"Δράσεις Πολιτισμού"

 Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδος-Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 

Ηπειρώτες Λογοτέχνες

Πορφύρης Τάσος

Κείμενα του Ηπειρώτη Λογοτέχνη

ΜΝΗΜΗ ΤΑΣΟΥ ΧΑΛΚΙΑ

Τότε που έπαιζες κλαρίνο και ράιζαν οι πέτρες, να πέσει βροχή στις χαραμάδες και λίγο χώμα φερτό με τον αγέρα, από το λειψό που κρατιέται στα βουνά και στα λιανά χωράφια, να πέσει ο σπόρος από αγριολούλουδα -αλλιώς μανουσάκια,-για να προβάλουν το χρώμα και τα λιγνά ντελικάτα κορμιά τους, να τα τεντώσουν για να ακούσουν το ποδοβολητό των αναμνήσεων, τον αχό από τον Καλαμά και τον Αώο.

Τότε που έπαιζες κλαρίνο και η Νεμέρτσκα άλλαζε πλευρό για να σε ακούει καλύτερα, ο Πατέρας παιδεύονταν στα ξένα και η Μάνα δάκρυζε καθώς ζύμωνε το ψωμί και έπεφταν μέσα οι στάλες των καημών της. Και το ψωμί φούσκωνε  καθώς τα νερά του Γορμού από τις μπόρες στις βουνοκορφές, έπαιρναν τη λιάσα και τις παρόχθιες κλαίουσες ιτιές ως το σύνορο με τον Καλαμά.

Τότε που έπαιζες κλαρίνο και το σύννεφο ξεκινούσε από το Πάπιγκο και άπλωνε την αντάρα του στον κάμπο της Κόνιτσας, συνοδεύοντας το ποτάμι ως τα σύνορα, τα ποτάμια που δέχονταν τους θρήνους των βουνών και τα κορμιά που γλιστρούσαν από το «Ορεινό καταφύγιο» του Χρήστου Μπράβου:

Μην περπατήσεις τούτα τα βουνά

η Μάνα λέει δεν κάνει

να πατάμε πεθαμένους.

Τότε που έπαιζες κλαρίνο κι ο Νίκος Εγγονόπουλος έγραψε τον Σίμωνα Μπολιβάρ αφήνοντας στην άκρη τον Οδυσσέα Ανδρούτσο κι έσωσαν το ποίημα οι στίχοι:

Είχαμε περάσει ήδη την παλιά μεθόριο:

πίσω μακριά το Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές

κι ο Στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη

κι ακούγονταν κι όλα οι γνώριμοί της ήχοι.

Πλάι κατέρχονταν σκοτεινή συνοδεία

ατέλειωτα λεωφορεία με τους πληγωμένους.

Κι ο άλλος που ’χε ξεχάσει το Αιγαίο για τα ψηλά βουνά, τα πρασινόμαλλα και γαλανομάτικα ποτάμια κι άκουγε τις φωνές των λαβωμένων:

Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά

που ανέβαιναν καυτές ακόμα από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι:

όι-όι Μάνα μου, όι-όι Μάνα μου.

Και ο τρίτος εκείνος, που έσβησε πιότερο ψυχή κι ανάμνηση παρά κορμί, σε μια κλινική της οδού Τροίας στην Αθήνα το Φλεβάρη του 1941, ο Γιώργος Σαραντάρης, μόλις 33 χρονών:

Λένε πως η Άνοιξη ξανά

Λένε πως η Άνοιξη ξανά

Πρώτα θα κάνει φόνο

Έχει φιλήσει όλους

Πρώτα θα κάνει φόνο

Τα παλληκάρια έφυγαν

Κι ύστερα θα πεθάνει

Έμειναν οι κοπέλες

  Τάσος Πορφύρης

Μάρτιος 2004

◄Πίσω στα κείμενα του Τάσου Πορφύρη

      

   αριθμός επισκεπτών
       --