Σύγχρονα θέματα
"περιβάλλον"


Ορθολογική διαχείριση απορριμμάτων:

μια πρόκληση για τον 21ο αι. (και) για το Δήμο Ιωαννιτών

 

Απόστολος Κατσίκης, Καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

akatsiki@cc.uoi.gr

 

Αποτελεί σήμερα κοινή διαπίστωση και παραδοχή ότι η δυναμική ισορροπία, στην οποία στηριζόταν ανέκαθεν η σχέση του ανθρώπου τόσο με τη φύση, όσο και με τα ίδια του τα τεχνήματα, έχει σήμερα κλονιστεί, με αποτέλεσμα  τόσο το φυσικό όσο και το ανθρωπογενές περιβάλλον να έχουν υποστεί σημαντικές, σε μερικές περιπτώσεις μη αναστρέψιμες, αλλοιώσεις. Ως επακόλουθο αυτών των μεταβολών έχει εκδηλωθεί στον πλανήτη μας μια σειρά συμπτωμάτων τα οποία αποτελούν εκφράσεις της μη ορθολογικής διαχείρισης των περιβαλλοντικών παραμέτρων από τον άνθρωπο.


Απόστολος Κατσίκης

Σήμερα, τα φαινόμενα αυτά έχουν ήδη πάρει εξαιρετικά ανησυχητικές διαστάσεις και δημιουργούν απαισιόδοξες προοπτικές για το μέλλον. Δε χωράει αμφιβολία ότι πλείστα όσα φαινόμενα από την αλλοίωση και καταστροφή των οικοσυστημάτων, την ανατροπή της οικολογικής ισορροπίας, τη  φθορά της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας ως και γενικότερα την υποβάθμιση εν γένει της ποιότητας της ζωής, οριοθετούν σαφώς το πλαίσιο των συμπτωμάτων  που είναι γνωστή ως “οικολογική κρίση”.

Αυτό που έχει ήδη διαφανεί, αλλά που θα αποτελεί το καθοριστικό στοιχείο για το μέλλον και την υπ. Αριθ. ένα πρόκληση του 21ου αιώνα είναι η διαχείριση των περιβαλλοντικών παραμέτρων αλλά και η εξάλειψη των αιτίων της οικολογικής κρίσης.

 

 

Η διαχείριση των υλικών

Ένα από τα θέματα, που σχετίζεται άμεσα με την ποιότητα του περιβάλλοντος  είναι η τύχη των υλικών μετά τη χρησιμοποίησή τους. Η  “τύχη” τους μπορεί να είναι διαμετρικά αντίθετη. Μπορεί να γίνουν σκουπίδια και έτσι να επιβαρύνουν το περιβάλλον, καταναλώνοντας ταυτόχρονα πολύτιμους εθνικούς πόρους. Μπορεί όμως  να περισυλλεγούν και να ξαναμπούν στην παραγωγική διαδικασία, δηλαδή να ανακυκλωθούν. Η διαχείριση των παραγόμενων από τις πάσης φύσεως ανθρώπινες δραστηριότητες «άχρηστων» υλικών αποτελεί, σε παγκόσμιο μάλιστα επίπεδο, ένα από τα σοβαρότερα περιβαλλοντικά προβλήματα. Η διαπίστωση συνδέεται αφενός με τα ποσοτικά μεγέθη των παραγόμενων απορριμμάτων και την αδυναμία διάθεσής τους αφετέρου από την αδυναμία της φύσης να λειτουργήσει φυσικά- φυσιολογικά και να επανεντάξει τα υλικά αυτά στους βιογεωχημικούς κύκλους ανακύκλωσης επαναχρησιμοποίησης. Το μέγεθος του προβλήματος  γίνεται αντιληπτό αν παρατεθούν αριθμητικά δεδομένα τα οποία αντιστοιχούν στις παραγόμενες από τον άνθρωπο ποσότητες απορριπτόμενων υλικών.

