Πολιτισμός

"εκθέσεις"

Ο Σταύρος Μπαλτογιάννης όπως τον γνώρισα,
και η έκθεσή του στην «Αμυμώνη»

 

Της Μαίρη Κολιού

 

«Έτσι ήρθαν τα πράγματα, μα έτσι δε θα πάνε», δανειζό-μενη την αισιοδοξία του Νεσίν Αζίζ, αντέτασσα, τα τελευ-ταία χρόνια, στους πικραμένους Γιαννιώτες – φίλους και γνωστούς, εκ των οποίων, άλλοι κομψά και άλλοι όχι και τόσο, με ρωτούσαν: Μα γιατί;, ο Μπαλτογιάννης, μας σνομπάρει!, και αρνείται να φέρει στα Γιάννενα δουλειά του (σε αναδρομική, ή ατομική), παρ’ όλες τις τόσες προτάσεις που, κατά καιρούς, του έχουνε γίνει!

 

Είναι αλήθεια ότι η αγαπημένη του - αγαπημένη μας, πόλη – τα Γιάννενα του Δημήτρη Χατζή, από 21.04.1959 – 10.05.1959 τον περίμενε, με την επόμενη ατομική του, ανεξαρτήτως των όποιων άλλων ατομικών του, σε άλλους τόπους και χρόνους, και συμμετοχών του σε ομαδικές - εδώ ή αλλού, στην Ελλάδα και το Εξωτερικό. Και πώς; να μην αισθάνεται περιφρονημένη! Και πώς; να μην το παρα-δεχθούμε το δίκιο της!.

 

Το αρκετά πλούσιο, πολύ καλά τεκμηριωμένο, και μάλιστα ψηφιοποιημένο, αρχειακό υλικό μου - κυριολεκτικά γεννημένο από ένα άκρως ανύπαρκτο δικό του (κι ας μη θεωρηθεί αυτός ως ο μοναδικός αδιάφορος, επ’ αυτού), αλλά και η βεβαιότητά μου για την κατάβαθη – την εσώψυχή του, επιθυμία, για μια ολοκληρωμένη παρουσίαση της δουλειάς του (και ποιός, στη θέση του, δε θα το επιθυμούσε!), έμοιαζαν αδύναμα πειθούς. Και η οποιαδήποτε παραλλαγή του σλόγκαν: «Χάαα, τότε, όταν μετεωρίτης πέσει, να κάνουμε μιαν ευχή (για έκθεση), μπας και πιάσει», που ακολουθούσε, πάντα, ως φινάλε της κουβέντας, βαθειά με πίκραινε.

 

Κι όμως, καθώς μια αναδρομική είναι επιστέγασμα προσπαθειών και δουλειάς χρόνων (πόσο δύσκολο να το κατανοήσει κανείς!), το βράδυ των εγκαινίων της πρώτης αναδρομικής του, στο Μουσείο Μπενάκη, επί της Κουμπάρη, από 15.09.09 – 25.10.09, υπήρξανε μοναδικά μαγικές στιγμές, και γω δικαιωμένη. Τα ξεχασμένα και αγνοούμενα επί δεκαετίες έργα, μαζί και με τα άλλα, κρεμασμένα, όπως στέκονταν, έφεραν έναν αέρα ξαφνιάσματος, χαράς και συγκίνησης: για τους φίλους και τους γνωστούς, για τους συλλέκτες και τους φιλότεχνους, μα και για τον ίδιο – ιδιαίτερα.

