Σύγχρονα θέματα
"περιβάλλον"


Για τη βιώσιμη ανάπτυξη του ορεινού χώρου

  - το παράδειγμα του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου

 

του Γιώργου Μ. Βραζιτούλη

 

[Αναδημοσίευση από το ελληνογερμανικό περιοδικό Εξάντας του Βερολίνου (τεύχος 3, Μάιος 2006)]

 

„Ο τόπος μας

είναι κλειστός,

  

όλο βουνά που

έχουν σκεπή

   

το χαμηλό

ουρανό μέρα

και νύχτα“

  

Γιώργος Σεφέρης

 

 

Το ερασιτεχνικό φιλμάκι που προβάλλονταν σχεδόν καθημερινά  στις αρχές του Νοέμβρη το 2002  στους τοπικούς τηλεοπτικούς σταθμούς της Ηπείρου έδειχνε κάτι ασυνήθιστο: δύο ανδρικές φιγούρες έγδερναν με  επαγγελματική άνεση και σβελτάδα ένα μικρό αμνοερίφιο, φορτώνοντας στο τέλος το νωπό κρέας του στα σακίδια τους και αφήνοντας πίσω  ένα σκουρόχρωμο δέρμα, δίπλα σε ένα βράχο βαμμένο από το αίμα του άτυχου ζώου. Θα επρόκειτο ίσως για άλλη μια χαρακτηριστική σκηνή του βαλκανικού χώρου, σαν αυτές που συντηρούμε άθελά μας στις αναμνήσεις μας από τις ημέρες του Πάσχα - όσοι κυρίως έχουμε μεγαλώσει στην ελληνική επαρχία -, εάν το ″θύμα″ στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν μέλος της σπάνιας οικογένειας του ελληνικού αγριόγιδου  (Rupicapra rupicapra balcanica),  εάν οι ταλαντούχοι εκδορείς δεν ήσαν δύο από τους πολυάριθμους παράνομους κυνηγούς που τα σαββατοκύριακα ασκούνται στο «ευγενές» τους άθλημα μέσα στην ελληνική φύση, και εάν η σκηνή δεν διαδραματίζονταν στις πλαγιές της οροσειράς της Τύμφης, δηλαδή μέσα στα γεωγραφικά όρια του Εθνικού Δρυμού Βίκου-Αώου, στην Ήπειρο.

 

Το περιστατικό αυτό δεν αποτέλεσε μόνο το αποκορύφωμα της αγανάκτησης της πλειοψηφίας της τοπικής κοινής γνώμης αλλά αναθέρμανε για άλλη μια φορά τις συζητήσεις και τους προβληματισμούς για την προστασία του φύσης, για τον έλεγχο των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων στο ευρύτερο φυσικό περιβάλλον αλλά και για την προοπτική και το μέλλον εκείνων των περιοχών της χώρας που χαρακτηρίζονται από εγκατάλειψη, οικονομικό μαρασμό, δημογραφική γήρανση και από όλους γενικότερα τους παράγοντες που τις οδηγούν στη κατάταξη των φτωχότερων περιοχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Όταν βρεθεί κανείς σε κάποια περιοχή του κεντρικού ορεινού κορμού της Ελλάδας έρχεται κατά κανόνα αντιμέτωπος με μια σειρά από χτυπητές αντιφάσεις: από τη μια μεριά σχεδόν εγκαταλειμμένοι οικισμοί με ελάχιστους κατοίκους, κυρίως γεροντικής ηλικίας, κλειστά σχολεία και περιορισμένες έως ανύπαρκτες οικονομικές δραστηριότητες. Σε αρκετά χωριά που είχαν την καλή τύχη να μείνουν απρόσβλητα από τη λαίλαπα του δεύτερου παγκόσμιου, αλλά και του μετέπειτα οδυνηρότερου εμφύλιου πολέμου, συναντά κανείς μια χαρακτηριστική παραδοσιακή αρχιτεκτονική, ως μαρτυρία κάποιας παλαιότερης ακμάζουσας εποχής. Κτήρια πέτρινα, αρχοντικά πολυώροφα, περίτεχνα τοξωτά γεφύρια και καλντερίμια.