Στην Ελλάδα κάθε χρόνο παράγονται 5,8 εκατ. τόνοι οικιακών απορριμμάτων ή σε όγκο 18 εκατ. κυβ. μ. το οποίο σημαίνει 1,14 κιλά/κάτοικο την ημέρα. Η μεγαλύτερη ποσότητα των παραπάνω υλικών οδηγείται σε ΧΥΤΑ ή σε ΧΑΔΑ (4,75 εκατ. Τόνοι/χρόνο. Εκατοντάδες ίσως χιλιάδες χώροι είναι επίσημα καταγεγραμμένοι ως σκουπιδότοποι, από τους οποίους περίπου το 1/3 λειτουργεί με κάποια έγκριση, ενώ τα 2/3 είναι  χώροι ανεξέλεγκτης απόρριψης. Νόμιμοι και παράνομοι χώροι δεν εκπληρούν τις περιβαλλοντικές προϋποθέσεις λειτουργίας τους, με αποτέλεσμα να προκύπτουν σοβαρά προβλήματα για το περιβάλλον και για την υγεία. Αλλά και αν ακόμα όλα λειτουργούν σωστά από περιβαλλοντική άποψη καθώς και από άποψη υποδομής και συνθηκών ασφαλείας θα βρισκόμασταν αργά ή γρήγορα μπροστά σε ένα αδιέξοδο: ότι οι διαθέσιμοι χώροι για να αποθέτουμε τα σκουπίδια μας δεν επαρκούν και στο μέλλον θα είναι ακόμα πιο δύσκολο να βρίσκουμε τέτοιους χώρους.

 

Το πρόβλημα σε τοπική βάση

Η περιοχή των Ιωαννίνων, ευρύτερα του τέως Νομού και σήμερα της Περιφέρειας Ηπείρου, με μικρές αποκλίσεις κατά περιοχή και περίπτωση, δεν αποτελεί εξαίρεση σχετικά με το μείζον θέμα διαχείρισης των απορριμμάτων. Το πρόβλημα υφίσταται εδώ και δεκαετίες, δεν αντιμετωπίστηκε σωστά στην αρχική του μορφή (βλ. διατήρηση της χωματερής Δουρούτης, ελάχιστες προσπάθειες εφαρμογής εναλλακτικών λύσεων, φερ΄ειπείν ανακύκλωσης, εγκλωβισμός της πολιτικής ηγεσίας, της τοπικής αυτοδιοίκησης και της κοινωνίας και εμμονή στη χωροθέτηση ΧΥΤΑ ή ΧΥΤΥ και όχι στην αναζήτηση μεσο-μακροπρόθεσμης και οριστικής λύσης…).

 

Απορρίμματα: ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά

Η σύνθεση των απορριμμάτων αποτελεί μια από τις πλέον βασικές παραμέτρους για το σχεδιασμό της διάθεσής τους. Στην Περιφέρεια Ηπείρου δεν έχουν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν μετρήσεις των παραγόμενων απορριμμάτων. Με βάση τον Περιφερειακό Σχεδιασμό Διαχείρισης Αποβλήτων (ΠΕΣΔΑ) η ποσότητα των παραγόμενων αστικών στερεών αποβλήτων, με έτος αναφοράς το 2001, ανέρχεται σε 119.586 τόνους/έτος. (για το Νομό Ιωαννίνων σε 48.948 τον./έτος, κάτοικοι 170.239, μέση ημερ. παραγωγή απορριμμάτων.  0,79 κιλ./κατ.).

Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει ότι η Μέση Ημερήσια Παραγωγή Απορριμμάτων (Μ.Η.Π.Α.) ανά κάτοικο στο σύνολο της Περιφέρειας είναι 0,93 κιλά/κάτοικο και ημέρα, η τιμή της οποίας είναι αξιοσημείωτα χαμηλή, σε σχέση και με την Μ.Η.Π.Α. στην Ελλάδα (1,14 κιλά / κάτοικο και ημέρα).

Οι επικαιροποιημένοι συντελεστές ειδικής παραγωγής απορριμμάτων, καθώς και ο κανονικοποιημένος μέσος όρος της Περιφέρειας δίνουν για μεν το Δήμο Ιωαννιτών, με μέση ημερήσια παραγωγή 1 κιλό/κάτοικο, περί τους 60.000 τον. απορριμμάτων/έτος. Επειδή βέβαια ο σχεδιασμός διαχείρισης αφορά σε περιφερειακό επίπεδο θα πρέπει να αναφερθεί ότι η ετήσια παραγωγή απορριμμάτων για την περιφέρεια Ηπείρου  υπολογίζεται σε 134.000 τον. /έτος.