 

Κι όταν πια, στις 21 Νοέμβρη του ίδιου χρόνου, κλείστηκε και η συμφωνία για ατομική (με την επιλογή 31νός έργων - των τελευ-ταίων πέντε χρόνων, και εκτός αναδρομικής), διάρκειας από 20.01.2010 – 20.03.2010, στο Χώρο Σύγχρονης Τέχνης «Αμυμώνη», επί της Τοσίτσα 16, στα Γιάννενα, διπλά δικαιωμένη, είπα: Η Παναγία έκανε το θαύμα της, τη μέρα της γιορτής της. Όμως, γιατί άραγε; τη μέρα της γιορτής των Εισοδίων της στο Ναό;, αναρωτήθηκα. Μήπως θα πρέπει να ψάξω για κάτι άλλο – ως σημάδι θεωρώντας το, υποψιάστηκα, κι άρχισα να ψάχνω στα αρχεία του νου μου αλλά και του P.C. μου.

 

Ο τόσο πολύ γνωστό μας, τόσο πολύ αγνώστός μας, Ζωγράφος και Συντηρητής, Σταύρος Μπαλτογιάννης, από το Κοινό των ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ (των Ηπειρωτών δηλαδή) καταγόμενος, και ειδικότερα από την Πεδινή (μέχρι ένα μόλις χρόνο πριν τη γέννησή του την έλεγαν Ραψίστα), γεννημένος τη Δευτέρα, 14 Ιουλίου (3 μέρες πριν της Αγιά – Μαρίνας, όπως του έλεγε η μητέρα του), του 1929, έχει πίσω του ένα αξιοζήλευτο βιογραφικό. Πώς να το αποκρύψωμεν άλλωστε!. Και πώς να το αναπτύξουμε, σε λίγες γραμμές, αναρωτιέμαι! Και σε τι ωφελεί!, εν προκειμένω, σκέπτομαι, όταν το μυστικό – το μυστήριο – η υπόδειξη ίσως, της σύμπτωσης, με βαραίνει.

 

Προσωπικά τον γνώρισα στο εργαστήρι του, στις αρχές του Μάρτη του 2005. Τι σύμπτωση!, λέω τώρα που βλέπω τα πράγματα από μακριά, η έκθεσή του να λήγει στις 20 του Μάρτη, προς το τελείωμά του δηλαδή! Στα χέρια μου κρατούσα ένα κιτρινισμένο από τα χρόνια χαρτί, με δυο γρήγορα, αλλά στέρεα και πολύ εκφραστικά σκίτσα του, του 1953, που με προϊδέαζαν για μια ικανότητά του να συλλαμβάνει πρόσωπα από το μέλλον, αλλά και τα σώματά τους που τα στηρίζουν, και στην πορεία να τα συναντά, όμοια, σε ανύποπτο χρόνο. Κρατούσα επίσης μια πρόχειρη γεωμετρική ανάλυση του έργου του «Μετάσταση», 1983, κηρομάστιχο, 125Χ125 εκ., του κτηματολογίου του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, από μια πολύ βιαστική, επίσης, δική μου φωτογράφιση, που είχα κάνει μια μέρα πριν φύγω για την Αθήνα.

 

Από την ταύτιση μέσω των σκίτσων, ανασήκωσε τους ώμους, με το νόημα του «Είναι, αλλά πώς γίνεται!». Από την ταύτιση όμως του προσώπου της Παναγίας που δεσπόζει στον πίνακα, με το πρόσωπο της μητέρας του που είχα προ πολλού βρει από φωτογραφία της, κι είχα προσαρμόσει στις αναλογίες του έργου, κι είχα τυπώσει έτσι ώστε να ταυτίζο-νται με απόλυτη διαφάνεια, χάρηκε. «H Θοδώρα, η μητέρα μου! Που τα βρήκατε αυτά! Πώς τα κάνατε! Τι γνώσεις είναι αυτές που έχετε!», μου είπε, μ’ αυτή τη χαρακτηριστική και τη γλυκιά ηρεμία της φωνής του, όμοιας με του θείου του (του αδερφού της μητέρας του, του Γιατρού, του Νίκου του Σκοπούλη), που όλοι μας λατρέψαμε.

