Γιάννης Τόλιος
Euro-Memo
29th Annual Conference on Alternative Economic Policy in Europe
«War, the climate catastrophe and the crisis of social reproduction:
How should the EU cope with the polycrisis?»
(University of Naples ‘Parthenope’ 27 - 28 September 2023)
Εισήγηση με θέμα:
«Η μετάβαση σε ένα πολυπολικό κόσμο. Ο ρόλος της ΕΕ και η θέση της
Ελλάδας»
Γιάννης Τόλιος, Δρ Οικονομικών, ερευνητής-συγγραφέας, Συντονιστής
Μαρξιστικού Κέντρου Έρευνας «ΜΑΧΩΜΕ», στην Αθήνα
https://euromemo-eu.hel10.wp-cloud.dev/wp-content/uploads/2023/09/EuroMemo-Summit-2023,
Εισαγωγή
Τα φαινόμενα «απο-παγκοσμιοποίησης» και οι τάσεις «απο-δολαριοποίησης»
έχουν ενταθεί την τελευταία δεκαετία. Η αυξανόμενη χρήση των οικονομικών
κυρώσεων ως όπλου γεωπολιτικού και οικονομικού ανταγωνισμού εκ μέρους
των ΗΠΑ, της ΕΕ και των στενών τους συμμάχων (G-7),
σε βάρος κυρίως των χωρών
BRICS
και ιδιαίτερα της Ρωσίας με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, τροφοδοτούν
γεωπολιτικές εντάσεις και δημιουργούν κινδύνους γενικότερης ανάφλεξης σε
πλανητικό επίπεδο. Οι χώρες και οι λαοί της ΕΕ και ιδιαίτερα της
Ευρωζώνης μαζί της Ελλάδας, βιώνουν τις αρνητικές συνέπειες των
εντεινόμενων γεωπολιτικών ανταγωνισμών και της αυξανόμενης υποταγής των
ευρωπαϊκών ελίτ στις στρατηγικές επιλογές της κυρίαρχης ελίτ των ΗΠΑ,
που επιδιώκουν διατήρηση της παγκόσμιας ηγεμονίας τους. Η ανάγκη
μετάβασης σε ένα «πολυ-πολυπολικό κόσμο», με την εφαρμογή πολιτικής
ισότιμης οικονομικής συνεργασίας μεταξύ χωρών, ειρηνικής επίλυσης των
διαφορών με βάση το διεθνές δίκαιο και σεβασμό της αρχής της αμοιβαίας
ασφάλειας, θα μπορούσαν να ανοίξουν ελπιδοφόρες προοπτικές για όλες τις
χώρες και λαούς, ιδιαίτερα της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Ι) Τάσεις «απο-παγκοσμιοποίησης» και «απο-δολαριοποίησης» των οικονομιών
Η κυρίαρχη θέση του δολαρίου στον κόσμο σε όλη την μεταπολεμική περίοδο,
ήταν προϊόν τόσο της «de
jure»
θεσμοθέτησης του ως βασικού αποθεματικού νομίσματος στη διεθνή διάσκεψη
του
Bretton
Woods
(1944),[1]
όσο και της
«de
facto»
δεσπόζουσας θέσης των ΗΠΑ στη διεθνή οικονομία και αντίστοιχα του
δολαρίου στις διεθνείς χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Μετά
την κατάρρευση του συστήματος
Bretton
Woods
(1971) και το πέρασμα στο σύστημα των «κυμαινόμενων ισοτιμιών», η
ηγεμονική θέση του δολαρίου διατηρήθηκε, τόσο μέσω των «πετροδολαρίων»
(πώληση πετρελαίου από ΟΠΕΚ σε δολάρια) όσο και της πολιτικής του ΔΝΤ
και της Παγκόσμιας Τράπεζας, καθώς και την προώθηση του νεοφιλελεύθερου
μοντέλου διαχείρισης και «νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης» του
συστήματος, η οποία από μαρξιστική άποψη, αποτελεί κυρίαρχη
ιμπεριαλιστική έκφραση του σύγχρονου μονοπωλιακού κεφαλαίου. Παράλληλα
οι αλλαγές στη Σοβιετική Ένωση και στις άλλες χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης (αρχές δεκαετίας ’90), οδήγησαν σε κατάρρευση του «διπολισμού»
και της ενίσχυσης της «μονοπολικής» και ηγεμονικής θέσης των ΗΠΑ και
αντίστοιχα του δολαρίου στη διεθνή οικονομία.
Ωστόσο υπό την επίδραση του νόμου της ανισόμετρης καπιταλιστικής
ανάπτυξης και της σχετικής ενίσχυσης της θέσης της ΕΕ με τη δημιουργία
του ευρώ, καθώς και της θέσης άλλων χωρών, ιδιαίτερα των αναδυόμενων
οικονομιών (Κίνας, Ρωσίας, Ινδίας κλπ), εμφανίστηκαν από τις αρχές του
21ου αιώνα, τάσεις αμφισβήτησης του «μονοπολισμού» των ΗΠΑ
και της ηγεμονικής θέσης του δολαρίου στις διεθνείς σχέσεις. Η
γενικευμένη κρίση του συστήματος το 2008, ενέτεινε τις αλλαγές των
γεωπολιτικών συσχετισμών και τις διαδικασίες «αποπαγκοσμιοποίησης»[2]
και «αποδολαριοποίησης»,[3]
καθώς και τις τάσεις αμφισβήτησης του «μονοπολισμού» των ΗΠΑ, προς την
κατεύθυνση αναζήτησης δρόμων μετάβασης σε ένα «πολυ-πολικό σύστημα»
διεθνών οικονομικών σχέσεων. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά της
Κριστίν
Λαγκάρντ, επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), στην
ομιλία της (Μάρτιος 2023) στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων των ΗΠΑ στη
Νέα Υόρκη όπου έκανε ορισμένες σημαντικές επισημάνσεις.
Ειδικότερα ανάφερε ότι,
«Η παγκόσμια
οικονομία διέρχεται μια περίοδο μετασχηματιστικών αλλαγών.
Μετά την
πανδημία, τον αδικαιολόγητο πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, την
«οπλοποίηση» της ενέργειας, την ξαφνική επιτάχυνση του πληθωρισμού,
καθώς και τον αυξανόμενο ανταγωνισμό μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και
της Κίνας, οι τεκτονικές πλάκες της γεωπολιτικής μετατοπίζονται
ταχύτερα….