Εκτός από τη γνώση των παραγόμενων ποσοτήτων απορριμμάτων ιδιαίτερη  σημασία για τη διαχείριση τους αποτελεί  η ποιοτική τους σύσταση, δεδομένου ότι από αυτήν εξαρτάται η επιλογή της ορθολογικότερης μεθόδου διαχείρισης.

Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη (2009) τα παραγόμενα στην περιφέρεια Ηπείρου απορρίμματα έχουν την εξής σύσταση: οργανικά ~43%, χαρτί-χαρτόνι ~20%, πλαστικό ~12%, γυαλί ~4%, μέταλλα ~6,5%, υπόλοιπα ~15% (κατά βάρος).

Από την παράθεση των παραπάνω στοιχείων εύκολα προκύπτει το συμπέρασμα ότι η διαχείριση των απορριμμάτων συνιστά και για την περιοχή των Ιωαννίνων, ευρύτερα της Ηπείρου, μείζον και πολυδιάστατο θέμα-πρόβλημα διότι συνδέεται και εμφανίζει ποικίλες εκφράσεις-επιπτώσεις περιβαλλοντικές, οικονομικές κοινωνικές, πολιτισμικές,  ποιότητας ζωής κ.λπ.

 

Σήμερα κάτω από την ασφυκτική πίεση των εξελίξεων από οικονομική, περιβαλλοντική, κοινωνική και υγειονομική άποψη και βέβαια υπό την απειλή επιβολής τεράστιων προστίμων εκ μέρους της ΕΕ, καλούμεθα και μάλιστα επειγόντως, να βρούμε και κυρίως να εφαρμόσουμε (και) στην περιοχή μας, κοινά αποδεκτή, εφαρμόσιμη και βιώσιμη λύση.

Το τελευταίο διάστημα εμφανίζεται μια σοβαρή και σε σωστή βάση κινητικότητα για την αντιμετώπιση του προβλήματος «διαχείριση απορριμμάτων» και την επίλυσή του (τουλάχιστον σε μεσοπρόθεσμη βάση). Η εκπόνηση και παρουσίαση μελέτης για την αντιμετώπιση του θέματος αποτελεί το πρώτο  βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.   

 

«Προλαμβάνειν και ουχί θεραπεύειν»

Επειδή μέχρι τώρα βρισκόμαστε στο στάδιο διαβούλευσης και λήψης τελικών αποφάσεων(;), ανεξάρτητα αν υπάρχει πρόταση υλοποίησης του καταλληλότερου για την περιοχή σεναρίου από τα πολλά που προτείνονται, ενώ έχει ανακοινωθεί και η  μεθοδολογία, θεωρώ καλό και πρέπον να καταθέσω ορισμένες σκέψεις και για την ορθολογική αντιμετώπιση του προβλήματος.  Οι προτάσεις αποτελούν προϊόν επιστημονικών ερευνών, εκφράζουν τα διεθνή πρότυπα και έχουν εφαρμοσθεί σε πλείστες χώρες και περιπτώσεις ανά την υφήλιο. Συνιστούν επίσης το απόσταγμα πρόσφατης εμπειρίας και αποκτημένης γνώσης από την εφαρμογή ενός καινοτόμου, ολοκληρωμένου προγράμματος διαχείρισης των απορριμμάτων της Πανεπιστημιούπολης Ιωαννίνων.

