμακας, ποσοστό μικρότερο από το 1,5% των
οικογενειών της χώρας είχε εισοδήματα τα οποία σε δολάρια και σεντς
έφταναν τα συνολικά εισοδήματα του 47% του χαμηλού σημείου της
κλίμακας».
Αίμα και χρυσάφι
[…] Η κρίση που επέστρεψε το 1938, επρόκειτο να
συνεχιστεί μέχρι την αναζωογόνηση της βιομηχανίας χάρη στα συμβόλαια για
πολεμικό και υλικό εξοπλισμό στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Η κρίση του 1929 – 1933 και το «New Deal» (Απεργοί
στο τέλος των ψευδαισθήσεων)
[…] Τα 117 δισεκατομμύρια δολάρια των πολεμικών
συμβολαίων – 117 δισεκατομμύρια από χρήματα των φορολογούμενων πολιτών –
πήγαν σε 100 από τις μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας. Τα κέρδη των
εταιρειών ανέβηκαν σε πρωτόγνωρα ύψη, 250% υψηλότερα από τα προπολεμικά
επίπεδα, ενώ οι τιμές ανέβηκαν κατά 45% και οι μισθοί πάγωσαν στο 15%
πάνω από το επίπεδο του 1941 […]
Στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου η
αμερικανική μεγάλη επιχείρηση, ήδη η ισχυρότερη συγκέντρωση κεφαλαίου
στον κόσμο, έκανε άλλο ένα τεράστιο άλμα προς νέα δισεκατομμύρια και νέα
δύναμη. Συγκεντροποιήθηκε ταχύτατα σε μια ακόμα μικρότερη ομάδα.
Μια αναφορά της κοινοπραξίας μικρότερων πολεμικών
βιομηχανιών προς την Επιτροπή της Γερουσίας για τη Μικρή Επιχείρηση
(79th Congress, 2d Sess. Document 206) περιγράφει τη διαδικασία:
«Όχι λιγότερο από το 83,4% του ποσού των υπό
ιδιωτική διαχείριση, αλλά υπό κρατική χρηματοδότηση βιομηχανικών
διευκολύνσεων απορροφήθηκε από 168 εταιρείες. Οι 100 μεγαλύτερες
απορρόφησαν ακριβώς το 75% του ποσού. Το μισό σχεδόν (49,3%) απορρόφησαν
οι πρώτες 25».
Ακόμα, σχεδόν 2 δισεκατομμύρια δολάρια των
φορολογούμενων πολιτών δόθηκαν στις αμερικανικές εταιρείες για έρευνα,
πέρα από την έρευνα για την ατομική βόμβα. 68 από τις μεγαλύτερες
εταιρείες εισέπραξαν τα 2/3 του ποσού.
Με τη λήξη του πολέμου, οι 250 μεγαλύτερες
εταιρείες απέκτησαν επίσημα την κυριότητα του 70% των νέων εργοστασίων,
των χτισμένων με τα χρήματα των φορολογουμένων.
Αφού είχαν κερδίσει δισεκατομμύρια από τη χρήση
τους, πλήρωσαν το 60% περίπου της αρχικής αξίας τους.
Ολοκληρώνεται με το Δ’ Μέρος