Το τέλος του Πανεπιστηµίου
(;) ή Το Πανεπιστήµιο
στην εποχή της
"Λευκής Βίβλου"
∆.
Ρόκος
*
Εισαγωγή
Το τέλος του Πανεπιστηµίου
(;)
Προσχώρησε
άραγε και ο υπογραφόµενος στους
εσχατολογικούς εντυπωσιασµούςτουσυρµού;
Η
"έχεται"
κάποιας
αληθείας,
(ποιάς;
και πόσης;)
η αµφιλεγόµενα
ερωτηµατική
κατάφαση του πρώτου
µέρουςτουτίτλου
;
Ελπίζω,
το δεύτερο
µέρος του
τίτλου,
τα πραγµατικά
δηλαδή στοιχεία τα οποία συγκροτούν το περιεχόµενό
του,
η σχετική
ανάλυση που θα επιχειρηθεί και η επαρκής,
µερικά επαρκής,
ή ανεπαρκής τεκµηρίωσή
της να συνεισφέρουν στον έτσι κι αλλιώς υφιστάµενο
σχετικό ατοµικό
ή συλλογικόπροβληµατισµό,
όσων θα ενδιαφερθούν να
µελετήσουν το κείµενο αυτό.
Αν όµως
όντως σήµερα,
την εποχή της
Λευκής Βίβλου για την Εκπαίδευση και την Κατάρτιση της Επιτροπής
των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,
βρισκόµαστε
µπροστά στο
προαναγγελλόµενο
αναπόδραστο τέλος του Ευρωπαϊκού Πανεπιστηµίου,
(όπως
τουλάχιστον θεωρητικά το οραµατίσθηκαν,
το υπηρέτησαν
καιπάλεψαν για τηνδηµιουργία,
τηνανάπτυξη και
τηνουσιαστική συµβολή
του στην πρόοδο της ανθρωπότητας,
των ανθρώπινων
κοινωνιών και του πολιτισµού
πολλές γενιές ευρωπαίων πολιτών από το
1200 και δώθε),
προκύπτει και
για τους πολίτες της χώρας
µας,
πανεπιστηµιακούς και
µη,
ένα γνώριµο ερώτηµα:
Και τότε
“τι να κάνουµε”;
Αλλά πριν
φθάσουµε
στην πράξη ας δοκιµάσουµε
τη θεωρία
µας,
χωρίς δαιµονολογίες,
(που θα
µπορούσαν να
προκαλέσουν επιφυλάξεις σε καλόπιστους και
µερικές φορές
δυστυχώς άκριτους
“ευρωπαϊστές”),
αλλά και χωρίς
ψιµυθιώσεις
και αφέλειες,
(που θα έκαναν
ενδεχοµένως
ορισµένους
πεισµένους
“αντιευρωπαϊστές”
να
µας κατατάξουν,
όπως συχνά
έκαναν και στο παρελθόν,
σε κατηγορίες
στις οποίες για αντικειµενικούς
λόγους δεν έχουµε
κανένα λόγο να ανήκουµε).
Έτσι,
θα πραγµατευθούµε
µόνο το δεύτερο
µέρος του
τίτλου
µε την
βεβαιότητα ότι οι αναγνώστες,
συνεκτιµώντας
και τις δικές τους προσλαµβάνουσες
παραστάσεις και εµπειρίες,
τις ειδικότερες
πληροφορίες τους και την γνωστική τους υποδοµή
θα καταλήξουν,
είτε να
σβήσουντο παρενθετικό ερωτηµατικό
του πρώτου
µέρους του
τίτλου και να το αντικαταστήσουν
µε
µία,
πολυσήµαντων
συνεπειών,
τελεία,
ή απλώς να
αφαιρέσουν την παρένθεση και να θελήσουν να φωτίσουν και
µε τη δική τους
οπτική το θέµα
ή ακόµα
να το κρατήσουν ως έχει
µέχρι να
υπάρξουν περισσότερες και πειστικότερες
διερευνήσεις και αναλύσεις στο
µέλλον.
Η δική
µας προσέγγιση
θα κινηθεί στο πραγµατικό
πλαίσιο των συγκεκριµένων
σήµερα
κοινωνικών,
πολιτικών,
οικονοµικών
και τεχνολογικών συνθηκών στη χώρα
µας και στην
Ευρωπαϊκή Ένωση,
µε θεµελιακή
την παραδοχή ότι είµαστε
απολύτως ισότιµοι
εταίροι και συνεπώς δηµιουργικοί
συµµέτοχοι
ως πολίτες στη διαµόρφωση
και οικοδόµηση
των απαραίτητων και αξιόπιστων προϋποθέσεων για το χτίσιµο
µιάς Ευρώπης
της δηµοκρατίας
του πολιτισµού
και της προόδου και ότι σχεδιάζουµε
(και στα θέµατα
παιδείας),
αναπτύσσουµε
και εφαρµόζουµε
εθνική στρατηγική και δράση,
δεχόµενοι
καλόπιστα την συµβολή
της Κοινότητας,
(Άρθρο
126 της
ιδρυτικής Συνθήκης),
για ενθάρρυνση
της συνεργασίας
µεταξύ των
κρατών
µελών και
µόνο
“αν
θεωρηθεί απαραίτητο,
την υποστήριξη
και συµπληρωµατική
της”
συνεισφορά.
==========================================
* Ο ∆ηµ. Ρόκος
Καθηγητής στο Ε.Μ.Π.
και στο
Μεταπτυχιακό Πρόγραµµα
του Τµήµατος
Αστικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστηµίου
Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστηµών,
διετέλεσε Καθηγητής
στο Α.Π.Θ.
(1980-1987),
Γενικός Γραµµατέας
και Αντιπρόεδρος του ΤΕΕ
(1975-1982) µε
ευθύνη στα θέµατα
παιδείας και εκδόσεων,
Υπεύθυνος του
Ελεύθερου Ανοιχτού Πανεπιστηµίου
του ∆ήµου
Αθηναίων
(1978-1981) και
Γενικός Γραµµατέας
του Υπουργείου Παιδείας
(1981-1983) και του
Υπουργείου Προεδρίας
(1985-1987). Απότο
1996, είναι
συντονιστής και στη συνέχεια ∆ιευθυντής του ∆ιεπιστηµονικού/∆ιατµηµατικού
Προγράµµατος
Μεταπτυχιακών Σπουδώντου Ε.Μ.Π.
"Περιβάλλον και Ανάπτυξη".
=========================================
Αλλά ενώ και το άρθρο
127 της Συνθήκης
προέβλεπε ότι
“η Κοινότητα θα
πραγµατώνει
µία πολιτική
επαγγελµατικής
κατάρτισης,
η οποία θα
υποστηρίζει και θα συµπληρώνει
τη δράση των κρατών
µελών”,
η Επιτροπή των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
µε την αµφιλεγόµενη
σχετική Λευκή της Βίβλο,
(“White Paper on Education and Training. Teaching and Learning.
Towards the Learning Society” C.E.C. , 29.11.1995)
φαίνεται να αναλαµβάνει
στρατηγικής σηµασίας
υπερεθνικές πρωτοβουλίες οι οποίες υπερβαίνουν την θεσµισµένη
δικαιοδοσία της αλλά και τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις των κρατών
µελών.
Στην εργασία αυτή η
Λευκή Βίβλος προσεγγίζεται κριτικά ως συνεπές και αναπόδραστο
παρακολούθηµα
µειζόνων Ευρωπαϊκών
πολιτικών επιλογών όπως π.χ.
η Κοινωνία της
Πληροφορίας,
η Σύνδεση Πανεπιστηµίων
και Βιοµηχανίας,
η Κινητικότητα,
η Αναγνώριση Τίτλων,
η Ανταγωνιστικότητα
σταπεδίατης Έρευνας,
της Τεχνολογίας και των Καινοτοµιών κ.λ.π.
Η φιλοσοφία,
το περιεχόµενο
και η
µέθοδος παραγωγής
της Λευκής Βίβλου και οι εκλεκτικές της συγγένειες αποδεικνύεται ότι
παραπέµπουν
ευθέως και κυρίως στην οικονοµική
διάσταση,
συνιστώσα και υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η οικονοµία
και η αγορά φαίνεται να κυριαρχούν και να καθοδηγούν
µε συνέπεια,
συνέχεια και συστηµατικότητα
όλες τις σχετικές επιµέρους
πολιτικές,
υπερβαίνοντας ακόµα
και στην παιδεία,
τόσο αρχές,
αξίες και επιλογές
των κρατών-µελών,
όσο και τις αντικειµενικές
συνθήκες αλλά και τις δυνατότητες και τους περιορισµούς
τους οποίους συνεπάγονται οι διαφορετικές ποιότητες και
ταδιαφορετικά επίπεδατωνοικονοµικών,
κοινωνικών και πολιτισµικών τους πραγµατικοτήτων.
Με την εργασία αυτή
αποδεικνύεται ότι η πραγµατοποίηση
των στόχων και της Λευκής Βίβλου για
την Παιδεία και την Εκπαίδευση,
(η οποία ατύπως
έχει ξεκινήσει από
µακρού,
µέσα από την
εκπλήρωση αντικειµενικών στόχων
σχετικών ερευνητικών προγραµµάτων της
Κοινότητας),
έχει ως αναγκαστικό
παρακολούθηµα
νέες
µορφές κοινωνικής
ανισότητας,
αλλά και διευρύνει
και βαθαίνει υφιστάµενες καταστάσεις κοινωνικής
ανισότητας και κοινωνικού αποκλεισµού.
Βασικό υλικό υποδοµήςτης
ανάλυσης αυτής αποτελούν τα σχετικά επίσηµα
κείµενατης
Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθώς και οι εργασίες του εισηγητή
(Ρόκος,
1981, 1988, 1990, 1991, 1992, 1994, 1995)
οι οποίες αναφέρονται στο
σχεδιασµό
και την υλοποίηση
µιάς Εθνικής
Στρατηγικής για την Παιδεία
(και ιδιαίτερα την
Πανεπιστηµιακή)
στη χώρα
µας,
τα σχετικά προβλήµατα,
τιςδυσχέρειες,
τις ανακολουθίες και αντιφάσεις της καθώς και τις προοπτικές της στις
νέες συνθήκες.
Η Λευκή Βίβλος
Με πρόταγµα
την ρήση του Γάλλου
µαθηµατικού,
φιλοσόφουτου ∆ιαφωτισµού,
πρωταγωνιστή της
εκπαιδευτικής
µεταρρύθµισης
και εισηγητή το
1792 του σχεδίου
για το σύστηµα
κρατικής εκπαίδευσης
Marie - Jean - Antoine Nikolas de Caritat, µαρκήσιου
του
Condorset : "We must have the courage to examine everything discuss,
everything and even to teach everything",
η Λευκή Βίβλος της
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κάνει ότι είναι δυνατόν για να
αποστεί απ’
το πραγµατικότηςπεριεχόµενο.
Γιατί αγνοώντας,
θεληµένα
ή αθέλητα,
ή αντιλαµβανόµενη
κατά το δοκούν τον πυρήνα της σκέψης και της φιλοσοφικής θέσης του
Condorset,
προαποφασίζει
"το τι πρέπει να
εξετασθεί",
ερήµην
των κρατών
µελών,
"το τι πρέπει να
συζητηθεί"
ερήµην
των πολιτών της Ευρώπης και
"το τι να διδαχθεί",
ερήµην των ευρωπαίων δασκάλων και φοιτητών.
Η Λευκή Βίβλος
προβλέπει και αποφασίζει,
ερήµην
των εθνικών στρατηγικών για την παιδεία και των αντικειµενικών
φυσικών,
κοινωνικοοικονοµικών,
πολιτικών και
πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων των κρατών
µελών και χωρίς να
έχει αυτό συζητηθεί σε κανένα επίπεδο πέραν της κεντρικής ευρωπαϊκής
γραφειοκρατίας της Επιτροπής και των υπαλλήλων της
/ πολιτικών,
ή των άκριτων εν
γένεικαιπολλέςφορές καλόπιστωνυποστηρικτώντηςστακράτη
µέληότι:
"Τα
µαθηµατικά,
η πληροφορική,
οι γλώσσες,
η λογιστική,
τα οικονοµικά,
η διοίκηση κ.λ.π."
είναι γνωστικά
αντικείµενα
για
"δεξιότητες κλειδιά"
(key skills) που
όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες προσπαθούν να προσδιορίσουν και να βρουν
τους καλύτερους τρόπους για την απόκτηση,
την εκτίµηση και την πιστοποίησή τους.
Η Λευκή Βίβλος προτείνει:
•
ένα Ευρωπαϊκό
Σύστηµα
για να συγκρίνονται και να διαδίδονται τέτοιοι προσδιορισµοί,
µέθοδοι καιπρακτικές,
•
συστήµατα ελέγχου της αξιοπιστίας τους και
•
νέους πιο εύκαµπτους
/ ευέλικτους
(flexible) τρόπους
(σε σχέση
µε τα ως άκαµπτα
θεωρούµενα
υφιστάµενα
εθνικά συστήµατα
της κυρίως δηµόσιας
παιδείας
(κατά
70% τουλάχιστον)
των κρατών
µελών)
για την αναγνώριση των δεξιοτήτων
/ ικανοτήτων.