Γινόμαστε
μάρτυρες ενός κατακερματισμού της παγκόσμιας οικονομίας σε ανταγωνιστικά
μπλοκ, με κάθε μπλοκ να προσπαθεί να τραβήξει όσο μεγαλύτερο μέρος του
υπόλοιπου κόσμου πιο κοντά στα αντίστοιχα στρατηγικά του συμφέροντα και
κοινές αξίες.».[4]
Απέναντι στις τάσεις αποδυνάμωσης και αμφισβήτησης της ηγεμονίας των ΗΠΑ
και του δολαρίου,[5]
υπήρξαν εκ μέρους των ΗΠΑ μέτρα αποτροπής και ανάσχεσης των τάσεων, με
τη μορφή «εμπορικού πολέμου» και τη διεύρυνση των «οικονομικών κυρώσεων»
για πολιτικούς λόγους σε μια σειρά χώρες. Ειδικότερα ο πρόεδρος
Ντ.Τράμπ, κάνοντας σημαία το σύνθημα «πρώτα η Αμερική», επέβαλε δασμούς
και τέλη, σε μεγάλο φάσμα εμπορικών ανταλλαγών, τόσο σε παραδοσιακούς
συμμάχους (Γερμανία, Γαλλία, κλπ) και άλλες φιλικές χώρες (Ιαπωνία,
Μεξικό, κά), όσο ιδιαίτερα προς την Κίνα.[6]
Παράλληλα εντάθηκαν οι «οικονομικές κυρώσεις» ως «οικονομικό όπλο»
επιβολής και τιμωρίας, τόσο σε «παραδοσιακούς εχθρούς» (πχ. Κούβα,
Βενεζουέλα, Ιράν, Συρία, κά), όσο κυρίως κατά της Ρωσίας, με αφορμή τον
πόλεμο στην Ουκρανία. Ωστόσο τα συγκεκριμένα μέτρα ενίσχυσαν τις τάσεις
«αποπαγκοσμιοποίησης» και «αποδολαριοποίησης», αποδυναμώνοντας τελικά
τον ηγεμονικό ρόλο των ΗΠΑ διεθνώς. Όπως επισημαίνουν αμερικανοί
επίσημοι,
οι ΗΠΑ βασιζόμενες όλο και περισσότερο στο δολάριο για να δώσουν τις
γεωπολιτικές τους μάχες, όχι μόνο κινδυνεύουν να πλήξουν την εξέχουσα
θέση του δολαρίου στις παγκόσμιες αγορές, αλλά υπονομεύουν τελικά την
ικανότητά τους να ασκούν επιρροή στην παγκόσμια σκηνή.
[7]
Ταυτόχρονα σημαντικός παράγοντας ενίσχυσης των συγκεκριμένων τάσεων,
αποτελεί η πολιτική της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ (Federal
Reserve-Fed),
η οποία μέσω της πολιτικής επιτοκίων (άλλοτε με «πιστωτική χαλάρωση» και
άλλοτε με «πιστωτικό σφίξιμο»), εντείνει την αστάθεια του διεθνούς
χρηματοπιστωτικού συστήματος και τελικά του ίδιου του δολαρίου.
Η διεθνής κυριαρχία του δολαρίου σημαίνει ότι τα αμερικανικά επιτόκια
έχουν αντίκτυπο σε ξένες οικονομίες με πολλούς τρόπους. Μπορούν να
πυροδοτήσουν εκροές κεφαλαίων, να αυξήσουν το κόστος δανεισμού, να
οδηγήσουν σε υποτίμηση των τοπικών νομισμάτων, κά.
Ειδικότερα η μεγάλη πιστωτική επέκταση και τα χαμηλά επιτόκια για κάλυψη
αυξημένων κρατικών δαπανών (κυρίως εξοπλιστικών),[8]
ενισχύουν την χρηματοπιστωτική «φούσκα»[9]
διεθνώς, διογκώνοντας από τη μια το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ (άγγιξε τα 32
τρις δολάρια
από
10 τρις δολάρια το 2008), ενώ από την άλλη η αύξηση των επιτοκίων για
συγκράτηση του πληθωρισμού, κάνουν ακριβότερο τον κρατικό δανεισμό και
την εξυπηρέτηση του χρέους, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στις άλλες χώρες,
ιδιαίτερα τις υπερχρεωμένες,[10]
δημιουργώντας πρόσθετες τάσεις «αποδολαριοποίησης» και ενίσχυσης των
συναλλαγών σε τοπικά (εθνικά) νομίσματα μεταξύ των αναδυόμενων
οικονομιών.
ΙΙ) Οικονομικές κυρώσεις, «αποδολαριοποίηση» και ο ρόλος των
BRICS
Ωστόσο ισχυρός παράγοντας ενίσχυσης των τάσεων «αποδολαριοποίησης»,
είναι η «οπλοποίηση» των οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας και κατά
χωρών, προσώπων και «οικονομικών οντοτήτων» που συνεργάζονται μαζί της.
Ειδικότερα η επιβολή πολύμορφων οικονομικών κυρώσεων
(ενεργειακούς
πόρους, μεταφορές, οικονομικές συναλλαγές, ψηφιακές εφαρμογές, μέσα
ενημέρωσης, τουριστικά ταξίδια κ.λπ)[11]
και ο αποκλεισμός των ρωσικών τραπεζών από το διεθνές σύστημα πληρωμών
SWIFT,
καθώς και το «πάγωμα»
κρατικών περιουσιακών της στοιχείων ύψους
350 δις δολαρίων σε χρυσό και συνάλλαγμα στις δυτικές τράπεζες,[12]
έχουν μειώσει γενικά την εμπιστοσύνη στο νομισματικό σύστημα που
βασίζεται στο δολάριο. Ταυτόχρονα οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας χωρίς
να επιφέρουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα,[13]
έπληξαν κυρίως τις ευρωπαϊκές χώρες και τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις
και τελικά έγιναν «μπούμερανγκ» κατά των ΗΠΑ, εντείνοντας τις τάσεις
«αποδολαριοποίησης». Η Ρωσία με αναπροσανατολισμό των διεθνών της
συναλλαγών προς τις χώρες
BRICS
και τις αναδυόμενες οικονομίες, πέτυχε να αμβλύνει τις συνέπειες των
κυρώσεων και σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ το 2023 θα έχει ανάπτυξη
1,5%, ενώ οι χώρες της ΕΕ προβλέπεται να κινηθούν γύρω στο 1%, καθώς και
με υψηλό πληθωρισμό.