Θα ξεκινήσω με μια διαπίστωση κοινώς αποδεκτή: τα αποκαλούμενα σκουπίδια διατηρούν, ακόμη και ως απορρίμματα, ένα αναλλοίωτο περιεχόμενο. Είναι η πρώτη ύλη που μπορεί από αυτά να ανακτηθεί καθώς και η ενέργεια που μπορούν να αποδώσουν. Ποσά σημαντικά και υπολογίσιμα αν σκεφτεί κανείς πως σε τελευταία ανάλυση ελάχιστα είναι τα υλικά που δεν ανακυκλώνονται. Αυτό προκύπτει εμφανώς από την ανάλυση των στοιχείων που κατατέθηκαν παραπάνω και αφορά στην ποιοτική σύσταση των απορριμμάτων περιοχής Ηπείρου. Εάν συνυπολογίσουμε τις ποσότητες χαρτιού, πλαστικών, γυαλιού και μετάλλων που παράγονται στην περιφέρεια τότε το ποσοστό των ανακυκλώσιμων υλικών αγγίζει το 85%. Η ανάλυση αυτή αφενός αναδεικνύει το μέγεθος του υφισταμένου προβλήματος, εφόσον στην περιοχή οι ανακυκλωτικές διεργασίες, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, βρίσκονται σε βρεφική ηλικία, επομένως όλα τα παραπάνω υλικά καταλήγουν σε χωματερές. Αφετέρου προσδιορίζει έμμεσα και προτείνει άμεσα τον τρόπο οικολογικής –ορθολογικής διαχείρισης των στερεών αποβλήτων αστικού χαρακτήρα, όπως θα κατατεθεί στα παρακάτω. 

 

Τα «αγαθά» της ανακύκλωσης

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω προτείνονται από τους μελετητές διάφορα σενάρια διαχείρισης των απορριμμάτων της περιφέρειας Ηπείρου. Ανεξάρτητα από την επιστημονική, οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική τεκμηρίωση που οδήγησαν ή θα οδηγήσουν στην υλοποίηση του α ή β σεναρίου θεωρώ ότι καμία μεθοδολογική πρακτική δεν θα επιτύχει την υλοποίηση στο μέγιστο των τεθέντων και επιδιωκόμενων οικονομικών, κοινωνικών και κυρίως φιλοπεριβαλλοντικών-αειφορικών στόχων αν δεν συνδυασθεί με το τρίπτυχο επαναχρησιμοποίηση-ανακύκλωση-κομποστοποίηση. Σε παγκόσμιο επίπεδο αποτελεί αποδεδειγμένα την καλύτερη και αποδοτικότερη, συνδυαστικά, λύση διότι οι παραπάνω προτάσεις,  ειδικότερα η ανακύκλωση, συμβάλλουν στην: αποφυγή εξάντλησης των πρώτων υλών, στην ελάττωση των οικολογικών προβλημάτων από την εξόρυξη και χρήση τους,  στον περιορισμό της κατανάλωσης  ενέργειας, στη μείωση της ρύπανσης του αέρα, του εδάφους και χρήσης του νερού, στην αποφυγή ρύπανσης των υπογείων υδάτων, στην ελάττωση του όγκου των απορριμμάτων, στην αναβάθμιση εν γένει της ποιότητας ζωής.

       Στο πλαίσιο της οικονομίας η ανακύκλωση προσφέρει εξοικονόμηση συναλλάγματος  από τη μη εισαγωγή πρώτων υλών, αφετέρου εισαγωγή συναλλάγματος από την εξαγωγή ανακτηθέντων υλικών. Ακόμη αύξηση της εξειδικευμένης απασχόλησης και νέες επενδυτικές ευκαιρίες.

    Είναι πασιφανές ότι τα σκουπίδια πλέον έχουν πολλαπλή αξία και πρέπει να επαναχρησιμοποιούνται. Στόχος, στους Χώρους Υγειονομικής Ταφής να καταλήγει ένα μικρό ποσοστό των απορριμμάτων που συσσωρεύονται εκεί σήμερα. Το παράδειγμα έρχεται από την Ευρώπη η οποία κατακλύζεται από σκουπίδια, τα οποία μεγεθύνονται από χρόνο σε χρόνο. Στην σκιά της απειλής μεταβολής του ευρωπαϊκού εδάφους σε τεράστια χωματερή  το Ευρωκοινοβούλιο ψήφισε νέα οδηγία- πλαίσιο, τον Φεβρουάριο του 2007, για τα απόβλητα, αντικαθιστώντας την προηγούμενη, η οποία είχε συμπληρώσει 30 χρόνια ζωής. Το πρώτο σημαντικό μήνυμα της οδηγίας είναι ότι καθορίζει πέντε βήματα για τη αντιμετώπιση του προβλήματος, τα οποία ιεραρχεί αυστηρά με βάση το όφελος για το περιβάλλον.

