"Δράσεις Πολιτισμού"

 Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδος-Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 

Ηπειρώτες Λογοτέχνες

Πορφύρης Τάσος

Κείμενα του Ηπειρώτη Λογοτέχνη

"ΟΙ ΑΞΕΧΑΣΤΟΙ ΦΙΛΟΙ"


Ανάμεσα στη «Μπέρτσια» και στο κατάστημα ειδών υγιεινής «Ο Αίας» υπήρχε μια στοά που οδηγούσε στο κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας και στα υπόλοιπα καταστήματα του ισογείου. Στο κατάστημα «ΑΙΑΣ» εργαζόταν σαν υπάλληλος  -πωλητής- ο αξέχαστος φίλος Γιάννης Δημόπουλος που αργότερα «αγόρασε» το μαγαζί από το αφεντικό του και το μετέφερε στον ίδιο δρόμο -στο νούμερο 46-. Αυτά όμως έγιναν πολύ αργότερα. Πλάι στον «Αίαντα» στο νούμερο 26 στο ισόγειο υπήρχε ένα κατάστημα -αντιπροσωπεία ελαστικών αυτοκινήτων της «METZELER»- όπου εργαζόταν ο έτερος Καππαδόκης Άρης Αλιφραγκής, σαν υπάλληλος -πωλητής- επίσης.

Πρωί-πρωί όταν ανοίγαν τα μαγαζιά και οι τρεις μας, εγώ μπροστά στην «Μπέρτσια», ο Γιάννης μπροστά στον «Αίαντα» κι ο Αλιφραγκής μπροστά στην «METZELER» κάναμε … πεζοδρόμιο. Δηλαδή το σαρώναμε. Μετά το σάρωμα ερχόταν η σειρά του ξεσκονίσματος. Μας έπαιρνε αρκετό χρόνο γιατί οι εξωτερικές επιφάνειες των καταστημάτων ήταν κρυστάλλινες και τραβούσαν πολλή σκόνη. Εκείνες που μας παίδευαν ήταν οι «φίρμες» με τα μεγάλα γράμματα που εξείχαν από την κρυστάλλινη επιφάνεια και κρατούσαν μπόλικη σκόνη. Μια φορά τη βδομάδα ανεβαίναμε σε σκάλες και με ένα βρεγμένο πανί μαζεύαμε τη σοδειά της. Όταν ο Αλιφραγκής με έβλεπε να ξεσκονίζω μόνο το «& ΥΙΟΣ Ο.Ε.» της φίρμας «ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΟΡΦΥΡΗΣ & ΥΙΟΣ Ο.Ε.», άρχιζε:

_ Πάλι τα τσούγκρισες με τον πατέρα σου αφεντικό;

Ο Γιάννης πολλές φορές  βαριόταν να σαρώσει το πεζοδρόμιο και μας ατένιζε αφ’ υψηλού με τα χέρια στις τσέπες κι όταν ο Άρης τον ρωτούσε:

_ Τι έγινε Γιάννη, ρεπό έχουμε σήμερα; Για να εισπράξει την απάντηση:

_ Όχι, μου χάλασε η Remington και μου έδεσε τα χέρια.

Εδώ να σας πω πως τα ξεσκονιστήρια τα αγοράζαμε από τον πλανόδιο πωλητή τους που διαλαλούσε το εμπόρευμά του στους δρόμους γύρω από την Ομόνοια, όπου και αρκετές πιάτσες ταξί, με μια προφορά που έδινε λαβή για υπονοούμενα που αμφισβητούσαν τον ανδρισμό του, ενώ είχε βρει έναν τρόπο να πουλάει άνετα το εμπόρευμά του ` έκανε τη δουλειά του, προσφέροντας θέαμα και ακρόαμα.

_ Φτεράαααα, ακουγόταν η λιγωμένη φωνή του που έκανε τους ταξιτζήδες, τους μαγαζάτορες, τους πελάτες να κάνουν εμφανή την παρουσία τους με διάφορα διφορούμενα σχόλια, όπως: «Καλώς τηνα κι άργησε σήμερα», ή «Πόσα απίδια παίρνει ο σάκος;» και άλλα σκανδαλιστικά παίρνοντας αποστομωτικά απαντήσεις του τύπου:

_ Σας έτυχε να γυρίσετε καμιά φορά στο σπίτι σας ξαφνικά πριν της ώρας σας που τα παιδιά είναι ακόμα σχολείο; Αν όχι, φροντίστε το για να απολαύσετε τον υδραυλικό ή τον ηλεκτρολόγο επί το έργον. Ο υδραυλικός να ασχολείται με τα υδραυλικά της συζύγου και ο ηλεκτρολόγος να της αλλάζει τα φώτα, και άλλα τέτοια γαργαλιστικά.

