Για τον Κυριάκο Ρόκο και τα
ΑΝΟΞΕΙΔΩΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ
γράφει η Μαίρη Κολιού
Κρατάει ζωντανή την
τέχνη του, και κυριαρχεί στο υλικό του. Σμιλεύει την πέτρα: τον
πωρόλιθο, το γρανίτη του Βόλακα, της Σουηδίας και της Πάτμου, το μάρμαρο
της Νάξου, της Πεντέλης, της Σκύρου και της Πάρου. Σμιλεύει το ξύλο της
καρυδιάς, του πλάτανου και του ευκάλυπτου. Δουλεύει με πηλό και γύψο∙
χυτεύει σε ορείχαλκο. Τα σμίγει. Ξύλο με γύψο, μάρμαρο με μηχανισμό,
καθρέφτη με ορείχαλκο, πωρόλιθο με μάρμαρο. Από τότε (1976), άλλαξε
υλικό. Τότε, χρωμάτιζε κουτιά που δεν άνοιξαν, κένταγε με ριζοβελονιά
και χρωματιστές κλωστές τα σκεψοχώραφά του – έβγαζε κεντήματα. Ποτέ δεν
έπαψε να σχεδιάζει. Με δυο λόγια, από τότε που άρχισε να εκθέτει (1972),
μέχρι τώρα, μιλάει, με τα χέρια, τα αισθήματά του∙ στα ΑΝΟΞΕΙΔΩΤΑ
ΤΑΞΙΔΙΑ του, όπως είναι ο τίτλος της αναδρομικής του 12/5 – 20/6, 2008,
που του διοργάνωσε το Ίδρυμα Κατσάρη, στην Ακαδημία, όπως πάντα.
Αποκαλύπτει τον κόσμο
του. Έναν κόσμο που δε φωνάζει ενοχλητικά, μα ούτε και χειρονομεί
άσεμνα∙ όσο κι αν πονάει. Έναν κόσμο ευγενή και αξιοπρεπή, διακριτικά
στολισμένο με καλλιτεχνική ειλικρίνεια, τιμιότητα και ήθος∙ με την
κατά-δική του - την αναγνωρίσιμη, γλώσσα της σμίλης: του φωτός και του
όγκου. Έναν κόσμο που θαρρείς και ποτέ του δεν έβγαλε κραυγή πόνου∙
ακόμα «κι όταν η πέτρα γεννά - με τη δική του τη βοήθεια, κι ενώ γυρίζει
το βελόνι και το μαντρακά προς τα μέσα του και, μ’ όση δύναμη έχει,
σπάει το φράγμα της σκέψης και γιομίζει τα γύρω βουνά με την επίκληση
του πατέρα. Πατέρααα, βρυχάται
μέσα του, κι αρχίζει να δουλεύει», όπως ο ίδιος καταθέτει
στην πρώτη - πρώτη, ιστορία του
βιβλίου του: «Η πεταλούδα του ΄Ινσενμπορν - Λουξεμβούργο, και άλλες
ιστορίες», που μόλις τον Απρίλη του 2008 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις
Καστανιώτη.
Κυριακή, 8 Ιουνίου του
8∙ πρωί. Ένα ωραίο πρωινό, με τον Κυριάκο∙ στην Ακαδημία. Παράξενο
μήνυμα, από διαίσθηση ή από όνειρο, δεν έλαβα. Απλά, έτυχε. Έτυχε; Πώς
έτυχε! Και γιατί δεν έτυχε άλλες – προηγούμενες, φορές; Ίσως και να
έτυχε, γιατί τώρα ήρθε η ώρα μου, λέω, για να ξαλαφρώσω και γω, όπως κι
ο Κυριάκος, από τον πόνο μου – των προ αμνημονεύτων πια χρόνων, που τον
κουβαλάω απ’ όταν ήμασταν Πέμπτη; Δημοτικού. Εκλαμβάνοντας, τότε, τον
πόνο του Κυριάκου, ωσάν δικό μου – αν ήμουνα στη θέση του, διέγραψα δια
παντός, από μέσα μου, τον ανάγωγο, άξεστο, αγράμματο, και βολεψάκια
δάσκαλό μας, και βουβάθηκα σε βάθος χρόνου.