Οι στόχοι, όπως διατυπώθηκαν, είναι: 1. πρόληψη και μείωση των αποβλήτων 2. επαναχρησιμοποίηση 3. ανακύκλωση 4. άλλα μέτρα ανάκτησης  5. περιβαλλοντικώς ασφαλής διάθεση των αποβλήτων.

     Όσον αφορά την ανακύκλωση έθεσε τον στόχο μέχρι το 2020 να ανακυκλώνεται το 50% των οικιακών αποβλήτων σε κάθε χώρα- μέλος της Ε.Ε. και το 70% των αποβλήτων που προέρχονται από βιομηχανία, κατασκευές, κατεδαφίσεις κ.λπ. Ο στόχος είναι να απομένει για τελική διάθεση (π.χ. υγειονομική ταφή) ένα μικρό ποσοστό του συνόλου των απορριμμάτων.

Τι έχει επιτευχθεί μέχρι τώρα. Παραδειγματικά θα αναφέρω τα αποτελέσματα της εφαρμογής παλαιότερων και νέων μέτρων    σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες. Το ποσοστό ανακύκλωσης–κομποστοποίησης στην Γερμανία φθάνει στο 64%, στο Βέλγιο στο 62%, στην Ολλανδία το 60%, στη Σουηδία 49%, στη Δανία 41%. Εξυπακούεται ότι το υπόλοιπο αξιοποιείται συνήθως ενεργειακά με αποτέλεσμα μόνο 1-6% του συνολικού όγκου να καταλήγει σε ΧΥΤΥ.

Στην Ελλάδα, η ανακύκλωση πολύ φοβάμαι ότι ως δραστηριότητα ξεκίνησε πρόχειρα, χωρίς κανένα σχεδιασμό, κίνητρα και προβλέψεις. Ήταν, ίσως είναι, περισσότερο μια “μόδα” που προσπάθησε να εφαρμοστεί μάλλον ως άλλοθι απέναντι στην πίεση των καιρών για υιοθέτηση μέτρων υπέρ του περιβάλλοντος. Σήμερα στη χώρα μας ανακυκλώνεται μόλις το 17% των παραγόμενων απορριμμάτων.

 Είναι φανερό ότι η εφαρμογή των προγραμμάτων ανακύκλωσης δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα. Και βέβαια δεν αρκούν οι διαπιστώσεις καλό θα ήταν να γνωρίζουμε και τα αίτια, για να αποφύγουμε στην περιοχή μας σφάλματα που οδήγησαν σε αποτυχία του προγράμματος ανακύκλωσης. Ως σημαντικότεροι λόγοι μειωμένης απόδοσης της ανακύκλωσης ή και τερματισμού της διαδικασίας αναφέρονται: φαινόμενα μη σωστής οικονομικής διαχείρισης,  το πολιτικό κόστος, η μη ενημέρωση των δημοτών, η γραφειοκρατία, το κόστος μεταφοράς των προς ανακύκλωση υλικών, η οικονομική στενότητα των δήμων, η έλλειψη υποδομών και οργάνωσης.

Παρά την προφανή ύπαρξη αιτίων οικονομικο-τεχνικού χαρακτήρα για την αποτυχία  η τη μερική επιτυχία της ανακύκλωσης θεωρώ ότι δύο είναι οι προϋποθέσεις για την παγιοποίηση της ανακύκλωσης: α) η αλλαγή των σημερινών καταναλωτικών προτύπων και η υιοθέτηση θετικής προς την ανακύκλωση και γενικότερα για το περιβάλλον στάσης εκ μέρους των πολιτών, β) η σε σωστή βάση οργάνωση-συγκρότηση του τομέα «ανακύκλωση» .

Τα επί μέρους μέτρα τα οποία προτείνονται σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία είναι: σχεδιασμός σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο, έγκαιρη-έγκριτη ενημέρωση, υποχρεωτική ανακύκλωση στις δημόσιες υπηρεσίες, αγορά ανακυκλωμένων προϊόντων από το Κράτος, απαγόρευση της χρήσης της πλαστικής σακούλας, υποχρέωση για διάκριση στα προϊόντα από πλαστικό, Ανταποδοτικά οφέλη (σε επίπεδο κοινού).

