Δημήτρης Στρατούλης

Στέλεχος ΛΑΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

π. Βουλευτής και Υπουργός

Κατώτατος μισθός:

Πάγωμα και «Αύξηση» – εμπαιγμός για τους χαμηλόμισθους – φτωχούς εργαζόμενους.


 

Η κυβέρνηση Παπαδήμου, που στηριζόταν σε ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΛΑΟΣ, στα πλαίσια των μνημονίων κατάργησε στις 28-2-2012 με Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ) την ισχύουσα τότε Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και μείωσε τον κατώτατο μηνιαίο μισθό από τα 751 ευρώ μικτά στα 586 ευρώ (500 ευρώ καθαρά) και στα 511 ευρώ (430 καθαρά) για τους νέους κάτω των 25 ετών, οδηγώντας σε οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση του χαμηλόμισθους και τους νέους εργαζόμενους, αλλά και όσους/ες έπαιρναν 18 κοινωνικά επιδόματα φτώχειας και ανεργίας, που υπολογίζονταν με βάση το επίπεδο του κατώτατου μισθού.

Η επόμενη κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου, που στηριζόταν από ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, με το νόμο 4172/2013 κατάργησε, ουσιαστικά, το θεσμό της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, αφού, πλέον, ο κατώτατος μισθός δεν θα καθοριζόταν μετά από συλλογικές διαπραγματεύσεις και συλλογική συμφωνία της ΓΣΕΕ με τους εργοδοτικούς φορείς, αλλά με απόφαση του εκάστοτε Υπουργού Εργασίας, που θα μπορούσε με βάση τους οικονομικούς δείκτες της χώρας να αποφασίζει ακόμα και μείωσή του.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κράτησε παγωμένο επί τέσσερα χρόνια τον κατώτατο μηνιαίο μισθό σε αυτά τα μνημονιακά επίπεδα φτωχοποίησης. Τον αύξησε προεκλογικά, το 2019, στα 650 ευρώ, με την εφαρμογή του μνημονιακού νόμου (ν. 4172/2013), δηλαδή με απόφαση της Υπουργού Εργασίας και όχι με Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Δεν τήρησε την προεκλογική δέσμευσή της για επαναφορά του στα 751 ευρώ μηνιαία.

Η κυβέρνηση της ΝΔ αξιοποίησε και συνεχίζει να αξιοποιεί την πανδημία ως ευκαιρία για επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα, για προώθηση χαριστικών ρυθμίσεων σε μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα και για ικανοποίηση διαχρονικών απαιτήσεων του ΣΕΒ για πλήρη εργοδοτική ασυδοσία.

Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής της, ψήφισε, πρόσφατα, νέο αντεργατικό νόμο με τον οποίο ακύρωσε στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα, που είχαν περισωθεί από τα μνημόνια, όπως το 8ωρο, και άλλαξε προς το χειρότερο το νόμου 1264/1982, 39 χρόνια μετά τη θέσπισή του, περιορίζοντας το συνδικαλιστικό και απεργιακό δικαίωμα.

Επίσης, πριν από λίγες ημέρες, αποφάσισε μηδενική «αύξηση» (0%) στον κατώτατο μισθό μέχρι το τέλος του 2021 και «αύξηση» - ντροπή ΜΟΝΟ 2%, δηλαδή 0,43€ την ημέρα, από 1-1-2022!

Κι αυτό το έπραξε, αδιάντροπα, όταν οι εκατοντάδες χιλιάδες φτωχοί εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, έχασαν την περίοδο 2012-2019 περίπου 6 δις ευρώ από τη δραστική μείωση και το «πάγωμά» του στα 584 ευρώ (μεικτά) και από το αίσχος του «υποκατώτατου» μισθού των 510 ευρώ (μεικτά) για νέους και νέες κάτω των 25 ετών. Όταν οι δικαιούχοι των κοινωνικών επιδομάτων φτώχιας και ανεργίας, τα οποία εξαρτώνται από το ύψος τού κατώτατου μισθού, έχασαν περίπου 2 δις ευρώ. Όταν με τον πρόσφατο αντεργατικό νόμο μείωσε το εισόδημα των εργαζομένων έως και 35% επιτρέποντας τις απλήρωτες υπερωρίες.

Επομένως, η κυβέρνηση με την απόφασή της για τον κατώτατο μισθό εμπαίζει όσους και όσες φτωχοποιήθηκαν από τις μνημονιακές πολιτικές, που ίδια εφάρμοσε και εφαρμόζει, αφού τους διατηρεί σε επίπεδα φτώχιας. Επίσης, υπονομεύει την όποια προοπτική οικονομικής επανεκκίνησης της χώρας μετά την πανδημία αφού, ουσιαστικά, διατηρεί την αγοραστική δύναμη εκατοντάδων χιλιάδων οικογενειών «παγωμένη» σε επίπεδα οικονομικής εξαθλίωσης.

Οι εργαζόμενοι/ες θα δώσουν στην κυβέρνηση την δική τους απάντηση με την ανάπτυξη των αγώνων τους για να αποκρούσουν και να ακυρώσουν τις πολιτικές της λιτότητας. Για την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα προ των μνημονίων επίπεδα, δηλαδή στα 751 ευρώ μικτά τον μήνα, και την εν συνεχεία αύξησή του, ώστε να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων. Για επαναφορά του θεσμού της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, ώστε ο κατώτατος μισθός να καθορίζεται με συλλογικές διαπραγματεύσεις και όχι με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας. Για την αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και των εργασιακών δικαιωμάτων, που καταργήθηκαν από τις μνημονιακές πολιτικές. Για δραστική μείωση του χρόνου εργασίας χωρίς μείωση των αποδοχών (35ωρο – 7ωρο στην προοπτική 30ωρου – 6ώρου).