Μας είχε πάρει τη
μιλιά, ο Κύριός μας∙ είχε να μελετήσει κάτι μεγάλα χαρτιά που είχε
απλωμένα στο γραφείο του, μας είπε, κι έπρεπε να κάνουμε ησυχία. Του
είχανε αναθέσει δουλειά. Σηκώσαμε τα ματάκια μας, μόνον όταν νιώσαμε να
μπαίνουν στην τάξη, ο Κυριάκος, με τον κύριο Κλεάνθη – τον πατέρα του.
Παγώσαμε, από το διάλογο: Τι μου ήρθες εσύ! Εγώ τον έδιωξα για να ’ρθει
με τη μάνα του! Όχι με σένα! / Μα ξέρεις; Είναι και το βελόνι. Τι να
κάνουμε! / Τίποτα! Πάρ’ τον, και φύγε. Και να ’ρθει με τη μάνα του. Αυτή
είναι όλη μέρα στο σπίτι. Όλο αδιάβαστος, μου έρχεται! Μόνον με τη
χειροτεχνία ασχολείται!, είπε ο Κύριος, και με φλόγες μίσους για την
ψυχούλα του Κυριάκου, και παλάμη ολόγιομη περιφρόνηση και απαξία για το
αριστούργημα ξυλοκοπτικής που, με τόσο καμάρι, κρατούσε στα χέρια του ο
Κυριάκος, τους έδιωξε. Η ευγένεια, η περηφάνια, και ο σεβασμός προς το
δάσκαλο, έκαναν τον κύριο Κλεάνθη να κατεβάσει το κεφάλι, ν’ ακουμπήσει
προστατευτικά το χέρι του στον ώμο του παιδιού του, να κάνουν μεταβολή,
και να φύγουν, με κουρελιασμένη
την αξιοπρέπειά τους. Ολόκληρη η οικογένειά τους θα πόνεσε, φαντάζομαι.
Ύστερα από τέτοια προσβολή, αλλοίμονο!, σκεφτόμουνα. Μα τον Κυριάκο, ως
πολλαπλά πονεμένο και τραυματισμένο, τον κράτησα στη μνήμη μου. Τι κι αν
είχε φορέσει την πέτρινη μάσκα του, για να μην τον καταλάβουμε όλοι
εμείς: οι καλοί, δηλαδή οι εύκολοι, μαθητές του Κυρίου. Σάμπως και τι
έκανες Εσύ, Κύριέ μας, για να τον κάνεις, και τον Κυριάκο Μας, καλό, σαν
και μας, μαθητή σου; Επί χρόνια του τό ’ριχνα αυτό στ’ αυτιά, από μέσα
μου, του Κυρίου.
Το δάσκαλό μας, ποτέ
μου δεν τον συγχώρεσα. Τον Κυριάκο; Τον θαύμασα, και τον θαυμάζω, ακόμα.
Έφευγε, ως Κύριος. Με την αυτοπεποίθησή του∙ με την αξιοσύνη του∙ μ’
αυτό που είχε να βγάλει από μέσα του. Κι όταν τα χρόνια πέρασαν, και
διάβασα σε συνέντευξή του, στην Ηλιάνα Μόρτογλου, να λέει: «Από τα
γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας, παίρνω τα ερεθίσματά μου. Ζω στην
εποχή τη σημερινή, δεν είμαι απομονωμένος, συμμετέχω παντού και πάντα,
θυμώνω για όλα, ευχαριστιέμαι για όλα και από κει παίρνω ό,τι θέλω,
χωρίς όμως να το μεταφέρω συνειδητά», τον χειροκρότησα. Και κλείνοντας,
με νόημα, το μάτι στο δάσκαλό μας, που δεν ξέρω κι αν ζει, αλλά και τι
σημασία έχει!, του είπα: Δάσκαλε, τα ’μαθες τα νέα; Δάσκαλε, μ’ ακούς;
Μπορείς άραγε να κοιτάξεις κατάματα, το χειρότερό σου μαθητή, κι ένα
καλό λόγο, αν έχεις, να του τον πεις, έστω και τώρα; Απάντηση, δεν πήρα.