 

Από την άλλη, εντυπωσιάζουν αφάνταστα η ομορφιά της από δεκαετίες απείραχτης  φύσης με τα επιβλητικά βουνά, τις καταπράσινες κοιλάδες και τα κρυστάλλινα νερά ορμητικών ποταμών και χειμάρρων, η πλούσια πανίδα και χλωρίδα.  Σπάνια φυτά και ζώα που θεωρούνται ήδη εξαφανισμένα στην Ευρώπη, συναντώνται, μερικές φορές, σε μικρή μόλις απόσταση από τους δρόμους, προκαλώντας το ενδιαφέρον και το θαυμασμό βιολόγων, βοτανολόγων, ορνιθολόγων και άλλων επιστημόνων που ασχολούνται με το φυσικό περιβάλλον.

 

Στον καθένα γεννιέται εύλογα το ερώτημα: Ποιο είναι άραγε το μέλλον αυτών των περιοχών της χώρας; Και προ πάντων, πως μπορεί να μπει ένα φρένο στην ασυδοσία, στη νοοτροπία του πλιάτσικου από την οποία καταδυναστεύεται το φυσικό περιβάλλον είτε πρόκειται για παράνομο κυνήγι, παράνομη δόμηση, παράνομη υλοτομία, παράνομη εξόρυξη πρώτων υλών και άλλες παρόμοιες, μακροχρόνια καταστρεπτικές δραστηριότητες; Ποια προοπτική θα όφειλε να παρέχει μια συγκροτημένη πολιτεία, προτού παραδοθεί μπροστά στην οριστική εγκατάλειψη και ερήμωση, όπως συνέβη ήδη σε άλλες περιοχές της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες;

 

Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα περνούν αναγκαστικά μέσα από την θεματική της βιώσιμης ανάπτυξης.

 

Η βιώσιμη ανάπτυξη

 

Ο σχετικά πρόσφατος όρος βιώσιμη (ή αειφόρος) ανάπτυξη - πρωτοεμφανίστηκε επίσημα το 1987 - είναι δημιούργημα μιας διαδικασίας αλλαγών στη αντίληψη και νοοτροπία του δυτικού κόσμου κατά τις τελευταίες δεκαετίες.  Η αειφορία (Nachhaltigkeit)  προέρχεται ουσιαστικά από τη δασοπονία όταν ήδη από τον 18ο αιώνα αποτελούσε βασική αρχή να κόβονται σε ένα δεδομένο χρονικό διάστημα μόνο τόσα δένδρα σε μια περιοχή, όσα νέα μπορούσαν να φυτρώσουν σε αυτή.  Μια αειφόρος συμπεριφορά λοιπόν απέναντι στη φύση, της επιτρέπει κάθε φορά να αναζωογονηθεί.

 

Με δεδομένο ότι η ποσότητα των πρώτων υλών του πλανήτη της γης είναι πεπερασμένη, βιώσιμη ανάπτυξη σημαίνει μια ανάπτυξη που να επιτρέπει την ικανοποίηση των σημερινών αναγκών χωρίς να θυσιάζονται οι αντίστοιχες ανάγκες των μελλοντικών γενεών. Ο όρος εμπεριέχει δηλαδή ένα είδος ηθικής υποχρέωσης να παραδώσουμε τον κόσμο στις επόμενες γενιές όπως τον παραλάβαμε από τις προηγούμενες. Βασικά χαρακτηριστικά της είναι η οικονομική ανάπτυξη με κοινωνική δικαιοσύνη και προστασία του περιβάλλοντος. Οι τρεις αυτοί παράγοντες πρέπει να εξετάζονται κάθε φορά χωριστά ως προς το αντικείμενο και παράλληλα σε αλληλεξάρτηση μεταξύ τους. Ειδικότερα ο περιβαλλοντικός παράγοντας πρέπει να είναι κατά το δυνατόν πλήρως ενσωματωμένος στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Βασικό χαρακτηριστικό της βιώσιμης ανάπτυξης είναι επίσης η ισορροπία τόσο γεωγραφικά, δηλαδή μεταξύ των διαφόρων περιοχών, ούτως ώστε η μια περιοχή να μην αναπτύσσεται σε βάρος κάποιας άλλης, όσο και ως προς τους τρεις χαρακτηριστικούς παράγοντες: οικονομία - κοινωνία - περιβάλλον.


