Στη
σκιά του θανάτου
Το
μνημείο εκτελέσεων των φυλακών
Plötzensee
(Πλέτσενζε) στο Βερολίνο
του Γιώργου Μ. Βραζιτούλη
(Αναδημοσίευση από το ελληνογερμανικό περιοδικό Εξάντας του Βερολίνου,
τεύχος 5, Μάιος 2007)
„Umsonst das Leid,
leer die Mühe.
Ohnmacht vor der Bosheit.
Überlebten Formen
gibt
kein
Wunder
das
Sein
zurück.“
Anonymer Todeskandidat
in
Plötzensee
″Όταν
σκοτείνιασε, την 7η Σεπτεμβρίου, άρχισε ο μαζικός φόνος. Η νύχτα
ήταν κρύα. Πότε-πότε το σκοτάδι φωτίζονταν από τις βόμβες των βομβαρδισμών.
Οι φωτοδεσμίδες των αντιεροπορικών προβολέων χόρευαν στον ουρανό. Οι άνδρες
παρατάχτηκαν σε πολλές σειρές, η μια πίσω από την άλλη. Στεκόντουσαν εκεί,
στην αρχή αβέβαιοι, ως προς το τι θα επακολουθούσε. Μετά το κατάλαβαν.
Άρχισαν να καλούνται ονομαστικά, πάντοτε ανά οκτώ και μεταφέρονταν για
εκτέλεση… Οι δήμιοι διακόψανε κάποια στιγμή την εργασία τους, επειδή κάπου
κοντά πέφτανε βόμβες, σφυρίζοντας
δαιμονισμένα μέχρι να εκραγούν. Οι άνδρες από τις υπόλοιπες πέντε
παραταγμένες οκτάδες έπρεπε να ξανακλειδωθούν στα κελιά στις. Μετά
από λίγη ώρα το φονικό συνεχίστηκε. Όλους αυτούς τους άνδρες τους
κρεμάσανε…. Οι εκτελέσεις ελάμβαναν χώρα υπό το φως κεριών, μιας και το
ηλεκτρικό είχε διακοπεί. Μόλις την επόμενη μέρα το πρωί, κατά τις οκτώ,
σταμάτησαν οι δήμιοι το έργο τους, για να μπορέσουν να το συνεχίσουν το
βράδυ με φρέσκες δυνάμεις. Μόνον σε εκείνες τις
τρεις μέρες του Σεπτέμβρη του 1943 απαγχονίστηκαν 360 άνθρωποι:
δάσκαλοι, δημόσιοι υπάλληλοι, εργάτες, έμποροι, αξιωματικοί, καλλιτέχνες.″
Η είσοδος του Μνημείου
Μια
από τις πιο φρικιαστικές νύχτες αφηγείται ο ευαγγελικός παπάς
Harald
Poelchau
στο παραπάνω απόσπασμα, από εκείνες που έζησε κατά την διάρκεια της θητείας
του, στα χρόνια της ναζιστικής θηριωδίας, στις φυλακές
Plötzensee,
συμπαραστεκόμενος και συνοδεύοντας πνευματικά πολλές εκατοντάδες αθώων
θυμάτων στα τελευταία τους βήματα, στις τελευταίες ώρες της ζωής τους.
Θυμάτων μιας αμείλικτης, απάνθρωπης μηχανής, τα γρανάζια της οποίας
συνθλίβανε ο,τιδήποτε αντιστεκότανε, αμφισβητούσε ανοιχτά ή τολμούσε να
αποκλίνει από την «τάξη» του καθεστώτος.
Μια επίσκεψη
Στο βόρειο άκρο της
περιφερειακής εθνικής οδού 100 του Βερολίνου,
προς το δημοτικό διαμέρισμα του
Wedding,
πάνω στη διασταύρωση που από τη μια μεριά της οδηγεί στη μεγάλη κεντρική
αγορά της πόλης, μια μικρή λευκή πινακίδα δείχνει με μαύρα γράμματα προς την
αντίθετη κατεύθυνση:
Gedenkstätte
Plötzensee.
Το όνομα αυτό είναι για το ευρύ κοινό συνυφασμένο, μέσω των ετήσιων
επετείων, κυρίως με το λεγόμενο κίνημα της 20ης Ιουλίου,
δηλαδή την αποτυχημένη προσπάθεια ανατροπής
του Χίτλερ με τη τοποθέτηση βόμβας στο αρχηγείο του στη
Wolfsschanze,
αφού εδώ εκτελέστηκαν οι περισσότεροι από τους πρωτεργάτες του κινήματος
αυτού. Και όμως το όνομα
Plötzensee
κουβαλάει
μαζί του ένα πολύ μεγαλύτερο βάρος, που προέρχεται από την τραγική ιστορία
και μοίρα ανθρώπων, διαφορετικής κοινωνικής προέλευσης, διαφορετικής
ιδεολογίας και κινήτρων των πράξεών τους, από τη Γερμανία αλλά και από όλες
σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης.
Ο τοίχος και το πιθάρι με το χώμα
των στρατόπεδων συγκέντρωσης
Σε 500 περίπου μέτρα
μετά τη διασταύρωση, στη νότια πλευρά ενός λιθοστρωμένου, σχεδόν ερημικού
δρόμου, στη νότια πλευρά του οποίου δεσπόζει ο πανύψηλος μονοκόμματος
εξωτερικός τοίχος των σημερινών φυλακών, ξεχωρίζει η σιδερένια είσοδος του
μνημείου, στηριγμένη σε δύο χτισμένους πέτρινους στύλους. Ένας πλατύς δρόμος
οδηγεί σε μια αυλή. Στο μέσον της ορθώνεται ένας γκριζωπός ψηλός τοίχος με
την επιγραφή: Den
Opfern
der
Hitlerdiktatur
der
Jahre
1933-1945
(Στα θύματα της χιτλερικής δικτατορίας στα χρόνια 1933-1945). Μπροστά
από τον τοίχο, στη δεξιά μεριά, σε ένα μεγάλο πιθάρι έχουν μαζέψει χώμα από
τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Λίγο πιο πίσω βρίσκεται το κτίριο μιας
αποθήκης, κτισμένης με κοκκινωπά τούβλα και χωρισμένης σε δύο μέρη. Ο ένας
χώρος είναι γυμνός, μόνον ένα σιδερένιο δοκάρι με πέντε γάντζους περνάει από
τον έναν τοίχο στον απέναντι.