 

Με τούτα τα καλούδια που του έφερνα απ’ την πατρίδα, προκλήθηκε φαίνεται η μνήμη του, κι άρχισε να μου διηγείται για τον καθρέφτη της ζωής της μητέρας του. Κι ενώ με προσοχή τον άκουγα, ακόμα και για τα κάποια - όσα, ήξερα, στ’ αυτιά μου ηχούσαν τραγούδια του χάροντα και της ξενιτιάς, τα μοιρολόγια όπως αλλιώς τα λέμε, και που τους στοίχους τους μόνον αυτές οι αμόρφωτες γυναίκες (μανάδες ή αδερφές, γυναίκες ή αγαπημένες), τούτης δω της άγονης και στεγνής γης της Ηπείρου, ξέρουν να βγάζουν μέσα από τον πόνο τους, να τους ταιριάζουν με το ρυθμό, και να τους τραγουδάνε.

 

Οπόταν, αίφνης, τον ακούω να μου εξομολογείται: «Τι είδε η καημένη η μητέρα μου από τη ζωή της! Και γω, όταν μεγάλωσα, και έφυγα για σπουδές, κι αργότερα που τελείωσα, και ερχόμουνα και έφευγα όποτε μου κάπνιζε – χωρίς καν να την ειδοποιήσω, και μέχρι που να μου κάνει χαρές – καλώς τον, και τέτοια, ξέρεις, πάλι της έφευγα, χωρίς να δίνω σημασία. Πόσο δε θα την πίκραινα!, σκέφτομαι, τώρα. Αλλά δεν το καταλάβαινα, τότε! Τώρα που έφτασα σ’ αυτή την ηλικία, ξέρεις πόσο με στενοχωρούν αυτά, όταν καμιά φορά τα σκέπτομαι! Γιατί, στην πραγματικότητα, τίποτα δεν έκανα γι’ αυτή. Καλά, παντρεύτηκα, έκανα παιδιά, είδε εγγόνια, αλλά!!! Ούτε για το θείο μου το Σκοπούλη, έκανα κάτι. Από μικρός, ξέρεις, όπως ο πατέρας είχε χαθεί όταν ήμουνα μικρός, ήθελα να μοιάσω σ’ αυτούς τους δύο ανθρώπους, τους είχα σαν πρότυπα. Για διαφορετικούς λόγους τον καθένα. Έβλεπες στα πρόσωπά τους μια ηρεμία. Είχαν μέσα τους κάτι το θείο. Ήταν κάτι άλλο – το ξεχωριστό. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα. Πού να τους μοιάσεις όμως! Και για το θείο μου το Σκοπούλη ήθελα κάτι να κάνω, αλλά δεν ξέρω τον τρόπο!. Θέλω να κάνω κάτι, αλλά δεν έχω τις δυνάμεις να κατεβάσω το βουνό!. Χρειάζομαι βοήθεια. - Ποιος; θα με βοηθήσει. - Ποιος; θα μου τη δώσει, τη βοήθεια!» Αξίζει να θυμηθούμε ότι ο Σκοπούλης ήτανε στην εξορία όταν ο Σταύρος (1950), του έγραψε για την απόφασή του να πάει στην ΑΣΚΤ, και κείνος έκανε ανείπωτες χαρές από το νέο.

 

Και στο σημείο αυτό, νομίζω πως, μέσα από έργο του Μπαλτογιάννη, πριν ακόμα πάει στην ΑΣΚΤ, φτάσαμε στο «Θαύμα» της Παναγίας, την 21η.11.09, όπως εξ αρχής, ως Θαύμα, το συνέλαβα. Πόσο πολύτιμη, για την έρευνα πάνω στο έργο του, δε θα ήταν μια σημερινή φωτογραφία του˙ το αναζητώ, και δεν ξέρω πού να το ψάξω για φωτογρά-φισή του και μόνον.

