Καλλιτέχνες



Ελένη Μάργαρη
ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου:
"Βασίλης Καζάκος. Ζωγραφική – Χαρακτική"

14 Ιανουαρίου 2009

        Ο Βασίλης Καζάκος μιλούσε σπάνια για το έργο του. Σε κάθε μια από τις λίγες συνεντεύξεις του, ωστόσο, αναφερόταν σταθερά σε δύο στοιχεία της δουλειάς του, στην τεχνική της χαρακτικής, καθώς οι αναζητήσεις του στον τομέα αυτό δεν σταμάτησαν ποτέ, και στον κοινωνικό και πολιτικό ρόλο και λόγο της τέχνης γενικότερα. «Ό, τι ζούμε λέμε και κάνουμε είναι πολιτική. Και η τέχνη πρέπει να έχει λόγο. Να περιγράφει να κρίνει να προτείνει», ανέφερε σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις του. Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της τέχνης του, λοιπόν, στο οποίο θα ήθελα να αναφερθώ εγώ απόψε, είναι οι κοινωνικές της διαστάσεις, οι οποίες εντοπίζονται, κατά την άποψή μου, κυρίως στις γυναικείες μορφές, που εμφανίζονται στα έργα του συστηματικά και σταθερά ήδη από τα πρώτα χρόνια της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας.

        Συγκεκριμένα, σε μερικά από τα πρώιμα έργα του, τα οποία παρουσιάζονται σε ξεχωριστό κεφάλαιο του βιβλίου, φιλοτεχνημένα στο τέλος της δεκαετίας του ’60 και τις αρχές του ’70, με θέμα το γυναικείο γυμνό, διακρίνεται το ενδιαφέρον του δημιουργού για τα σώματα των καθημερινών γυναικών, τα σώματα με ατέλειες, όχι για τις αψεγάδιαστες γυμνές μορφές. Οι χυμώδεις αυτές γυναίκες, ερμηνευμένες σε διάφορους χρωματικούς τόνους, του παρείχαν εικαστικά ασφαλώς πολλές εκφραστικές δυνατότητες. Κυρίως όμως οι μορφές τους είναι στενά συνδεδεμένες με την πραγματικότητα, είναι αληθινές γυναίκες έτσι όπως τις απεικονίζει φορτωμένες σκέψεις και προβληματισμούς.

        Η γυναίκα είναι παρούσα και στα Ερωτικά του Βασίλη Καζάκου, έργα που φιλοτεχνούσε από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 έως τα τέλη του ’90, στα οποία είναι αφιερωμένο ιδιαίτερο κεφάλαιο στο βιβλίο. Η γυναίκα στα έργα αυτά συνιστά το ισοδύναμο ήμισυ των συνθέσεων. Δεν συνιστά όμως η ερωτική πράξη,τον άξονα, θεματικά και συνθετικά, των έργων αυτών, αλλά η συντροφικότητα και ο στενός δεσμός ανάμεσα στο ζευγάρι, στοιχεία που αποδίδονται με την ισοδύναμη παρουσία των μελών του στη σύνθεση.

        Ξεφυλλίζοντας κανείς το βιβλίο για τον Βασίλη Καζάκο, που παρουσιάζεται εδώ απόψε, αντιλαμβάνεται αμέσως την πληθώρα των γυναικείων φτερωτών μορφών που φιλοτέχνησε στις συνθέσεις, τις γνωστές ως Bar-Αδιέξοδα. «Είναι φιγούρες γυναικών που ξεκίνησαν να δουλεύουν σε μπαρ και παρόμοια μέρη και κατέληξαν σε αδιέξοδα. Βάζοντάς τους φτερούγες, ίσως θεωρώ ότι τις εξαγνίζω και τις βλέπω σαν αγγέλους», ανέφερε ο ίδιος σε μια συνέντευξή του. Πρόκειται για μορφές που πραγματικά συγκλονίζουν το θεατή με την αμεσότητα της έκφρασης και το βάθος των συναισθημάτων και των προβληματισμών που φανερώνουν. Αφορμή για τη δημιουργία τους στάθηκαν οι εμπειρίες του καλλιτέχνη από τη σύγχρονη κοινωνία και η ευαισθητοποίησή του απέναντί της. Έδωσε μορφή στα βιώματά του ωστόσο με τον πολύ προσωπικό, δικό του τρόπο με τον οποίο μεταπλάθει όλα σχεδόν τα θέματά του σε εικόνες μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Η προσθήκη των φτερών πιθανόν τις μετατρέπει σε αγγέλους, σίγουρα όμως τις εξιδανικεύει καθιστώντας τες σύμβολα όχι μόνο των γυναικών, αλλά όλων των σύγχρονων ανθρώπων, των παγιδευμένων στο τέλμα της ζωής τους.