Στον διπλανό χώρο εκτίθεται πλούσιο ενημερωτικό υλικό όπου μπορεί κανείς να
αποκτήσει μια εμπεριστατωμένη πληροφόρηση για την ιστορία του συγκεκριμένου
τόπου και να μεταφερθεί νοερά, μέσα από την παρουσίαση της τραγικής
κατάληξης επώνυμων βιογραφιών, στις συνθήκες μιας άλλης εποχής, καταπίεσης,
βίας και τρόμου.
Η ιστορία των φυλακών
Το κτίριο Haus III των φυλακών, στο οποίο
κρατούνταν οι μελλοθάνατοι. Αριστερά στην άκρη, το κτίριο των εκτελέσεων
Οι φυλακές
δημιουργήθηκαν μεταξύ 1868 και 1879 σε μια έκταση 25 εκταρίων στα
πρόθυρα του τότε Βερολίνου, με σκοπό να καλύψει ανάγκες 1.200 περίπου
κρατουμένων. Το όλο συγκρότημα
αποτελούνταν εκτός από τα κτίρια των κρατητηρίων,
από διοικητικά κτίρια, ένα νοσοκομείο και μια εκκλησία για τις
ανάγκες των φυλακών, διάφορα εργαστήρια και κατοικίες για τους υπαλλήλους.
Με την άνοδο των
Εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία, το 1933, χειροτερεύουν σημαντικά οι συνθήκες
κράτησης. Η έννοια της κράτησης χαρακτηρίζεται πλέον από τη φιλοσοφία των
αντιποίνων, του εκφοβισμού και της «εξάλειψης» ανθρώπων «κατώτερης αξίας».
Στις φυλακές Plötzensee
φυλακίζονται ολοένα και περισσότεροι κρατούμενοι για πολιτικές
υποθέσεις, που εκδικάζουν τα νέα θεσπισμένα Ειδικά Δικαστήρια (Sondergerichte)
και το περιβόητο «Λαϊκό Δικαστήριο» (Volksgerichtshof).
Μετά το 1939 διαμορφώνονται κυρίως τέσσερις κατηγορίες κρατουμένων στις
φυλακές: ξένοι που έχουν μεταφερθεί στη Γερμανία για καταναγκαστική εργασία
(Zwangsarbeiter),
γερμανοί με χαμηλές κυρίως ποινές, προφυλακισμένοι πολιτικοί κρατούμενοι και
θανατοποινίτες. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών χρόνων του πολέμου οι
συνθήκες κράτησης γίνονται ανυπόφορες,
λόγω υπερπλήρωσης, έλλειψης τροφής και
φαρμακευτικής περίθαλψης.
Στις 25 Απριλίου 1945
το συγκρότημα των φυλακών πέφτει στα χέρια του Κόκκινου Στρατού, ενώ οι
περισσότεροι κρατούμενοι έχουν πριν από λίγο αποφυλακιστεί. Το 1945
αποφασίστηκε από στις Συμμάχους η χρησιμοποίηση των φυλακών ως
αναμορφωτήριο. Το κτίριο των μελλοθανάτων (Haus
III),
που ήταν ήδη κατεστραμμένο από βομβαρδισμούς, γκρεμίστηκε και
κατασκευάστηκαν νέα σύγχρονα κτίρια. Το 1951 η πολιτεία αποφάσισε τη
δημιουργία ενός μνημείου στο
Plötzensee,
το οποίο εγκαινιάστηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1952.
Διάδρομοι των κελιών στο εσωτερικό του
Haus III (πριν το 1945)
Εκτελέσεις στις φυλακές
Plötzensee
1933-1945
Εκτελέσεις στις φυλακές
Berlin-Plötzensee
μεταξύ 1933 – 1945
|
1933
|
4
|
1934
|
13
|
1935
|
21
|
1936
|
7
|
1937
|
38
|
1938
|
55
|
1939
|
95
|
1940
|
190
|
1941
|
87
|
1942
|
535
|
1943
|
1180
|
1944
|
534
|
1945
|
132
|
Σύνολο:
|
2.891
|
|
Πηγή:
GDW
|
Εθνική προέλευση των εκτελεσθέντων στις
φυλακές
Berlin-Plötzensee
μεταξύ 1933 - 1945
|
Γερμανία
|
1437
|
Τσεχοσλοβακία
|
677
|
Πολωνία
|
253
|
Γαλλία
|
245
|
Αυστρία
|
89
|
Βέλγιο
|
68
|
Ολλανδία
|
35
|
Σοβιετική Ένωση
|
24
|
Γιουγκοσλαβία
|
14
|
Ισπανία
|
9
|
Ιταλία
|
6
|
Λιθουανία
|
6
|
Ελβετία
|
4
|
Ελλάς
|
4
|
Ρουμανία
|
4
|
Ουγγαρία
|
3
|
Βουλγαρία
|
2
|
Νορβηγία
|
1
|
Αφγανιστάν
|
1
|
Αίγυπτος
|
1
|
Λουξεμβούργο
|
1
|
Άγνωστης προέλευσης
|
7
|
Σύνολο
|
2.891
|
Πηγή:
GDW
|
|
Μεταξύ 1890 και 1932 εκτελέστηκαν στις φυλακές
Plötzensee
συνολικά 36 καταδικασθέντες εις θάνατον. Οι εκτελέσεις γίνονταν σε κάποιο
σημείο της αυλής από εξειδικευμένο δήμιο, με αποκεφαλισμό του κατάδικου.
Μέσα στα 12 χρόνια της ναζιστικής τυραννίας, δηλαδή μεταξύ 1933 και 1945,
στις εν λόγω φυλακές, έπεσαν θύματα της ψευδεπίγραφης χιτλερικής
«δικαιοσύνης» 2.891 άνθρωποι. Από το 1933 έως το 1936 γίνονται με τον γνωστό
«παραδοσιακό» τρόπο 45 εκτελέσεις. Από τις 14 Οκτωβρίου 1936, με απόφαση του
Χίτλερ, η θανατική ποινή
εκτελείται στο εξής με την γκιλοτίνα, η οποία στήθηκε μετά από λίγες μέρες
σε μια αποθήκη των φυλακών
Plötzensee.