Και αυτό,
για να εξασφαλίσει
στους πολίτες της Ευρώπης τη δυνατότητα ν'
ανταποκριθούν στις
απαιτήσεις της κοινωνίας του
µέλλοντος,
που δεν είναι
βέβαια άλλη από την Κοινωνία της Πληροφορίας,
όπως κατ'
ευφηµισµόν
µεταφράσθηκε τα
τελευταία χρόνια η
"Μεγάλη Ιδέα"
της οικονοµοκεντρικής
και κρατοκεντρικής
(των
µεγάλων)
ακόµη
Ευρωπαϊκής Ένωσης,
η Μεγάλη
Αγοράτης Πληροφορικής.
Η φιλοσοφία
της Λευκής Βίβλου
Οι
προσεχτικοί
µελετητές της
Λευκής Βίβλου,
(γιατί υπάρχουν και
αυτοί,
παρά την γενικότερη
εκσυγχρονιστική τάση να θεωρούµε
άκριτα ως θέσφατο οτιδήποτε εκπορεύεται από την Επιτροπή των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων),
αντιλαµβάνονται
από την πρώτη ακόµη
ανάγνωσή της βασικά της στοιχεία τα οποία αποκαλύπτουν την ποιότητα,
τη φιλοσοφία και
τους στόχους της.
Συγκεκριμένα:
Το κείμενο
στην Αγγλική του εκδοχή
(και προφανώς
συνεπώς και στις
μεταφράσεις του
στις υπόλοιπες γλώσσες της Ε.Ε.)
παρουσιάζει
µια πρωτοφανή
σύγχυση,
[αθέλητη στην
καλύτερη,
(αλλά και γι'
αυτό απολύτως
ανεπίτρεπτη για το αντικείµενο
που πραγµατεύεται,
τη σηµασία
του και τις πολυδιάστατες συνέπειες από την πιθανή εφαρµογή
του),
και/ή
σκόπιµη,
στη χειρότερη
περίπτωση],
στους όρους,
τοπεριεχόµενο,
την αποστολή,
το ρόλο και τη
φιλοσοφία:
− της παιδείας,
− της
εκπαίδευσης και
– της επαγγελµατικής
κατάρτισης.
Ο εγκυκλοπαιδιστής
Condorset που χρησιµοποιείται
( .... εν αγνοία
του και χωρίς να ερωτηθεί),
µε την απολύτως
αναντίστοιχη προς το περιεχόµενο
της Λευκής Βίβλου προταγµατική
ρήση του:
"Θα πρέπει να έχουµε
το κουράγιο να εξετάζουµε
το κάθε τι,
να συζητούµε
το κάθε τι και ακόµη
να διδάσκουµε
το κάθε τι"
, θα
µπορούσε να θυµίσει
στους συντάκτες της Λευκής Βίβλου,
(όπως βέβαια και οι
επίγονοί του,
αλλά και ο καθ'
ένας πολίτης της Ε.Ε.)
ότι:
Η παιδεία είναι η
τέχνη ή η διαδικασία:
• της απόκτησης ή
μετάδοσης γενικής γνώσης,
• της ανάπτυξης
των δυνατοτήτων συλλογισµού,
διαλεκτικής συζήτησης και λογικής
κριτικής προσέγγισης των θεµάτων
και γενικότερα
• της
διανοητικής προετοιµασίας
του κάθε πολίτη ή άλλων για
µία ώριµη
ζωή.
Έτσι,
η παιδεία είναι
µία σκόπιµη
και συνειδητή προσπάθεια η οποία αναλαµβάνεται
από κάθε πολίτη και από το εκπαιδευτικό σύστηµα
µιας χώρας και τείνει στην ατοµική
του τελείωση αλλά και την κοινωνική ένταξη και ολοκλήρωση κάθε
ανθρώπου οποιασδήποτε ηλικίας.
Γι'
αυτό και συναρτάται σύµφωνα
µε τις εγκύκλιες γνώσεις
µας και τις εγκυκλοπαίδειες,
άµεσα
και καταλυτικά
µε την έννοια του πολιτισµού,
µε το σύνολο
µ' άλλα λόγια των υλικών και πνευµατικών
στοιχείων και της κοινωνικής κληρονοµιάς,
τα οποία χαρακτηρίζουν
µία κοινωνική οµάδα,
ένα έθνος,
µία υπερεθνική κοινότητα ή και ολόκληρο
το ανθρώπινο είδος και αφορούν στη γλώσσα,
τις ιδέες,
τις πεποιθήσεις και τα έθιµα,
τους κώδικες συµπεριφοράς
και ηθικής,
τους θεσµούς
και τις
µορφές κοινωνικής,
πολιτικής και οικονοµικής
οργάνωσης,
συγκρότησης και ζωής,
στην τέχνη και την πνευµατική
δηµιουργία
γενικότερα,
καθώς επίσης και στα εργαλεία,
τα
µέσα παραγωγής,
την τεχνική και την τεχνολογία.
Οι έννοιες της παιδείας και της πνευµατικής
καλλιέργειας
(Culture), κατά τις εγκυκλοπαίδειες και
τα λεξικά,
όλων των χωρών της Ε.Ε.
και των ΗΠΑ
µπορούν να χρησιµοποιηθούν
και εναλλασσόµενες
για να υποδηλώσουν τα αποτελέσµατα
της σχολικής διαδικασίας,
στο βαθµό
που η πολιτιστική κληρονοµιά,
η συνέχεια ενός πολιτισµού
και η ανάπτυξή του εξαρτώνται από την ικανότητα του ανθρώπου να
µαθαίνει και να
µεταβιβάζει τις γνώσεις τους στις επόµενες
γενιές.
Η γενικότερη
πνευµατική
καλλιέργεια αναπτύσσει ένα τρόπο σκέψης,
αντίληψης και κριτικής προσέγγισης των
στοιχείων τα οποία συγκροτούν την ενότητα της φυσικής και της
κοινωνικοοικονοµικής
πραγµατικότητας,
αλλά και τις πολυδιάστατες σχέσεις,
αλληλεξαρτήσεις και αλληλεπιδράσεις τους,
που ενθαρρύνεται από την παιδεία,
γι αυτό και το επίπεδο καλλιέργειας σε
µια χώρα θεωρείται ότι εξαρτάται από την
παιδεία του λαού της.
Σ'
αυτή την κύρια έννοια της παιδείας ως
κύριας πολιτισµικής
διαδικασίας ενυπάρχει και η εκπαίδευση,
η συστηµατική
δηλαδή παροχή και απόκτηση γνώσεων,
η ανάπτυξη των δεξιοτήτων αλλά και η
διάπλαση του χαρακτήρα των παιδιών των νέων και των
μαθητευοµένων.
Η παιδεία
µε την ευρύτατη έννοιά της είναι
ταυτόχρονα
µόρφωση,
καλλιέργεια,
εκπαίδευση,
πολιτισµός
και ανθρωπισµός
(ως διακριτικό χαρακτηριστικό των
ελλήνων έναντι των βαρβάρων στην αρχαία Ελλάδα)
και συνδέεται αµφιµονοσήµαντα
µε την έρευνα,
µ' άλλα λόγια,
την αέναη διαδικασία παραγωγής νέας
γνώσης
µέσα από την επιµελή,
συστηµατική
και διεξοδική εξέταση και προσπάθεια για ανάπτυξη,
τεκµηρίωση,
διευκρίνηση και επιβεβαίωση θεωριών,
για την ερµηνεία
φαινοµένων,
γεγονότων και καταστάσεων αλλά και για
την επίλυση προβληµάτων.
Έτσι,
η παιδεία/εκπαίδευση
(education), ενώ την εµπεριέχει
ως ένα βαθµό,
διακρίνεται σαφώς και απολύτως από την
κατάρτιση
(training) ως αυτοτελή διαδικασία,
που δεν είναι τίποτε άλλο από την
πρακτική
µόνο εκπαίδευση,
την
µάθηση του να κάνεις κάτι
(learning to do), την εξάσκηση συνήθως
κάτω από επίβλεψη σε
µία τέχνη,
επιτήδευµα
ή επάγγελµα.
Γι'
αυτό και η κατάρτιση συνοδεύεται
συνηθέστατα από τον επιθετικό χαρακτηρισµό
επαγγελµατική
(vocational), στο βαθµό
που ο κυρίαρχος σκοπός της είναι η εκµάθηση
για την άσκηση
µιας τέχνης,
ενός επιτηδεύµατος,
ή ενός επαγγέλµατος.
Χωρίς επιθετικούς προσδιορισµούς,
(π.χ.
ανώτατη-ανώτερη
παιδεία),
οι οποίοι στην τριτοβάθµια
παιδεία/εκπαίδευση
ενδεχοµένωςπαραπέµπουνσεκακοχωνεµένουςελιτισµούςκαισυντεχνιασµούς
του παρελθόντος που ταλαιπώρησαν όµως
και ταλαιπωρούν ακόµη,
(και όχι
µόνο στη χώρα
µας)
την πολιτική και κοινωνική ζωή,
είναι σαφής η διάκριση ανάµεσα
στον γενικά
µορφωτικό,
θεωρητικό,
και συστηµατικά
ερευνητικό χαρακτήρα της Πανεπιστηµιακής
παιδείας και τον πρακτικό,
τεχνικό,
τεχνολογικό επαγγελµατικό
χαρακτήρα της τριτοβάθµιας
τεχνολογικής επαγγελµατικής
εκπαίδευσης.
Η τριτοβάθµια
τεχνολογική επαγγελµατική
εκπαίδευση αναπτύσσεται από το
1960 στην Ευρώπη
(Fachhoochschulen,
Polytechnics, ΚΑΤΕΕ και πρόσφατα ΤΕΙ κ.λ.π.),
για να καλύψει,
σε
µικρότερο χρόνο,
µε λιγότερο κόστος,
µε πιο ευέλικτες και λιγότερο
απαιτητικές σε τυπικά προσόντα διδακτικού προσωπικού και
προσανατολισµένες
στην εφαρµογή
και την ικανοποίηση συγκεκριµένων
απαιτήσεων της οικονοµίας
και της παραγωγής,
ανάγκες.
Χωρίς
µεγάλη απόκλιση από την πραγµατικότητα
θα
µπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος βάσιµα,
ότι η Λευκή Βίβλος ανεξάρτητα αν αγνοεί,
υποβαθµίζει,
αποσιωπά ή αµφισβητεί
τον ρόλο,
την αποστολή και τη σηµασία
της παιδείας ως θεµελιώδους
µορφωτικής,
πολιτισµικής,
και ερευνητικής λειτουργίας για
µια Ευρώπη της δηµοκρατίας,
της προόδου και του πολιτισµού,
τελικά φαίνεται να γοητεύεται από το
φθηνότερο,
το αµεσότερο,
το πρακτικότερο και το αποδοτικότερο,
από την στενή,
µονοδιάστατη και προσωρινά
-και
µόνο εκ πρώτης όψεως-συµφέρουσα
οικονοµικά
οπτική,
της αυστηρά τεχνικοεπαγγελµατικής
διάστασης της
µαθησιακής διαδικασίας και σ'
αυτήν τελικά περιορίζεται.
Έτσι,
στον πρόλογό της η Λευκή Βίβλος ξεχνάει
το άρθρο
126 της ιδρυτικής συνθήκης των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και όταν συνιστά ως κύριες δράσεις των κρατών
µελών και της Κοινότητας για το
1996:
• Την ενθάρρυνση
της απόκτησης νέας γνώσης,
• Το να φέρουν το
σχολείο και τον επιχειρηµατικό
τοµέα
πιο κοντά,
•
Να πολεµήσουν
τον κοινωνικό αποκλεισµό,
•
Να αναπτύξουν
την επάρκεια σε τρεις ευρωπαϊκές γλώσσες και
• να
µεταχειρίζονται
µε ισότιµο
τρόπο τις επενδύσεις κεφαλαίου,
και τις επενδύσεις
τεχνικο επαγγελµατικής
κατάρτισης,
έχει υπ'
όψη της
µόνο,
το πως αυτές οι
δράσεις θα στηρίξουν βραχυπρόθεσµα
"την ανάπτυξη των
ευρωπαϊκών οικονοµιών,
ώστε να
µπορούν να αντιµετωπίσουν
τον διεθνή ανταγωνισµό,
δηµιουργώντας
ταυτόχρονα τα εκατοµµύρια
θέσεων απασχόλησης που χρειάζονται",
σύµφωνα
µε τη Λευκή Βίβλο
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ανάπτυξη,
την
Ανταγωνιστικότητα και την Απασχόληση την οποία κυρίως υπηρετεί,
"για την αντιµετώπιση
των προκλήσεων για την µετάβαση στον 21 αιώνα".