Η κορυφή Γκαμήλα (2.480 μ)
στην οροσειρά της Τύμφης

 

Η περιοχή της Βόρειας Πίνδου

 

Όταν αναφερόμαστε στην περιοχή της Β. Πίνδου εννοούμε  μια έκταση περίπου 2.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, η οποία διοικητικά υπάγεται στους νομούς Ιωαννίνων και Γρεβενών. Στην περιοχή  απαντώνται έξι διακριτές ανθρωπογεωγραφικές ενότητες με ισχυρούς κοινωνικούς δεσμούς και κοινή ιστορική πορεία: Ζαγόρι, Κόνιτσα και Μέτσοβο στο νομό Ιωαννίνων, Βλαχοχώρια, χωριά των Κοπατσαραίων και χωριά των Σαρακατσάνων στο νομό Γρεβενών. Οι διαχωριστικές γραμμές των ενοτήτων αυτών, σαφείς στο παρελθόν, τείνουν σήμερα να εξαφανιστούν.  Στην περιοχή αυτή βρίσκονται δύο παρθένοι εθνικοί δρυμοί, ο Εθνικός Δρυμός Πίνδου (Βάλια Κάλντα) και ο Εθνικός Δρυμός Βίκου-Αώου, οι οποίοι αποτελούν δύο σπάνια και ευαίσθητα οικοσυστήματα,  Επίσης, ο τόπος είναι πλούσιος σε υδάτινους πόρους, με τις πηγές του Αώου, του Βοϊδομάτη, του Βενέτικου αλλά και σημαντικά τμήματα του Μετσοβίτικου, του Ζαγορίτικου και του Βάρδα, παραποτάμων του Αράχθου.

 

Ο ορεινός χαρακτήρας της περιοχής καθορίζει σχεδόν μονοσήμαντα την πρωτογενή παραγωγική δραστηριότητα. Οι εκτεταμένες δασικές εκτάσεις, το ηπειρωτικό κλίμα, οι σχετικά μικρές πεδινές καλλιεργήσιμες εκτάσεις προσδιορίζουν όλα τα βασικά μεγέθη των γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων. Η γεωργία ασκείται σε περιορισμένο βαθμό και κατά παραδοσιακό τρόπο ως δευτερεύουσα δραστηριότητα, κυρίως για την κάλυψη των ατομικών αναγκών των κατοίκων.  Η κτηνοτροφία αποτελεί μια παραδοσιακή οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων της περιοχής και αποτελούσε από αιώνες τη βασική πηγή εισοδήματος. Η οικονομία της περιοχής βασίζεται επίσης στον ορεινό τουρισμό και στην υλοτομία, ενώ σημαντικό μερίδιο αρχίζουν να αποκτούν και τα προϊόντα ονομασίας προέλευσης.

 

Στο μεγαλύτερο τμήμα της η Β. Πίνδος προστατεύεται ήδη με βάση το εθνικό, κοινοτικό ή διεθνές δίκαιο, καθώς περιλαμβάνει εκτός από τους δύο εθνικούς δρυμούς, οκτώ περιοχές του δικτύου NATURA 2000, δύο Ζώνες Ειδικής Προστασίας της Ορνιθοπανίδας, δύο τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, έντεκα καταφύγια άγριας ζωής, εξήντα τέσσερις παραδοσιακούς οικισμούς, πλήθος αναγνωρισμένων μνημείων κυρίως βυζαντινών και μεταβυζαντινών, και πολυάριθμα πέτρινα τοξωτά γεφύρια.

 

Πανίδα και χλωρίδα

 

Στην περιοχή της Πίνδου συναντώνται περισσότερα από 1.100 είδη φυτών, σημαντικό μέρος από τα οποία είναι τα ενδημικά. Οι ονομασίες Pindicus  και Pindicola σε ορισμένα από τα μέχρι σήμερα γνωστά είδη είναι ποικιλίες που καταδεικνύουν ότι η τυπική τοποθεσία τους βρίσκεται στη Πίνδο.