Ο θάνατος πλέον αυτοματοποιείται.
Όλοι οι
καταδικασθέντες εις θάνατον κρατούμενοι στεγάζονται στο μεγάλο κτίριο
Haus
III,
που βρίσκεται ακριβώς δίπλα από το κτίριο εκτελέσεων. Τις τελευταίες ώρες
τους τις περνούν δεμένοι σε ειδικά κελιά στο ισόγειο του κτιρίου, που
αποκαλείται γι αυτό χαρακτηριστικά από τους κρατούμενους Το σπίτι των
νεκρών (Totenhaus).
Στις τελευταίες αυτές ώρες έχουν το δικαίωμα να γράψουν το αποχαιρετιστήριο
γράμμα στους οικείους τους και να εκφράσουν την τελευταία τους επιθυμία.
Τους κρατούν συντροφιά έως την
ώρα στις εκτέλεσης, ένας ιερέας των φυλακών και δυο δεσμοφύλακες. Τα
τελευταία τους βήματα οδηγούν μέσα από μια μικρή αυλή, στο κτίριο των
εκτελέσεων με τη γκιλοτίνα. Στο τέλος του 1942 τοποθετείται στο χώρο
εκτελέσεων μια σιδηροδοκός, στην οποία είναι στερεωμένοι οκτώ γάντζοι.
Σ’ αυτούς τους γάντζους γίνονται στη συνέχεια εκατοντάδες
απαγχονισμοί, στην αρχή στα μέλη της αντιστασιακής οργάνωσης
Rote
Kapelle
και
αργότερα στους συμμετέχοντες στο κίνημα της 20ης Ιουλίου 1944.
Από το Σεπτέμβριο του 1943, μετά τη καταστροφή της γκιλοτίνας σε έναν
αεροπορικό βομβαρδισμό, οι εκτελέσεις γίνονται πλέον μόνον με απαγχονισμό.
Σχεδόν ο μισός
αριθμός των θυμάτων είναι Γερμανοί, εκ των οποίων οι περισσότεροι είναι
κομμουνιστές, σοσιαλιστές, σοσιαλδημοκράτες και διάφοροι άλλοι
αντιστασιακοί. Ειδικά μετά την έναρξη του πολέμου πάρα πολλοί άνθρωποι
καταδικάζονται εις θάνατον, ακόμη και για μικρά παραπτώματα. Ακόμη πιο
σκληρή είναι συγκριτικά η αντιμετώπιση των ξένων υπηκόων, που βρίσκονται την
εποχή αυτή στο Βερολίνο για καταναγκαστική ή άλλου είδους εργασία.
Αντίσταση και καταδίκες
Το κτίριο των εκτελέσεων δίπλα από το
βομβαρδισμένο κτίριο των μελλοθανάτων Haus III,
στο βάθος η εκκλησία των φυλακών (μετά το 1945)
Τα θύματα των
εκτελέσεων στο Plötzensee
προέρχονταν από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, από ομάδες διαφορετικών
πολιτικών και ιδεολογικών πεποιθήσεων. Δεν ήταν όλοι τους
συνειδητοποιημένοι αντιστασιακοί ενάντια στη χιτλερική δικτατορία, μολονότι
οι δικαστές τους καταδίκασαν εις θάνατον ως εχθρούς του κράτους (Staatsfeinde).
Σε μερικούς, σημαντικότερο από τις πολιτικές απόψεις του καθενός ήταν
προσωπικές σχέσεις ή και μοιραία περιστατικά στη ζωή τους, το στοιχείο
εκείνο που καθόριζε την αντιστασιακή στάση τους απέναντι στο ναζισμό. Σε
πολλούς άλλους αποφασιστικό ρόλο έπαιζαν οι ιδεολογικές ή οι θρησκευτικές
τους πεποιθήσεις.
Οι διώξεις των Ναζί
προς τους γερμανούς αριστερούς είχαν ξεκινήσει νωρίς. Δεκάδες χιλιάδες
Κομμουνιστές συνελήφθησαν μετά
την πυρκαγιά του Reichstag
στις 27/28
Φεβρουαρίου 1933 από τους
SA και την
αστυνομία, και οδηγήθηκαν προσωρινά σε ήδη για αυτό το σκοπό δημιουργημένα
στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου βασανίστηκαν φρικτά. Ήδη από την εποχή της
Δημοκρατίας της Βαϊμάρης οι Εθνικοσοσιαλιστές προπαγάνδιζαν ανοιχτά το
απεριόριστο μίσος τους προς κάθε αντιφρονούντα. Από τις 30 Ιανουαρίου 1933
δεν υπήρχε πλέον καμία νομική προστασία για Κομμουνιστές, Σοσιαλ-δημοκράτες,
Σοσιαλιστές, Εβραίους και άλλους, που το ναζιστικό κόμμα είχε αυθαίρετα
ανακηρύξει ως εχθρούς του. Η
δικαστική εξουσία, αμέσως μετά την αναρρίχηση των Ναζί στην εξουσία,
συμμετείχε και αυτή από τη μεριά της στις διώξεις των πολιτικών αντιπάλων
του καθεστώτος, με απάνθρωπα αυστηρές δικαστικές αποφάσεις.
Η γκιλοτίνα
Οι Κομμουνιστές
συγκαταλέγονται στα πρώτα θύματα εκτελέσεων πολιτικού χαρακτήρα στο
Plötzensee.
Στις 14 Ιουνίου 1934 σε μια αυλή των φυλακών εκτελέστηκε δια αποκεφαλισμού ο
εικοσιεξάχρονος Richard
Hüttig,
μέλος της κομμουνιστικής οργάνωσης
Rotfrontkämpferbund,
λόγω συμμετοχής σε μια συμπλοκή με άνδρες των
SA
και SS,
κατά την οποία σκοτώθηκε ένας αξιωματικός των SS. Στις 4 Νοεμβρίου 1937
εκτελέστηκαν οι Adolf
Rembte
και Robert
Stamm,
μέλη του KPD
στο Βερολίνο και οι οποίοι διατηρούσαν σχέσεις με κομμουνιστές εξόριστους
στη Μόσχα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κατηγορήθηκαν για «προετοιμασία
εσχάτης προδοσίας», αιτία που αρκούσε για την θανατική τους ποινή. Μια
άλλη περίπτωση, που προκάλεσε εκείνη την εποχή έντονη αγανάκτηση στα
εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό, ήταν η εκτέλεση της εικοσιοκτάχρονης
Lieselotte
Hermann,
μητέρας ενός τετράχρονου παιδιού και μέλος του
KPD.