Ειδικότερα οι κυρώσεις
ενίσχυσαν τη δυσπιστία πολλών χωρών του
Παγκόσμιου Νότου στη
διατήρηση των αποθεματικών τους σε δολάρια
και επιδιώκουν την ανάπτυξη διμερών εμπορικών σχέσεων εκτός
«επικράτειας» δολαρίου. Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό παίζουν οι 5 χώρες
των
BRICS
(Βραζιλία-Ρωσία-Ινδία-Κίνα-Ν.Αφρική) και γύρω τους μια σειρά άλλες
συνεργαζόμενες χώρες που επιθυμούν την ένταξη τους στο ευρύτερο πλαίσιο
της ομάδας των «BRICS
Plus»
(BRICS+).[14]
Οι αναπτυσσόμενες χώρες βλέπουν την ομάδα
BRICS,
ως σανίδα σωτηρίας από τις προσπάθειες των δυτικών χωρών με επικεφαλής
τις ΗΠΑ, να ελέγξουν τις οικονομίες τους.
Τελικά η πολιτική των εκτεταμένων οικονομικών κυρώσεων από τις ΗΠΑ και
τους στενούς συμμάχους τους, προς χώρες που αποτελούν το 42% του
παγκόσμιου πληθυσμού, παράγουν 31,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ και κατέχουν το
40% των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου,
καθώς η αυξανόμενη εκτύπωση δολαρίων από τη
FED
για στήριξη των κρατικών δαπανών των αμερικανικών κυβερνήσεων,
σε συνδυασμό με τις επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων για τη συγκράτηση
του πληθωρισμού, ενισχύουν τις τάσεις «αποδαλοριοποίησης». Παρ’ ότι η συγκεκριμένη τάση
είναι μη αντιστρέψιμη, ωστόσο δεν
μπορεί να πραγματοποιηθεί άμεσα και δραστικά, αλλά σε βάθος χρόνου.
Σύμφωνα με την
Morgan
Stanley,[15]
ο
κατεστημένος ρόλος του αμερικάνικου δολαρίου
στην παγκόσμια οικονομία, είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί άμεσα και
δραστικά, για τους εξής βάσιμους λόγους:
Το δολάριο ΗΠΑ παραμένει κυρίαρχο «μέσο συναλλαγής» στον κόσμο ή
ως μέσο αγοράς και πώλησης αγαθών. Τον Μάρτιο 2023 αντιπροσώπευε το
41,7% των πληρωμών, ακολουθούμενο από το ευρώ, ενώ το κινεζικό ρενμίνμπι
(RMB)
χρησιμοποιήθηκε μόλις στο 2,4% των πληρωμών
SWIFΤ.
Επίσης το δολάριο παραμένει η κύρια «λογιστική μονάδα»
παγκοσμίως, πράγμα που σημαίνει ότι είναι ο τυπικός τρόπος με τον οποίο
οι εμπορικοί εταίροι μετρούν την αξία των αγαθών και των υπηρεσιών που
ανταλλάσσονται. Στο διάστημα 1999-2019, το δολάριο ΗΠΑ αντιπροσώπευε το
96% των εμπορικών τιμολογίων στην Αμερική, το 74% στην περιοχή
Ασίας-Ειρηνικού και το 79% στον υπόλοιπο κόσμο. Η μόνη εξαίρεση ήταν
στην Ευρώπη, όπου το € έγινε το κύριο νόμισμα τιμολόγησης εμπορευμάτων.
Επίσης το δολάριο θεωρείται ευρέως αξιόπιστο «απόθεμα αξίας» ή
ασφαλές καταφύγιο.
Λόγω αυτής της σταθερότητας, το δολάριο συγκριτικά με άλλα νομίσματα, το
δολάριο αντιπροσωπεύει σχεδόν το 60% των συναλλαγματικών αποθεμάτων
(δηλαδή, νομίσματα που κατέχουν οι κεντρικές τράπεζες για να βοηθήσουν
στη διαχείριση του νομισματικού συστήματος και της συναλλαγματικής
ισοτιμίας της χώρας τους). Επιπλέον, περισσότερες από 65 χώρες συνδέουν
το νόμισμά τους με το δολάριο ΗΠΑ. Από την άλλη
δεν υπάρχει προς το παρόν
άλλη βιώσιμη εναλλακτική λύση.
Παρ’ ότι ορισμένα νομίσματα συζητούνται ως πιθανοί ανταγωνιστές του
δολαρίου, κανένα δεν μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστη εναλλακτική λύση -
τουλάχιστον όχι ακόμη. Το ευρώ είναι το δεύτερο μεγαλύτερο αποθεματικό
νόμισμα στον κόσμο, αλλά αντιπροσωπεύει το 21% των συναλλαγματικών
αποθεμάτων έναντι σχεδόν 60% του δολαρίου, ενώ το ρενμίνμπι της Κίνας
αντιπροσωπεύει πολύ μικρό μέρος των συναλλαγματικών αποθεμάτων.
Όπως σημειώνουν ορισμένοι αναλυτές,[16]
το δολάριο (και
σε μικρότερο βαθμό το ευρώ) παραμένει κυρίαρχο στις διεθνείς πληρωμές.
Το δολάριο δεν αντικαθίσταται σταδιακά από το ευρώ, ή το γιεν, ή ακόμα
και το κινεζικό ρενμίνμπι, αλλά από μια παρτίδα δευτερευόντων
νομισμάτων.
Σύμφωνα με το
ΔΝΤ, το μερίδιο των αποθεματικών που διατηρούνται σε δολάρια ΗΠΑ από τις
κεντρικές τράπεζες έχει μειωθεί κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες (από 71 τοις
εκατό το 1999 σε 59 τοις εκατό το 2021).
Το δολάριο και
η ηγεμονία του δεν απειλούνται ακόμη, επειδή το 50-60% των
βραχυπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων των ΗΠΑ που κατέχονται από το
εξωτερικό είναι στα χέρια κυβερνήσεων, με ισχυρούς δεσμούς με τις
Ηνωμένες Πολιτείες.
Κατά συνέπεια οι ρυθμοί «αποδολαριοποίησης», ουσιαστικά θα εξαρτηθούν
από την οικοδόμηση εναλλακτικών λύσεων που θα οδηγούν σε νέο ποιοτικά
πλαίσιο οικονομικών σχέσεων και μετάβασης σε ένα «πολυπολικό» σύστημα
γεωπολιτικών ισορροπιών.