Όμως διπλά τον χειροκρότησα, τον Κυριάκο, και με τη σκέψη του έστειλα
την αγάπη μου, όταν παρακάτω, στη συνέντευξή του, έλεγε: «Τι με ενόχλησε
και έφτιαξα το «Μηδενός ανάβαση»; Το γεγονός ότι πάντα μας κυβερνά το
μηδέν. Το μηδέν καθορίζει τη ζωή μας και κυριαρχεί σε όλα τα επίπεδα».
Ομολογουμένως, τούτο το
έργο του, είναι από τα πλέον λιτά, στην έκθεσή του∙ κι ολιγόλογο. Ένα
μικρούτσικο και ασήμαντο μηδενικό, στέκει πάνω σ’ ένα μαρμάρινο,
κατάλευκο, ψηλό σκαλί. Με λοξοκοιτάγματα, φλερτάρει το ανέβασμά του, με
την αριστερά απ’ αυτό σκαλίτσα - με έξι πατήματα μεγαλύτερα από το μπόι
του, για να το φέρει στο δεύτερο μεγάλο σκαλί. Κι αφού τα καταφέρει να
φτάσει στο δεύτερο, ε, τότε το ανέβασμά του στο τρίτο, και τελικά και
στο τέταρτο και τελευταίο, φαντάζει να είναι υπόθεση ρουτίνας. Εδώ, στην
κορυφή όταν φτάνει, εκείνο το
μικρούτσικο στο ξεκίνημά του μηδενικό, αισθάνεται μεγάααλο, και
κυρίαρχο, και χρυσωμένο. Κι ως όν με εξουσία, στρογγυλοκαθισμένο στην
πολυθρόνα που ονειρεύονταν, κι ας μην του άξιζε, κι όμως του δόθηκε, αφ’
υψηλού, θα μας κοιτάζει. Να ’ναι άραγε γι’ αυτό που αισθάνεται την
ανάγκη υψηλής προστασίας, με διπλά κρυστάλλινα κουτιά, ίσως και
αλεξίσφαιρα; Ποιος ξέρει! Ο Κυριάκος, δεν του τα στέρησε.
Το «Μηδενός ανάβαση»,
ανήκει κι αυτό στο γλυπτόκοσμο του «οτισουρθισμού» - ό,τι σου έρθει –
σμός, του Ρόκου. «Όλα τα έργα μου έχουν μια ιστορία∙ αυτή που θα βγάλει
ο καθένας βλέποντάς τα», θα πει σε ανύποπτο χρόνο.
Έτσι λοιπόν, ο καθείς από μας, θα
μπορούσε να πει και μια ιστορία, που ωστόσο θα έχει πέρασμα και από την
κλίμακα – σκάλα, και από την αφαιρετική απόδοση της πολυθρόνας, η οποία
(πολυθρόνα), δεν είναι παρά σχηματοποιημένο το σύμβολο της νίκης,
βγαλμένο από τις απολήξεις των δυνατών δακτύλων του γλύπτη, με τις
οποίες τον έχουμε ταυτίσει. Είναι λοιπόν ο Ρόκος σουρεαλιστής; Όχι, ο
ίδιος θα πει. Είμαι ένας «οτισουρθιστής».
«Πολλοί λένε ότι μ’
αναγνωρίζουν από τα δάχτυλα. Άλλοι ότι βρήκα το «κουμπί της Αλέξαινας»
για να υπάρχω (ποπό… κακία!) και άλλοι δεν πιστεύουν ότι οι πέτρες μου
γεννάν τα δάχτυλα. Κανείς τους όμως δε σκέφτεται ότι μ’ αυτά εκδηλώνουμε
τις θαυμάσιες μέχρι τις χειρότερες πράξεις μας. Ακόμα και να κρύψουμε
τον ήλιο! Κι αν ακόμα δεν μπορούμε, τα δάχτυλα κατασκευάζουν το μαύρο
κουτί μας, αφήνοντάς τον έξω … », θα πει στην τελευταία του ιστορία, με
τίτλο «Καληνύχτα, Δημητρία, Καληνύχτα, Παμφίλη», του πρόσφατου βιβλίου
του.