Η Λευκή Βίβλος
ξεχνάει και την ουσία της κληρονοµιάς
του
Condorset ο οποίος
µε βάση την θέση,
"ότι οι γενικοί νόµοι
που ρυθµίζουν
το παρελθόν δικαιολογούν την εξαγωγή ορισµένων
γενικών συµπερασµάτων
για το
µέλλον",
αποφαίνεται ότι τα
κύρια χαρακτηριστικά του
µέλλοντος θα είναι:
"1. Ηάρσητωνανισοτήτων
µεταξύ των εθνών,
2
Η άρση των
ανισοτήτων
µεταξύ των κοινωνικών τάξεων και
3
Η βελτίωση των
ατόµων,
η επ'
άπειρον τελειοποίηση της ίδιας της
ανθρώπινης φύσης
πνευµατική,
ηθική,
φυσική".
Η ισότητα βέβαια
προς την οποία ο
Condorset
παρουσιάζει τα έθνη και τα άτοµα
να τείνουν δεν είναι
"απόλυτη"
αλλά είναι
"ισότητα προς την
ελευθερία και τα δικαιώµατα",
µ' άλλα λόγια
ισότητα ευκαιριών για την
µόρφωση,
την απασχόληση και
τον πολιτισµό,
την οποία
εξασφάλιζε και
µε τροµακτικές
δυσκολίες εξασφαλίζει πλέον σε κάθε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης το ∆ηµόσιο
(σεποσοστό
µεγαλύτερο του
70%) ΣύστηµαΠαιδείας.
Τα υφιστάµενα
όµως
Εθνικά Συστήµατα
Παιδείας,
αγνοούνται
ολοσχερώς ως προς το ρόλο τους στη Λευκή Βίβλο,
και αναφέρονται
µόνο ως
προβληµατικά
για την χρηµατοδότησή
τους
στις κρίσιµες
για την νοµισµατική
ένωση οικονοµικές
συνθήκες και
άκαµπτα
στις διαδικασίες αναγνώρισης δεξιοτήτων και ικανοτήτων που
«θα
µπορούσαν
(και θάπρεπε)
ν'
αποκτηθούν
µε πιο
"ευλύγιστους"
τρόπους εκτός αυτών».
Η Λευκή Βίβλος,
διαπιστώνοντας την ανάγκη
«ανάδειξης
των ικανοτήτων και των ταλέντων των πολιτών της Ε.Ε.
εκτός της
"παραδοσιακής"
εκπαιδευτικής οδού»,
των Συστηµάτων
δηλαδή Παιδείας των κρατών
µελών,
(τα οποία θεωρούνται άλλωστε εξαιρετικά
"δαπανηρά"
και
"άκαµπτα"),
προτείνει λύσεις οι
οποίες καθοδηγούνται από τις
"επαναστατικές"
µεταβολές τις
οποίες συνεπάγονται:
•
Η επίδραση της
"κοινωνίας της πληροφορίας",
•
Η επίδραση της
παγκοσµιοποίησης
της οικονοµίας
και
• Η επίδραση της
επιστηµονικής
και τεχνολογικής γνώσης στο χώρο της παιδείας,
της εργασίας,
της παραγωγής και της κοινωνίας
γενικότερα.
Και οι ρεαλιστικές αυτές λύσεις,
µε αντιφατικές έως και υποκριτικές
διατυπώσεις,
απλώς συρρικνώνουν τον αναντικατάστατο,
συστηµατικό,
πολυδιάστατο,
ολοκληρωµένο
και πολυπολιτισµικό
χαρακτήρα της ανθρωπιστικής παιδείας,
η οποία απετέλεσε το θεµέλιο
του ευρωπαϊκού πολιτισµού,
στην
µερική,
αποσπασµατική
και ευκαιριακή αντίληψη:
•
της
"κατά
µονάς"
προσέγγισης του κάθε πολίτη σε
µία
"ευρεία βάση γνώσεων"
της Ε.Ε.,
• της βελτίωσης
της δυνατότητας για πρόσβαση στην αγορά εργασίας,
(µε την ενθάρρυνση ευέλικτων σχέσεων των
νέων
µε τις επιχειρήσεις)
και
µε προσωπικές κάρτες ικανοτήτων που να
επιτρέπουν την εκτίµηση
των ικανοτήτων τους
"πέρα από διπλώµατα
και πτυχία που χάνουν την αξία τους
µε την πάροδο του χρόνου",
•
της παροχής
µιας δεύτερης ευκαιρίας
µέσα από την άτυπη εκπαίδευση στις οµάδες
των κοινωνικά αποκλεισµένων,
για τις οποίες όµως
δυσκολεύονται οικονοµικά
να εξασφαλίσουν την πρώτη
(καιυποχρεωτική
κατά τον
Condorset), ως εξόχως
δαπανηρή.
Θεωρώντας την Επανάσταση της
Πληροφορίας ως
µείζονος σηµασίας
από την Βιοµηχανική,
ο
St.Micossi
της ∆ιεύθυνσης
DGIII
της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
(1996) επειδή:
• η ταχύτητα των
αλλαγών που συνεπάγεται είναι εξαιρετικά
µεγαλύτερη,
(π.χ.
η δύναµη
των ατµοµηχανώνπου
τη δεκαετία του
1780 παρήγαγαν οι
Boulton και
Watt λίγο
µόνο άλλαξε
µέχρι τη δεκαετία του
1930, ενώ η υπολογιστική δύναµη
που
µπορεί να αγοράσει κανείς
µε
1 ECU διπλασιάζεται
περίπουκάθετρίαχρόνια),
•
είναι παγκόσµια
και δηµιουργεί
αναδράσεις που επιταχύνουν τον ρυθµό
παγκοσµιοποίησης
της οικονοµίαςκαι
• από την ίδια
τη φύση της έχει άµεση
επίδραση στο κάθε άτοµο,
ανάλογα
µε το αν
µπορεί να το ενσωµατώσει
σε ένα παγκόσµιο
χωριό ανοιχτό σε όλους,
ή να το αποκλείσει από
µια λέσχη περιορισµένη
γι'
αυτούς πουέχουντακατάλληλα
µηχανήµατα
καιτηντεχνογνωσία,
αναρωτιέται και
ζητάει να αναρωτηθούµε
"πως θα βεβαιωθούµε
ότι η Κοινωνία της Πληροφορίας δεν θα οδηγήσει σε ένα νέο αποκλεισµό,
προσθέτοντάς τον στις διαιρέσεις που ήδη
υπάρχουν στην κοινωνία;"
ΗΛευκήΒίβλοςόµωςγιατηνΕκπαίδευση
καιτην Κατάρτισηδενέχειεπ'
αυτούενδοιασµούς:
•
"ΗΕπιτροπή πιστεύει ότι παραµένει
πολύ
µεγάλη ανισότητα στηνπροσπέλαση
στηνεκπαίδευση
(training) και στην αγορά εργασίας και
ότι οι προσφερόµενες
δυνατότητες από την κοινωνία της πληροφορίας οφείλουν να χρησιµοποιηθούν πλήρως για να την ελαττώσουν".
•
"Οι δάσκαλοι πρέπει επίσης να έχουν
τηνευκαιρία να προσαρµόζονται
στις νέες τεχνολογίες και στις συνέπειές τους"
•
"Το ποσοστό διείσδυσης των εκπαιδευτικών πολυµέσων στο σχολείο είναι ακόµη πολύ
µικρό"
Το νέο όραµα,
"Αυτοκινητόδροµοι
Πληροφορίας και Τηλεπικοινωνίας",
Τράπεζες δεδοµένων,
Τηλεδιοίκηση,
Τηλεργασία,
Τηλεκπαίδευση,
Τηλεϊατρική,
Τηλεκατάρτιση",
εκπρώτηςόψεωςείναι γοητευτικό,
καινοτόµο,
βαθύτατα
"εκσυγχρονιστικό",
ακόµη
και προοδευτικό.
Αυτονόητα ανοίγει ορίζοντες,
δηµιουργεί
νέες θέσεις εργασίας,
νέα προϊόντα και νέες υπηρεσίες.
Συνεπάγεται όµως
αναπόδραστα και
µία σειρά από δυσµενείς
επιπτώσεις πέραν των λογικά αναµενοµένων
(δυσκολία προσαρµογής
στις νέες τεχνολογίες του κάποιας ηλικίας εργατικού και επιστηµονικού
δυναµικού,
ανεργία σε παραδοσιακής τεχνολογίας
κλάδους της παραγωγής κ.λ.π.).
Οι επιπτώσεις αυτές,
ως συνέπεια και του ακραίου διεθνούς
ανταγωνισµού
ο οποίος συνοδεύει στο κλίµα
της παγκοσµιοποίησης
της οικονοµίας
και της αγοράς την τεχνολογική επανάσταση στα πεδία αιχµής,
έχουντην
µορφή:
•
αλλεπάλληλωναναδιαρθρώσεωντων
µεγάλων εταιριών υψηλής τεχνολογίας,
•
µετακινήσεων παραγωγικών
µονάδων σε ευνοϊκότερες από άποψη
φορολογίας και φθηνού εργατικού/επιστηµονικού δυναµικού περιοχές του πλανήτη,
•
εκτεταµένες
απολύσεις στελεχών υψηλών προδιαγραφών
µε υψηλότατες αµοιβές,
• διαρκείς ανανεώσεις του επιστηµονοτεχνικού τους δυναµικού,
κ.λ.π.
Αλλά και η Λευκή Βίβλος για την Ανάπτυξη
την Ανταγωνιστικότητα και την Απασχόληση συναινεί σε
µεγάλο βαθµό
για την επαναστατικής σηµασία
κοινωνία της πληροφορίας αλλά και
κινδυνολογεί όπου απαιτείται:
•
"Η δηµιουργία
ενός κόσµου
πολλαπλών
µέσων ενηµέρωσης
(ήχος,
κείµενο,
εικόνα)
αποτελεί
µεταβολή συγκρίσιµη
µετηνπρώτηβιοµηχανική
επανάσταση",
•
"Το αύριο είναι εδώ:
ο αριθµός
των τηλεοπτικών καναλιών θα πολλαπλασιάζεται επί δέκα,
ενώ ο αριθµός
των συνδροµητών
της καλωδιακής τηλεόρασης θα τριπλασιασθεί
µέχρι το τέλος του αιώνα.
Στις ΗΠΑ
6 εκατοµµύρια άτοµα εφαρµόζουν ήδη την τηλεργασία."
• "Οι ΗΠΑ προπορεύονται:
200 από τις
µεγαλύτερες επιχειρήσεις χρησιµοποιούν
ήδη τους πληροφοριακούςαυτοκινητόδροµους."
•
"Στην καρδιά του αναπτυξιακού προτύπου
του
21ου αιώνα:
κρίσιµη
πρόκληση για την επιβίωση ήτηνπαρακµήτηςΕυρώπης."
•
"∆υνατότητα αντιµετώπισης
των νέων αναγκών των ευρωπαϊκών εταιρειών:
∆ίκτυα επικοινωνίας στις επιχειρήσεις,
γενίκευση της τηλεργασίας,
γενικευµένη
πρόσβαση σε επιστηµονικές
βάσεις δεδοµένων
και βάσεις ψυχαγωγίας,
διάδοση της τηλεργασίας,
ανάπτυξη
της προληπτικής ιατρικής και της ιατρικής κατ'
οίκον για τους ηλικιωµένους."
Όλα αυτά όµως
σχεδιάζονται ν'
αναπτυχθούν ερήµην
ή στο περιθώριο των
"άκαµπτων"
Εθνικών Συστηµάτων Παιδείας.
Είναι χαρακτηριστικό,
ότι ενώ
µέχρι το
2.000 προβλέπονται
επενδύσεις για
µια καλύτερη
ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης:
1
Για τα ∆ίκτυα
µεταφορών και ενέργειας
250 δις.
ECU (απόταοποία
95 δις σε έργα προτεραιότητας),
2
Για τιςΤηλεπικοινωνίες
150 δις
ECU (από τα οποία
67 δις σε έργα προτεραιότητας),
3
Για το Περιβάλλον
174 δις
ECU (περιβαλλοντικά έργα
µεγάλης κλίµακας
π.χ.
καθαρισµός
Μεσογείου-Βαλτικής),
διατίθενται
για τα πρώτα βήµατα
στην κοινωνία της πληροφορίας
160.000 µαθητών,
σε περισσότερα από
700 σχολεία σε
15 χώρες της
Ευρώπης,
το ποσό των
414.740 ECU.
(CEC, Children in the Information Society, IT Magazine, News Review
No 19, April 1996).
Αν το ποσό αυτό φαίνεται
και εκ πρώτης όψεων εξαιρετικά
µικρό για ένα
καινοτοµικό
πιλοτικό πρόγραµµα
εκπαίδευσης,
πολιτισµού
και νέων τεχνολογιών,
οι θετικές
επιπτώσεις του για την αγορά της πληροφορικής θα είναι αξιοσηµείωτες
στο βαθµόπου
οι νέοι
µαθητές
θαγοητευθούν απ'
τις δυνατότητες των
σταθµών
εργασίας των πολυµέσων,
των λογισµικών
εφαρµογών,
του
Internet, των
ψηφιακών φωτογραφικών
µηχανών,
των σαρωτών και των
µηχανών
video και θα συµβάλουν
απ'
αυτή την ηλικία
στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης,
αποκτώντας τις
απαραίτητες σχετικά
"έξεις"
και συνήθειες οι
οποίες συντείνουν ταυτόχρονα στην υποβάθµιση
της αξίας και της σηµασίας
των πραγµατικών
φυσικών
µεγεθών,
των πράξεων πάνω σ'αυτά,
των διερευνήσεων,
εκτιµήσεων
και κριτικών αξιολογήσεών τους καθώς και της
"αίσθησης"
και αντίληψής τους
όχι
µόνο
µέσωτης
"εικονιστικής"
και
"ψηφιακής"
τους
µορφής.