Συνελήφθη από την Γκεστάπο τον Δεκέμβριο του 1935 και μετά από ενάμιση χρόνο
φυλακών και ανακρίσεων καταδικάστηκε στις 12 Ιουνίου 1937 από τον
Volksgerichtshof
εις θάνατον. Μαζί της συγκαταδικάστηκαν οι
Stefan
Lovasz,
Josef
Steidle
και Arthur
Göritz,
όλοι τους μέλη του KPD.
Μετά τις καταδίκες ξεκίνησε πανευρωπαϊκά μια εκστρατεία αλληλεγγύης για την
απονομή χάριτος και σωτηρία της
Lieselotte
Hermann.
Όλες οι προσπάθειες απέβησαν άκαρπες, αφού στις 20 Ιουνίου 1938 όλοι τους
έχασαν τη ζωή τους κάτω από τη γκιλοτίνα των φυλακών
Plötzensee.
Ο χώρος εκτελέσεων σήμερα
Στο διάστημα μεταξύ
Δεκέμβρη 1942 και Αυγούστου 1943 εκτελούνται στο
Plötzensee
τα περισσότερα μέλη μιας πλατιά δικτυωμένης αντιστασιακής οργάνωσης, γνωστής
με την ονομασία των ηγετικών προσωπικοτήτων της
Harnack/Schulze-Boysen
ή «Rote
Kapelle»,
όπως επονομάστηκε αρχικά από τη Γκεστάπο.
Η οργάνωση αριθμούσε περί τα 100 άτομα και δημιουργήθηκε στα μέσα της
δεκαετίας του 30 από πρόσωπα που περιστοίχιζαν τον
Arvid
Harnack
(ανώτερο στέλεχος του υπουργείου οικονομικών) με την αμερικανίδα σύζυγό του
Mildred,
καθώς και τον
Harro
Schulze-Boysen
(υπολοχαγό στο τότε υπουργείο αεροπορίας) με τη σύζυγό του
Libertas.
Στις παράνομες προκηρύξεις της
η οργάνωση πληροφορούσε για τα εγκλήματα των στρατευμάτων της
Wehrmacht
στο μέτωπο και στις κατεχόμενες περιοχές, απέναντι στους απλούς πολίτες ή
στους αιχμαλώτους πολέμου και καλούσε τον γερμανικό λαό σε κριτική στάση
και καρτερικότητα σε έναν χαμένο πόλεμο. Στα μέσα αντίστασης
συμπεριλαμβάνονταν και η παροχή πληροφοριών στη Σοβιετική Ένωση με τη
συνεργασία προσώπων που είχαν τις ανάλογες διασυνδέσεις. Η αποκωδικοποίηση
από τις γερμανικές αρχές ενός σήματος από τη Μόσχα, οδήγησε το καλοκαίρι του
1942 στη σύλληψη των μελών και στην εξάρθρωση της οργάνωσης.
Στις 19 Δεκεμβρίου 1942 τα ηγετικά στελέχη της οργάνωσης
Harnack,
Schulze-Bοysen,
Coppi
και Schuhmacher
καταδικάζονται από το Ανώτατο Στρατοδικείο του Ράιχ εις θάνατον και
εκτελούνται τρεις μέρες μετά στο
Plötzensee.
Για τις γυναίκες Mildred
Harnack
και Erika
Gräfin
von
Brockdorff
που δέχτηκαν από το δικαστήριο σχετικά ηπιότερες ποινές, διέταξε προσωπικά ο
Χίτλερ την επανάληψη της δίκης τους, για να καταδικαστούν και αυτές τελικά
εις θάνατον. Στις 16 Φεβρουαρίου αποκεφαλίστηκε η
Mildred
Harnack
και στις 13 Μαίου 1943, η
Erika
Gräfin
von
Brockdorff,
στη γκιλοτίνα του Plötzensee.
Την ίδια χρονιά εκτελούνται με το ίδιο τρόπο και πολλές άλλες γυναίκες της
οργάνωσης, όπως η Hilde
Coppi
και η Liane
Berkowitz,
οι οποίες είχαν μάλιστα γεννήσει παιδιά κατά τη διάρκεια της φυλάκισής τους.
Τα παιδιά τους δόθηκαν για υιοθεσία αμέσως μετά τη γέννησή τους, ενώ οι
σοροί των γυναικών παραδόθηκαν στο Ινστιτούτο Ανατομίας του Πανεπιστημίου
του Βερολίνου για «γυναικολογικές έρευνες».
Το κτίριο των εκτελέσεων
Στις αντιστασιακές
ομάδες, τα μέλη των οποίων εκτελέστηκαν εδώ, συγκαταλέγονται επίσης η
Gruppe
Baum,
μια εικοσαμελής κλειστή κομμουνιστική ομάδα εβραϊκής καταγωγής, γύρω
από το ζεύγος Herbert
και Marianne
Baum,
όπως και η Rütli-Gruppe,
μια ομάδα νεολαίων με πρωτεργάτες τους
Hanno
Günther,
Elisabeth
Pungs,
Wolfgang
Pander
και Bernhard
Sikorski.
Μια άλλη ιδιαίτερα
γνωστή ομάδα θυμάτων αποτελούν τα μέλη της επιχείρησης ανατροπής του
ναζιστικού καθεστώτος, της 20ης Ιουλίου 1944. Η κίνηση
αυτή δεν αποσκοπούσε μόνον στην εξόντωση του Χίτλερ αλλά εν μέρει σχεδίαζε
παράλληλα και την κοινωνικοπολιτική οργάνωση της χώρας στη μεταχιτλερική
εποχή, με το τέλος του πολέμου και τη εξάλειψη της ναζιστικής δικτατορίας.
