Πορφύρης Τάσος
Κείμενα του Ηπειρώτη Λογοτέχνη
Η ΓΕΝΝΗΣΗ
Μουγκανίσματα -όταν ετοιμαζόμασταν για την εκκλησιά-, από την
αγελάδα και σαν φτάσαμε στο κατώι, έγλυφε το μοσχαράκι της. Κι
εκείνο, προσπαθούσε τρεκλίζοντας να σταθεί στα λιανά του πόδια. Το
γαλήνιο και καθάριο βλέμμα της στυλωμένο πάνω μας μ’ εμπιστοσύνη.
Κρεμάσαμε τη λάμπα πετρελαίου στο γάντζο και στους τοίχους άρχισε η
παράσταση: Μάγος, ποιμένες, ζωντανά, ο νιογέννητος Χριστούλης στον
κόρφο της μάνας του κι οι χριστουγεννιάτικοι ύμνοι που έφταναν κατά
κύματα -με το φύσημα τ’ αγέρα- απ’ τον Αϊ-Νικόλα, διακόσια μέτρα
απόσταση. Η ανάσα της ήρεμη, όλο της το είναι αφημένο μ’ εμπιστοσύνη
στα χέρια της μάνας, καθώς προσπαθούσε να την ελευθερώσει από το
πηχτό πρωτόγαλα -τη γκλιάστρα- μ’ απαλές κινήσεις. Κι όταν μαλάκωσε
το στήθος, πήρε το μοσχαράκι αγκαλιά και το ’βαλε να βυζάξει `
άνοιξε το στοματάκι του, παιδεύτηκε λίγο να βρει τις ρώγες και στο
τέλος τα κατάφερε. Το γάλα κατέβαινε βάλσαμο και του πότιζε το
είναι. Η μάνα του γύρισε το κεφάλι της προσπαθώντας να φτάσει την
ουρίτσα να την γλύψει αλλά δεν τα κατάφερε, καθώς το μοσχαράκι
ευχαριστημένο την κουνούσε πέρα δώθε.
Μαζέψαμε το λερωμένο άχυρο και απλώσαμε καινούργιο, καθαρό για να
ξαπλώσουν. Στην άκρη ο σιούκλος γιομάτος καθαρό νερό από τη στέρνα,
κλαδί ξερό δεμένο στην τριχιά κρεμασμένη από τη γρέντα της οροφής
και καλαμποκιές από την εποχή της συγκομιδής. Στην ταΐστρα τριφύλλι
για επιδόρπιο. Καθώς αποχωρούσαμε, τα μάτια της υγρά, πλημμυρισμένα
ευγνωμοσύνη κι ένα ανεπαίσθητο μουγκανητό ευχαριστίας την ώρα που
κλείναμε την πόρτα. Πλυθήκαμε, αλλάξαμε ρούχα κι αρέντα για την
εκκλησιά. Ο μεγάλος πολυέλαιος, τα καντήλια, οι λαμπάδες και πολλά
κεριά όλα αναμμένα και τρυφερά βλέμματα πιστών για τον Μονογενή.
«Χριστός γεννάται, δοξάσατε …», η στεντόρεια φωνή του Μιχάλ’ Μαρίτση
και η ένρινη του Οδυσσέα Σέγα γέμισαν τα τρία κλίτη και τον
γυναικωνίτη τ’ Αϊ-Νικόλα. Ο παπα-Βασίλης επιβλητικός στην ωραία πύλη
κι έχω τη φωνή του ακόμα στ’ αυτιά μου: «Η Παρθένος σήμερον τον
υπερούσιον τίκτει …» όταν απόλυκε η εκκλησιά έτρεξα αφήνοντας πίσω
μου τη γιαγιά, τη μάνα, την αδερφή και κατευθείαν στο κατώι. Άνοιξα
σιγά-σιγά την πόρτα. Η αγελάδα ξαπλωμένη στ’ άχυρο, κοιμισμένη, με
το μικρό βολεμένο στην αγκαλιά της να τινάζει πού και πού τα
ποδαράκια του στον ύπνο.
Κάποτε ήρθε κι η αυγή κι έσβησε τη λάμπα. Μυρωδιές γαργαλούσαν τη
μύτη μας. Η μάνα ετοίμαζε πρωινό στο μαγειρειό: ομελέτα με αυγά,
πρωτόγαλα, τυρί φέτα και καψαλισμένη μπομπότα στην πυροστιά. Κάτσαμε
σταυροπόδι γύρω-γύρω στον σοφρά, κάναμε το σταυρό μας και γευτήκαμε
τα θεία δώρα.
Άρχισε να πέφτει χιόνι κι έτρεξα στη στρίκα να φέρω το φκιάρι στο
μαγερειό ` θα μας χρειαζόταν ν’ ανοίξουμε δρόμο το άλλο πρωί για τα
κατώγια, να ταΐσουμε και να ποτίσουμε τα ζωντανά. Ένας
κοκκινολαίμης, φορώντας το άλικο κασκόλ του, έψαχνε για κατάλυμα.
Τελικά χώθηκε σε μιαν εσοχή κάτω από το γείσο της εξώπορτας. Οι
μουριές με υψωμένα τα γυμνά κλαριά τους σε στάση προσευχής και τα
σπουργίτια τσιμπούσαν τα ψίχουλα ψωμιού που τους ρίχναμε πάνω στο
χιόνι. Άξαφνα φτάσαν φασαριόζικα τα κοτσύφια. Άλλαζαν θέσεις πάνω
στα σύρματα του φράχτη δοκιμάζοντας καινούργιες, μέχρις ότου
προσγειωθούν στις σωστές. Κι ήταν αυτές οι θέσεις, οι νότες μιας εν
προόδω μουσικής σύνθεσης, για μια χειμωνιάτικη ραψωδία που
προσπαθούσε να αγκαλιάσει την ψυχή μας και το απέραντο χιονισμένο
της τοπίο.
Τάσος Πορφύρης
Ιούνιος 2011
◄Πίσω στα
κείμενα του Τάσου Πορφύρη