Οι
BRICS+
επιχειρούν μια ρεαλιστική προσέγγιση στην «αποδολαριοποίηση» των διεθνών
συναλλαγών και των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων. Με βάση τη
χερσαία επιφάνεια, οι
BRICS
κατέχουν το 30% της Γης και τους φυσικούς πόρους που περιέχονται σ’ αυτό
το τμήμα της και έχουν συνολικό πληθυσμό 3,2 δισεκατομμυρίων ανθρώπων ή
το 40% του πληθυσμού της Γης. Με κάθε δείκτη - πληθυσμός, εδαφική
έκταση, παραγωγή ενέργειας, ΑΕΠ, παραγωγή τροφίμων και πυρηνικά όπλα -
οι
BRICS,
αποτελούν μια ουσιαστική και αξιόπιστη εναλλακτική λύση στη δυτική
ηγεμονία.[17]
ΟΙ εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των
BRICS,
έφτασαν το 2022 τα
162 δις δολάρια ΗΠΑ, ενώ όσον αφορά το μερίδιό τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ,
ξεπέρασαν πέρυσι τις χώρες
G-7,
εκπροσωπώντας συνολικά το 31,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ το μερίδιο των
G-7
έχει μειωθεί στο 30%, τάση που αναμένεται να συνεχιστεί.[18]
Σε
αντίθεση με τις δυτικοκεντρικές ομάδες (ΗΠΑ, ΕΕ και
G-7),
οι
BRICS
είναι ένας νέος οργανισμός που βασίζεται στις αρχές της ισότητας, του
αμοιβαίου σεβασμού, της συναίνεσης, της εταιρικής υποστήριξης, της μη
επέμβασης, του σεβασμού των συμφερόντων του άλλου και της αυστηρής
τήρησης του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, σε όλες τις αρχές και σε όλες τις
σχέσεις τους. Σύμφωνα με τις
διακηρύξεις τους, επιδιώκουν τη δημιουργία νομίσματος που θα
υποστηρίζεται από χρυσό και άλλα εμπορεύματα ή από ένα καλάθι
νομισμάτων τύπου SDR,
που θα χρησιμοποιείται (τουλάχιστον αρχικά) για τη διεξαγωγή του
διεθνούς εμπορίου.
Ασφαλώς το
ενιαίο νόμισμα δεν είναι εύκολη υπόθεση, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την
εμπειρία του Ευρώ. Αυτό που θεωρείται βέβαιο είναι η αύξηση των
οικονομικών ανταλλαγών σε τοπικά (εθνικά) νομίσματα.
Παράλληλα
οι
BRICS
έχουν δημιουργήσεις τη «Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα» (NDB),
φορέας χρηματοδότησης με ευνοϊκούς όρους
των αναπτυσσόμενων χωρών (έχει δώσει δάνεια πάνω από 32 δις δολ)[19]
χωρίς να θέτει συγκεκριμένες πολιτικές δεσμεύσεις όπως κάνουν το ΔΝΤ και
η Παγκόσμια Τράπεζα. Επίσης έχει δημιουργηθεί και αποθεματικό ταμείο, το
«Contingent
Reserve
Arrangement»
(CRA)
με κεφάλαια 100 δις δολάρια.
Στην τελευταία Σύνοδο των
BRICS
στο Γιοχάνεσμπουργκ Ν.Αφρικής (22-23 Αυγούστου 2023), στη Δεύτερη
Διακήρυξη τους οι πέντε ηγέτες της Ομάδας, αποφάσισαν τη διεύρυνση της
με ένταξη έξι νέων χωρών από τις αρχές 2024 (Αργεντινής, Αίγυπτου,
Αιθιοπίας, Σαουδικής Αραβία, Ιράν, Ην.Αρ.Εμιράτα) με συνολικό πληθυσμό
400 εκατ. άτομα, αυξάνοντας το οικονομικό βάρος της Ομάδας στην
παγκόσμια οικονομία στο 49,4% του ΑΕΠ, σε σχέση με 30% των χωρών
G-7.
Επίσης συζήτησαν τη δημιουργία ενιαίου νομίσματος και μετέθεσαν τη λήψη
οριστικής απόφασης σε επόμενη σύνοδο. Στη Διακήρυξη
δίνεται το αναλυτικά πλαίσιο και οι στόχοι της Ομάδας, καθώς και ο
οδικός χάρτης για τα επόμενα βήματα ανάπτυξης της σε όλα τα επίπεδα.[20]
ΙΙΙ) Η πολιτική οικονομικών κυρώσεων είναι σε βάρος των Ευρωπαϊκών λαών
Η χώρες και λαοί της ΕΕ, βιώνουν τις αρνητικές συνέπειες της πολιτικής
των γενικευμένων οικονομικών κυρώσεων που εφαρμόζουν οι ΗΠΑ και οι
κυρίαρχες ελίτ χωρών της ΕΕ με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, οι
οποίες εξυπηρετούν κυρίως τις στρατηγικές επιδιώξεις των ΗΠΑ και του
ΝΑΤΟ, σε βάρος των ζωτικών συμφερόντων των εργαζόμενων και ευρωπαϊκών
λαών, πλήττοντας καίρια το όραμα μιας άλλης Ευρώπης, της ειρηνικής
συμβίωσης, της αμοιβαίας ασφάλειας και επωφελούς οικονομικής συνεργασίας
των λαών. Οι οικονομικές κυρώσεις έχουν εξελιχθεί σε «δίκοπο μαχαίρι»
για τις ευρωπαϊκές χώρες. Ιδιαίτερα στον ενεργειακό τομέα οι ευρωπαϊκές
οικονομίες και τελικά οι λαοί, καταβάλουν υψηλό τίμημα με μόνες
κερδισμένες τις εταιρίες ενέργειας, πρώτα απ’ όλα των ΗΠΑ που πωλούν
ακριβό υγροποιημένο φυσικό αέριο
LNG,
καθώς και οι άλλες ευρωπαϊκές πολυεθνικές ενέργειας μέσα από το άκρως
κερδοσκοπικό Χρηματιστήριο Ενέργειας. Το υψηλό κόστος ενέργειας έχει
δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητες σε πολλές ευρωπαϊκές
βιομηχανίες και ιδιαίτερα στις γερμανικές,[21]
που αναζητούν επωφελείς τομείς επενδύσεων στο εξωτερικό,
κυρίως σε ΗΠΑ και Κίνα (πχ αυτοκινητοβιομηχανίες,[22]
χημικές βιομηχανίες, βιομηχανίες παραγωγής αλουμινίου κά).[23]
Το φάσμα της αποβιομηχάνισης στοιχειώνει σχεδόν όλη την Ευρώπη.