Τα πρόσωπα και οι διάφορες πολιτικές ή στρατιωτικές ομάδες που συμμετείχαν
στη κίνηση αυτή, αντιπροσώπευαν πολύπλευρες πολιτικές και ιδεολογικές
παραδόσεις της Γερμανίας. Συμμετείχαν δηλαδή από τη μια μεριά συντηρητικοί
κύκλοι, γύρω από τους Carl
Friedrich
Goerdeler,
Ulrich
von
Hassel
και Johannes
Popitz,
όπως και τα μέλη του λεγόμενου
Kreisauer
Kreis,
που ήσαν ανοικτοί σε κοινωνικά ζητήματα και διατηρούσαν επαφές στο χώρο των
συνδικάτων και της
σοσιαλδημοκρατίας. Στο στρατιωτικό σκέλος της επιχείρησης, γύρω από τους
Ludwig
Beck,
Henning
von
Tresckow
και Claus
Schenk
Graf
von
Stauffenberg
συμμετείχαν αξιωματικοί από
όλες τις μεριές της χώρας, με πολύπλευρα κίνητρα. Ο συντονισμός των διαφόρων
ομάδων κάτω από τις συνθήκες τρομοκρατίας της εποχής, υπήρξε ιδιαίτερα
δύσκολος και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που η απόπειρα δολοφονίας του
Χίτλερ έγινε σχετικά τόσο αργά. Εάν όμως είχε πετύχει, ακόμη και σε εκείνο
σημείο του πολέμου, θα είχαν σωθεί χιλιάδες ζωές ενώ η μετέπειτα εξέλιξη της
ιστορίας της Γερμανίας και της Ευρώπης θα ήταν εντελώς διαφορετική.
Ο
Stauffenberg
συνελήφθη την ίδια μέρα της επιστροφής του στο Βερολίνο και εκτελέστηκε με
τουφεκισμό μαζί με άλλους τρεις αξιωματικούς στην εσωτερική αυλή του τότε
γενικού επιτελείου της Βέρμαχτ. Λίγες μέρες αργότερα, στις 7 και 8 Αυγούστου
1944 αρχίζουν οι πρώτες δίκες στο
Volksgerichtshof,
υπό την προεδρία του περιβόητου ναζιστή δικαστή
Roland
Freisler,
ενάντια στους επικεφαλής αξιωματικούς του κινήματος
Erwin
von
Witzleben,
Peter
Graf
Yorck
von
Wartenburg,
Erich
Hoepner,
Paul
von
Hase,
Helmut
Stieff,
Karl
Friedrich
Klausing,
Robert
Bernardis
και Albrecht
von
Hagen,
που καταλήγουν στη θανατική καταδίκη των κατηγορουμένων. Την ίδια μέρα της
απόφασης έγιναν και οι εκτελέσεις στις φυλακές
Plötzensee.
Ακολούθησαν άλλες 50 περίπου δίκες με πάνω από 110
θανατικές ποινές, ακόμη και για άτομα που ήταν μόνον έμμεσα
συνδεδεμένα με την κίνηση αυτή. Συνολικά, στο διάστημα μεταξύ 8 Αυγούστου
1944 και 15 Απριλίου 1945, εκτελέστηκαν στο
Plötzensee
89 άτομα που σχετίζονται με το
κίνημα της 20ης Ιουλίου 1944.
Ένα μεγάλο ποσοστό
των θυμάτων στο Plötzensee
αποτελούν οι αντιστασιακοί
ξένων εθνικοτήτων. Πολλά μέλη αντιστασιακών οργανώσεων που είχαν συλληφθεί
στις κατεχόμενες από τους ναζί χώρες, μεταφέρονταν με μυστικές επιχειρήσεις
(Nacht-und-Nebel-Aktionen)
στα εδάφη του Ράιχ και όσοι δεν δολοφονούνταν καθοδόν, καταδικάζονταν με
συνοπτικές δικαστικές διαδικασίες και εκτελούνταν. Σ' αυτή τη κατηγορία
θυμάτων ανήκουν μεταξύ άλλων, πολλοί Πολωνοί και Τσέχοι αντιστασιακοί, με
καταδίκες συνήθως για κατοχή εκρηκτικών, για σαμποτάζ ή εσχάτη προδοσία.
Ακόμη και απλοί άνθρωποι που υποστήριζαν ή φιλοξενούσαν αντιστασιακούς,
καθώς και κρατούμενοι που προσπαθούσαν να αποδράσουν, είχαν την ίδια
τύχη. Μόνο στο διάστημα μεταξύ Απρίλη 1942 και Σεπτέμβρη 1943 δολοφονήθηκαν
στο Plötzensee
περίπου 80 Τσέχοι αξιωματικοί, 80 μέλη κομμουνιστικών και 140 μέλη άλλων
αντιστασιακών οργανώσεων, που αγωνίζονταν για μια ελεύθερη Τσεχοσλοβακία.
Αμέτρητες οι ιστορίες
που θα μπορούσε να αφηγηθεί κανείς και για άλλα επώνυμα ή ανώνυμα θύματα των
φυλακών και θα μπορούσαν να γεμίσουν εκατοντάδες σελίδες. Μέσα σ' αυτές και
η μέχρι τώρα εντελώς άγνωστη ιστορία τεσσάρων Ελλήνων.
Οι τέσσερις Έλληνες
Στη λίστα των
εκτελεσμένων στις φυλακές
Plötzensee
αναφέρονται και τα ονόματα τεσσάρων Ελλήνων. Πρόκειται για τους Γεώργιο
Φραγκόπουλο, (15.9.1920 – 29.12.1944) από την Αθήνα, Παναγιώτη
Ζαχαριάδη (23.7.1911 – 23.2.1945) από την Κωνσταντινούπολη, Χαράλαμπο
Βουρβούλια (10.2.1914 – 23.2.1945) από την Αθήνα και Αγησίλαο Τερζή
(4.2.1920 – 13.4.1945) από τα Γιάννινα.