Η χαράδρα του Βίκου

 

Στα χαμηλά και μέσα υψόμετρα της περιοχής  (1000μ.- 1600μ.), απλώνονται εκτεταμένα δάση μαυρόπευκου (Pinus nigra) και οξυάς (Fagus sylvatica). Στα μεγαλύτερα υψόμετρα (1600μ.- 1900μ.), φυτρώνει μόνο ένα είδος ανθεκτικού στο ψύχος κωνοφόρου το ρόμπολο (Pinus leucodermis) που από μόνο του θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα ζωντανό μνημείο της φύσης. Στα μεγάλα υψόμετρα (άνω των 1900μ.), πάνω από το ανώτερο υψομετρικό όριο του δάσους και στα ξέφωτα του εκτείνονται αλπικά λιβάδια, αποτελούμενα μόνο από πόες και μερικά είδη θάμνων. Χαρακτηριστικό της περιοχής επίσης η παρουσία πολλών μικρών ρεμάτων και ύπαρξη πολλών μικρών λιμνών.

 

Τεράστια είναι η οικολογική αξία της περιοχής ως προς τα διάφορα είδη πανίδας, όπως θηλαστικών, πουλιών ερπετών και αμφιβίων. Για παράδειγμα, μόνον ο Εθνικός Δρυμός Βάλια Κάλντα προστατεύει 7 είδη αμφιβίων, 10 είδη ερπετών, 70 είδη πουλιών και 17 είδη θηλαστικών, ενώ άγνωστη είναι η συνεισφορά του στην προστασία της εντομοπανίδας. Ο Δρυμός φιλοξενεί ακόμη 415 είδη φυτών και μια πλούσια μυκοχλωρίδα με 86 είδη μανιταριών.


Αγριόγιδα κάπου στην Πίνδο

 

Στα απόμερα δάση και στις δυσπρόσιτες πλαγιές της περιοχής, μακριά από το φόβο του ανθρώπου, βρίσκουν καταφύγιο σπάνια μεγάλα θηλαστικά: η αρκούδα (Ursus arctos) ο αγριόγατος (Felis sylvestris), ο λύγκας (Lynx lynx), το ζαρκάδι (Capreolus capreolus) και αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra), ενώ στα ποτάμια της περιοχής  ζει ένα υδρόβιο θηλαστικό - η βίδρα (Lutra lutra). Επίσης έως σήμερα μας είναι γνωστά τουλάχιστον 5 είδη νυχτερίδων (Chiroptera) που ζουν στη περιοχή, με πιο χαρακτηριστικό το νυκτοβάτη (Nyctalys noctula).

 

Στην περιοχή συναντώνται ακόμη 10 σπάνια είδη αρπακτικών πουλιών, όπως ο σπάνιος βασιλαετός (Aquilla heliaca), ο χρυσαετός (Aquilla chrysaetos), το σαϊνι (Accipiter brevipes) και ο χρυσογέρακας (Falco biarmicus). Συνολικά περισσότερα από 70 είδη πουλιών έχουν παρατηρηθεί  έως σήμερα στην εν λόγω περιοχή της Πίνδου. Από τα σπάνια πουλιά είναι η χιονάδα (Eremophilla alpestris), πουλί των αλπικών λιβαδιών και ο διπλοκεφαλάς (Lanius excubitor) που έρχεται κάθε καλοκαίρι από την Αφρική. Επίσης είναι γνωστά 8 είδη δρυοκολαπτών: το λευκονώτη (Dendrocopus leucotos), τη μεσοτσικλιτάρα (Dendrocopus medius), τη νανοτσικλιτάρα (Dendrocopus minor) και τη μαυροτσικλιτάρα (Dryocopus martius).

 

 Τεράστια είναι

 η οικολογική αξία
 
 της περιοχής ως
 
 προς τα διάφορα
 
 είδη πανίδας

Από την κατηγορία των ερπετών συναντώνται τουλάχιστον  δέκα είδη. Ανάμεσά τους το ασινόφιδο (Coronella austriaca), η σαϊτα (Coluber austriaca) και το λιμνόφιδο (Natrix tessellata). Τα άφθονα νερά των ρεμάτων, λιμνών και πηγών σφύζουν από αμφίβια ζωή. Ο αλπικός τρίτωνας (Triturus alpestris), που μοιάζει με μικρό δράκο, ζει στις ορεινές λίμνες. Το καλοκαίρι ο επισκέπτης αναγνωρίζει εύκολα τη βομβίνη (Bombina variegata), τον ελληνικό βάτραχο (Rana graeca), το χωματόφρυνο (Bufo bufo), τον πρασινόφρυνο (Bufo viridis) και τη σαλαμάντρα (Salamandra salamandra). Στα μεγάλα ρέματα ζει η πέστροφα (Salmo trutta fario) ενώ σε χαμηλότερα σημεία απαντώνται και άλλα είδη ψαριών όπως ο Κέφαλος των γλυκών νερών (Leusiscus cephalus) και το συρτάρι (Chondrostoma nasus).