Νομίζω πως δε λάθεψα. Αλλά ας δούμε: Στα χέρια του κρατά το τύπωμα εικόνας, που από μια πολύ μικρή και ταλαιπωρημένη ασπρόμαυρη φωτογραφία, έχω επεξερ-γαστεί, και προ πολλού του την έχω στείλει. «Πού τη βρή-κες αυτή, βρε συ!. Αλήθεια λες στο τετραδιάκι που σου είχα δώσει, την είχα! Κοίταξε να δεις!. Το είχα ξεχάσει!. Ξέρεις τι είναι αυτό; Είναι η μητέρα μου, που θηλάζει το μικρό μου τον αδερφό, που πέθανε μικρός – στα σαράντα του πατέρα μου γεννήθηκε, και γω ήμουνα τριών. Το έκανα από μνήμης, και το κρέμασα στο ιατρείο του θείου μου, όταν το άνοιξε, όταν γύρισε από την εξορία», με απαστρά-πτον, ωσάν μικρού παιδιού που καμαρώνει, πρόσωπο, μου είπε.

 

Στο πρόσωπο της γλυκύτατης γαλακτοτροφούσας μητέρας του, διαβάζω όλες τις Παναγίες που συνάντησε στην αξιοζήλευτη καριέρα του, και τις συντήρησε, σε φρέσκο ή σε φορητή εικόνα. Δεν κάνω λοιπόν λάθος, νομίζω, ισχυριζόμενη ότι γεννήθηκε με μια μοναδική ικανότητα – αυτή του να καταγράφει, με κρυστάλλινο μάτι, λεπτομέρειες που θα συναντήσει μπροστά του στο μέλλον. Και μου μοιάζει πως, όπως οι γονείς της Παναγίας την οδήγησαν στο Ναό στην ηλικία των τριών, όμοια και ο Μπαλτογιάννης απ’ αυτή την ίδια την ηλικία – απ’ όταν πήγαινε να συναντήσει τη μητέρα του στα χωράφια, κι οι μολόχες του έμοιαζαν με δέντρα, και κατέ-γραφε μέσα του τα χρώματα από τη φύση ή και από το βάψιμο των γνεμάτων – νημάτων, …, και …, και … , οδηγήθηκε στη Ζωγραφική και τη Συντήρηση, από θεία οικονομία.

 

Με αρχέτυπό του, όπως και πάλι αποδεικνύεται - μέσα από το έργο αλλά και τον προφορικό του λόγο, την αγιότητα της μητέρα του, στης οποίας το πρόσωπο διάβαζε τις πίκρες και τους καημούς, χωρίς να μιλάει ή να ρωτάει τα πώς; και τα γιατί;, από σεβασμό ή και από συστολή, λειτουργεί ως ζωγράφος, δημιουργώντας δικές του Γυναίκες - του μέλλοντος ή και του παρελθόντος, και μάλιστα Χωρίς Μοντέλο. Με τα εκφραστικά δε βλέμματά τους, προερχόμενα από τα φαγιούμ της πρωτοχριστι-ανικής τέχνης και της βυζαντινής αγιογραφίας, αλλά και με τη δική του την ευχή: «Ποτέ πικραμένες – Χαρούμενες κι Ευτυχισμένες Πάντα», γραμμένη στα σπλάχνα τους, τις αφήνει να ζήσουν στο Χρόνο - σ’ αυτόν, τον πλέον αυστη-ρό και δίκαιο και αντικειμενικό και χωρίς προκαταλήψεις κριτή του κάθε καλλιτέχνη.

 

Και δε θα κριθεί μόνον από αυτή τη Γυναίκα – Μάνα, από την οποία προέρχεται, και που την έκανε πολλές, και διαφορετικές, και χωρίς επαναλήψεις Γυναίκες – Μανάδες. Θα κριθεί και θα συζητηθεί στο μέλλον, και από τον τρόπο με τον οποίο την είδε και την «άκουσε»: ως έκφραση, ως μορφή, ως κίνηση, ως φόρμα, ως χρώμα, … , ως μάνα – μήτρα – φύτρα, ή ως ένα λουλούδι – ως ένα ωραίο πράγμα (όπως ο ίδιος λέει), αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο τη ζωγράφισε με το δικό του βλέμμα, και το δικό του κηρομαστίχι.