Για τους τρεις
πρώτους, η αιτία της καταδίκης είναι καταγραμμένη στους δικαστικούς φακέλους
των, που σώζονται ακόμη, και από τους οποίους μπορεί κανείς να αντλήσει
αρκετές πληροφορίες για τις περιπτώσεις τους. Για τον τέταρτο, τον
Αγησίλαο Τερζή, δεν είναι γνωστό μέχρι στιγμής κάποιο γραπτό ντοκουμέντο
ή άλλη πληροφορία. Το τραγικό είναι, ότι ο άτυχος Γιαννιώτης εκτελέστηκε
μόλις πέντε ημέρες πριν την τελευταία εκτέλεση στο
Plötzensee,
στην οποία παρόλα αυτά έχασαν τη ζωή τους 28 άτομα.
Ο Γεώργιος
Φραγκόπουλος, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει δηλώσει στις ανακριτικές
και δικαστικές αρχές, είναι το τέταρτο παιδί του Παντελή και της Πάτρας,
φοιτητής αρχιτεκτονικής μέχρι την έναρξη της γερμανικής κατοχής στην Αθήνα
και αργότερα σχεδιαστής σε ένα τεχνικό γραφείο. Το καλοκαίρι του 1944
εγκαταλείπει την Αθήνα για τη Βιέννη προς αναζήτηση εργασίας ή κάποιας
καλύτερης τύχης. Εκεί συλλαμβάνεται από την αστυνομία και φυλακίζεται σε ένα
στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας (SS-Arbeitslager)
για μερικές εβδομάδες. Μετά την αποφυλάκισή του αρχίζει με δύο άλλους
Έλληνες κλοπές σε σιδηροδρομικούς σταθμούς της Βιέννης. Ομολογεί δύο κλοπές
(πακέτα και βαλίτσες) από τις οποίες η παρέα αποκόμισε στη μαύρη αγορά
αρκετά χρήματα. Τον Οκτώβριο του 1944 οι τρεις τους έρχονται στο Βερολίνο,
διαμένουν σε ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης και συνεχίζουν τις κλοπές. Η
νύχτα της 14ης προς την 15η Οκτωβρίου αποβαίνει
μοιραία. Στο σταθμό
Schlesischer
Bahnhof
(σήμερα Ostbahnhof)
συλλαμβάνεται επ' αυτοφώρω, τη στιγμή που κλέβουν δύο βαλίτσες, ενώ οι δυο
συνεργάτες του καταφέρνουν να διαφύγουν. Στις ανακρίσεις ομολογεί μια σειρά
κλοπών που έχει διαπράξει και τις υπόλοιπες δραστηριότητες του στο έδαφος
του τότε Ράιχ. Στις 11 Δεκεμβρίου 1944 καταδικάζεται από το Ειδικό
Δικαστήριο του Βερολίνου ως «λαϊκό παράσιτο» εις θάνατον, (στη δικαστική
απόφαση διατυπώνεται χαρακτηριστικά „wegen
Bandendiebstahls
als
Volksschädling“).
Το αποχαιρετιστήριο γράμμα του
Γ. Φραγκόπουλου
Εγκλείεται αρχικά
στις φυλακές του Tegel,
όπου μετά από δυο μέρες υποβάλλει αίτηση απονομής χάριτος και μετατροπής της
θανατικής καταδίκης (πολύ πιθανό με τη βοήθεια κάποιου γερμανού ιερέα των
φυλακών, που τη συντάσσει), η οποία, όπως όλες σχεδόν εκείνη την εποχή,
απορρίπτεται. Στις 28 Δεκεμβρίου ο Γεώργιος Φραγκόπουλος
μεταφέρεται προς εκτέλεση της θανατικής ποινής στις φυλακές
Plötzensee.
Εκεί γράφει και την τελευταία, αποχαιρετιστήρια επιστολή προς τους γονείς
του, μια επιστολή που δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό της αλλά έμενε
κλεισμένη 62 περίπου χρόνια, μαζί με τα άλλα χαρτιά του δικαστικού φακέλου
του, στα ράφια του κρατικού αρχείου του Βερολίνου:
„ Πολυαγαπημένοι μου
γονείς σας χαιρετώ δια τελευταίαν φοράν εγώ ο Γεώργιος…“
Την 29η
Δεκεμβρίου 1944, τρεις μέρες πριν τον ερχομό του νέου χρόνου, ο Γεώργιος
Φραγκόπουλος άφησε την τελευταία του πνοή, κάτω από την φρικτή αγχόνη, μέσα
στο κτίριο εκτελέσεων των φυλακών
Plötzensee.
Η περίπτωση των
Ζαχαριάδη και Βουρβούλια είναι λίγο πιο περίπλοκη. Στον φάκελο της
καταδικαστικής απόφασης του Ειδικού Δικαστηρίου του Βερολίνου αναγράφεται ως
αιτία, η από κοινού κλοπή 11 σάκων των γερμανικών Ταχυδρομείων. Για τα δυο
πρόσωπα αναφέρεται ακόμη, ότι ο Χαράλαμπος Βουρβούλιας βρισκόταν από
τον Αύγουστο του 1944 για εθελοντική εργασία στη Γερμανία και απασχολούνταν
συγκεκριμένα στα Ταχυδρομεία (Reichspost)
ως οδηγός, με μηνιαίο μισθό περίπου 150 μάρκα. Ο τριαντάχρονος Βουρβούλιας
είναι παντρεμένος και πατέρας ενός 5χρονου παιδιού. Το ποινικό του μητρώο
είναι λευκό. Ο Παναγιώτης Ζαχαριάδης βρίσκεται ήδη δυόμισι χρόνια στη
Γερμανία για εθελοντική εργασία, και εργάζεται ως σιδηρουργός στο
μηχανουργείο της Reichspost
στην Oranienburgerstraße
και αμείβεται με 200 μάρκα μηνιαίως. Είναι επίσης παντρεμένος και έχει στην
Ελλάδα δυο παιδιά ηλικίας 4 και 6 χρόνων. Έχει ήδη καταδικαστεί τον Ιούλιο
του 1943 λόγω κλοπής σε τρεις άλλες περιπτώσεις, σε 3 μήνες φυλάκιση. Οι δυο
τους γνωρίζονται και κάνουν παρέα αρκετό καιρό.