 

Η χλωρίδα της περιοχής είναι σπάνια με μεγάλο βαθμό ενδημισμού. Η Κενταύρεια των ορέων των βλάχων (Centaurea vlachorum) δεν συναντάται πουθενά σ΄όλον τον κόσμο παρά μόνο σε αυτό τον Δρυμό. Άλλα είδη στην περιοχή είναι ενδημικά της κεντρικής και βορειοδυτικής Ελλάδας, όπως η σολδανέλα της Πίνδου (Soldanella pindicola), η σιλένε της Πίνδου (Silene pindicola), η φριτιλλάρια η ηπειρωτική (Fritillaria epirotica) κά. Η περιοχή φιλοξενεί ακόμη κι άλλα φυτά που είναι ευρύτερα ενδημικά και είδη που απαντώνται μόνο στην Ελλάδα και στην Αλβανία, όπως η λαδανιά η αλβανική (Cistus albanicus), η βιόλα η αλβανική (Viola albanica), ο θύμος ο τευκριοειδής (Thymus teucrioides), ο δύανθος ο αιματοκαλυκοειδής (Dianthus haematocalyx ssp. pindicola), το λείριο το αλβανικό (Lillium albanicum) κά. Επίσης είδη που είναι ενδημικά των Βαλκανίων γενικότερα, όπως o δύανθος ο δελτοειδής (Dianthus deltoides ssp. degenii), η μινουάρτια του Μπαλτατσί (Minuartia baldacii), το ρόμπολο (Pinus leucodermis) και το άλλιο (Allium breviradum). Σπάνια επίσης είδη είναι η βορμουελέρα του Μπαλτατσί (Bormuellera baldacii), η βορμουελέρα της Τύμφης (Bormuellera tymphaea), ο λεπτόπλαξ ο κρασπεδοειδής (Leptoplax emarginata), η καμπανούλα του Χώκινς (Campanula hawkinsiana), η βιόλα (Viola dukadjinica) και η σιλένε της Πίνδου (Silene pindicola).

 


Σπάνια αγριολούλουδα στην περιοχή

 Οικισμοί και μνημεία

 

Η αρχιτεκτονική του δομημένου χώρου της περιοχής (ιδιαίτερα στις περιοχές των Ζαγοροχωρίων, της Κόνιτσας και του Μετσόβου) παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον.  Οι Ηπειρώτες μάστορες και τεχνίτες, με κύρια δομικά υλικά την πέτρα και το ξύλο, ανέπτυξαν με την πάροδο των αιώνων αξιόλογη τεχνική και τα έργα τους είτε πρόκειται για βυζαντινούς ναούς είτε για κομψά γεφύρια, ή αρχοντικά και λαϊκά σπίτια των νεώτερων χρόνων, εξακολουθούν να παραμένουν υποδειγματικά για την κατασκευαστική τους αρτιότητα, τη γνώση των υλικών και τις καλλιτεχνικές τους αρετές. Είναι γνωστό εξάλλου πως Ηπειρώτες τεχνίτες ήταν περιζήτητοι κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας και συχνά ″συνάφια″ από την Ήπειρο ταξίδευαν σε ολόκληρη τη βαλκανική κι έκτιζαν εκκλησίες και σπίτια.