Παρά τις αναμφισβήτητες θετικές πλευρές της  η εφαρμογή της ανακύκλωσης στη χώρα μας εξακολουθεί να είναι ανεπαρκής (στην περιοχή μας μάλλον ανύπαρκτη). Εν πολλοίς αντιμετωπίζεται σαν μέσο διαχείρισης απορριμμάτων και όχι ως μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής διαχείρισης πρώτων υλών.

 

Το «παράδειγμα» του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Σε διεθνές επίπεδο διαμορφώνεται η αντίληψη ότι θα πρέπει να ενεργοποιηθούμε με στόχο την μείωση του όγκου των σκουπιδιών στην πηγή. Και ταυτόχρονα η ανακύκλωση υλικών θα αποτελεί όλο και περισσότερο αποφασιστικό παράγοντα όχι μονό για τη μείωση του όγκου των σκουπιδιών, αλλά και για την απόκτηση  περιβαλλοντικής συνείδησης, μέσω  της κατάλληλης  εκπαίδευσης και αγωγής.

Στο πλαίσιο αυτής της διττής ιδεολογικής αρχής ήτοι της συμβολής στην προστασία και ανάδειξη του περιβάλλοντος αλλά συγχρόνως της ευαισθητοποίησης και διαμόρφωσης οικολογικής συνείδησης, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων ανέλαβε την πρωτοβουλία και πραγματοποιεί πρόγραμμα διαχείρισης-αξιοποίησης σε ευρεία βάση των παραγόμενων στην Πανεπιστημιούπολη απορριμμάτων.

Από τον Οκτώβριο του 2008 υλοποιείται η πρώτη φάση του προγράμματος που αφορά στη συλλογή και μεταφορά σε ειδικό χώρο ανακυκλωτικής διεργασίας χαρτιού, αλουμινίου, πλαστικού, συσκευασιών από γυαλί και μπαταριών, υλικών δηλαδή που «παράγονται» στους χώρους εργασίας των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας, στις φοιτητικές εστίες, στο φοιτητικό εστιατόριο, στα κυλικεία και άλλους χώρους του Πανεπιστημίου.

Η προσπάθεια διαχείρισης των απορριμμάτων συνεχώς βελτιώνεται και αναβαθμίζεται ώστε να συμπεριλάβει όλα, ει δυνατόν, τα είδη των παραγόμενων στην Πανεπιστημιούπολη ανακυκλώσιμων υλικών. Από το Νοέμβριο του 2009 άρχισε  η συγκέντρωση και περαιτέρω προώθηση σε ειδικό κέντρο ανακύκλωσης, των συσκευών, ηλεκτρονικών και ηλεκτρικών, που έχουν τεθεί εκτός χρήσης (ηλεκτρονικοί υπολογιστές εκτυπωτές, μηχανήματα προβολής, άλλου τύπου ηλεκτρονικός εξοπλισμός,  ηλεκτρικές συσκευές κ.λπ.).

Η τελευταία, χρονικά, παρέμβαση αφορά στη διαχείριση των τροφικών υπολειμμάτων, τα οποία δημιουργούνται από την προετοιμασία των φαγητών και τη σίτιση των φοιτητών στο φοιτητικό εστιατόριο και στο εστιατόριο «Φηγός» του Πανεπιστημίου. Η λύση στη διαχείριση των οργανικών υπολειμμάτων δόθηκε με την εγκατάσταση συστήματος κομποστοποίησης. Τα τροφικά υπολείμματα  οδηγούνται σε έναν  βιοαντιδραστήρα όπου μετατρέπονται σε οργανικό βελτιωτικό του εδάφους. Το υλικό που προκύπτει (λίπασμα) από την παραπάνω διαδικασία χρησιμοποιείται σε αναπλάσεις χώρων, προς το παρόν εντός Πανεπιστημιούπολης.

Τεκμηριωμένα και κατά κοινή ομολογία το εγχείρημα «Πρόγραμμα Ανακύκλωσης-κομποστοποίησης στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων» στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία. Η όλη διαδικασία λειτούργησε και λειτουργεί άψογα. Αυτό αποδεικνύεται τόσο από την ποσότητα υλικών (~280 τόνοι ανακυκλώσιμων υλικών μέχρι σήμερα που θα κατέληγαν σε χωματερή, ήτοι 8 τόνοι υλικών ανά μήνα), όσο και κυρίως από την ανταπόκριση των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας και των συμπολιτών μας.