Η Δημητρία και η
Παμφίλη, η Ηγησώ Προξένου και η θεραπαινίδα της, … , η Κοιμωμένη του
Χαλεπά, … Φωνές που έρχονται από μακριά∙ κόρες βγαλμένες από τον έρωτα
του γλύπτη με το υλικό του. Και ποιός δεν έκανε το χέρι του κεραμίδι για
ν’ ακούσει τους ήχους των μαρμάρινων πτυχών των πέπλων, τους ήχους της
καρδιάς, των διαλόγων των χεριών, των παιγνιδιών της σκιάς με το φως,
του μαντρακά με τη σμίλη∙ κι ας μην είναι γλύπτης.
Και ποιος δεν αναμετρήθηκε με τη
δυσκολία μιας γλώσσας που δε μιλιέται με λέξεις παρά με σύμβολα∙ μια
τελεία, όταν τη διακρί-νεις, είναι γαλάζιος ουρανός, είναι θάλασ-σα,
είναι βράχος, είναι βότσαλο, είναι ήλιος ή ολόγιομο φεγγάρι, είναι μάτι,
μια σταγόνα, ένα δάκρυ. Και ποιος δεν έφαγε με τα μάτια ένα έργο που του
μίλησε – που του άρεσε, κι ας μην ξέρει το γιατί; Τι θέλει να πει ο
ποιητής! Αυτό δεν πάει να πει: αισθάνεσαι, μαθαίνεις, ανακαλύπτεις;
Των μεγάλων διαστάσεων
έργα του Ρόκου, εκτός του γνωστού μας «Σπονδή στη θεά Λίμνη και στο θεό
Μιτσικέλι», από το συμπόσιο γλυπτικής του 1996, που μας χάρισε, τα
γνώρισα από τις σελίδες του καταλόγου της έκθεσης. Λουσμένα στο φως:
διάβασμα χωρίς μεγεθυντικό φακό – απόλαυση της φόρμας. Σπουδαίος,
ρωμαλέος τεχνίτης: τεχνιταράς∙ και δουλευταράς. Μορφές: ανθρώπινες∙ κατά
πρόσωπο ή κατά τέταρτα∙ καθαρά περιγράμματα χυμωδών όγκων: χειλιών ή
βουνών, ματιών, νυχιών, δακτύλων,…∙ γνώριμοι όγκοι, βγαλμένοι από
ακατέργαστες όψεις πέτρας. Σκάλες ανόδου: δρόμοι σε όψη, κάτοψη ή τομή –
ποιος είπε ότι η γλυπτική δεν είναι αρχιτεκτονική που συνεργάζεται με
την αρχιτεκτονική! Ορφέας και Ευρυδίκη, στην Κατερίνη. Αφιέρωμα στη
Σαπφώ, στην Ερεσό Λέσβου. Αρέθουσα, στην Αμαλιάδα…Φως. Φως. Φως
ελληνικό. Η πεταλούδα του Ίνσεμπορν; Διπλή κραυγή απόγνωσης και σιωπής –
δύο έργα σε μια άλλη γωνιά της γης: Τι να φτιάξω; Από πού να αρχίσω;
Αρχίζω. Πού θα τ’ αφήσω; / Στο δάσος, με τα πουλιά, τα ζώα του, και την
πεταλούδα. Τα μυστικά της ψυχής
της πέτρας, παντού∙ και δω και κει. Μαθήματα Κουλεντιανού, για πράξεις
χωρίς προσχέδιο και μακέτα∙ αν και σε διαφορετικό υλικό. Μύηση στα
μυστικά της σκέψης και έκφρασης του δασκάλου του Σεζάρ (Cezar Baltaccini),
που φαίνεται να τον κέρδισε, επειδή περισσότερο του ταίριασε∙ περπατώ
στη Ντεφάνς για να φτάσω στο γιγαντιαίο αντίχειρα του Σεζάρ ( 12 μέτρα
ύψος, και 18 τόνους βάρος), κι αισθάνομαι τον αντίχειρά μου ένα τίποτα.