Σε κάθε περίπτωση,
η κοινωνία της
πληροφορίας,
ως πρώτος και θεµελιώδης
παράγων των δραµατικών
αλλαγών που θέλει να επιβάλει ή τουλάχιστον να στηρίξει η Λευκή
Βίβλος στην παιδεία και γενικότερα στην κοινωνία συνεπάγεται:
µία νέα,
συνολική και ακόµη
πιο επικίνδυνη από οποιαδήποτε άλλη ιδιωτικοποίηση
δηµόσιουαγαθούσεοικονοµικό,
κοινωνικό,
εργασιακόκαιπολιτισµικόεπίπεδο.
Ο δάσκαλος και
µαθητής,
ο σπουδαστής,
ο τηλεκπαιδευόµενος,
ο τηλεργαζόµενος,
ο τηλεσυνεργαζόµενος
(επιστηµονικά,
επιχειρηµατικά,
τεχνικά),
ο τηλεξυπηρετούµενος
(διοικητικά,
ιατρικά,
κοινωνικά και πολιτισµικά),
ο τηλεκαταναλωτής και τηλεθεατής αλλά
και τα
µέλη των
µειονεκτουσών οµάδων
(αγροτικές κοινότητες,
ηλικιωµένοι,
εθνικές
µειονότητες,
µετανάστες,
άτοµα
µε ειδικές ανάγκες κ.λ.π.
στους οποίους η Λευκή Βίβλος φιλοδοξεί
να παράσχει αντί της πρώτηςτηδεύτερηευκαιρία):
θα πρέπει
να αγοράζουν ιδιωτικά,
να συντηρούν και να αναβαθµίζουν
στο διηνεκές,
να συµπληρώνουν
και να δικτυώνουν τους υπολογιστές και τα λογισµικά
(εκπαιδευτικά,
ειδικών εφαρµογών
κ.λ.π.)
που είναι απαραίτητα για να συµµετάσχουν
στα αγαθά της νέας εποχής,
αλλά και να γίνονται συνδροµητές
δια βίου και/ή
να αγοράζουν τις απαραίτητες
"ειδικές"
εκπαιδευτικές
υπηρεσίες από ιδιωτικές εταιρείες πολλές φορές απολύτως αναξιόπιστες και ανέλεγκτες.
Όπως προαναφέραµε,
η κατ'
ευφηµισµόν
κοινωνία της πληροφορίας είναι η παλαιά
(Ρόκος
1992) "µεγάλη αγορά της πληροφορικής",
καταλύτης της παγκοσµιοποίησης
της οικονοµίας,
της
µετατροπής του συλλογικού και του
κοινοτικού σε ατοµικό
και ιδιωτικό,
παράγωγος ακόµη
µεγαλύτερης αποµόνωσης
και αποξένωσης
, µετατροπέας του κριτικού πολίτη σε
παθητικό θεατή,
και δηµιουργός τεραστίων κερδών.
Το
1994 τα νοικοκυριά που διέθεταν οικιακό
ηλεκτρονικό εξοπλισµό
στις τέσσαρις
µεγαλύτερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
(Coehoorn et al 1996) ήταν:
Άρα λοιπόν υπάρχει
µεγάλη προοπτική για ανάπτυξη και
πώληση νέων προϊόντων και υπηρεσιών
(για όσους βλέπουν
µόνο
µπρος από το δάκτυλό τους,
βραχυπρόθεσµα
και επιφανειακά),
προοπτική που επιβεβαιώνει και την ρήση
της Λευκής Βίβλου για την Ανάπτυξη την Ανταγωνιστικότητα
και την Απασχόληση:
"Είµαστε
πράγµατι
πεπεισµένοι
ότι οι Ευρωπαϊκές Οικονοµίες
έχουν
µέλλον".
Στην κατεύθυνση
δε αυτή από πολλά χρόνια
µε τα χρηµατοδοτούµενα
ερευνητικά προγράµµατα
(π.χ.
Information Technology, Telematics Applications, Advanced
Communications Technologies and Services, Training and Mobility
of Researchers, Technology Stimulation Measures for SMEs
κ.λ.π.)
η Επιτροπή των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επηρέασε δραµατικά
και τη φυσιογνωµία,
τη λειτουργία
και την διαφορική ανάπτυξη των πανεπιστηµίων,
µετατρέποντας
τα εργαστήριά τους στα αντίστοιχα επιστηµονοτεχνικά
πεδία των τεχνολογιών αιχµής
σε ισότιµους
συνεργάτες έως υπηρέτες της βιοµηχανίας,
µε θετικές
εν πολλοίς επιπτώσεις στην ερευνητική τους ανάπτυξη αλλά
και εξαιρετικά αρνητικές πολλές φορές στην εκπαιδευτική τους αποστολή.
Με τον ίδιο
τρόπο έλαβαν χώρα και οι προπαρασκευαστικές πράξεις για διάδοση και
οµαλή
διείσδυση των επιλογών της Λευκής Βίβλου για την Εκπαίδευση και την
Κατάρτιση,
στα πεδία της
κινητικότητας των φοιτητών,
της συνεργασίας επιχειρήσεων-ΑΕΙ κ.λ.π.
Έτσι,
ενώ η Λευκή
Βίβλος ετοιµάσθηκε
από την Επιτροπή σε
µεγάλο βαθµό
(ή και
απολύτως)
ερήµην
των κυβερνήσεων των κρατών
µελών,
κυκλοφόρησε
στις Βρυξέλλες στις
29.11 του
1995 και
παρουσιάσθηκε από την εµπνεύστριά
της Επίτροπο Έρευνας,
Εκπαίδευσης
και Κατάρτισης της Ε.Ε.
κ.
Εντίθ Κρεσσόν,
την Πέµπτη
7.12.95 µε
δορυφορική συνέντευξή της,
µία σειρά
αποσπασµατικές
εκ πρώτης όψεως προπαρασκευαστικές της ενέργειες,
(που
υπηρετούσαν όµως
µε συστηµατικότητα
την στρατηγική της),
είχαν ήδη δροµολογηθεί
και εξελισσόταν την τελευταία δεκαετία και συγκεκριµένα:
• από το
1987, µε την
σχετική απόφαση του Συµβουλίου
για την Κινητικότητα των Σπουδαστών των κρατών
µελών
(πρόγραµµα
ERASMUS),
• από το
1988, µε την
σχετική απόφαση του Συµβουλίου
για την Συνεργασία Πανεπιστηµίων
και Επιχειρήσεων και την Μαθητεία Σπουδαστών στη Βιοµηχανία
(Πρόγραµµα
COMETT II),
• από το
1989, µε την
σχετική απόφαση του Συµβουλίου
για την Αρχική Εξάσκηση των Νέων ΑνθρώπωνκαιτωνΝέωνΕργατών
(Πρόγραµµα
PETRA II) και
• από το
1990, µε την
σχετική απόφαση του Συµβουλίου
για την Συνεχιζόµενη
Εκπαίδευση στην
Ευρώπη
(Πρόγραµµα
FORCE).
Οι
σχετικοί ρυθµοί
και οι τάσεις ανάπτυξης των δράσεων αυτών των προγραµµάτων
σύµφωνα
µε
τα στοιχεία πουδίνει η ίδια η Λευκή Βίβλος ήταν:
•
Για την κινητικότητα των φοιτητών
− το ακαδηµαϊκό
έτος
1987-1988 συµµετείχαν
στο
ERASMUS 3.000
φοιτητές
µε οικονοµική
ενίσχυση της κοινότητας,
− το ακαδηµαϊκό έτος
1995-1996
ο αριθµός αυτός έφθασε στους
170.000
• Για την συνεργασία πανεπιστηµίων
-επιχειρήσεων
− το
1990 4.400
σπουδαστές συµµετείχαν
σε σχετικά διακρατικά προγράµµατα
µαθητείας στο
πλαίσιο του Προγράµµατος
COMETT II,
− pan>
το
1994 οαριθµόςτουςέφθασεστους
8.700
• Για το Πρόγραµµα
PETRA II
− τη
διετία
1992-1994 συµµετείχαν
23.566 νέοι σε
αρχική επαγγελµατική
εκπαίδευση και
13.053
νέο εργάτες
•
Για το Πρόγραµµα
FORCE
− αναπτύχθηκαν
5.000 ευρωπαϊκοί συνεταιρισµοί
(3.000 από τους οποίους εταιρίες ή
consortia, µε
70% απ'
αυτούς Μικροµεσαίες
Επιχειρήσεις και
900 Ευρωπαϊκοί συνεταιρισµοί
εκπαίδευσης
(training) µεσυµµετοχή
κοινωνικώνεταίρωνσε
720 έργα).
Σύµφωνα όµως
µε στοιχεία της ίδιας της Λευκής Βίβλου για την Εκπαίδευση
και Κατάρτιση:
• Το
1993, το
32% του πληθυσµού
των κρατών
µελών της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας,
δηλαδή
117 εκατοµµύρια πολίτες ήταν κάτω των
25 ετών.
•
Το ακαδηµαϊκό έτος
1991-1992, το
ένα πέµπτο
του πληθυσµούτης
Ευρωπαϊκής Κοινότητας των
12 δηλαδή
67 εκατοµµύρια
νέοι
(το
60% των κάτω
των
25 ετών)
ήταν εγγεγραµµένοι
ως
µαθητές και
φοιτητές σε κάποιο από τα εκπαιδευτικά της ιδρύµατα
της πρωτοβάθµιας,
δευτοροβάθµιας
και τριτοβάθµιας
εκπαίδευσης.
(πάνω από
22 εκατοµµύρια
στην πρωτοβάθµια,
περίπου
35
στηνδευτεροβάθµιακαι
10 εκατοµµύριαστηντριτοβάθµια)
•
Πάνω από το
20% των κάτω
των
25 ετών που
βρισκόταν εκτός Εκπαίδευσης ήταν το Μάρτιο του
1995 άνεργοι.
Με βάση τα παραπάνω προκύπτουν τρία ενδεχόµενα:
•
οι προπαρασκευαστικές
αυτές πράξεις της Λευκής Βίβλου να συνεχίσουν να εξελίσσονται
µε αυτούς τους
ρυθµούς
και τάσεις και συνεπώς να αφορούν σε ένα ελάχιστο τµήµα
των φοιτητών,
των νέων
ανθρώπων,
των νέων
εργατών και των νέων ανέργων της Ευρωπαϊκής Ενωσης,
συµβάλοντας
έτσι,
όχι
µόνο
στηνπαράταση τηςύπαρξης αλλά καιστη δηµιουργία
νέων
µορφών
ανισοτήτων για τους πολίτες της Ευρώπης,
• οι δράσεις των
προπαρασκευαστικών αυτών πράξεων να ενισχύονται όλο και περισσότερο
από την εθνική συµµετοχή
των κρατών-µελών,
ενώ η Επιτροπή
θα ασχολείται
µε την
εισαγωγή νέων διαδικασιών,
µεθόδων και
µορφών οµογενοποίησης
των εκπαιδευτικών πολιτικών τους που θα συµπιέζουν
όλο και περισσότερο το ανθρωπιστικό και πολιτισµικό
περιεχόµενο
µιας ολοκληρωµένης
παιδείας σε όφελος της αµέσως
προσοδοφόρου και βολικής εργασιακά/εργοδοτικά επαγγελµατικής κατάρτισης,
•
η γενικότερη
στρατηγική της Λευκής Βίβλου να επικρατήσει επί των όλο και
ασθενέστερων και συνεχώς οµογενοποιούµενων
στρατηγικών παιδείας των κρατών-µελών
και ακόµη,
να θεωρηθεί
και από τα κράτη
µέλη ότι οι δηµόσιες
δαπάνες τους για την Παιδεία
(π.χ.
8% του
ακαθάριστου εθνικού προϊόντος για το
1992 στη
Φινλανδία),
είναι
"ένα πολύ
µεγάλο ποσοστό
των δηµοσίων
δαπανών",
όπως λέει και
η Λευκή Βίβλος,
µε αναπόφευκτη
συνέπεια,
στην προοπτική
διαρκούς συρρίκνωσης του ∆ηµόσιου
Τοµέα
τους,
να προκληθούν
και νέες υποβαθµίσεις
των ∆ηµόσιων
Συστηµάτων Παιδείας.
Τα ενδεχόµενα
αυτά υποστηρίζουµε,
ότι θεωρούµενα
ακόµη
και από
µία λογική και ανοιχτόµυαλη
φιλοευρωπαϊκή οπτική θα αποδειχθούν
µακροπρόθεσµα
αρνητικά,
όχι
µόνο για την παιδεία και τον πολιτισµό
της Ευρώπης αλλά και για την κοινωνική της συνοχή και την οικονοµία
της,
την οποία
εντούτοις υποτίθεται ότι η Λευκή Βίβλος υπηρετεί.