Τα μεσάνυχτα της 14ης
Οκτωβρίου 1944 ο Βουρβούλιας μεταφέρει με το φορτηγό του στο σπίτι
μιας γερμανίδας φίλης και συμβίας του Ζαχαριάδη, 11 ταχυδρομικούς σάκους που
παρέλαβε (έκλεψε;) προηγουμένως από τον σταθμό
Stettiner
Bahnhof.
Γύρω στις 2 η ώρα τη νύχτα, μετά από ειδοποίηση της Αστυνομίας, ο Ζαχαριάδης
συλλαμβάνεται επ' αυτοφώρω στο διαμέρισμα, με ανοιγμένο και απλωμένο το
περιεχόμενο των σάκων (χρήματα, πακέτα τσιγάρων, τρόφιμα, χαρτιά). Ο
Βουρβούλιας συνελήφθη την επόμενη ημέρα το μεσημέρι, όταν ξαναεπισκέφτηκε το
σπίτι του φίλου του. Στην ανάκριση δήλωσε, μετά από σύντομη συνεννόηση με
τον Ζαχαριάδη, ότι βρήκε τους σάκους πεταμένους και τους παρέδωσε σ' αυτόν.
Οι δυο φίλοι καταδικάζονται την 1η Φλεβάρη 1945 εις θάνατον από
το Ειδικό Δικαστήριο του Βερολίνου ως «λαϊκά παράσιτα» (Volksschädlinge
wegen
gemeinschaftlichen
Diebstahls)
και φυλακίζονται στο Plötzensee.
Στις 10 Φλεβάρη ο Βουρβούλιας υποβάλλει χειρόγραφη αίτηση χάριτος, στην
οποία με τα φτωχά γερμανικά του, προσπαθεί απεγνωσμένα να αποδείξει την
αθωότητά του, υποστηρίζοντας ότι η αρχική ομολογία του ήταν ψευδής και
αποσκοπούσε μόνον στην ελάφρυνση της θέσης του Ζαχαριάδη, μη γνωρίζοντας τις
συνέπειες. Δυο μέρες αργότερα ακολουθεί η αντίστοιχη αίτηση χάριτος του
Ζαχαριάδη. Το δισέλιδο χειρόγραφο, γραμμένο εκτός από τις 4 πρώτες σειρές
στα Ελληνικά, έχει πιο πολύ τον
χαρακτήρα τελευταίας εξομολόγησης του συγγραφέα της, για τη τέλεση μιας
ολέθριας πράξης αδικίας από τη μεριά του: „Ich
bin
dibstal.
Ich
ganz
allein
gestolen
di
Sake
das
nacht
14-15/10/44..“
Και λίγο πιο κάτω: „Τώρα
στις τελευταίαις μου στιγμαίς θέλω να πω την αλήθεια. Δεν θέλω να πάρω και
άλλον στον λαιμόν μου….“ Και αφού αφηγείται με λεπτομέρεια, πώς κατάφερε
αριστοτεχνικά να αποσπάσει τους σάκους από το φορτηγό του φίλου του, χωρίς
εκείνος να το αντιληφθεί, καταλήγει: “Ο Βουρβούλιας είναι αθώος, δεν
πρέπει να τιμωρηθή δια το δικό μου σφάλμα. Τον ευχαριστώ δια την
γενναιοψυχίαν του αλλά όχι να πληρώση και με την ζωήν του το σφάλμα μου….“
Οι αιτήσεις χάριτος
απορρίφτηκαν, πολύ πιθανόν να μην διαβάστηκαν καν από κάποιον, και οι δυο
Έλληνες απαγχονίζονται στις 23 Φεβρουαρίου 1945, σε δυο από τους οκτώ
γάντζους της περιβόητης σιδηροδοκού. Οι σoροί
τους θα πρέπει να μεταφέρθηκαν, όπως όλων ανεξαιρέτως των θυμάτων του
Plötzensee,
στο Ινστιτούτο Ανατομίας του Πανεπιστημίου του Βερολίνου για «επιστημονική
και διδακτική χρήση». Αργότερα, μετά την αποτέφρωση, η στάχτη τους θα πρέπει
να βρίσκεται θαμμένη σε κάποιο ανώνυμο κοινοτάφιο, κάποιου νεκροταφείου του
Βερολίνου.
Οι τρεις
προαναφερόμενοι Έλληνες παρά την ασημαντότητα των πράξεών τους, που δεν ήταν
σπάνιο φαινόμενο εκείνη την εποχή στον απλό πληθυσμό, αποτελούν
μια ιδιαίτερη κατηγορία θυμάτων του Ναζισμού. Θυμάτων από τη μια
πλευρά, μιας απάνθρωπα αυστηρής νομοθεσίας, όπως ήταν η νομοθετική διάταξη
περί «λαϊκών παρασίτων» (Volksschädlingsverordnung)
που θέσπισε ο Γκέρινγκ το 1939, στην οποία για παρόμοιες ελαφρές περιπτώσεις
προβλέπονταν μεταξύ των άλλων αυστηρών ποινών και η θανατική ποινή. Από τη
άλλη, θυμάτων μιας φανατισμένης δικαστικής εξουσίας, η οποία καταδίκαζε,
κατά κανόνα, στη βάση της βαρύτερης δυνατής ποινής.
Επίλογος
Η αίτηση απονομής χάριτος του Παναγιώτη Ζαχαριάδη
Εισέρχομαι για άλλη
μια φορά στο χώρο των εκτελέσεων. Οι άσπροι, γυμνοί τοίχοι και το γκρίζο
τσιμέντο στο δάπεδο δημιουργούν μια παράξενα ψυχρή ατμόσφαιρα. Ώστε εδώ
λοιπόν, σε αυτόν τον αποκρουστικό χώρο,
βρίσκονταν κάποτε μια από τις πύλες του Άδη. Το βλέμμα μου καρφώνεται
στους σκουριασμένους γάντζους της σιδηροδοκού. Μια αόρατη δύναμη με έχει
ακινητοποιήσει. Από τον διπλανό χώρο ακούγεται η μονότονη φωνή του ξεναγού
μιας ομάδας υποψηφίων αξιωματικών της
Bundeswehr.
Ξεχωρίζω μερικές λέξεις, όπως
Diktatur,
Terror,
Tyrannenmord,
Widerstand.