Γυρίζω στα υπαίθρια γλυπτά του Ρόκου, και αισθάνομαι άνθρωπος. Μπαίνω
στο ισόγειο της Ακαδημίας και φωτογραφίζω: το «Ανεξήγητο συμβάν», το
«Παράξενο μήνυμα», τον «Κόσμο» Νο 2, τη «Γέννηση», το «Χαμόγελο της
ψευτόπετρας», «Τα μυστικά του κόσμου»… Ιστορίες που έχω να διηγηθώ! Να
μία: Ένα ολόκληρο νησί ανασύρθηκε, με τα χέρια του Ρόκου, από
αιγαιοπελαγίτικους βυθούς μαζί με τους οικισμούς του, τις σπηλιές και τα
ξέφωτα, τα σπίτια, τα σκαλιά, τις εκκλησιές, τους τρούλους∙ έτοιμος πια
να πλατσουρίσει απολαυστικά, πλάτσα πλούτσα, στο αλμυρό νερό, με το
«Χαμόγελο της Λευκοθέας», πλάι του. Έτσι ταξίδεψα μέσα από τα Ανοξείδωτα
Ταξίδια του Ρόκου.
«Πιστεύω βαθιά ότι η
τέχνη δεν είναι τίποτα άλλο από συναίσθημα. Ότι είναι το αποτέλεσμα μιας
διεργασίας συναισθημάτων που προκαλούνται, που εισπράττονται, που
βιώνονται από τον καλλιτέχνη κι αποδίδονται στο φως, άλλοτε σαν ένα
λουλούδι κι άλλοτε σαν τσουκνίδα», θα πει
στην «Ποθητή συνάντησή του με τον Ροντέν». Και επειδή και γω
ακριβώς της ίδιας άποψης είμαι, τον ορισμό του ότι-σουρθιστή, τον
κράτησα ως προσδιορισμό ανθρώπου με χιούμορ, με αυτοσαρκασμό, με ήθος
και συνέπεια, όπως είναι ο Ρόκος, κι όχι αυτού που ό,τι του κατέβη
κάνει, πράγμα που κάθε άλλο παρά αυτό είναι ο Κυριάκος.
Χωρίς άλλο, νοιάζεται
για την ακεραιό-τητά του∙ για την ελευθερία του να μιλάει με τον τρόπο
του, χωρίς να δέχεται εντολές από κέντρα που αποφασίζουν για την
παγκόσμια τέχνη του σήμερα, του χτες, και του αύριο. Ρουφάει απ’ την
παγκόσμια μνήμη, απλώνοντας και μαζεύοντας
τις πτυσσόμενες σκάλες του νου
του, και ταξιδεύει εκεί που δεν ταξίδεψε. Κάποιες φορές, μάλιστα,
πελεκάει και υπογράφει στην πέτρα του, τις αναμνήσεις του αυτές - από το
μέλλον, δηλαδή από τους τόπους που, αν και δεν τους περπάτησε, ωστόσο,
μοιραία τους συνάντησε, σε χρόνο επόμενο, και τον τρόμαξαν – τον
ξάφνιασαν, με την ύπαρξή τους, τιμητικά, μου εκμυστηρεύτηκε. Εμείς λέμε,
ότι οι έννοιες, οι
ιδέες (ακόμα και οι πιο ρηξικέλευθες), οι μορφές και οι νόμοι στους
οποίους, αυτές, υπακούουν, προϋπάρχουν, κι ο νους, αφού τις συλλάβει με
απόχη, στη συνέχεια τις κωδικοποιεί: με ορισμούς και σύμβολα, του είπα,
και τον είδα για άλλη μια φορά μοναχικό οδοιπόρο στο μονοπάτι που άνοιξε
μόνος του, έχοντας ως ραβδί «τις
προεκτάσεις της καρδιάς του, που δεν είναι παρά τα χέρια του».