Η αποδυνάµωση
του πρωτογενούς τοµέα
της παραγωγής,
η προϊούσα αποβιοµηχανοποίηση,
η συνεχιζόµενη
µεταφορά παραγωγικών δραστηριοτήτων σε
χώρες του τρίτου κόσµου
και των τέως σοσιαλιστικών χωρών,
η γιγάντωση του τοµέα
των υπηρεσιών και το εντεινόµενο
βάθαιµα
του χάσµατος
του πλούσιου βορρά
µε τον όλο και φτωχότερο νότο,
αν συνοδευτούν
µε την κυρίαρχη επιλογή της
µονοδιάστατης πρακτικοποίησης της
παιδείας,
της ενίσχυσης της
µαθητείας σε επιχειρήσεις,
της
"ευέλικτης"
καιεκτόςτουεκπαιδευτικού συστήµατος
τηςκάθε χώραςδιαδικασίας αναγνώρισης και πιστοποίησης ικανοτήτων και
την αναπόδραστη στις συνθήκες αυτές αφυδάτωση του ερευνητικού,
πολιτιστικού και ανθρωπιστικού χαρακτήρα
της παιδείας και των ΑΕΙ,
θα σηµάνουν,
πολύ πιθανά,
την παλινδρόµηση
από την
"Αναγέννηση"
στο
"Μεσσαίωνα"
και όχι
"τον αυτοκινητόδροµο
των πληροφοριών"
προς την
"Αναγέννηση"
της Ευρώπης και του κόσµου
όπως επαγγέλονται
µε
µυωπική και εν πολλοίς
"λογιστική"
µόνο αντίληψη της πραγµατικότητας
οι συντάκτες της Λευκής Βίβλου.
Όψεις του Ελληνικού
Συστήµατος Πανεπιστηµιακής Παιδείας.
Εσωτερικά
προβλήµατακαιευρωπαϊκοίεπηρεασµοί.
Όπως σε κάθε εθνικό σύστηµα
παιδείας,
έτσι και στο σύστηµα
παιδείας της χώρας
µας,
η φιλοσοφία,
η δοµή
και η λειτουργία των Πανεπιστηµίων
απηχεί σε
µεγάλο βαθµό
τα ποιοτικά χαρακτηριστικά,
την σηµασία
και το ρόλο που αποδίδει η κοινωνία στη συνολική σχολική διαδικασία
για την
µόρφωση,
την καλλιέργεια και την συστηµατική
εκπαίδευση των πολιτών της και την διατήρηση και ανάπτυξη του
πολιτισµού
της,
στο βαθµό
που τα ΑΕΙ προετοιµάζουν
και το διδακτικό προσωπικό όλων των βαθµίδων της παιδείας.
Η φιλοσοφία,
η δοµή
και η λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυµάτων
της Ελλάδας καθορίζονται σεθεσµικό πλαίσιο:
(α)
από τις σχετικές επιταγές του Συντάγµατος,
οι οποίες καθιερώνουν και
κατοχυρώνουν τη φύση
και τη λειτουργία της Ανώτατης Παιδείας ως δηµόσιου και πολύτιµου αγαθού,
(β)
από την
σχετική Πανεπιστηµιακή
Νοµοθεσία,
(Νόµος
Πλαίσιο,
ο οποίος
εξασφαλίζει ένα κοινό επίπεδο αναφοράς,
κανόνων και διαδικασιών γενικής ισχύος για όλα τα Α.Ε.Ι.)
και
(γ)
από τους
Εσωτερικούς Κανονισµούς
των Ιδρυµάτων,
οι οποίοι
µπορούν να
αναδείξουν την ιδιαίτερη φυσιογνωµία
τους και να αποδείξουν την έκταση,
το βάθος και
την ποιότητα της Αυτοδιοίκησης,
την οποία,
όχι
µόνο
διεκδικούν αλλά είναι και σε θέση,
αξιόπιστα αλλά
και αποτελεσµατικά,
ναεφαρµόσουν.
Μέσα από το πνεύµα
και το γράµµα
των θεσµών
αυτών,
τις εισηγητικές εκθέσεις αλλά και τις
διαδοχικές τροποποιήσεις της Πανεπιστηµιακής
Νοµοθεσίας,
µπορούν να εκτιµηθούν
χαρακτηριστικά στοιχεία της εθνικής στρατηγικής
(και/ή
της απουσίας της,
ή και των αλλεπάλληλων ανατροπών της)
για την παιδεία στην Ελλάδα και ειδικότερα γιατ ην Ανωτάτη.
Επειδή όµως
οι Καταστατικοί Χάρτες,
οι Νόµοι
και τα ∆ιατάγµατα,
δεν παράγονται και δεν εφαρµόζονται
εν κενώ,
σε συνθήκες εργαστηρίου,
αλλά αποτελούν ιστορικά την έκφραση της
διαρκούς
µαχητικής ισορροπίας της ποιότητας και
της δυναµικής
της συγκεκριµένης
πολιτικής και κοινωνικής πραγµατικότητας,
της οικονοµίας,
και του επιπέδου του πολιτισµού
γενικότερα,
ο καθορισµός
αυτός υφίσταται σταθερά ενδογενείς και εξωγενείς επηρεασµούς,
οι οποίοι και τον
µορφοποιούν κάθε φορά ανάλογα
µε τις κυρίαρχες σχετικές συνθήκες και συγκυρίες.
Και οι
µεν ενδογενείς επηρεασµοί
εξαρτώνται από την ποιότητα,
το ακαδηµαϊκό
ήθος,
την εργατικότητα των πανεπιστηµιακών
δασκάλων και την αφοσίωση ή
µη στα κύρια καθήκοντά τους,
δηλαδή τη διδασκαλία,
την έρευνα,
τις διοικητικές υποχρεώσεις τους και την
γενικότερη κοινωνική τους προσφορά,
οι δε εξωγενείς από τις άµεσες
και τις έµµεσες
επιπτώσεις των σχετικών ευρωπαϊκών πολιτικών,
οδηγιών,
"Βίβλων"
και προγραµµάτων
για την παιδεία,
την έρευνα,
την κατάρτιση,
την ανάπτυξη,
την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση,
στις συνθήκες κυριαρχίας
"της κοινωνίας των πληροφοριών",
και της παγκοσµιοποίησης της οικονοµίας.
Είναι αυτονόητο ότι οι εξωγενείς επηρεασµοί
τελούνται στο γενικότερο πλαίσιο
µιας γενικευµένης
πολιτικής,
οικονοµικής,
κοινωνικής και πολιτισµικής
κρίσης,
σε
µεγάλο βαθµό
αλληλεξαρτώνται και αλληλεπιδρούν
µ' αυτήν και σε τελική ανάλυση
καθορίζουν και τις στάσεις και τις συµπεριφορές όλων των οµάδων οι οποίες συγκροτούν ένα Πανεπιστηµιακό Ίδρυµα.
Πιο συγκεκριµένα:
Η περίοδος
1981-1983 είναι η
µόνη στη διάρκεια της
µεταπολίτευσης κατά την οποία
επιχειρήθηκε ο σχεδιασµός,
η συγκρότηση,
η θεσµοθέτηση
και η εφαρµογή
µιας συνολικής στρατηγικής ολοκληρωµένης
(κοινωνικής,
οικονοµικής
και πολιτισµικής)
αλλά και αποκεντρωµένης
ανάπτυξης τηςχώρας,
µεθεµελιακήσ'
αυτή την κατεύθυνση τη συµβολή της παιδείας σ'
όλες τις βαθµίδες της.
Την περίοδο αυτή,
µε πολλές δυσκολίες
(Ρόκος,
1981, 1988) προωθήθηκε,
ψηφίσθηκε από το Ελληνικό
Κοινοβούλιο και εφαρµόσθηκε
ο Νόµος Πλαίσιο
για τη ∆οµή και τη
Λειτουργία των ΑΕΙ ο οποίος απετέλεσε,
τόσο για τους υποστηρικτές του,
όσο και για τους αντίθετους
µ' αυτόν βαθιά το µή στο εκπαιδευτικό
µαςσύστηµα.
Θα πρέπει να σηµειωθεί
ότι την ίδια περίοδο,
για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία,
υλοποιήθηκε το
97% του προγράµµατος
κυβερνητικής πολιτικής
(Ρόκος,
1988, 1991γ)
και των προγραµµατικών
δηλώσεων του τότε Πρωθυπουργού για την παιδεία.
Μέσα από τη φιλοσοφία του Νόµου
αυτού γίνεται σαφές ότι το το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστηµα
ανταποκρίνεται στο πρότυπο ολοκληρωµένης
παιδείας του στον ευρωπαϊκού πολιτισµού,
και
µάλιστα σε αντίθεση
µε τη
"µερική"
και καθαρά οικονοµίστικη
προσέγγιση για την εκπαίδευσηκατάρτισητης
Λευκής Βίβλου της Επιτροπής.
Συγκεκριµένα,
µετοάρθρο
1 τουΝόµου
1268/82 για τη ∆οµή και Λειτουργία των ΑΕΙ
:
"1. Το κράτος έχει την υποχρέωση να
παρέχει την ανώτατη εκπαίδευση σε κάθε έλληνα πολίτη που
το επιθυµεί
µέσα από τις διαδικασίες πουορίζονται κάθε φορά
από το νόµο.
2. Η Ανώτατη Εκπαίδευση παρέχεται στα
Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύµατα
Α.Ε.Ι.
που έχουν ως αποστολή:
ι)
Να παράγουν και να
µεταδίδουν τη γνώση
µε την έρευνα και τη διδασκαλία και να
καλλιεργούντιςτέχνες.
ιι)
Να συντείνουν στη διαµόρφωση
υπεύθυνων ανθρώπων
µε επιστηµονική,
κοινωνική,
πολιτιστική και πολιτική συνείδηση και
να παρέχουν τα απαραίτητα εφόδια που θα
εξασφαλίζουντηνάρτιακατάρτισή τους για επιστηµονική και επαγγελµατική σταδιοδροµία.
ιιι)Να συµβάλουν
στην αντιµετώπιση
των κοινωνικών,
πολιτιστικών και αναπτυξιακών αναγκών
του τόπου.
3. Στο πλαίσιο της αποστολής τους,
τα ΑΕΙ οφείλουν να συµβάλουν
στην αντιµετώπιση
της ανάγκης για συνεχιζόµενη
εκπαίδευση και διαρκή επιµόρφωση του λαού".
Τον Νόµο
Πλαίσιο
1268/82 συµπλήρωσε
ουσιαστικά και καταλυτικά για την απόλυτη
αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ το άρθρο
48 παράγραφος
4α τουΝόµου
1404/83 σύµφωνα
µε το οποίο:
" H
Σύγκλητος αποφασίζει για κάθε θέµα
που αναφέρεται στην οργάνωση και λειτουργία του οικείου ΑΕΙ,
στη διεξαγωγή
και βελτίωση του διδακτικού,
εκπαιδευτικού
και επιµορφωτικού
έργου του Ιδρύµατος,
στην ανάληψη
πρωτοβουλιών σύνδεσης του ΑΕΙ
µε την
κοινότητα και συµβολής
του στην περιφερειακή αναπτυξιακή καθώς και στην επίλυση όλων των
προβληµάτων
-µετά από γνώµη
των αρµόδιων
συλλογικών οργάνων όπου απαιτείται-τα
οποία ανακύπτουν,
τόσο κατά την
εφαρµογή
των διατάξεων της κείµενης
νοµοθεσίας όσο και κατά την πορεία κα εξέλιξη της πανεπιστηµιακής ζωής".
Αυτή η νοµοθετική
υπερεξουσιοδότηση της Συγκλήτου κάθε ΑΕΙ θα
µπορούσε να αποδείξει την αξιοπιστία και
την δυνατότητά
µας για πλήρη αυτοδιοίκηση,
αν είµαστε,
οι πανεπιστηµιακοί
φορείς,
στο ύψος των περιστάσεων και αποφασίζαµε
για όλα,
ανεξαιρέτως όλα,
όχι
µόνο τα προβλήµατα
των τυχόν δυσλειτουργιών,
αλλά και για κάθε ζήτηµα
της πανεπιστηµιακής
ζωής,
αποκλείοντας κάθε κυβερνητική και
αντιπολιτευτική κοµµατική
ανάµειξη
στα του οίκου
µας και παίρνοντας όλες τις θετικές και
δηµιουργικές
πρωτοβουλίες για τη βέλτιστη αξιοποίηση των δηµοσίων
δαπανών,
του ανθρώπινου δυναµικού
και του συνολικού θεσµικού
πλαισίου,
ώστε να αποτελέσουν τα ΑΕΙ κινητήριο
µοχλό για ενέργειες και δράσεις ολοκληρωµένης
ανάπτυξης της χώρας.