        Τα σώματα των μορφών αυτών είναι γυμνά αλλά δεν ανακινούν ερωτικά αισθήματα. Τα πρόσωπά τους είναι θλιμμένα, τα χαρακτηριστικά τους γενικευτικά και αυστηρά αποδοσμένα φέρνουν στο νου τις μορφές της βυζαντινής τέχνης, την οποία επίσης θεράπευσε ο Καζάκος. Συνυπάρχουν δύο ή και περισσότερες μορφές μαζί, αλλά δεν αντικρίζουν η μια την άλλη. Αντίθετα, έχουν στραμμένα τα πρόσωπα στο κενό, η ματιά τους δεν διασταυρώνεται ούτε με το βλέμμα του θεατή. Χαμένες στα προβλήματα και τα εσωτερικά τους αδιέξοδα, απομονωμένες, αν και όχι μόνες, μοιάζουν αιχμάλωτες των χώρων, όπου κατέφυγαν για να βρουν λύσεις, ένας φαύλος κύκλος της σύγχρονης ζωής, τον οποίο συναισθανόταν ο δημιουργός.

        «Με αφορμή αυτό το θέμα προσπάθησα να οραματιστώ» ανέφερε ο Βασίλης Καζάκος, επιβεβαιώνοντας ότι οι προβληματισμοί της σύγχρονης ζωής αποτέλεσαν την αφετηρία της δημιουργίας των έργων αυτών, των φιλοτεχνημένων σε διαφορετικές παραλλαγές, με συνδυασμούς χρωμάτων πολλές φορές έντονους και ζωηρούς, που έρχονται συχνά σε αντίθεση με τα θλιμμένα πρόσωπα των φτερωτών γυναικών, προβάλλοντάς τα ακόμη περισσότερο. Εκτός, όμως από το περιεχόμενο των έργων, η εξέλιξη της τέχνης του, η διαρκής αναζήτηση και εκλέπτυνση των τεχνικών του αποτελούσε στόχο ζωής για τον Καζάκο. Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της αναζήτησης, στα πιο πρόσφατα έργα της ίδιας θεματικής, το χρώμα περιορίζεται στο μαύρο και το λευκό, οι συνθέσεις γίνονται ιδιαίτερα σκοτεινές. Η κόλλα και το βαθύ μαύρο του σμιριγδιού του παρείχαν ένα άριστο μέσο έκφρασης. Όμως ο θεατής δεν μπορεί να μη διακρίνει στο ερεβώδες μαύρο των συνθέσεων αυτών, που φτάνει την εξπρεσιονιστική τραχύτητα, όχι μόνο την εξέλιξη της τεχνικής αλλά και την απαισιόδοξη όψη της σύγχρονης ζωής που απεικονίζουν.

        Αν και ο ίδιος ο Βασίλης Καζάκος δεν μιλούσε πολύ για το έργο του, είναι ακριβώς το ίδιο του το έργο που αποτελεί σήμερα αδιάψευστο μάρτυρα όχι μόνο της τέχνης και των τεχνικών του, αλλά και της ίδιας της προσωπικότητάς του. Το σύνολο της δημιουργίας του φανερώνει τη σκληρή προσπάθεια του καλλιτέχνη, την πάλη με τα υλικά του, ώστε να αποτυπώσει σ’ αυτά εικόνες και βιώματα μιας ζωής, καθώς  και την ανάγκη του για ουσιαστική επικοινωνία και διάλογο με το κοινό. Όπως ανέφερε και ο ίδιος «[…] τέχνη χωρίς κόσμο στον οποίο απευθύνεται δεν υπάρχει. Έχουμε ανάγκη από την επικοινωνία, από τη διαδικασία του “δίνω και παίρνω”». Το έργο του Καζάκου, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου έχει συγκεντρωθεί σ’ αυτό το βιβλίο, είναι βαθειά χαραγμένο από προβληματισμούς, ιδέες, όνειρα και στόχους. Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, λοιπόν, έχουν τη δυνατότητα κοινό και μελετητές να ιχνηλατήσουν την πολύχρονη πορεία του όχι μόνο στην τέχνη και αλλά και τη ζωή.

Ελένη Μάργαρη
Ιστορικός Τέχνης

στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο η παρουσίαση του βιβλίου

αριθμός επισκεπτών