Δεν ψάχνει την ομορφιά
στο πνεύμα των αρχαίων ελλήνων καλλιτεχνών, ούτε και στων καλλιτεχνών
της Αναγέννησης∙ τις κουβαλάει, ως γνώση,
μέσα του, ούτως ή άλλως, από τα χρόνια των σπουδών του στην
ΑΣΚΤ, οπόταν ο ζωγράφος Νικολάου, με τη γλώσσα της νοηματικής,
δείχνοντάς τους προς τα πίσω - προς το Αρχαιολογικό Μουσείο, τους έλεγε:
«Ιδού η λύση», θυμάται. Κι οφείλουμε να συμφωνήσουμε, πιστεύω, ότι
υπάρχει ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην έκφραση της ομορφιάς του μακρινού
μας τότε, και στη δύναμη της έκφρασης του τώρα. Η πρώτη επιθυμεί ν’
αρέσει. Η δεύτερη θέλει να αντικατοπτρίζει μια, πιο βαθιά και με
μεγαλύτερη κινητικότητα, πνευματική ζωτικότητα. Θα ήμασταν λάθος, αν
αναζητούσαμε συγκρίσιμες αρετές, σε τόσο μακρινές, από τη δική μας,
εποχές, συμφωνήσαμε.
Δεν ξέρω άλλον γλύπτη
που να σμίλεψε τοπία, σκέφτηκα τις όποιες – όσες, φορές κι αν
επισκέφτηκα την έκθεση, κι ανυπόκριτα ένοιωσα αυτό το - από θαυμασμό,
κρακ, θωπεύοντάς τα με τα μάτια∙ όσο κι αν λέμε ότι τη γλυπτική τη
νοιώθεις μόνον με την αφή / προσωπικά εμένα, κάπου αλλού εστιάζονταν το
ενδιαφέρον μου για τον εντοπισμό της ουσίας και της ισορροπίας. Όπως
επίσης δεν ξέρω γλύπτη – ποιητή, που να έχει γράψει: ΠΟΙΕΙΣ ΣΥ πάνω σε
σχέδια του γλύπτη Κυριάκου Ρόκου, ακριβώς
όπως το προτάσσει, το
2005, στο βιβλίο του: ROKOS 31 σχέδια + 1 γλυπτό ζητούν ποιητή, ύστερα
από τις διαπιστώσεις του - του τύπου: Ποτέ μου δεν συνάντησα άνθρωπο που
να έπεσε πάνω σε ηλιοβασίλεμα και να μην κοντοστάθηκε έστω και για μια
στιγμή, … , Που να αγάπησε και να μην έκλαψε!, … , Που να πόνεσε και να
μην είπε «γιατί»; …. κι όμως έχει ψιθυρίσει: «Αν ήμουν ποιητής», «Αν
ήμουν ζωγράφος!», «Αν έκανα μουσική!», σκέφτηκα όταν φυλλομέτρησα
το βιβλίο∙ και προφανώς μαγεύτηκα - σαγινεύτηκα.