Στην κατεύθυνση αυτή,
οφείλαµε,
και δεν το καταφέραµε,
να ετοιµάσουµε
τους Εσωτερικούς
µας Κανονισµούς,
τους βασικούς δηλαδή ειδικούς νόµους
για κάθε Πανεπιστήµιο,
οι οποίοι θα
µπορούσαν να δώσουν λύση στα προβλήµατα
που αντιµετωπίζουµε,
χωρίς να έχουµε
ανάγκη:
κυβερνητικών κατευθύνσεων και εγκρίσεων,
αντιπολιτευτικών παραινέσεων,
αλλά και των οδηγιών,
των διακριτικών ενθαρρύνσεων,
και των
µεθοδευµένων
οικονοµικών
ενισχύσεων και προσανατολισµών
της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
η οποία δεν
µπορεί να υπερβεί τη λογική της οικονοµικής,
κρατοκεντρικής
(των
µεγάλων δυνάµεών
της),
ατλαντικής κοινότητας
(Ρόκος
1992), στην οποία παρά τα επιφαινόµενα παραµένει.
Έτσι,
σήµερα,
µε δεδοµένο
τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια το κενό εθνικής στρατηγικής για την
παιδεία,
µε τις γνωστές επιµέρους
ελλείψεις και ανεπάρκειες της πανεπιστηµιακής
κοινότητας και µε την αλλοπρόσαλλη,
αντιφατική,
παθητική και άκριτα και εκ προοιµίου
σύµφωνη
µε τις ευρωπαϊκές επιταγές,
(στην διαµόρφωση
των οποίων βέβαια θα
µπορούσαν να συµµετάσχουν
δηµιουργικά,
αλλά δεν ήθελαν ή δεν
µπορούσαν να το κάνουν),
στάση των κυβερνήσεων από το
1983 ως σήµερα,
αλλά και
µε εντεινόµενη
σ'
αυτή τη φάση την αδράνεια
(έως και αποστράτευση)
των
µαζικών κινηµάτων
στο κλίµα
της κυριαρχίας της νέας τάξης
(Ρόκος
1992), η δραστήρια Επιτροπή των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναλαµβάνει
την ευθύνη να δίνει κατευθύνσεις,
λύσεις και προοπτικές,
όπως αυτές διαγράφονται στις Λευκές
Βίβλους για την Εκπαίδευση και την Κατάρτιση,
την Ανάπτυξη,
την Ανταγωνιστικότητα και την Απασχόληση,
καθώς και στις πολιτικές της για την έρευνα,
τηντεχνολογία,
τις καινοτοµίες κ.λ.π.
Οι πολιτικές αυτές έχουν αναµφίβολα
συγκεκριµένα
θετικά στοιχεία,
τα οποία
µπορούν εύκολα να τεκµηριώσουν
αντίστοιχες και αµέσως
προσλήψιµες
από τον καθ'
ένα θετικές εξελίξεις σε επιµέρουςτοµείςτηςεπιστήµης,
τηςέρευνας,
τηςτεχνολογίαςκαι
(τοκυριότερο),
τηςβιοµηχανίας.
Οι θετικές όµως
αυτές εξελίξεις είναι
"µερικές",
βραχυπρόθεσµες,
µόνο οικονοµικές
και όχι
"ολιστικές"
και ικανές να θεµελιώσουν
µια στρατηγική δηµιουργίας
της Ευρώπης της προόδου,
της ολοκληρωµένης
(κοινωνικής,
οικονοµικής
και πολιτισµικής)
ανάπτυξης και του ανθρωπιστικού πολιτισµού της.
Αλλά αυτό χρήζει αποδείξεως.
Παρά το γεγονός όµως,
ότι το κείµενο
αυτό,
µε την αντιπαράθεση αντικειµενικών
στοιχείων και την κριτική τους προσέγγιση επιτρέπει στον αναγνώστη,
µε τα ειδικότερα
µεθοδολογικά επιστηµονικά
και γενικότερα διαλεκτικά του εργαλεία και την πείρα του να φθάσει
σε δικές του αποδείξεις,
θα σταθώ εδώ σε δύο χαρακτηριστικές
περιπτώσεις:
α)
την αναπτυξιακή πανάκεια της
"επανάστασης της κοινωνίας των
πληροφοριών",
της
κυριαρχίας της αγοράς και των τεχνολογιών αιχµής
και τις επιπτώσεις τους στην πανεπιστηµιακή ζωή
(και όχι
µόνοσ την Ελλάδα)
και
β)
την διαδικασία σταδιακής οµογενοποίησης
και ισοπέδωσης προς τα κάτω,
(µόνο κατάρτιση),
των συστηµάτων παιδείας των κρατών
µελών
µε ιδιαίτερη έµφαση στα Πανεπιστήµια.
Η επίδραση της
"επανάστασης"
της κοινωνίας των πληροφοριών,
της κυριαρχίας της αγοράς και
των τεχνολογιών αιχµής.
Τα διαδοχικά από το
1973 και
µέχρι το
1991 προγράµµατα
Ερευνας και Ανάπτυξης και οι σχετικές προοπτικές της περιόδου
1990-1994, οι σταδιακές και ραγδαίες
µεταβολές των πεδίων προτεραιοτήτών τους
και τα αντίστοιχα
µεγέθη τους αναλύθηκαν και αξιολογήθηκαν
διεξοδικά και στην Ουτοπία
(Ρόκος,
1992) και δεν χρειάζεται να επαναληφθούν εδώ.
Η γενική τάση τους
-ήταν και είναι σήµερα
ακόµη
περισσότερο-η
δραµατική
ενίσχυση,
άµεση
και έµµεση,
των νέων τεχνολογιών και ιδιαίτερα των
τεχνολογιών αιχµής
της πληροφορικής και των επικοινωνιών,
δοµικών
στοιχείων της
µεγάλης αγοράς της πληροφορικής και της
τηλεµατικής,
αλλά και της παγκοσµιοποίησης της οικονοµίας.
Η Ευρώπη εµφορείται
πλέον από το νέο γενικευµένο
ιδεώδες:
συνεχής παραγωγή,
ανάπτυξη και βελτίωση νέων προϊόντων και
υπηρεσιών στα πεδία κυρίωςτης πληροφορικής και των τεχνολογιών αιχµής γενικότερα.
Μία από τις σηµαντικότερες
επιπτώσεις της τελευταίας κυρίως δεκαετίας
-και όχι
µόνο στο ελληνικό πανεπιστήµιο-είναι
η συνισταµένη
των συνεπειών των πολιτικών της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων:
(α)
για την διαφορική γενικότερα χρηµατοδότηση
της έρευνας
µέσω ανταγωνιστικών
προγραµµάτων,
αλλά και
ειδικότερα στην κατεύθυνση της κύριας επιλογής τους,
της
ανάπτυξηςδηλαδή της
µεγάληςαγοράςτης
"κοινωνίας των πληροφοριών"
και
(β)
για την συστηµατική
σύνδεση ΑΕΙ και Επιχειρήσεων,
µε στόχο την
ανάπτυξη νέων προϊόντων και υπηρεσιών και την συνεχή διεξαγωγή προγραµµάτων τεχνικής επαγγελµατικής κατάρτισης.
Θετικά σηµεία εκ πρώτης όψεως των σχετικών πρωτοβουλιών
της Επιτροπής είναι αναµφίβολα:
•
η στήριξη της έρευνας
σε συγκεκριµένα
επιστηµονοτεχνικά
πεδία για τα οποία η ίδια έτρεφε και τρέφει ιδιαίτερο ενδιαφέρον,
•
η ενίσχυση του εξοπλισµού των εργαστηρίων των πεδίων αυτών,
•
η ανάπτυξη
διευρωπαϊκών
(και όχι
µόνο)
δικτύων και συνεργασιών ερευνητών στα πεδία αυτά,
•
η
αλληλεπίδραση επιστηµόνων
και τεχνικών της βιοµηχανίας,
πανεπιστηµιακών
και ερευνητών
µε διαφορετική
παιδεία,
κοινωνικές,
πολιτικές και
πολιτισµικές
καταβολές,
καλλιέργεια,
δεξιότητες και εµπειρίες κ.λ.π.
και δεν θα πρέπει στο όνοµα οποιασδήποτε σκοπιµότητας να υποβαθµίζονται.
Η αντικειµενικότητα
όµως
επιβάλλει να αναζητήσουµε
και τα αρνητικά στοιχεία των πρωτοβουλιών αυτών,
τα οποία,
όχι
µόνο δεν
πρέπει να παραγνωρίζονται,
αλλά θα πρέπει
να διερευνηθούν διεξοδικά ως προς τις βραχυπρόθεσµες
και τις
µακροπρόθεσµες
επιπτώσεις τους,
τόσο στην
πανεπιστηµιακή
παιδεία,
την ευρωπαϊκή
κοινωνία και τον πολιτισµό,
όσο όµως
και σ'
αυτή την ίδια
την οικονοµία,
η οποία
απετέλεσε γεννεσιουργό αίτιο συγκρότησης της Ευρωπαϊκής Οικονοµικής
Κοινότητας αλλά και κανοναρχεί από τότε κυριαρχικά την εξέλιξή της
σε Ευρωπαϊκή Ενωση.
• ∆ιαµορφώνονται
ήδη σ'
όλες τις χώρες
της ΕΕ και φυσικά και στην Ελλάδα πανεπιστήµια,
αλλά και
πανεπιστηµιακά
τµήµατα,
τοµείς,
εργαστήρια και
προγράµµατα
προπτυχιακών και
µεταπτυχιακών
σπουδών,
πολλών ταχυτήτων.
Ολόκληρα
γνωστικά πεδία για τα οποία δεν υπάρχει το ζωηρό και άµεσο
ενδιαφέρον της βιοµηχανίας
και της αγοράς,
αλλά και οι
αντίστοιχες προνοµιακές
ευρωπαϊκές χρηµατοδοτήσεις
σχετικών ερευνητικών προγραµµάτων,
τείνουν να
υποβαθµισθούν
έως και να εξαφανισθούν από τα ευρωπαϊκά Πανεπιστήµια.
(Θα πρέπει εδω
να σηµειωθεί
ότι ο Νόµος
1268/82 για τη
∆οµή
και Λειτουργία των ΑΕΙ στην Ελλάδα,
είχε προβλέψει
µια τέτοια
εξέλιξη και
µε
τηνεξουσιοδοτική διάταξή του του Αρθρου
7, παρ.
6 και το
σχετικό Προεδρικό ∆ιάταγµα,
µεριµνούσε
ώστε ένα σηµαντικό
ποσοστό από τις εισροές στους Πανεπιστηµιακούς
Προϋπολογισµούς
µέσω των
εσόδων των Εργαστηρίων παροχής υπηρεσιών
-και ιδιαίτερα
προφανώς εκείνων,
των
τεχνολογιών αιχµής-θα
έπρεπε να ενισχύει τις σπουδές στα γνωστικά πεδία των βασικών επιστηµών,
των κοινωνικών
επιστηµών
και των επιστηµών
του ανθρώπου,
συµβάλλοντας
έτσι στη διατήρηση των αναγκαίων ισορροπιών για
µία ολοκληρωµένη
και δηµιουργική
πανεπιστηµιακή
µορφωτική
παρουσία στην ευρωπαϊκή κοινωνία).
• Στις ακαδηµαϊκές
µονάδες των
γνωστικών και ερευνητικών πεδίων ιδιαίτερου,
αµέσου
ή εµµέσου
ενδιαφέροντος για την
"κοινωνία
(και την αγορά)
των
πληροφοριών",
τα
µέλη του
∆ιδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού έχουν
µετατραπεί
κυρίως σε ερευνητές παραµελώντας
τις διδακτικές τους υποχρεώσεις,
αλλά
ταυτόχρονα και σε λογιστές,
σε
διοικητικούς υπαλλήλους,
σε
"µικροεπιχειρηµατίες"
της έρευνας,
σε
"λοµπίστες"
και ειδικούς
δηµοσίων
σχέσεων.
(Θα πρέπει εδώ
να σηµειωθεί
ότι παρά τη διαπίστωση αυτή δεν συµµεριζόµαστε
την κατεδαφιστική και ισοπεδωτική κριτική εκείνων που βολευόµενοι
στη
µακαριότητα
της
µόνιµης
θέσης τους,
δεν διεκδικούν
ή δεν
µπορούν να
διεκδικήσουν ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράµµατα,
"ιδεολογικοποιώντας"
φενακισµένα την αδυναµία
τους).
•
Τις περιόδους των
προκηρύξεων των ανταγωνιστικών ερευνητικών προγραµµάτων
-(και αυτές
καλύπτουν ολόκληρο τον κάθε χρόνο)-τα
Πανεπιστήµια,
(ή
µάλλον τα
"προνοµιακά"
τµήµατα
και εργαστήριά τους),
ζουν στους
εκρηκτικούς ρυθµούς
της προετοιµασίας
των ερευνητικών προτάσεων και της συµπλήρωσης
των πολύπλοκων τεχνικών δελτίων,
(που πολύ
σωστά πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο τεκµηριωµένα
και αξιόπιστα επιστηµονικά).