Ταυτόχρονα η ΕΕ ως οικονομικό κέντρο, έχει υποστεί απώλειες έναντι των
ΗΠΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2008, οι οικονομίες της ΕΕ και των ΗΠΑ
είχαν περίπου ίδιο μέγεθος, ενώ μετά την παγκόσμια κρίση, οι οικονομίες
τους έχουν αποκλίνει δραματικά σε βάρος της ΕΕ.[24]
Από την άλλη σημαντικοί πόροι, τόσο από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, όσο
και ξεχωριστά από τα κράτη μέλη, έχουν δοθεί για τη στήριξη του πολέμου
στην Ουκρανία.
Ακόμα και η
Ελλάδα πιέστηκε
να βοηθήσει τον πόλεμο της Ουκρανίας με πολεμικό υλικό που η χώρα είχε
αναπτύξει στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου για να αποτρέψει πιθανή
τουρκική επιθετικότητα.
Σύμφωνα με δήλωση της πρόεδρου της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η
ΕΕ έχει χορηγήσει στην Ουκρανία απευθείας από τον κοινοτικό
προϋπολογισμό 30 δισ. ευρώ, ενώ στα πλαίσια του νέου Πολυετούς
Δημοσιονομικού Πλαισίου, πρότεινε ένα νέο χρηματοοικονομικό πακέτο
(δάνεια και επιχορηγήσεις) ύψους 50 δισ. ευρώ στα επόμενα τέσσερα
χρόνια.[25]
Ταυτόχρονα ο πόλεμος στην Ουκρανία λειτουργεί ως άλλοθι για αύξηση των
στρατιωτικών δαπανών στα πλαίσια των Αμερικανικών-ΝΑΤΟικών στρατηγικών
σχεδιασμών. Ήδη η Γερμανία εξάγγειλε
πρόγραμμα
επανεξοπλισμού «μαμούθ», ύψους 100 δις ευρώ.
Η προσπάθεια δικαιολόγησης των οικονομικών κυρώσεων στο όνομα του
πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, αποσιωπούνται οι βαθύτερες αιτίες
του και πρώτα απ’ όλα την επιθετική επεκτατική πολιτική του ΝΑΤΟ προς
ανατολάς με αιχμή τη Ρωσία, σε βάρος της αρχής της «ίσης ασφάλειας».
Είναι γνωστό ότι οι ηγέτες του ΝΑΤΟ το 1991, μετά τη διάλυση του
Συμφώνου Βαρσοβίας, είχαν δώσει διαβεβαιώσεις ότι …«ούτε μία ίντζα»
επέκταση του ΝΑΤΟ στα Ανατολικά! Τελικά 17 χώρες της Ανατολικής Ευρώπης,
με τελευταίες την Φινλανδία και Σουηδία, εντάχτηκαν στο ΝΑΤΟ, ενώ στους
σχεδιασμούς ήταν και παραμένει η ένταξη και της Ουκρανίας. Τα λόγια του
Πάπα-Βενέδικτου, ίσως είναι τα πλέον αποκαλυπτικά για τις πραγματικές
αιτίες του πολέμου στην Ουκρανία.
Σε συνέντευξη του τον
περασμένο χρόνο (2022)
στην
ιταλική «Corriere
della
Sera»,
είπε χαρακτηριστικά, ότι «το
‘γάβγισμα’ του ΝΑΤΟ στην πόρτα της Ρωσίας ίσως να διευκόλυνε τον θυμό
του Πούτιν».[26]
Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, επιδιώκουν παράταση του πολέμου στην Ουκρανία,
προκειμένου να φθείρουν τη Ρωσία, σε έμψυχο και άψυχο υλικό, φορτώνοντας
με πρόσθετες δαπάνες τις χώρες της ΕΕ και με προσφυγικές ροές
εκατομμυρίων Ουκρανών πολιτών.
Οι Ηνωμένες
Πολιτείες αντιτίθενται σταθερά στην προσέγγιση μεταξύ της Ρωσίας και της
Δυτικής Ευρώπης.
Η βασική
παράμετρος της νεο-αυτοκρατορικής στρατηγικής των ΗΠΑ στην Ευρώπη-Ασία
παραμένει προσηλωμένη στη γεωπολιτική του Ψυχρού Πολέμου, δηλαδή ότι η
ηγεμονία των ΗΠΑ στην Ευρασία βασίζεται στον αποκλεισμό της Ρωσίας από
τις ευρωπαϊκές υποθέσεις και στην αποτροπή ενός γεωοικονομικού άξονα
μεταξύ Βερολίνου, Μόσχας και Πεκίνου.[27]
Από την άλλη, οι ΗΠΑ γίνονται ηθικοί αυτουργοί για το θάνατο πάνω από
200.000 ουκρανών στρατιωτών και εξαθλίωσης του ουκρανικού λαού, σε
συνεργασία με τη κλίκα του Ζελένσκι και των ακροδεξιών-φασιστικών ομάδων
ΑΖΟΦ. Τελικά, οι οικονομίες και οι λαοί της ΕΕ,
υφίστανται τις συνέπειες της παράλογης και αναποτελεσματικής πολιτικής
«οικονομικών κυρώσεων», που εξυπηρετούν κυρίως τα στρατηγικά συμφέροντα
των ΗΠΑ για διατήρηση της ηγεμονικής και μονοπολικής θέσης τους στο
κόσμο. Ιδιαίτερα προκλητική και αλαζονική είναι η συμπεριφορά των ΗΠΑ,
όταν οι μυστικές της υπηρεσίες ανατίναξαν τον αγωγό φυσικού αερίου - από
Ρωσία προς Γερμανία - και παρεμπόδισαν έναν ακόμα έτοιμο αγωγό να τεθεί
σε λειτουργία, προκειμένου να αποκόψουν «de
facto»
την ενεργειακή σύνδεση ΕΕ και Ρωσίας.
Αποτελεί
τραγική ειρωνεία της ιστορίας, όταν ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες πριν από
δεκαετίες είχαν αποικίες και σήμερα ουσιαστικά έχουν γίνει «αποικία» των
ΗΠΑ!