Όταν η ουσία ισορροπεί
με τη φόρμα, όταν «Τα τρία
δάχτυλα του Ρόκου αγκαλιάζουν την πένα, ενώ τα δύο μικρότερά του
σέρνονται υπακούοντας στους ήχους της ψυχής του, και καταγράφουν με τον
τρόπο τους τις αόρατες αντανακλάσεις των εξομολογητικών του διαθέσεων σε
κάτασπρες επιφάνειες», όταν «Μπορεί ο αντίχειράς του, ο δείκτης, κι ο
μεσαίος του να ’χουν το χάρισμα του βιρτουόζου, ενώ
τα’
άλλα δύο, λες κι είναι αυτά που
πραγματικά αφήνουν στο χαρτί τις ουσίες της αγάπης και του πόνου», όταν
οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν κι ο Κυριάκος τους δίνει σχέδιά του
προκειμένου να «ποιήσουν» με τη σειρά τους ποιήματά τους, με «δεσμευτικό
όρο» - χάρισμα, την πρώτη λέξη που τους υπαγορεύει, όπως: Άγια, Αγάπης,
Φόρεμα, Αφήνω, Ίσως, Χωρίς, Καμία, Φούχτα, Την είδα, Ζούμε, Από σένα,
Πετώντας,…, μήπως θα πρέπει να ρωτήσουμε: «Είναι η μοντέρνα εποχή η
αρχαιότητά μας;»∙ ήταν άλλωστε ζητούμενο της περσινής – της 12ης,
Documenta, του Κάσελ, πολύ καλά το θυμάμαι ότι το είδα και το
διαπίστωσα∙ τι κι αν η ελληνική συμμετοχή ήταν ανύπαρκτη!
Τα κοινά σημεία επαφής
των κόσμων του ποιητή, του ζωγράφου, του μουσικού, του γλύπτη, μα και
του οποιουδήποτε με ευαίσθητες χορδές, μαζεύοντάς τα, ο Ρόκος, σχεδίασε:
Περιστέρια, Αφροδίτες;, μάτια – κλειστά ή ανοιχτά
παράθυρα
στον κόσμο, με βλεφαρίδες -
παραθυρόφυλλα, χέρια εκφραστικά, στήθη: κόσμους πηγής ζωής με άλω και
θηλή, όρη της Αφροδίτης: τρίγωνα γεμισμένα με συνεχόμενες κοίλες και
κυρτές καμπύλες – κύματα - αφιερώματα στις υγρασίες των κόλπων του
έρωτα, των τοπίων αγάπης, φόβου, πόθου, φαντασίωσης, αναμονής, αναστολής
- κι αν η όμορφη πει ΟΧΙ!, πώς να αντέξεις της απόρριψης το τραύμα και
την πληγή!, … .
Η κορύφωση της
σχεδιαστικής και εκφραστικής δεινότητας του Ρόκου, βρίσκεται, βρίσκω,
στο σχέδιο που «αναζητά» τον ποιητή του οποίου οι διεργασίες του νου θα
γράψουν ως πρώτη λέξη, τη λέξη: Άγια ή κατ’ εμέ τη φράση: «Άγια, Θεά,
κοτσιδού, Αφροδίτη», όπως την είπα επειδή μου έμοιασε ότι ο Ρόκος, με
δυνατή, λιτή, αλλά και παλλόμενη από αίσθημα, ένταση και βάθος γραμμή,
ξέπλεξε την, δανεισμένη από την Ώρα, πλεξούδα της Αφροδίτης του
Μποτιτσέλι του Ουφίτσι, ή τη δική της του Staatliche Μουσείου του
Βερολίνου, και την έκανε σχοινί για ν’ απλώσει, με μανταλάκια, τα
βρεγμένα ρούχα της, μόλις αναδύθηκε από τους αφρούς της θάλασσας της
Πάφου. Κι ακόμα, επειδή το Σιληνό από τις ασημένιες οινοχόες του Τάφου
του Φιλίππου στη Μακεδονία, με τη σοφή γλυπτική απόδοση της ευφορίας της
διονυσιακής μέθης, σα να τον είδα ως συνδετικό κρίκο μεταξύ των
βασιλικών τάφων της Βεργίνας και των τάφων των βασιλέων στον
αρχαιολογικό χώρο της Πάφου της Κύπρου, όπου οι λαξευμένοι στο βράχο
τάφοι των αρχόντων εξελίχτηκαν κατά το πρότυπο των μακεδονικών τάφων της
Βεργίνας - με τη ναόσχημη πρόσοψη! Κι όταν ο συνοδός εαυτός μου, με
ρώτησε: Και γιατί, παρακαλώ, Αφροδίτη, κι όχι Σαπφώ του Αρχαιολογικού
της Κων/νούπολης; κι αν θέλεις και γιατί όχι και Λήδα, επειδή τα αυγά
στη φούχτα της; του εξήγησα ότι επειδή το στήθος με τη θηλή, το κρανίο
κι ο ήλιος ή το φεγγάρι, μου θυμίζουν εκείνη τη σφαιρικότητα στήθους του
βουνού της Πάφου που είχαμε ερωτευθεί, κι ότι επειδή μόνον η, με
σαφήνεια και ψυχρότητα, πανέμορφη Άγια – Θεά Αφροδίτη, θα μπορούσε να
πετρώσει τα χέρια του Σάτυρου, μόλις λίγο πριν ασελγήσει πάνω της,
αφήνοντάς τον - τον Σάτυρο, έτσι: με τη δύναμη και την ορμή της
φαντασίωσής του, την οποία όμως ο Ρόκος άδραξε και, με μια τόσο
εξαιρετικά κλειστή φόρμα, πρόβαλε όλες τις σχεδιαστικές και γλυπτικές
αρετές της καρδιάς του.