Μια μέρα που είχε μπει στη «Μπέρτσια» για γλυκό τον ακολούθησαν και οι γείτονες από τα γύρω μαγαζιά και άρχισαν να τον πειράζουν με διάφορα υπονοούμενα. Εκείνος μου έκανε νόημα να στείλω την πωλήτρια τη Νίκη στο εργαστήριο να μην είναι παρούσα σε ό,τι λεχθεί. Αμέσως μετά τους γείτονες μπήκε στο μαγαζί και ένας αστυφύλακας που πήγαινε απέναντι στον Σταθμό Α΄ Βοηθειών να αντικαταστήσει τον συνάδελφό του. Ήταν καινούργιος και ήθελε να δει από κοντά τη «φτερού». Όταν έφτασε στο κέντρο της ομήγυρης τον άκουσε να λέει, κοιτώντας τον προκλητικά: «Καλέ, μας πήρε χαμπάρι η εξουσία κι ήρθε να γαμήσει!». Ο φουκαράς ο αστυφύλακας όπου φύγει-φύγει. Είχε αναψοκοκκινίσει και παρακαλούσε ν’ ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Αυτό είναι καμιά φορά το τίμημα της περιέργειας.

Γυρίζω στους φίλους μου που προανέφερα για να σας πω πως ο Αλιφραγκής προσελήφθη στην επιχείρηση «Σαρακάκη» στη διεύθυνση της «Μάσεϋ-Φέγκιουσον», που αντικείμενό της ήταν η πώληση γεωργικών μηχανημάτων στον ελλαδικό χώρο και κυρίως στην περιοχή της Θεσσαλίας που τότε ήταν και ο πρώτος σιτοβολώνας της πατρίδας μας. Στην πρόσληψή του βοήθησε ο προϊστάμενος του Μιλτιάδης Σαπουνάς, φίλος αλησμόνητος, ύστερα από δική μου παράκληση. Ποτέ του δεν ξέχασε πόσο τον είχα βοηθήσει. Κάθε χρόνο στην ονομαστική μου γιορτή ερχόταν σπίτι με ένα βιβλίο κι ένα ουίσκι λέγοντάς μου: «Το βιβλίο για σένα, το ουίσκι για μένα». Μετά από αρκετά χρόνια στον Σαρακάκη, αποφάσισε να αλλάξει αφεντικό. Πήγε στην εταιρεία τσιμέντων «ΤΙΤΑΝ». Ανέβηκε στην ιεραρχία, έφτασε να γίνει γενικός επιθεωρητής και ταξίδευε σε όλη την Ελλάδα, όπου υπήρχαν μονάδες της εταιρείας. Πληρωνόταν καλά κι έκανε τη ζωή που του άρεσε. Ακριβά εστιατόρια, ακριβά ρούχα κι ένα διαμέρισμα στο Κολωνάκι που αγόρασε παίρνοντας κι ένα δάνειο από την επιχείρηση που εργαζόταν. Παρ’ όλο που σχετίστηκε με αρκετές γυναίκες -με τη μια από αυτές παντρεύτηκε και σε εικοσιτέσσερις ώρες χώρισε-, στο τέλος έμεινε μονάχος. Κι αυτό του κόστισε τη ζωή του. Ένα βράδυ που έμπαινε οδηγώντας το αυτοκίνητό του στο κλειστό γκαράζ της πολυκατοικίας το χτύπησε πάνω στον εσωτερικό τοίχο του -προφανώς είχε πιει παραπάνω- και τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι. Το επόμενο πρωί τον βρήκε ένας ένοικος της πολυκατοικίας που πήγε να πάρει το αυτοκίνητό του. Ήταν ο μισός έξω από το αυτοκίνητο με ανοιχτή την πόρτα του οδηγού γεμάτος στα αίματα. Φαίνεται πως προσπάθησε να βγει και να ζητήσει βοήθεια αλλά ποιος να τον ακούσει; Χάθηκε νέος με τα σημερινά ηλικιακά δεδομένα. Δεν πρόλαβε να ζήσει τη ζωή του συνταξιούχου που την ονειρευόταν χρόνια. Τον κλάψαμε οι φίλοι, οι αδελφές του και τα βαφτιστήρια του ` ανάμεσά τους και ο μικρότερός μου γιος ο Μιχάλης που τον είχε νονό.

Και για να ελαφρύνουμε λίγο την ατμόσφαιρα να σας διηγηθώ δύο περιστατικά από την εποχή που δούλευε στη «METZELER».

Η παραπάνω εταιρεία δανειζόταν πολλές φορές χρήματα από έναν Ζακυνθινό εισοδηματία ο οποίος είχε δυο κοριτσάκια δίδυμα τότε πέντε ετών. Πολλές φορές ερχόταν μαζί με τις κόρες του στη «METZELER». Μια μέρα μπαίνει στη «Μπέρτσια» ο Άρης κρατώντας τες από το χέρι και μου λέει γελώντας: «Τάσο, οι τόκοι της METZELER!».