 

Από τα πλέον ιδιότυπα και αξιοθαύμαστα έργα που συναντά κανείς στην περιοχή είναι τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια. Πρόκειται για έργα που τα επιβάλλει η ίδια η μορφή του εδάφους, αλλά και που συγχρόνως μαρτυρούν τη μεγάλη τεχνική εμπειρία και δεξιοτεχνία των κατασκευαστών τους. Σημαντικότατη είναι εξάλλου και η πλούσια αρχιτεκτονική παράδοση στον τομέα της κατοικίας. Στα Ζαγοροχώρια όπως και στο Μέτσοβο υπάρχει ένα πλήθος λαϊκών σπιτιών, ″νοικοκυρόσπιτων″ (αστικών σπιτιών) ή αρχοντικών που αποτελούν εξαίρετα δείγματα οικοδομικής, αρχιτεκτονικής και διακοσμητικής τέχνης.

 


Κατοικία στο χωριό Κουκούλι Ζαγορίου

Η γέφυρα του Πλακίδα στους κήπους Ζαγορίου

Παραδοσιακή αρχιτεκτονική στο Μέτσοβο

Η γέφυρα του Κόκορη

Η εξελικτική πορεία μέχρι σήμερα

   


Το χωριό Βωβούσα κοντά στα όρια του Εθνικού Δρυμού Βάλια Κάλντα

Επί αιώνες τα ορεινά οικοσυστήματα της Β. Πίνδου υποστήριξαν την επιβίωση των ανθρώπων της και καθόρισαν την μορφή των δραστηριοτήτων που αναπτύχθηκαν στην περιοχή, βασιζόμενα κυρίως στο σεβασμό του ανθρώπου προς τη φύση. Η διατήρηση αυτών των οικοσυστημάτων οφείλεται στο γεγονός ότι οι ανθρώπινες δραστηριότητες ήταν συμβατές με τη διατήρηση του περιβάλλοντος και των στοιχείων που το απαρτίζουν. Μετά το 1950, με την αστικοποίηση και την εγκατάλειψη των ορεινών περιοχών άρχισε να διαταράσσεται μια ισορροπία αιώνων, με αποτέλεσμα την ερήμωση των χωριών και της υπαίθρου. Μόλις στην δεκαετία του ′80 άρχισε να παρατηρείται μια αντιστροφή του κλίματος, με την ανακάλυψη των ιδιαίτερων φυσικών, πολιτισμικών και ιστορικών αξιών της περιοχής από ανθρώπους που ασχολούνται με ήπιες μορφές τουρισμού.

 

Σ′ αυτό συνέβαλε και η χρηματοδότηση πολλών προγραμμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν αρκετές μονάδες στον πρωτογενή τομέα και στον τομέα παροχής υπηρεσιών. Όλο και περισσότεροι φυσιολάτρες, ορειβάτες, ειδικοί επιστήμονες, φωτογράφοι, φίλοι των ορεινών σπορ και της περιπέτειας άρχισαν να ανακαλύπτουν τις ξεχωριστές ομορφιές των περιοχών του Ζαγορίου, της Κόνιτσας και του Μετσόβου. Η άνοδος του ήπιου τουρισμού ανέδειξε και άλλες πτυχές της τοπικής οικονομίας, διατήρησε και πολλές φορές αύξησε τις υποδομές του πρωτογενή τομέα και λειτούργησε υποστηρικτικά συμπληρώνοντας το εισόδημα των λιγοστών κατοίκων.

 

Βέβαια εδώ δεν έλειψαν και λανθασμένες ενέργειες τοπικών κυρίως αρχόντων, οι οποίοι είτε από έλλειψη ευρύτερης εμπειρίας είτε στο βωμό της αλόγιστης απορρόφησης ευρωπαϊκών κονδυλίων δραστηριοποιήθηκαν, με πρόσχημα π.χ. την ενίσχυση της ορεινής κτηνοτροφίας, σε απρογραμμάτιστη και άσκοπη διάνοιξη επαρχιακών ορεινών δρόμων, διευκολύνοντας έτσι την πρόσβαση του οιουδήποτε κάτοχου τετρακινητήριου οχήματος (συνήθως κυνηγών) έως και το πιο δύσβατο σημείο της περιοχής  με όλες τις καταστρεπτικές συνέπειες που συνεπάγεται αυτό για το περιβάλλον.

