Πολιτισμός

εικαστικοί καλλιτέχνες

"Αφιέρωμα στον Καλλιτέχνη Βασίλη Καζάκο"
Ομιλία της Ελένης Μάργαρη

    Στα έργα του Βασίλη Καζάκου είναι χαραγμένη ολόκληρη η καλλιτεχνική του πορεία, τα στάδια της εξέλιξης και ωρίμανσής του, με την ίδια ευαισθησία και συνέπεια που ο ίδιος χάρασσε στα υλικά του τις πιο προσωπικές, μύχιες εικόνες του εικαστικού του σύμπαντος. Το μέγεθος του έργου που άφησε παρακαταθήκη είναι πολύ μεγάλο, κι αυτό διότι η έμπνευση και η επινοητικότητά του υπήρξαν ανεξάντλητες. Όμως κάποιοι σταθμοί του οδοιπορικού του στην τέχνη είναι δυνατόν να επισημανθούν, ώστε να σκιαγραφηθεί η ξεχωριστή καλλιτεχνική του προσωπικότητα.


Βασίλης Καζάκος

    Ο Βασίλης Καζάκος γεννήθηκε στα Γιάννενα, έζησε και μεγάλωσε μέσα στο Κάστρο της πόλης, δίπλα στη λίμνη της, και γαλουχήθηκε αισθητικά με τις εικόνες της. Από τα νεανικά του χρόνια, μάλιστα, πήρε και τα πρώτα μαθήματα στη ζωγραφική από τον πατέρα του Γιώργο, ζωγράφο, αγιογράφο και δάσκαλο, έμπνευση και επιρροή μεγάλη στη δημιουργία του γιου του. Με όπλα τα βιώματα και την πρώιμη αυτή μαθητεία του, στη συνέχεια, στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, ανακάλυψε την καλλιτεχνική γλώσσα που θα του επέτρεπε να εκφράσει τις δικές του εικόνες και να χαράξει τον προσωπικό του δρόμο. Στο εργαστήριο, μάλιστα, του Κώστα Γραμματόπουλου ήταν που έμαθε την χαρακτική, τις δυνατότητες που αυτή προσφέρει στον καλλιτέχνη, εξερεύνησε τα μυστικά της και ξεπέρασε τα εμπόδια που ανοίγονταν στο δρόμο του. Ήταν η εποχή κατά την οποία, με τη διδασκαλία του Γραμματόπουλου το εργαστήριο χαρακτικής της ΑΣΚΤ ανανεώθηκε, αναπροσανατολίστηκε σε νέες τεχνικές, νέα υλικά και εκφραστικά μέσα. Σ’ αυτό το δημιουργικό κλίμα, λοιπόν, ο Βασίλης Καζάκος, αγαπημένος μαθητής και βοηθός του δασκάλου του, ολοκλήρωσε τον κύκλο της μαθητείας του και, έτοιμος πια δημιουργός, φιλοτέχνησε τα δικά του έργα, έχοντας χτίσει θεμέλια γερά και έχοντας αποκτήσει μια πρωτόφαντη για καλλιτέχνη αυτάρκεια σε κάθε στάδιο της δημιουργίας ενός χαρακτικού.

    Τα έργα που τον καθιέρωσαν στη συνείδηση κοινού και κριτικής είναι ασφαλώς οι έγχρωμες ξυλογραφίες με θέμα τους ονειρικά τοπία, όπου επιβιώνουν έντονες οι αναμνήσεις από τη γενέθλια πόλη. Στα χαρακτικά αυτά η διαχωριστική γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας χάνεται, καθώς ο θεατής καλείται να ακολουθήσει τον δημιουργό σε πτήσεις πάνω από ονειρικές πόλεις με φτερωτά ποδήλατα, σύμβολα της καλλιτεχνικής αδέσμευτης φαντασίας, που πάντα ζητά να φεύγει και να ταξιδεύει. Οι συνθέσεις αυτές, τυπωμένες σε διαφορετικές χρωματικές εκδοχές, ώστε να ολοκληρώνονται εικαστικά στο βλέμμα και τη συνείδηση του κοινού, αποδίδουν με τον πληρέστερο τρόπο τόσο τις καλλιτεχνικές του καταβολές και αναζητήσεις, όσο και τις θύμισες και τα βιώματα από την πατρίδα του, την οποία ποτέ δεν εγκατέλειψε πραγματικά.