Η «Όστπολιτικ» του Βίλλυ Μπράντ και της Αγ.Μέρκελ ήταν επωφελής πολιτική
για τη Γερμανία και την Ευρώπη, σε αντίθεση με τη σημερινή πολιτική της
γερμανικής κυβέρνησης και της υπουργού εξωτερικών Αναλ.Μπέρμποκ που
συμπεριφέρεται ως υφυπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ!
Είναι προφανές ότι οι χώρες και οι λαοί της ΕΕ, δεν έχουν τίποτα να
περιμένουν από την πολιτική των οικονομικών κυρώσεων και των επιθετικών
στρατηγικών ΗΠΑ και ΝΑΤΟ. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Ελλάδα, μια
περιφερειακή χώρα της ΕΕ, η οποία βιώνει πάνω από μια δεκαετία ακραία
νεοφιλελεύθερα μέτρα, που επέβαλαν με μορφή «Μνημονίων» οι κυρίαρχες
ελίτ της Ευρωζώνης. Η Ελλάδα σήμερα σύρεται από την υποτακτική πολιτική
της κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη, στις γεωστρατηγικές επιδιώξεις των
ΗΠΑ, με στήριξη των επιθετικών τους επιλογών και την παραχώρηση νέων
αμερικανικών βάσεων, που δεν είναι επ’ ωφελεία του ελληνικού λαού, ούτε
τελικά ενισχύουν την ασφάλεια της χώρας απέναντι της τουρκικής
επιθετικότητας. Ταυτόχρονα ο ελληνικός λαός επιβαρύνεται με τεράστιες
στρατιωτικές δαπάνες (η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό στρατιωτικών
δαπανών στο ΑΕΠ από όλες της χώρες της ΕΕ), με αυξανόμενη ακρίβεια σε
βασικά είδη κατανάλωσης και μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών. Με
μια πολιτική ισότιμων και αμοιβαία επωφελών οικονομικών σχέσεων με όλες
τις χώρες και τη Ρωσία, ιδιαίτερα στην ενέργεια, αγροτικά προϊόντα,
τουρισμό, κά, θα μπορούσε να μειώσει δραστικά την οξύτητα των
προβλημάτων και να ανοίξει ο δρόμος προς μια αναπτυξιακή και ελπιδοφόρα
προοπτική για τη χώρα και τον ελληνικό λαό.
ΙV)
Εναλλακτική πολιτική ισότιμης οικονομικής συνεργασίας & αμοιβαίας
ασφάλειας
Οι χώρες και λαοί της ΕΕ για να ξεφύγουν από το φαύλο κύκλο της ύφεσης
και της υποβάθμισης της ζωής των εργαζόμενων, ιδιαίτερα κρίσιμη και
αναγκαία είναι η προώθηση εναλλακτικής πολιτικής. Μια πραγματικά
εναλλακτική πολιτική στο κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο μοντέλο, θα πρέπει να
έχει ως άξονες την ισότιμη οικονομική συνεργασία με όλες τις χώρες, την
ειρηνική επίλυση των διαφορών με βάση το διεθνές δίκαιο, την προώθηση
της ειρηνικής συμβίωσης και αμοιβαίας ασφάλειας στην ευρωπαϊκή ήπειρο,
τη μείωση των στρατιωτικών εξοπλισμών και προώθηση αναπτυξιακών
προγραμμάτων με στόχο τη μείωση της ανεργίας, αναβάθμιση των κοινωνικών
αγαθών υγείας-παιδείας-πρόνοιας-πολιτισμού-περιβάλλοντος, πολιτικές
βιώσιμης ανάπτυξης, μείωσης της ανεργίας και δικαιότερης κατανομής του
εισοδήματος σε όφελος των εργαζόμενων. Πολλές προωθητικές ιδέες και
συγκεκριμένες προτάσεις έχουν κατά καιρούς κατατεθεί στις συναντήσεις
του δικτύου «Euro-Memo».
Ειδικότερα στην αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης ιδιαίτερη σημασία
έχουν μέτρα και πολιτικές αύξησης της παραγωγή καθαρής ενέργειας, με την
επανακρατικοποίηση των εταιρειών και δικτύων ενέργειας και τις μαζικές
επενδύσεις για την επίτευξη των στόχων της πράσινης μετάβασης, έχοντας
ως αφετηρία ότι η ενέργεια αποτελεί δημόσιο αγαθό και η πρόσβαση στην
καθαρή και οικονομικά προσιτή ενέργεια, αποτελεί δικαίωμα για όλους τους
πολίτες (νοικοκυριά και επιχειρήσεις). Επίσης για την αντιμετώπιση των
υπερβολικών αυξήσεων στις τιμές ενέργειας, την αύξηση του κόστους ζωής
και την ενεργειακή φτώχεια, χρειάζεται καθορισμός ανωτάτου ορίου τιμών
φυσικού αερίου, στήριξη των λαϊκών νοικοκυριών και φορολόγηση των
υπερκερδών των εταιριών ενέργειας.
Στον τομέα τόνωσης της ανάπτυξης και της δημιουργίας νέων θέσεων
εργασίας, χρειάζεται η προώθηση εκτεταμένου προγράμματος δημοσίων
επενδύσεων σε ευρωπαϊκό, εθνικό και τοπικό επίπεδο. Η χρηματοδότηση των
αυξημένων δημόσιων δαπανών θα πρέπει να γίνει με αύξηση της φορολογίας
εισοδήματος και πλούτου φυσικών προσώπων με μεγάλη περιουσία και μεγάλων
επιχειρήσεων (παρόχων ενέργειας, τραπεζών, πολυεθνικών ψηφιακών
τεχνολογιών, κά). Σημαντικό ρόλο στη στήριξη των αναπτυξιακών
προγραμμάτων μπορεί να παίξει η αύξηση των κονδυλίων του προϋπολογισμού
της ΕΕ από 2% σε 5% του ΑΕΠ της ΕΕ. Στη διαδικασία λήψης αποφάσεων
σχετικά με τον καθορισμό των αναπτυξιακών στόχων και των
μακροοικονομικών πολιτικών και στην εφαρμογή τους, επιβάλλεται η
αναβάθμιση του ρόλου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε συνεργασία με τα εθνικά
Κοινοβούλια.
Για την αντιμετώπιση των συνεπειών αύξησης του κόστους ζωής, χρειάζεται
τιμαριθμική αναπροσαρμογή μισθών και συντάξεων και σεβασμό των
συλλογικών διαπραγματεύσεων. Παράλληλα πρέπει να ενισχυθούν τα συστήματα
στήριξης χαμηλών εισοδημάτων με βάση την αύξηση του κόστους ζωής. Επίσης
πρέπει να διασφαλίζεται η αποτελεσματική κάλυψη των αναγκών του
πληθυσμού, σε δημόσιες υπηρεσίες και δημόσια αγαθά (υγείας, παιδείας,
πρόνοιας, κλπ), καθώς η στήριξη των μακροπρόθεσμων κοινωνικών και
περιβαλλοντικών στόχων.