 

Πολύχρονες μελέτες αξιόλογων επιστημόνων και υπηρεσιακών παραγόντων είχαν επισημάνει ήδη προ δεκαπενταετίας  την ανάγκη δημιουργίας του Εθνικού Πάρκου της Β. Πίνδου, ως ενιαίας προστατευόμενης περιοχής. Το 2002 συντάχθηκε Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη, η οποία αφού συνέθεσε τα στοιχεία των προηγούμενων μελετών, κατέληξε σε πρόταση Κοινής Υπουργικής Απόφασης για το χαρακτηρισμό της περιοχής ως Εθνικού Πάρκου με ονομασία Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου.

 

Η πρόταση αυτή συζητήθηκε στα Δημοτικά Συμβούλια των Δήμων που βρίσκονται εντός του Πάρκου και στη συνέχεια στα Νομαρχιακά Συμβούλια Ιωαννίνων και Γρεβενών στα οποία οι εμπλεκόμενοι φορείς αλλά και αρκετοί πολίτες κατέθεσαν τις απόψεις τους. Υπήρξαν διάφορες αντιδράσεις σχετικά με τη χρησιμότητα του Εθνικού Πάρκου. Οι περισσότερες από αυτές προέρχονταν από κυνηγετικούς συλλόγους. Άλλες αντιδράσεις υπήρξαν από κάποιους εμπόρους ξυλείας και διάφορους κατοίκους της περιοχής γιατί θεώρησαν ότι θίγονται τα οικονομικά τους συμφέροντα.  Εξ αιτίας της ελλιπούς πληροφόρησης ή ακόμη και παραπληροφόρησης, σε αρκετούς δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι το Πάρκο είναι ένα μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Διαφωνίες παρατηρήθηκαν ακόμη και μεταξύ συναρμοδίων υπηρεσιών. Η προσπάθεια συγκερασμού όλων των απόψεων δεν ήταν εύκολη υπόθεση.

 


 Η άνοδος του
 
 ήπιου

 τουρισμού

 ανέδειξε και

 άλλες

 πτυχές της

 τοπικής

 οικονομίας

Η τελική επιστημονική περιβαλλοντική μελέτη συγκέντρωσε τις υπάρχουσες μελέτες και τις προτάσεις των διαφόρων ενδιαφερόμενων φορέων, τις οποίες συμπεριέλαβε στο προτεινόμενο διάταγμα και τις παρουσίασε σε φορείς και κατοίκους στη περιοχή σε συγκεντρώσεις και ημερίδες, που έγιναν στο Μέτσοβο, στα Γιάννενα και στα Γρεβενά. Η τελική περιβαλλοντική μελέτη βασίστηκε στις παραμέτρους που αναδεικνύουν το φυσικό και ανθρωπογενές  περιβάλλον ως ενιαίο οικοσύστημα στα πλαίσια της ελληνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας που βασίζεται στην εναρμόνιση της οδηγίας 92/43 ΕΕ.

 

Μετά από μακρόχρονη επεξεργασία των τελικών διατάξεων ελήφθη την περασμένη χρονιά Κοινή Υπουργική Απόφαση που καθορίζει τα γεωγραφικά όρια του Πάρκου καθώς και το κανονισμό λειτουργίας του Φορέα Διαχείρισής του. Με την Απόφαση δεν θίγεται η υφιστάμενη κατάσταση σε ότι αφορά μεταξύ των άλλων τη κτηνοτροφία, τη γεωργία, τη δασοκομία, τη διαχείριση δασών, την εμπορία και μεταποίηση τοπικών προϊόντων. Αντιθέτως δεν επιτρέπεται η χωροθέτηση μεγάλων τουριστικών εγκαταστάσεων και ξενοδοχειακών μονάδων, μεγάλων πτηνοτροφικών μονάδων και μεγάλων υδροηλεκτρικών έργων. Με αυτή υποστηρίζονται τα μικρά τουριστικά καταλύματα, τα ορειβατικά καταφύγια, τα τοπικά προϊόντα και γενικότερα η ανάπτυξη με σεβασμό στο περιβάλλον. Μέσα στο πλαίσιο αυτό εγκρίθηκαν ήδη, μέσα από τα Προγράμματα του Γ΄ΚΠΣ, αρκετές προτάσεις για κατασκευή αγροτοτουριστικών μονάδων. Η Διοίκηση του Φορέα Διαχείρισης έχει εγκατασταθεί από την αρχή της χρονιάς (προσωρινά) σε σύγχρονο κτήριο στη Κοινότητα Ασπραγγέλων του Νομού Ιωαννίνων και ξεκίνησε τις διαδικασίες άμεσης πρόσληψης προσωπικού καθώς και αξιοποίησης των διαφόρων ευρωπαϊκών προγραμμάτων περιφερειακής ανάπτυξης.