Μια άλλη φορά Σαββατόβραδο είχε έρθει στο μαγαζί, πήρε το κάθισμα -το μοναδικό που είχαμε για ξεκούραση-, το έβγαλε στο πεζοδρόμιο, κάθισε, φόρεσε τα σκούρα γυαλιά ηλίου και έτεινε το χέρι του στους περαστικούς για βοήθεια λέγοντας: «Ό,τι έχετε ευχαρίστηση!». Δυο δεσποινιδούλες κοντοστάθηκαν, ψάξαν τα πορτοφόλια τους και του απόθεσαν στην ανοιχτή παλάμη από μια δραχμή. Δεν πρόλαβαν να κάνουν δυο βήματα όταν ο Άρης σήκωσε τα γυαλιά του και βλέποντας τα νομίσματα, αναφώνησε: «Ε, όχι κι από ένα φράγκο!». Τα κοριτσάκια ξελιγώθηκαν στα γέλια με αποτέλεσμα κουβέντα στην κουβέντα τις οδήγησε στο μαγαζί και τις κέρασε από μια σοκολατίνα.  

Ο Γιάννης ο Δημόπουλος παντρεύτηκε την Πόπη -τη θυμάμαι από τότε που ήταν μαθήτρια που ερχόταν να τον δει με τη σάκα και τη μαθητική ποδιά- και απόκτησε δυο κόρες, τη Βαρβάρα και την Μαρίνα. Οι δουλειές του πήγαιναν καλά με τα Είδη Υγιεινής. Αγόρασε οικόπεδο στη Βούλα και έχτισε και σπίτια για τις κόρες του. Η γυναίκα του μαζί τις κόρες τους βοηθούσαν στο μαγαζί. Είχε συντηρήσει το σπίτι της γυναίκας του στη Βαμβακού, σ’ ένα χωριό στον Πάρνωνα. Με είχε φιλοξενήσει εκεί μαζί με τη γυναίκα μου. Το χωριό είναι χτισμένο σε μια ονειρεμένη τοποθεσία στους πρόποδες του βουνού. Σε δέκα λεπτά απόσταση με τα πόδια από τα τελευταία σπίτια του χωριού αρχίζει τα δάσος από καρυδιές και καστανιές, ψηλότερα έλατα κι ανάμεσα καταπράσινα λιβάδια όπου φυτρώνει ανάμεσα στα άλλα το ονομαστό του τσάι του βουνού. Ήταν ερωτευμένος με την περιοχή. Κάθε Σάββατο την επισκεπτόταν και γύριζε Δευτέρα πρωί κατευθείαν στο μαγαζί. Ούτε κι αυτός μπόρεσε να χαρεί τη σύνταξή του. Ένας επίμονος βήχας δεν τον άφηνε σε ησυχία. Στην αρχή ο γιατρός νόμιζε ότι ήταν ένα απλό κρύωμα. Όταν όμως επέμεινε για περισσότερο από δεκαπέντε μέρες κρίθηκε απαραίτητο να μπει στο νοσοκομείο για θεραπεία. Παρ’ όλες τις αντιβιώσεις και τα διάφορα σιρόπια δεν γινόταν τίποτα ` ο βήχας, βήχας. Η Πόπη -η γυναίκα του- είχε ένα θείο, αδελφό της μητέρας της, πνευμονολόγο που εργαζόταν σε μια πόλη της Γερμανίας. Του τηλεφώνησε και ήρθε. Έγινε συμβούλιο με τους πνευμονολόγους του Νοσοκομείου εδώ και αποφάσισαν να τον εισάγουν στην εντατική. Η διάγνωση ήταν προσβολή των πνευμόνων από ένα σπάνιο μικρόβιο και που δυστυχώς δεν υπήρχε τρόπος να καταπολεμηθεί. Μονάχα ο οργανισμός μπορούσε κάτι να κάνει. Τελικά, υπέκυψε. Κατόπιν, όλα έγιναν πολύ σύντομα. Η σορός στον Άγιο Διονύση για προσκύνημα και η ταφή στα χώματα της Βαμβακούς στον Πάρνωνα. Για αρκετά χρόνια περνούσα από το μαγαζί να πω μια καλημέρα στην Πόπη, στη Βαρβάρα, στη Μαρίνα. Η Βαρβάρα είχε παντρευτεί και απέκτησε δυο αγόρια. Ζούσε ακόμα ο παππούς όταν τον πρωτότοκο τον βάφτισαν Γιάννη. Η Μαρίνα έκανε δύο γάμους αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Είναι δυο χρόνια τώρα που το μαγαζί έκλεισε. Η Πόπη περνάει τον καιρό της με τα εγγόνια της, η Βαρβάρα ασχολείται με το σπιτικό της και η Μαρίνα -η νεότερη- με την εσωτερική αρχιτεκτονική. Άνοιξε και γραφείο κάπου στο Κολωνάκι. Έτσι είπε η μάνα της. Σιγά-σιγά, προϊόντος του χρόνου -που λέγαν οι παλιότεροι- σταμάτησαν και τα τηλεφωνήματα.

Δεν πειράζει ` ας είναι καλά και να θυμούνται τον Γιάννη.

Τάσος Πορφύρης          

◄Πίσω στα κείμενα του Τάσου Πορφύρη

   αριθμός επισκεπτών
       --