Αναπόσπαστο στοιχείο μιας βιώσιμης εναλλακτικής λύσης με επίκεντρο τις
κοινωνικές ανάγκες και τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών λαών και
εργαζόμενων, είναι η χάραξη εκ μέρους της ΕΕ μιας εξωτερικής πολιτικής
ειρήνης, αμοιβαίας ασφάλειας και αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας με όλες
τις χώρες, με κατάργηση της «οπλοποίησης» των οικονομικών κυρώσεων και
μείωσης των στρατιωτικών δαπανών, καθώς και απόρριψη των επιθετικών
στρατηγικών σχεδίων ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, που εντείνουν τις γεωπολιτικές
αντιπαραθέσεις και ενέχουν γενικότερους κινδύνους για την παγκόσμια
ειρήνη.
Η χάραξη μιας τέτοιας πολιτικής εκ μέρους της ΕΕ, θα μπορούσε να
συμβάλει αποφασιστικά στη διεθνή ρύθμιση σειράς κρίσιμων ζητημάτων που
αφορούν, είτε την αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, είτε το παγκόσμιο
νομισματικό σύστημα, είτε τη φορολογία των πολυεθνικών, κά, καθώς την
αναβάθμιση του ρόλου του ΟΗΕ στην επίλυση παγκόσμιων οικονομικών,
οικολογικών και πολιτικών προβλημάτων. Η προώθηση μιας τέτοιας
εναλλακτικής πολιτικής, είναι κατ’ αρχάς υπόθεση των κυβερνήσεων και
πάνω από όλα υπόθεση των ευρωπαϊκών λαών, των κοινωνικών κινημάτων, των
εργαζόμενων, της ριζοσπαστικής διανόησης και της νεολαίας, σε κάθε χώρα
και συνολικά στην ΕΕ.
[1].
Η διάσκεψη του
Bretton
Woods
ως γνωστόν,
προσδιόρισε μεταξύ άλλων σταθερή ισοτιμία δολαρίου προς το χρυσό
(1 ουγκιά χρυσού 35 δολάρια) και σε συνέχεια καθιέρωση του
συστήματος «σταθερών ισοτιμιών» των άλλων νομισμάτων προς το
δολάριο και προς το χρυσό.
[2].
Η τάση «από-παγκοσμιοποίησης» έχει αντιφατικό χαρακτήρα. Από τη
μια υπάρχει τάση αποδυνάμωσης του «μονο-πολισμού» και από την
άλλη ενίσχυση του «πολυ-πολισμού», με τη δημιουργία
περιφερειακών κέντρων οικονομικής δύναμης και γεωπολιτικής
ισχύος, είτε ξεχωριστών χωρών (Κίνας, Ρωσίας, Ινδίας κά), είτε
με χαλαρές μορφές συνένωσης χωρών, τύπου
BRICS,
ASEAN,
ALBA,
κά.
[3].
Μιλώντας για τις διαδικασίες «αποδολαριοποίησης», χρειάζεται να
γίνει διάκριση
του ρόλου ενός νομίσματος ως «μέσου πληρωμής» και ως
«αποθεματικού νομίσματος».
Τα νομίσματα πληρωμής, χρησιμοποιούνται στο εμπόριο αγαθών
και υπηρεσιών. Τα κράτη μπορούν να συναλλάσσονται σε όποιο
νόμισμα πληρωμής θέλουν
χωρίς απαραίτητα να είναι το δολάριο. Τα λεγόμενα
αποθεματικά νομίσματα είναι λογαριασμοί ταμιευτηρίου
κυρίαρχων κρατών που έχουν δημιουργήσει μέσω των εμπορικών
πλεονασμάτων και τα οποία δεν διατηρούνται σε νομισματική μορφή,
αλλά υπό μορφή τίτλων. Εκτιμάται ότι το 60% όλων των
παγκόσμιων αποθεματικών, είναι σε τίτλους εκφρασμένους σε δολάριο
ΗΠΑ. Κατά συνέπεια η πραγματική αξία του δολαρίου (πχ. έναντι
του χρυσού) παίζει κρίσιμο ρόλο στα πραγματικά συναλλαγματικά
αποθέματα μιας χώρας.
[6].
Αναλυτικά, Γιάννης Τόλιος (2021), «Ψηφιακή Εποχή. Οι αλλαγές σε
οικονομία, κοινωνία, πολιτική», εκδ.Τόπος, Αθήνα, σελ. 252-256
[7].
Σε σχόλια που έκανε η υπουργός οικονομικών
Janet
Yellen
των ΗΠΑ, σε συνέντευξή της στο
CNN
στα μέσα Απριλίου 2023, αναγνώρισε ότι «υπάρχει κίνδυνος όταν
χρησιμοποιούμε οικονομικές κυρώσεις που συνδέονται με το ρόλο
του δολαρίου, αυτό με την πάροδο του χρόνου να υπονομεύσει την
ηγεμονία του δολαρίου».
https://www.bankingnews.gr/diethni/articles/,
02/06/2023
[8].
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία για τις
παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες που δημοσιεύθηκαν από το Διεθνές
Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI) οι
Ηνωμένες Πολιτείες, έχουν τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δαπάνες
στον κόσμο.
Οι δαπάνες των ΗΠΑ έφτασαν τα 877
δισεκατομμύρια δολάρια το 2022 και ήταν τρεις φορές περισσότερο
από όσο ξοδεύει η Κίνα, η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο,
ενώ οι ρωσικές στρατιωτικές δαπάνες είναι περίπου 86,4 δις
δολάρια.
Η αύξηση κατά 0,7% σε πραγματικούς όρους των δαπανών των ΗΠΑ το
2022 θα ήταν ακόμη μεγαλύτερες αν δεν είχε τα υψηλότερα επίπεδα
πληθωρισμού από το 1981.Οι
ΗΠΑ αντιπροσώπευαν το 2022 το 39% των παγκόσμιων στρατιωτικών
δαπανών, η Κίνα με 13%, η Ρωσία 3,9%, η Ινδία 3,6%, η Σαουδική
Αραβία 3,3%, κλπ.