 

Επίλογος

 

Για την υπόθεση του αγριόγιδου έδειξε στην αρχή ενδιαφέρον και κάποιο ιδιωτικό τηλεοπτικό κανάλι των Αθηνών. Μετά από δύο προβολές στα δελτία ειδήσεων η είδηση χάθηκε, το θέμα „δεν πουλούσε“, δεν ταίριαζε μάλλον στο lifestyle της εποχής. Η χώρα ούτως ή άλλως ασχολούνταν εκείνη την περίοδο με σοβαρότερα θέματα, όπως την προετοιμασία της εθνικής υπόθεσης των Ολυμπιακών Αγώνων. Ούτε για την ταυτότητα των δραστών, τους οποίους είχαν βιντεοσκοπήσει κρυφά και από μεγάλη απόσταση μια ομάδα βιολόγων ερευνητών που βρέθηκαν συμπτωματικά στη περιοχή, ακούστηκε σε τοπικό επίπεδο κάτι νεώτερο. Η εξουθενωτική καθημερινότητα των αστικών κέντρων φαίνεται ότι δεν αφήνει στην πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας περιθώρια ενασχόλησης και προβληματισμού με περιφερειακά θέματα.

 

Η μελλοντική επιτυχία του όλου εγχειρήματος του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ανθεκτικότητα, επιμονή και αποτελεσματικότητα της μερίδας όλων εκείνων των ενεργών πολιτών, οργανώσεων και προσωπικοτήτων, που υπήρξαν και μέχρι τώρα η κινητήρια δύναμη της μακρόχρονης προσπάθειας και οι οποίοι, με κίνητρο την βαθιά αγάπη για τον τόπο τους και συνεπικουρούμενοι από μια ανοιχτή σκέψη και δεκτικότητα στις σύγχρονες και μελλοντικές προκλήσεις των καιρών, πίστεψαν και πιστεύουν  στη συγκεκριμένη προοπτική.          

 

Γιώργος Μ. Βραζιτούλης, Βερολίνο

Δρ. Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός

 

Πηγές:

 

Ευθύμης Ζαγοριανάκος: Οικονομία Περιβάλλον και Βιώσιμη Ανάπτυξη. Βασικές έννοιες της επιστήμης των οικονομικών του περιβάλλοντος (κείμενο δημόσιας διάλεξης) ΙAAΚ/ΕΚΚΕ, Αθήνα, 5 Ιουνίου 2002

Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων: Εθνικά Πάρκα Βίκου-Αώου και Πίνδου (Βάλια Κάλντα). ‘Εκδοση: Πίνδος Περιβαλλοντική, Ιωάννινα 2004.

 

Σταύρος Καλογιάννης (Υφυπουργός ΠΕΧΩΔΕ): Το μεγαλύτερο Εθνικό Πάρκο. Εφημερίδα Καθημερινή, Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2005.

 

Χαρητάκης Παπαϊωάννου: Αγριόγιδο, στα όρια της επιβίωσης. Πίνδος Περιβαλλοντική – Υπουργείο Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Ιωάννινα 2003.

 

„Το Ζαγόρι μας“ : Μηνιαία εφημερίδα της ιστορικής και λαογραφικής εταιρείας Ζαγορίου, Ιωάννινα.

 

 

Φωτογραφίες Copyright © Πίνδος Περιβαλλοντική, Χ. Παπαϊωάννου, Β. Χρήστου.

 

* Θερμές ευχαριστίες για τις πολύτιμες πληροφορίες και το ενημερωτικό υλικό στον κ. Βασίλειο Χρήστου, Γεν. Διευθυντή της μη κερδοσκοπικής Εταιρείας Πίνδος Περιβαλλοντική, στον κ. Φωκίωνα Καψάλη, Πρόεδρο του Συλλόγου Προστασίας της Ηπειρωτικής φύσης και στον βιολόγο κ. Χαρητάκη Παπαϊωάννου.

        

  
  
      αριθμός επισκεπτών