Και επειδή τα χέρια
έχουν τη δική τους, τη μακραίωνη, ιστορία, και το δικό τους τον
πολιτισμό, και τη δική τους - την ξεχωριστή, ομορφιά, και το δικό τους
το δικαίωμα εξέλιξης: σε επιθυμίες, αισθήματα, κέφια και καπρίτσια,
πολλοί από τους συναδέρφους του γλύπτες, ανά τους αιώνες, θα ζήλευαν τα
χέρια του Ρόκου, από κάθε άποψη, πιστεύω∙ για τη γρηγοράδα, την
ελευθερία απλοποίησης, τη μεγάλη μαεστρία με την οποία κρατάει το
ουσιώδες και πετάει το περιττό, τη σταθερότητα και το νευρώδες, την
ποιότητα και την εκφραστικότητά τους.
Και επειδή συνηθίζεται
οι Τράπεζες να κάνουν συλλογές για τους δικούς τους -
τους κλειστούς και των υψηλών πελατών τους, χώρους,
ενώ στο εξωτερικό είναι in η
χορηγία Τραπεζών προς το κοινό – το Δήμο, ευχήθηκα ένας – κάποιος,
τέτοιος φορέας, και χωρίς περιοριστικούς όρους, να του αναθέσει, τη, σε
μνημειακές διαστάσεις, φιλοτέχνηση της Άγιας – θεάς Αφροδίτης, σε
μάρμαρο - που τόσο πολύ καλά ξέρει να ακούει τη φωνή του και να
επικοινωνεί μαζί του, συνοδευόμενη ίσως και από μικρότερες -
συμπληρωματικές συνθέσεις, και εν είδη δωρεάς, να τη δούμε σ’ ένα μεγάλο
πάρκο της Αθήνας, εκεί όπου μικροί και μεγάλοι θα δροσί-ζουν την ψυχή
τους: χειμώνα, άνοιξη, φθινόπωρο και καλοκαίρι. Να την περιμένουμε την
πρωτοβουλία – χειρονομία, ως ένα ξεχωριστό ανοξείδωτο ταξίδι δικό μας -
όλων μας, αλλά και του Ρόκου;
Ο ασυνήθιστος, σε
τέτοιου τύπου καλλιτεχνικές παρεμβάσεις, διαβάτης, πριν δυο – τρία
χρόνια, κοντοστάθηκε, χάζεψε, προβληματίστηκε, απήλαυσε και εξακολουθεί
να απολαμβάνει την πρωτοβουλία της Τράπεζας Πειραιώς να κοσμήσει την
είσοδο των διοικητικών γραφείων της, επί της οδού Αμερικής, με την
«Αρπαγή της Ευρώπης» (ύψους 3,10μ, πλάτους 2,07μ, και βάρος περίπου 1,5
τόνου), του Μποτέρο. Γιατί όχι; κι άλλοι – άλλες Τράπεζες, να μην
ακολουθήσουν το προβάδισμά της! Το εύχομαι.■