Ελένη Μάργαρη

    Η πόλη των Ιωαννίνων, ωστόσο, δεν περιόρισε τη δημιουργία του Βασίλη Καζάκου, η οποία ανανεώθηκε τεχνικά, αλλά και θεματογραφικά, με τους έκπτωτους αγγέλους των Bar, τους χαραγμένους πάνω σε πλεξιγκλάς. Παρά την ένταση των χρωματικών συνδυασμών και την διάθεση του δημιουργού να πειραματιστεί με τη σύνθεση, στα συγκεκριμένα έργα κυριαρχεί αναμφισβήτητα η δραματικότητα των σκηνών. Οι πρωταγωνίστριές τους, μορφές γυναικείες, αν και φτερωτές, είναι στην πραγματικότητα αιχμάλωτες των σκοτεινών νυχτερινών κέντρων μέσα στα οποία απεικονίζονται, ανήμπορες να ξεφύγουν από τα προσωπικά τους αδιέξοδα, δέσμιες του ποτού και των προβλημάτων της ζωής. Συγκινητική είναι, όμως, η ευαισθησία με την οποία τις αποδίδει ο Καζάκος. Ευαισθησία όχι μόνο απέναντι στα ταλαιπωρημένα τους σώματα και πρόσωπα, αλλά και απέναντι στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, καθώς αποτελούν συμβολικές απεικονίσεις των σύγχρονων ανθρώπων και της ζωής τους.

    Ακόμη εκφραστικότερα, μάλιστα, υπήρξαν μερικά από τα τελευταία έργα του Βασίλη Καζάκου. Στις ασπρόμαυρες αυτές ξυλογραφίες απεικόνισε διαφορετικές όψεις του υπαρξιακού δράματος του σύγχρονου ανθρώπου, δίνοντας, επιπλέον, έκφραση και μορφή σε εικόνες που στοίχειωναν τη φαντασία του. Από το βαθύ μαύρο των συνθέσεων αυτών ξεπροβάλλουν άλλοτε τραγικές ανθρώπινες μορφές εγκλωβισμένες στα προσωπικά τους προβλήματα και καταδικασμένες στην αλλοτρίωση και τη μοναξιά. Άλλοτε, πάλι, τολμηρές ερωτικές σκηνές, ύμνοι στη ζωή και το πάθος, απεικονίζονται στο ερεβώδες μαύρο του υλικού του, της σμύριδας, ενώ σε άλλες συνθέσεις οι μορφές των ζώων και των ψαριών παραπέμπουν σε εικόνες οικείες σε κάθε θεατή, ερμηνευμένες, πάντα, από το προσωπικό του εικαστικό ιδίωμα.

    Η εξέλιξη της τέχνης του, η αέναη αναζήτηση και εκλέπτυνση των τεχνικών του αποτελούσε διαρκή επιδίωξη για τον Βασίλη Καζάκο. Ταυτόχρονα η επικοινωνία του με το κοινό συνιστούσε πάντα όχι μόνο ζητούμενο και επιθυμία του, μα προϋπόθεση ολόκληρης της καλλιτεχνικής δημιουργίας και λόγο ύπαρξης της ίδιας της τέχνης. Επικοινωνία που ασφαλώς έλαβε συγκεκριμένη μορφή και ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Διαθέτοντας, μάλιστα, πλήρη έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, κατόρθωσε να αποτυπώσει στα υλικά του ένα ευρύτατο φάσμα εικόνων, με εξαιρετική ευαισθησία και ανθρωπιά, με συνέπεια και εντιμότητα, τόσο απέναντι στον εαυτό του όσο και απέναντι στους αποδέκτες της τέχνης του.

    Ο ίδιος ο Βασίλης Καζάκος δεν μιλούσε πολύ για το έργο του. Είναι αυτό όμως που αποτελεί σήμερα αδιάψευστο μάρτυρα όχι μόνο της τεχνοτροπίας του, αλλά και της προσωπικότητάς του. Αυτό φανερώνει τη σκληρή προσπάθεια του καλλιτέχνη, την πάλη με τα υλικά του, με σκοπό να αποτυπώσει σ’ αυτά εικόνες και βιώματα μιας ζωής. Αυτό, τέλος, φέρει πάνω του τυπωμένους βαθύτερους προβληματισμούς, ιδέες, όνειρα και στόχους του, δίνοντας τη δυνατότητα σε θεατές και μελετητές να ιχνηλατήσουν την πολύχρονη πορεία του στην τέχνη και τη ζωή.

 

Ελένη Μάργαρη

Ιστορικός Τέχνης

19 Ιανουαρίου 2008

 

 

   αριθμός επισκεπτών
      --