Συνεπαρμένος από μια
διάχυτη ένταση δεν κατάλαβα, πότε το αμυδρό φως που έμπαινε από τα δυο
μακρόστενα παράθυρα, άρχισε σιγά-σιγά να λιγοστεύει, δίνοντας ταυτόχρονα
στον χώρο έναν μυστηριακό χρωματισμό. Ένα βουητό, που γίνεται ολοένα και
δυνατότερο διαπερνάει τα αυτιά μου. Φωνές, χιλιάδες φωνές, ανδρικές,
γυναικείες, σε διάφορες γλώσσες του κόσμου. Ανακατεμένες με μουγκρητά
αεροπλάνων και ουρλιαχτά από βόμβες, που ψάχνουν τους στόχους τους
πέφτοντας. Εκκωφαντικές εκρήξεις κάνουν τους τοίχους να σείονται.
Με κάθε λάμψη εμφανίζονται σαν σε προβολή ημικατεστραμμένης ταινίας,
ασπρόμαυρα πρόσωπα, λυπημένα και αγέρωχα, βασανισμένα και όμορφα, ελεύθερα.
Οι εκτελεσμένοι του Plötzensee!
Και μέσα σ' αυτό το πανδαιμόνιο ακούγεται από μακριά η βραχνή φωνή του
ποιητή:
„Ετούτος ο άνεμος
δεν θέλει να σωπάσει
σφυράει, σφυράει,
σφυράει
σφυράει στ' αυτί
των σκοτωμένων «Ζήτω»
κι οι σκοτωμένοι
ανοίγουνε τα μάτια τους
σφυράει, σφυράει,
σφυράει
περνάει κάτου απ'
τα σκέλια των κρεμασμένων
ξυπνάει τους
κρεμασμένους
κι οι κρεμασμένοι
καβαλάν τον άνεμο – τρέχουν για την αθανασία
σέρνοντας πίσω τα
κομμένα σκοινιά τους.“
*
n
Γιώργος Μ.
Βραζιτούλης, Βερολίνο
Δρ. Αγρονόμος
Τοπογράφος Μηχανικός
*
Γιάννη Ρίτσου:
Οι γειτονιές του κόσμου (από την Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, Εκδόσεις Κέδρος
2000).
Θερμές
ευχαριστίες
στην
κα.
Bianca Welzing
από
το
Landesarchiv Berlin
και
στον
κ.
Andreas Herbst
από
την
Gedenkstätte Deutscher Widerstand (GDW)
για
την
βοήθειά
τους.
Πηγές:
-
Brigitte Oleschinski:
Gedenkstätte Plötzensee.
Herausgegeben von der Gedenkstätte Deutscher Widerstand Berlin.
-
Victor von Gostomski; Walter
Loch: Der Tod
von Plötzensee Erinnerungen – Ereignisse – Dokumente 1942-1944, bLoch Verlag
1993.
-
Poelchau, Harald:
Die letzten Stunden – Erinnerungen eines Gefängnispfarrers, Verlag Volk und
Welt, 3. Auflage, Berlin 1987.
-
Willy Perk; Willi Desch:
Ehrenbuch der Opfer von
Berlin-Plötzensee. Hersg. VVN-Westberlin, Verlag das europäische buch
Σημείωση:
Αγησίλαος Τερζής
Μετά τη δημοσίευση στο περιοδικό
Εξάντας αλλά κυρίως μετά από μια προηγηθείσα σχετική αναφορά στην
εφημερίδα
Ηπειρωτικός
Αγών των
Ιωαννίνων (28.3.2007), ήρθαν σε επαφή με τον συγγραφέα του
άρθρου οι συγγενείς του γιαννιώτη Αγησίλαου Τερζή, οι οποίοι ζουν
σήμερα στην Αθήνα και στη Γερμανία και δήλωσαν ότι μέχρι τότε αγνοούσαν
εντελώς την τύχη του συγγενικού τους θύματος. Σύμφωνα με πληροφορίες των , ο
Αγησίλαος Τερζής είχε εγκαταλείψει τα Γιάννενα κατά την διάρκεια της Κατοχής
με προορισμό τη Γερμανία. Συνάντησε στη Φρανκφούρτη
ένα συγγενικό του πρόσωπο και συνέχισε μετά το ταξίδι του για το
Βερολίνο. Από τη γερμανική πρωτεύουσα έστειλε λίγο αργότερα στους γονείς του
και τη φωτογραφία που δημοσιεύουμε εδώ. Από κάποιο χρονικό σημείο και μετά,
χάθηκε ξαφνικά κάθε ίχνος ζωής του.
Μια εντατικότερη έρευνα που έγινε σε διάφορα αρχεία του Βερολίνου απέβη
δυστυχώς εκ νέου άκαρπη. Συγκεκριμένα, το όνομά του δεν υπάρχει στα Βιβλία
Κρατουμένων εκείνης της εποχής διαφόρων φυλακών του Βερολίνου. Επίσης δεν
υπάρχει σχετική αναφορά κάποιας τυχόν καταδίκης του στα αρχεία ποινικών
δικαστικών αποφάσεων της εποχής. Το όνομα Τερζής δεν φαίνεται ούτε στο
αρχείο της υπηρεσίας δηλώσεως
διαμονής (Einwohnermeldeamt)
ούτε στο ληξιαρχείο της πόλης. Η μοναδική αναφορά του ονόματός του βρίσκεται
στον κατάλογο των θυμάτων του βιβλίου
„Ehrenbuch
der
Opfer
von
Berlin-Plötzensee“ των
συγγραφέων
Willy
Perk
και
Willi
Desch
(εκδόσεις
Das
europäische
Buch, Βερολίνο 1974). Οι συγγραφείς του βιβλίου
αναζητήθηκαν και δεν βρέθηκαν, πιθανότατα δεν βρίσκονται πλέον εν ζωή.
Πώς χάθηκε άραγε ο Αγησίλαος Τερζής; Μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ. Ίσως το
μυστικό αυτό να χάθηκε για πάντα μαζί με τις στάχτες των
αποτεφρωμένων θυμάτων του
Plötzensee,
του ναζισμού και του ολέθριου πολέμου.
(Γ. Βραζιτούλης)