∆ηµόσιοι
πόροι και ανθρώπινο δυναµικό
(αµοιβόµενο
από δηµόσιες
δαπάνες)
καταναλώνονται
έως και διασπαθίζονται,
διότι από τις
1.000
ερευνητικές προτάσεις,
(από τις
οποίες οι
600 είναι
συνήθως υψηλής στάθµης),
εγκρίνονται
κατά κανόνα τελικά περίπου
70, µε φανερές
τις χαµένες
και
µη αποζηµιούµενες ανθρωποώρεες πανεπιστηµιακής
-και εν πολλοίς διδακτικής-δουλειάς.
•
Οπως και σε κάθε
αγορά που σέβεται τον εαυτό της,
έτσι και στα
πεδία της χρηµατοδοτούµενης
έρευνας αναπτύχθηκαν δύο νέες ειδικότητες:
Αυτή του
ειδικού συντάκτη
"εξαιρετικών"
και επιστηµονικά
αξιόπιστων ερευνητικών προτάσεων,
(που συνήθως όµως
δεν
µπορεί να
εκτελέσει τις έρευνες που προτείνει)
και αυτή του
ειδικού συντάκτη όλο και δυσκολότερων και πολυπλοκότερων τεχνικών
δελτίων,
(που συνήθως όµως
δεν θα
µπορούσε ποτέ
να συµπληρώσει),
σε
µία ανθούσα τα
τελευταία χρόνια βιοµηχανία
παραγωγής ερευνητικών προτάσεωνκαιτεχνικών δελτίων.
Ετσι
προκύπτουν ανάγκες εξωτερικών υπεργολάβων,
ιδιωτικών
ερευνητικών εταιρειών διαπλεκοµένων
µε πανεπιστηµιακούς
ερευνητές,
αντιδεολογικών
-ακαδηµαϊκά-συνεργασιών
κ.λ.π.
Στη διάρκεια
τώρα εκπόνησης των ερευνητικών έργων από τα Πανεπιστήµια,
ακόµα
και για τους καλύτερων προθέσεων ικανούς πανεπιστηµιακούς
διαταράσσεται σοβαρά το ισοζύγιο διδακτικών
-ερευνητικών
τους υποχρεώσεων,
ενώ η
αναγκαστική καθηµερινή
ενασχόλησή τους
µε οικονοµικής,
λογιστικής και
διοικητικής φύσης ζητήµατα,
περιορίζει
προοπτικά ακόµη
και την ουσιαστική ερευνητική τους δουλειά.
• Σε ένα τέτοιο κλίµα
αποθέωσης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας,
το Πανεπιστήµιο
µετατρέπεται
προοδευτικά σ'
ένα άθροισµα
επιχειρηµατικών
µικροµονάδων,
(ή και
µεγάλων
µονάδων),
έρευνας,
όλων
µε τα γενικά
τους έξοδα,
τις
απαραίτητες γραµµατειακές
εξυπηρετήσεις τους και τους αναγκαίους εξοπλισµούς
τους,
γεγονός που αντιστρατεύεται ακόµη
και θεµελιώδεις
νόµους
αποτελεσµατικής
και οικονοµικά
αποδοτικής
"επιχειρηµατικής"
λειτουργίας,
ενός,
εν τούτοις,
"επιχειρηµατικού
(πλέον)
Πανεπιστηµίου".
Η έκπτωση της παιδείας ως δηµόσιου
συλλογικού αγαθού σε ιδιωτικής πρωτοβουλίας ατοµική
κατάρτιση
Σύµφωνα
µε όσα προαναφέρθηκαν για τη φιλοσοφία,
τους στόχους,
το περιεχόµενο
αλλά και τις προπαρασκευαστικές πράξεις εφαρµογής
στην πράξη της Λευκής Βίβλου για την εκπαίδευση και κατάρτιση,
ο καλόπιστος
µελετητής της θα
µπορούσε να θεωρήσει ως θετικά π.χ.
στοιχεία της:
• τη δηµιουργία
και αξιοποίηση νέων πρόσθετων δυναµικών
µαθησιακών
εργαλείων και διαδικασιών για ενίσχυση της καθ'
αυτό εκπαιδευτικής διαδικασίας,
• την αξιοποίηση των σηµαντικών
και διαρκώς
µεγαλύτερων
δυνατοτήτων της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών στην βελτίωση
της πρόσβασης σε βάσεις δεδοµένων,
πηγές
εκπαιδευτικής πληροφόρησης,
και προγράµµατα
τηλεκπαίδευσης και δια βίου συνεχιζόµενης
εκπαίδευσης και
µόρφωσης τω νπολιτών της ΕΕ που θα το επιθυµούσαν,
•
την παροχή
µιας δεύτερης ευκαιρίας για
µάθηση σε
µειονεκτούσες οµάδες του πληθυσµού της.
Και αυτό
βέβαια,
υπό την
προϋπόθεση,
ότι οι νέες
πρόσθετες δυνατότητες θα
µπορούσαν να
παρασχεθούν στο πλαίσιο
µιας ολοκληρωµένης
ευρωπαϊκής στρατηγικής που αντιλαµβάνεται,
θεωρεί και
διαφυλάσσει την παιδεία ως πολύτιµο,
συλλογικό,
δηµόσιο
αγαθό,
στο οποίο
µπορούν να
έχουν πρόσβαση όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες της,
σε οποιοδήποτε
σηµείο
της,
σε οποιαδήποτε
ηλικία κα ισεοποιαδήποτε κοινωνική τάξη και αν ανήκουν.
Αυτή η
προϋπόθεση όµως
σαφώς δεν υπάρχει.
Και δεν
υπάρχει γιατί θα αντιστρατευόταν ευθέως την στρατηγική και αδιαπραγµάτευτη
επιλογή της ΕΕ για ραγδαίες αποκρατικοποιήσεις,
συνεχή
περιορισµό
των κοινωνικών παροχών,
ιδιωτικοποιήσεις των πάντων και συνεχή αντί πάσης θυσίας βελτίωση
-στο πλαίσιο
της κυριαρχίας της αγοράς
-της
ανταγωνιστικότητάς της έναντι των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας.
Ετσι,
αναγκαστατικά,
η ολοκληρωµένη
παιδεία ως δηµόσιο,
συλλογικό,
µορφωτικό και
πολιτισµικό
αγαθό και πρωταρχική κοινωνική υποχρέωση των κρατών
µελών της
εκπίπτει σε διαδικασία ιδιωτικής πρωτοβουλίας
"κατά
µόνας"
ατοµικής
κατάρτισης,
µε την οποία η
ΕΕ εκτιµά
ότι θα αντιµετωπίσει την εντεινόµενη ανεργία και ιδιαίτερα
µεταξύ των νέων της.
Με δεδοµένο
τον συνεχή και πολλές φορές
µε απάνθρωπες
συνέπειες περιορισµό
των δηµοσίων
κοινωνικών δαπανών σε όλα τα κράτη
µέλη,
γιανα
επιτευχθεί η σύγκλισητωνοικονοµιώντους
και η νοµισµατική
ενοποίησή τους,
δεν υπάρχουν
τα αντικειµενικά
περιθώρια για εφοδιασµό
όλων των σχολείων,
της τοπικής
αυτοδιοίκησης,
των κοινωνικών
φορέων και των
µειονεκτουσών
οµάδων
µε τον
απαραίτητο εξοπλισµό,
το λογισµικό
και τα εκπαιδευτικά προγράµµατα
τηλεκπαίδευσης,
τηλεκατάρτισης,
διαβίου
µάθησης,
κοινωνικής εξυπηρέτησης κ.λ.π.
Συνεπώς στην
καλύτερη περίπτωση οι νέες εκπαιδευτικές τεχνολογίες θα πρέπει
πρακτικά να ιδωθούν τελικά ως ένα νέο ενδιαφέρον εργαλείο συµπλήρωσης
της
µαθησιακής
διαδικασίας το οποίο θα διατίθεται όµως
στην ελεύθερη αγορά και θα αποκτάται από όσους έχουν την σχετική
οικονοµική δυνατότητα.
Χωρίς όµως
την συστηµατική,
καθολική,
σχεδιασµένη
και προγραµµατισµένη
ενσωµάτωσή
τους στα Συστήµατα
Παιδείας των κρατών
µελών και την
µεθοδευµένη
αξιοποίησή τους σε
µία ολοκληρωµένη,
κριτική,
παιδαγωγική,
µαθησιακή
διαδικασία,
θα παραµείνουν
τελικά αδύναµα,
περιθωριακά,
καταναλωτικά,
εκπαιδευτικά
προϊόντα που απλώς θα εντείνουν και θα βαθαίνουν τις υφιστάµενεςεκπαιδευτικέςκαικοινωνικέςανισότητες.
Και κανένας
βέβαια,
δεν θα
µπορεί έτσι να
τεκµηριώσει
την σηµασία
τους ως καταλυτών για
µία
ευρωπαϊκή εκπαιδευτική επανάσταση.
Συµπέρασµα
Το συµπέρασµα
από όλα τα παραπάνω είναι προφανές.
Η Ευρώπη
µε την Λευκή Βίβλο της για την
εκπαίδευση και την κατάρτιση,
αποφάσισε συνειδητά να βλέπει το δένδρο
και να αγνοεί το δάσος,
δηµιουργώντας
έτσι τις προϋποθέσεις για να αποκοπεί πολύ σύντοµα,
από τον πολιτισµό
της,
στο όνοµα
των βραχυπρόθεσµων
ωφελειών της οικονοµίας
της και της διεθνούς ανταγωνιστικής της θέσης.
Ως ειδικό παράδειγµα τεκµηρίωσης του
συµπεράσµατος αυτού θα επιχειρήσουµε, αντί επιλόγου, να θίξουµε ένα
σχετικό µείζον εκπαιδευτικό και κοινωνικό ζήτηµα που αντιµετωπίζει η
χώρα µας. τα τελευταία χρόνια και συγκεκριµένα από την εποχή έναρξης
των "προπαρασκευαστικών πράξεων" στις οποίες θεµελιώθηκαν οι
συναφείς ευρωπαϊκές πολιτικές αλλά και η Λευκή Βίβλος.
Το ζήτηµα των καλούµενων
"Ιδιωτικών,
Ξένων και Ελληνικών Πανεπιστηµίων".
Έτσι,
ενώ το Σύνταγµα
της Ελλάδας
µε το άρθρο
16 κατοχυρώνει απολύτως τον δηµόσιο
χαρακτήρα των Πανεπιστηµίων,
η κρυφή γοητεία του ευρωπαϊστικού
εκσυγχρονισµού
και της κυριαρχίας της ασύδοτης αγοράς,
ως
µόνης αξίας,
υπερκερνά
(και ιδιαίτερα από το
1984) Σύνταγµα
και Νόµους
και επιτρέπει σε κάθε φύσης εµπόρους
"γνώσης"
αλλά ακόµη
και αγύρτες,
µε πρόσχηµα
την
"εκσυγχρονιστική"
παρακολούθηση και αξιοποίηση των
δυνατοτήτων των νέων εκπαιδευτικών τεχνολογιών της πληροφορικής και
της τηλεµατικής
και την
"απόλυτη",
(πλέον τώρα),
συµµόρφωση
µε τις επιταγές
της Λευκής Βίβλου για την εκπαίδευση και την κατάρτιση:
− να συνεχίζουν να εµπαίζουν
τους αποφοίτους του κύκλου σπουδών της δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης,
προκαλώντας τους παραπλανητικά να
φοιτήσουν
"στα
187 ξένα πανεπιστήµια"
που αυτοί αντιπροσωπεύουν,
(µόλις αυτοί αποτύχουν στα ΑΕΙ του ∆ηµοσίου
Συστήµατος
Παιδείας),
− να ξεγελούν τους γονείς τους,
που θα πρέπει να πληρώσουν υπέρογκα
δίδακτρα για να φυλάξουν τα παιδιά τους από την
"φοιτητική προσφυγιά",
(έστω και αν οι σπουδές στο Πανεπιστήµιο
του
Portsmouth γίνονται σ'
ένα εσωτερικό διαµέρισµα δύο δωµατίων της οδού Σωκράτους)
και
-να παρασύρουν ολόκληρα κόµµατα
αλλά και πολιτικούς κάθε ιδεολογίας,
χάριν του λαϊκισµού
των συναφών σκοπιµοτήτων,
στην
"έξυπνη"
ιδέα
"γιατί όχι ιδιωτικά πανεπιστήµια",
αφού οι θέσεις στα δηµόσια
δεν φτάνουν για ν'
απορροφηθεί η ζήτηση και αφού η Λευκή
Βίβλος νοµιµοποιεί
"νέες ευέλικτες διαδικασίες απόκτησης
γνώσης και ικανοτήτων,
αλλά και αναγνώρισηςκαιπιστοποίησήςτους";
Η παιδεία όµως
και ιδιαίτερα η πανεπιστηµιακή
δεν είναι,
δεν
µπορεί να είναι και δεν θα γίνει ποτέ εµπόρευµα,
γιατί είναι δηµόσιο
αγαθό αναπαραγωγής της ανθρωπιάς,
θεµέλιο
της ελευθερίας των ιδεών και της διακίνησής τους,
της διδασκαλίας και της έρευνας και
ουσιώδες συστατικό για
µια αξιοβίωτη ζωή,
όσοκαιαν
µερικάαρνητικά επιφαινόµενάτηςκατάκαιρούςτηναµαυρώνουν.