(https://gr.euronews.com,
24/04/2023)
Η
αύξηση των στρατιωτικών δαπανών των ΗΠΑ το 2022 οφείλεται σε
μεγάλο βαθμό στο πρωτοφανές επίπεδο οικονομικής στρατιωτικής
βοήθειας που παρείχαν στην Ουκρανία.
Κατά τη
διάρκεια του πρώτου έτους του πολέμου, η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε
παράσχει στην Ουκρανία 75 δις δολάρια από τα οποία περίπου 47
δισεκατομμύρια δολάρια ήταν στρατιωτική βοήθεια
20,5 δις οικονομική βοήθεια και τα υπόλοιπα σε ανθρωπιστική
βοήθεια. Αξίζει να σημειωθεί ότι η βοήθεια με το σχέδιο Μάρσαλ
προς τα ευρωπαϊκά κράτη σε διάστημα τριών ετών ανήλθε 150 δις
δολάρια. (https://www.bankingnews.gr,
7/8/2023). Τα τεράστια ποσά στήριξης του πολέμου στην Ουκρανία
από τις ΗΠΑ, καλύπτονται ουσιαστικά με «φωτοαντίγραφα» δολαρίων
(fiat
money),
τα οποία διογκώνουν το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ και αυξάνουν τις
πληθωριστικές πιέσεις στη διεθνή οικονομία.
[9].
Σύμφωνα με υπολογισμούς του γραφείου προϋπολογισμού του
Κογκρέσου, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ έως τέλος 2023, θα ανέλθει
στο 118,9% του ΑΕΠ. Οι ΗΠΑ σήμερα είναι μια
υπερχρεωμένη χώρα. Η «φούσκα» της
Fed
με το ασταμάτητο τύπωμα δολαρίων, είναι έτοιμη να σκάσει. Ο
οίκος
Fitch,
με την πρόσφατη υποβάθμιση του αξιόχρεου των κρατικών ομολόγων
των ΗΠΑ, έδωσε το
στίγμα των δυσοίωνων
δημοσιονομικών τους
προοπτικών.
https://www.bankingnews.gr/analyseis
05/08/2023
[10].
Ο γ.γ. του ΟΗΕ Αντ.Γκουτέρες, μιλώντας στη Σύνοδο των BRICS στο
Γιοχάνεσμπουργκ (24/8/2023), ανάφερε ότι οι αφρικανικές χώρες
πληρώνουν 4 φορές ακριβότερα το δανεισμό από διεθνή
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και 8 φορές πάνω σε σχέση με τις
ευρωπαϊκές χώρες.
https://news.un.org/en/, 24 August 2023
[13].
Χαρακτηριστική είναι η ομολογία της Αναλ.Μπέρμποκ, Υπ.
Εξωτερικών Γερμανίας, η οποία σε συνέντευξη της τον Ιούλιο 2023,
εξέφρασε την απογοήτευσή της για τα περιορισμένα αποτελέσματα
των κυρώσεων της Δύσης κατά της Ρωσίας, η οικονομία της οποίας
αναπτύσσεται, ενώ την ίδια ώρα η γερμανική οικονομία έχει
βυθιστεί στην ύφεση από τις αρχές του έτους.
24-Αυγ-2023 12:55,
https://www.capital.gr/diethni/,
[14].
Ως τις αρχές 2023
είχαν εκφράσει ενδιαφέρον να ενταχθούν στην ομάδα "BRICS+"
23 χώρες.
Με επίσημη αίτηση 8 χώρες (Αίγυπτος, Ιράν, Σαουδική Αραβία,
Αλγερία, Αργεντινή, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Μπαχρέιν), ενώ 17
έχουν εκφράσει ισχυρό ενδιαφέρον (Λευκορωσία, Τουρκία, Συρία,
Ινδονησία, Καζακστάν, Πακιστάν, Αφγανιστάν, Μπαγκλαντές,
Ταϋλάνδη, Νιγηρία, Ζιμπάμπουε, Σουδάν, Τυνησία, Βενεζουέλα,
Μεξικό, Νικαράγουα, Ουρουγουάη).
https://www.pentapostagma.gr/kosmos/,
12.06.2023
[21].
Οι τιμές ενέργειας στη Γερμανία είναι τόσο υψηλές που ορισμένες
εταιρείες σκέφτονται σοβαρά να εγκαταλείψουν τη
χώρα
εντελώς. Σύμφωνα με δήλωση του Σίγκφριντ Ρούσβουρμ, επικεφαλής
της Γερμανικής Ομοσπονδίας Βιομηχανίας (BDI)
στο δίκτυο στο
CNBC,
«Πολλές οικογενειακές επιχειρήσεις… έχουν απολύτως λειτουργικά
σχέδια για μετεγκατάσταση σε άλλες χώρες».
https://www.ot.gr/2023/06/21/diethni/germania,
[23].
Η χημική βιομηχανία
BASF,
που το 2021 κατανάλωσε φυσικό αέριο όσο ολόκληρη η Ελβετία, το
2022 ανακοίνωσε ζημιές ύψους 130 εκ. €. Τον Φεβρουάριο του 2022
έκλεισε πολλές μονάδες παραγωγής λιπασμάτων απολύοντας συνολικά
2.600 εργαζόμενους, ενώεξήγγειλε επένδυση στην Κίνα ύψους 10
δισ. ευρώ! Λουκέτο ανακοίνωσε επίσης τον Μάρτιο 2023 και η
μεγαλύτερη μονάδα παραγωγής αλουμινίου,
Uedesheimer
Rheinwerk,
αναφέροντας ως αιτία το υψηλό κόστος ενέργειας.
Λεωνίδας Βατικιώτης,
Γιατί η Γερμανία είναι ο μεγάλος χαμένος του πολέμου στην Ουκρανία,
https://www.militaire.gr/giati-, 27/07/2023 | 05:15,
[24].
Όπως επισημαίνουν οι
Jeremy
Shapiro
και
Jana
Puglierin
του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, «το 2008, η
οικονομία της ΕΕ ήταν σχετικά μεγαλύτερη από την αμερικανική:
16,2 τρις δολάρια έναντι 14,7 τρις δολάρια. Μέχρι το 2022, η
οικονομία των ΗΠΑ είχε αυξηθεί στα 25 τρις δολάρια, ενώ η ΕΕ και
το Ηνωμένο Βασίλειο μαζί, είχαν φτάσει μετά βίας τα 19,8 τρις
δολάρια. (https://www.bankingnews.gr/analyseis,
19/06/2023)