Αποδεικνύεται επομένως ότι έχουν επιτευχθεί σε σημαντικό βαθμό οι στόχοι του προγράμματος για ορθολογική διαχείριση των υλικών που παράγονται από τις διάφορες χρήσεις στο Πανεπιστήμιο, την απόκτηση οικολογικής συνείδησης και ήθους των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας (ιδίως του φοιτητικού πληθυσμού) αλλά και του κοινού της ευρύτερης περιοχής των Ιωαννίνων. Ένα ακόμη αποδεικτικό στοιχείο της επιτυχίας του προγράμματος, πέρα από την προσέλευση πολιτών,  αποτελεί και η οργανωμένη επίσκεψη μαθητών πολλών σχολείων της περιοχής, οι οποίοι συμμετέχοντας αντιλαμβάνονται στην πράξη πώς λειτουργεί ένα πρόγραμμα ανακύκλωσης.

Ευελπιστούμε ότι όταν ολοκληρωθεί το πρόγραμμα ανακύκλωσης του Πανεπιστημίου μας να είμαστε σε θέση να αναγγείλουμε ότι η Πανεπιστημιούπολη Ιωαννίνων έχει υλοποιήσει το περιεχόμενο της φράσης «μηδενική παραγωγή απορριμμάτων». Επίσης θεωρούμε ότι το συγκεκριμένο ολοκληρωμένο πρόγραμμα ανακύκλωσης θα  αποτελέσει παράδειγμα-πρόταση και πρόκληση για άλλους αντίστοιχους χώρους, Πανεπιστήμια, σχολεία και  φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Ήδη, κατά το παρελθόν, αλλά πολύ περισσότερο σήμερα που οι συνθήκες είναι ώριμες και «οι καιροί ου μενετοί» το Πανεπιστήμιο έκανε γνωστή την πρόθεσή του προς κάθε εμπλεκόμενο φορέα ή πρόσωπο (και προς το Δήμο Ιωαννιτών και την Περιφέρεια Ηπείρου) να συμβάλει, μέσω του επιστημονικού του προσωπικού, της τεχνογνωσίας, της κτηθείσας γνώσης και εμπειρίας που διαθέτει, στην προώθηση της ιδεολογίας αλλά και πρακτικής της ανακύκλωσης στην περιοχή μας.

 

Προσπάθησα πολύ συνοπτικά να εκθέσω μια πτυχή, αυτή του προβλήματος απορρίμματα και η διαχείρισής τους, ως συμπτώματος του ευρύτερου φαινομένου της περιβαλλοντικής κρίσης. Ενός προβλήματος όχι μόνον του σήμερα αλλά και του εγγύς μέλλοντος, το οποίο  μέλλον, όπως όλα δείχνουν δεν προμηνύεται και τόσο ευοίωνο από περιβαλλοντική άποψη και όχι μόνον.    

Η οικοδόμηση ενός περιβαλλοντικά σταθερότερου μέλλοντος απαιτεί, προφανώς,  την ύπαρξη ενός οράματος γι’ αυτό το μέλλον. Τα διδάγματα και οι εμπειρίες, παρελθόντος και παρόντος, οδηγούν στην αποδοχή μιας και μόνης άποψης: αυτής που συνδέεται με την αειφορία, ως μοντέλου ανάπτυξης και στο σχεδιασμό των προδιαγραφών μιας αυτοσυντηρούμενης κοινωνίας. Αυτής δηλ. που θα ικανοποιεί τις ανάγκες της χωρίς να υποσκάπτει τις προοπτικές των επόμενων γενεών. Στην προσπάθεια επίτευξης των στόχων της αειφορικής ανάπτυξης (και) στην περιοχή μας η συμβολή όλων, της Πολιτείας, των φορέων, των θεσμικών οργάνων αλλά πρωτίστως των πολιτών είναι κάτι περισσότερο από αυτονόητη και αναγκαία, ιδιαίτερα σήμερα και εάν θέλουμε να ζήσουμε, τόσο εμείς όσο οι επόμενες γενιές, σε ένα περιβαλλοντικά, και όχι μόνον, τουλάχιστον «αξιοπρεπές» μέλλον.

 

  
      αριθμός επισκεπτών