Όσοι την βγάζουν στη
µαύρη αγορά,
ακόµη
και στο πλαίσιο των αρχών
µιας νεοφιλελεύθερης οικονοµίας,
ούτε νόµους
σέβονται,
ούτε επενδύσεις κάνουν,
αλλά ούτε και προδιαγραφές ακολουθούν,
µια που κίνητρό τους είναι αυτονόητα
µόνο το κέρδος.
Υπάρχει όµως
σήµερα
δυστυχώς και εξελίσσεται
µια άκρως επιπόλαια,
επιφανειακά και
µόνο δηµοκρατική
και απολύτως ατεκµηρίωτη,
(ακόµη
και
µε όρους ελεύθερης αγοράς)
συζήτηση και προσπάθεια από Κυβέρνηση
και Αξιωµατική
Αντιπολίτευση για νοµιµοποίηση
των παράνοµων,
χαµηλότατης
στάθµης
και
µέχρι γελοιότητος πληθωρικών σε αριθµό
ιδιωτικών,
δήθεν πανεπιστηµίων,
ελληνικών και ξένων,
τα οποία λειτουργούν
µε απατηλές προθέσεις και προθήκες και
καταιγισµό
παραπλανητικών διαφηµίσεων
και που σε πείσµα
των προσδοκιών των τεχνοκρατών,
λογιστών και διαχειριστών της εξουσίας
και των κύριων διεκδικητών της,
προορίζονται να αποτελέσουν νοµοτελειακά
τις νέες προβληµατικές
επιχειρήσεις της
"κοινωνίας των πληροφοριών".
Τα
"Ιδρύµατα"
αυτά και οι αετονύχηδες επιχειρηµατίες
τους θησαυρίζουν παράνοµα
για χρόνια και φαίνεται να είναι σε θέση πια να νοµιµοποιήσουν
και αυτοί τα
"αυθαίρετά"
τους και
µάλιστα
µέσα από την προσαρµογή
τους στις κατά το συµφέρον
τους υπέρτερες των κρατικών,
ευρωπαϊκές εκπαιδευτικές πολιτικές:
• αγνοώντας και
περιγράφοντας στην καλύτερη περίπτωση τους νόµους
του κράτους
µε την ανοχή,
την συµπόρευση
ή και την στήριξη συµφεροντολόγων
ή αφελών πολιτικών,
δηµοσιογράφων
και κάποιων καθηγητών ΑΕΙ,
αλλά και αµόρφωτων
συνηθέστατα εκσυγχρονιστών και ευρωπαϊστών πάσης φύσεως,
• διαστρέφοντας και
µεγαλοποιώντας
υπαρκτά προβλήµατα της δηµόσιας ανώτατης παιδείας,
•
διαπιστώνοντας και εκµεταλλευόµενοι
το πανθοµολογούµενο
κενό Εθνικής Στρατηγικής και Πολιτικής Παιδείας,
Έρευνας,
Τεχνολογίας
και Ανάπτυξης γενικότερα,
όλων των κοµµάτων
τα ποία διεκδικούν και νέµονται την εξουσία και
•
επικαλούµενοι
την τροµακτική
ζήτηση θέσεων σπουδών σε Πανεπιστήµια
(ελληνικά και
ξένα)
από τους
αποφοίτους της δευτεροβάθµιας
εκπαίδευσης,
το συνακόλουθο
δράµα
της προπτυχιακής φοιτητικής προσφυγιάς και της σχετικής συναλλαγµατικής
αιµορραγίας
της χώρας,
Μια τέτοια όµως
απεχθής όπως φαίνεται και από τα παραπάνω προοπτική,
η οποία εξασφαλίζει συµφέρουσες
"τεκµηριωτικές"
αναφορές των ενδιαφεροµένων
στο αµφιλεγόµενο,
συγκεχυµένο
και εξαιρετικά αντιφατικό περιεχόµενο
της Λευκής Βίβλου για την Εκπαίδευση και την Κατάρτιση της Επιτροπής
των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,
µπορεί να ανάψει φωτιές στα Πανεπιστήµιά
µας,
τα οποία σε
µεγάλο βαθµό
µε τις αρχές και τις θεµελιώδεις
διατάξεις του Νόµου
Πλαίσιο
1268/82 εργάζονται αθόρυβα,
συστηµατικά και δηµιουργικά τα τελευταία
χρόνια.
Καιεµείς,
ως πανεπιστηµιακοί και ως πολίτες τι θα
µπορούσαµε να κάνουµε;
Υποστηρίζω
-και
µπορώ να επιχειρηµατολογήσω
γι'
αυτό,
αν ανοίξει ένας συστηµατικός
διάλογος-ότι
µπορούµε αν θέλουµε:
− να διασφαλίσουµεεµείς
το Πανεπιστήµιο
ως ∆ηµόσιο
Αγαθό,
µε την διαρκή βελτίωση της
ολικής ποιότητάς του,
− να συµβάλουµε
αποφασιστικά στην απαγόρευση λειτουργίας των ιδιωτικών δήθεν
πανεπιστηµίων:
• όχι
µόνο
αξιοποιώντας το υφιστάµενο
επαρκέστατο θεσµικό
πλαίσιο,
(ακόµα
και του ΥπουργείουΕµπορίουγιατηνπαραπλανητική
διαφήµιση),
•
αλλά και
διπλασιάζοντας τον αριθµό
των εισακτέων σε κάθε δηµόσιο
πανεπιστήµιο,
ιδρύοντας ένα
δεύτερο Πανεπιστήµιο
µέσα στο
Πανεπιστήµιο,
για ν'
απασχολήσουµε
µε τον
βέλτιστο δυνατό τρόπο τους εξοπλισµούς
και τις εγκαταστάσεις
µας,
αλλά και το
υποαπασχολούµενο,
όπουυπάρχει,
δυναµικό
µας,
− να προχωρήσουµε
στην αποδοτική αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των δηµόσιων
πανεπιστηµίων
σύµφωνα
µε τις προβλέψεις του Ν.
1268/82, χωρίς ν'
απαιτούµε
τα πάντα από το κράτος,
− να αναπτύξουµε
νέα τµήµατα
και
µεταπτυχιακές σπουδές θεµατικού
-διεπιστηµονικού
χαρακτήρα,
για την ολοκληρωµένη
διδασκαλία και έρευνα πάνω στα σύγχρονα πολύπλοκα προβλήµατα της κοινωνίας,
του περιβάλλοντος και της ανάπτυξης,
(Ρόκος,
1991α)
− να οργανώσουµεεµείς,
αξιόπιστα προγράµµατα
συνεχιζόµενης
εκπαίδευσης για να εµποδίσουµε τη
διασπάθιση του δηµόσιου χρήµατος από τους
ευκαιριακούς εµπόρους σεµιναρίων κ.λ.π.
Αυτά βέβαια και άλλα πολλά,
θα ευχόµουν
να
µπορούµε
να τα συζητήσουµε
και
µε τους φοιτητές και να τα προωθήσουµε
αποτελεσµατικά
και
µέσα απ'
τις επιτροπές Στρατηγικής των ΑΕΙ,
οι οποίες ελπίζω επιτέλους να συγκροτηθούν:
• για να στηρίξουν
ουσιαστικά τις Συγκλήτους και τις Πρυτανείες των Πανεπιστηµίων
µας στις
σχετικές πρωτοβουλίες τους,
• για να συµβάλουν
δηµιουργικά
και
µε φαντασία
στην κάλυψη του κενού εθνικής στρατηγικής
για την παιδεία στην εποχή της Λευκής Βίβλου,
αλλά και
• για να συστοιχισθούν
µε τις
αντίστοιχες δυνάµεις
της Ευρώπης,
για να
µη θρηνήσουµε
στις
µέρες
µας το τέλος του Πανεπιστηµίου.
Βιβλιογραφία
Coehoorn, R.
and
Richier, N.
"Giant magneto resistance: an ESPRIT project for the home
electronics market", CEC, I&T Magazine, No. 19, April, 1996.
Commission of the European Communities,
"White Paper on Education and Training. Teaching and Learning.
Towards the Learning Society", Com (95) 590 final, Brussels,
29.11.1995.
Εγκυκλοπαίδεια
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα,
Εκδοτικός Οργανισµός Πάπυρος,
Αθήνα,
1994.
Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,
"Λευκό Βιβλίο,
Ανάπτυξη,
Ανταγωνιστικότητα,
Απασχόληση.
Οι προκλήσεις και η αντιµετώπισή
τους για τη
µετάβαση στον
21ο αιώνα",
Βρυξέλλες,
1994.
Micossi, St.
"By the people for the people" Editorial, I&T Magazine, No. 19,
April, 1996.
Ρόκος,
∆.
(Επιµέλεια),
"Επιστήµες
και Περιβάλλον στα τέλη του αιώνα.
Προβλήµατα
και Προοπτικές",
ΕναλλακτικέςΕκδόσεις,
σελ.
393, Αθήνα,
1995.
Ρόκος,
∆.
"Οι Ολοκληρωµένες
Αποδόσεις της Φυσικής και της Κοινωνικοοικονοµικής
Πραγµατικότητας
και ως Θεµέλιο
Ιδεολογικής Ανάδρασης."
∆΄ Πανελλήνιο Συνέδριο
"Προβλήµατα
Σοσιαλισµού",
Πανεπιστήµιο
Ιωαννίνων,
Φιλοσοφική Σχολή,
Ε.Μ.Πολυτεχνείο
1618.9.1994, (πρακτικάυπόδηµοσίευση),
Αθήνα,
1994.
Ρόκος,
∆.
"Ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Μια ολιστική προσέγγιση.
Εννοιολογικές διασαφηνίσεις και
προϋποθέσεις συνεργασίας και ολοκλήρωσης."
Επιστηµονικό
Συνέδριο:
"Ευρώπη.Ιδέες,
συλλογικές νοοτροπίες και πραγµατικότητες",
Πανεπιστήµιο
Ιωαννίνων,
Σεπτέµβριος
1992 και Ουτοπία,
τ.4,
∆εκέµβριος
1992, σελ.
17-39. Ρόκος,
∆.
"Ο Ρόλος του Σύγχρονου ∆ιεπιστηµονικού
Τεχνικού Πανεπιστηµίου".
Το Βήµα
των ΚοινωνικώνΕπιστηµών,
τ.6,
Αθήνα,
∆εκέµβριος
1991 (α).
Ρόκος,
∆.
"Η ορθολογικότητα ως θεµέλιο
και αφετηρία εκσυγχρονισµού
και δηµοκρατίας
στις συγκεκριµένες
κοινωνικοοικονοµικές
και πολιτικές συνθήκες στην Ελλάδα σήµερα".
Θεωρία και Κοινωνία,
τ.5,
Ιούνιος
1991 (β).
Ρόκος,
∆.
"Όψεις των κρατικών πολιτικών για την
πανεπιστηµιακή
παιδεία και έρευνα στην Ελλάδα της
µεταπολίτευσης.
Κριτική Προσέγγιση,
τάσεις και προοπτικές".
Πρακτικά,
2ο Επιστηµονικό
Συνέδριο,
"Το Πανεπιστήµιο
στην Ελλάδα σήµερα.
Οικονοµικές,
Κοινωνικές και Πολιτικές διαστάσεις",
Ίδρυµα
Σάκη Καράγιωργα,
Πάντειο Πανεπιστήµιο
Πολιτικών και ΚοινωνικώνΕπιστηµών,
28.11 - 1.12.1990, Αθήνα,
1991 (γ).
Ρόκος,
∆.
"Ο διαλεκτικός χαρακτήρας της ανάπτυξης.
Ενα διεπιστηµονικό
µεθοδολογικό εργαλείο για την προσέγγισή
της."
Συνέδριο
"Η διεπιστηµονική
προσέγγιση της Ανάπτυξης."
Ε.Μ.Π.,
Αθήνα,
1988, ΕπιστηµονικήΣκέψη,
τ.44/1989
καιΠρακτικά,
Εκδ.
Παπαζήση,
Αθήνα,
1990.
Ρόκος,
∆.
"ΗΕµπειρία
απ'
την αλλαγή στα Πανεπιστήµια.
Προβλήµατα
και Προοπτικές",
στο
"Μνήµη
Σάκη Καράγιωργα",
Τιµητικός
Τόµος
Ινστιτούτου Περιφερειακής Ανάπτυξης Παντείου Πανεπιστηµίου,
σελ.
593-620, Αθήνα,
1988.
Ρόκος,
∆.
"Αλλαγή στην Παιδεία.
Παιδεία για την Αλλαγή",
Εκδόσεις Παρατηρητής,
σελ.
272, Θεσσαλονίκη,
1981.
Webster's,
"New Universal Unabridged Dictionary", Barnes and Noble Books, New
York, 1992.
ΥΠ.Ε.Π.Θ.,
" Ο Νόµος
1268/82 για τη ∆οµή
και Λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυµάτων",
Ο.Ε.∆.Β.,
Αθήνα,
1983.