 

Δε θα πάψω να λέω πως πρέπει να λογα-ριάζεται ως ένας οξυδερκής παρατηρητής του τόπου και του ανθρώπου, ο οποίος με εμπιστοσύνη στο βλέμμα του, έκανε μιαν ανεξάρτητη των καιρών του ζωγραφική˙ μια ζωγραφική βαθειά υπο-κειμενική και αναγνωρίσιμη – με τη δική του τη χρωματική παλέτα, τη δική του υπογραφή στη δημιουργία επιφανειών και περιγραμ-μάτων, με πειθαρχημένα εσωτερικά και εξωτερικά όρια στην κίνηση του πινέλου του, καθώς με το ασκημένο μάτι του το παρακολουθεί, ακούγοντας, ταυτόχρονα, και τους ήχους μιας κάποιας άλλης, των πραγμάτων, σιωπής, που κάποτε μέσα του κατέγραψε.

 

Κι ακόμα λέω πως δε θα λογαριάζονταν ως Πατριάρχης στη Συντήρηση, αν δεν ήταν καλός ζωγράφος. Όπως και αντίστροφα: Δε θα ήταν αυτός ο σπουδαίος ζωγράφος του σήμερα, αν η επί πενήντα χρόνια μαθητεία του – υπό τύπο prive μαθημάτων, κοντά σε κορυφαίους δασκάλους του πάλαι ποτέ χτες, και του πριν λίγο σήμερα, δεν του είχε δώσει μυστικά τα οποία αφού μπόλιασε με τα δικά του, έπλασε τους τύπους και τους χαρακτήρες του: γυμνά, πρόσωπα, τοπίο, σύνθεση, κλπ, και αξιώνεται αυτό το μέγα Άριστα – Δέκα, που του πρέπει και του αξίζει. Να εξακολουθεί να είναι ευλογημένος, του εύχομαι.

 

Αυτό ήταν το χρονικό της ατομικής του Μπαλτογιάννη, στα Γιάννενα, στο Χώρο Σύγχρονης Τέχνης «Αμυμώνη». Αυτός είναι ο Μπαλτογιάννης που με τον ερχομό του αγαπήθηκε από τους ανέλπιστα πάρα πολλούς Γιαννιώτες: συλλέκτες και όχι μόνον (άντρες και γυναίκες). Αυτός είναι ο Μπαλτογιάννης, όπως τον γνώρισα. Αυτό στο σύνολό του, ως πακέτο, τελικά, νομίζω πως έγινε μέρος της εξόφλησης του χρέους προς αυτούς που τον ανάθρεψαν διδάσκοντάς του ήθος και ανωτερότητα, που αν και τόσο βαθειά αισθάνονταν, εντούτοις μέχρι τώρα δεν είχε βρει τον τρόπο για να το αποσβέσει. Και με το δικό του πια αντάξιο και υψωμένο ανάστημα, την επόμενη των εγκαινίων, αφού έπλεξε χρυσό στεφάνι από «νωπές» θύμησες και εξομολογήσεις των εσώψυχών του - όπως ποτέ άλλοτε δεν είχε μπορέσει να το κάνει, το έστειλε στη μητέρα του και τον αδερφό της το Γιατρό – το Νίκο το Σκοπούλη, εκεί ψηλά που βρίσκονται, μέσα από τον 98,7 FM stereo. Και μ’ αυτό το χρυσό στεφάνι - όμοιο μ΄ αυτό που πολλές φορές στέφει τις Γυναίκες του, με γιορτή, κατεβαίνει, Πέμπτη, 18.03.10, η έκθεσή του στα Γιάννενα.

 

 

Μαίρη Κολιού    

Μάρτιος 2010    

 ◄πίσω στην έκθεση

 

 

 

 

 

 

αριθμός επισκεπτών
    --